Ο Μακρόν επικράτησε με άνεση τελικά στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, κερδίζοντας άλλα 12 εκατομμύρια περίπου ψήφους σε σχέση με τον πρώτο γύρο. Τα φιλελεύθερα ΜΜΕ και σύσσωμο το «ακραίο κέντρο» διεθνώς έσπευσαν να πανηγυρίσουν για τη νίκη της «δημοκρατίας» ενάντια στο «λαϊκισμό». Οι πανηγυρισμοί τους είναι κούφιοι.
Αφενός, είναι οι τελευταίοι που δικαιούνται να μιλούν για «δημοκρατία». Ή για να το θέσουμε καλύτερα, είναι βαθύτατα αποκαλυπτικό το τι εννοεί αυτός ο συρφετός ως «δημοκρατία», όταν εκπρόσωπός της είναι ο γιάπης πρώην υπάλληλος των Ρότσιλντ, που αποτελεί την επιτομή της «μετα-δημοκρατίας».
Αφετέρου, γιατί η άνετη νίκη του Μακρόν δεν αποτελεί τη «λαϊκή εντολή» την οποία φαντασιώνονται. Σύμφωνα με τις περισσότερες έρευνες, τουλάχιστον το 40% (ως και 65%) των ψηφοφόρων του δηλώνει ότι τον ψήφισε «κλείνοντας τη μύτη του», για να στείλει μήνυμα ενάντια στη Λεπέν. Άλλο πολύ σημαντικό ποσοστό πίστεψε στην «ανανέωση που θα φέρει ενάντια στο πολιτικό σύστημα» και είναι θέμα χρόνου να ανακαλύψει ότι ο «αντι-συστημικός» Μακρόν είναι σαρξ εκ της σαρκός και της οικονομικής και της πολιτικής ελίτ ταυτόχρονα. Το ποσοστό που τον ψήφισε «για το πρόγραμμά του» είναι θλιβερό. Τα περίπου 4 εκατομμύρια άκυρα και λευκά (από 1 εκατομμύριο στον πρώτο γύρο) είναι ένα ηχηρό μήνυμα. Η αύξηση της αποχής κατά 1,5 εκατομμύριο (από 10.600.000 σε 12.100.000) είναι πρωτοφανής σε δεύτερο γύρο, όπου η τάση ήταν πάντοτε είτε η συμμετοχή να μένει ίδια, είτε να αυξάνεται ελαφρά (ενώ ειδικά το 2002, η συμμετοχή είχε αυξηθεί κατακόρυφα, για να ψηφίσει τον Σιράκ απέναντι στον πατέρα Λεπέν).
Αν ο Μακρόν είναι ο νικητής, αλλά «λαβωμένος» και με σοβαρούς λόγους να προβληματίζεται, περίπου το ίδιο ισχύει και για τη Λεπέν. Ξεκινώντας από το γεγονός ότι έχει χτίσει μια σχετικά «συμπαγή» εκλογική βάση, πήγε ένα βήμα παραπέρα, πετυχαίνοντας κάτι εξαιρετικά ανησυχητικό. Να προσελκύσει άλλα 3 εκατομμύρια ψηφοφόρους υπέρ της στον δεύτερο γύρο. Αυτή είναι μια πραγματικά ανησυχητική διαφορά σε σχέση με την τύχη του πατέρα της το 2002. Είχε να αντλήσει από μια δεξαμενή που ήταν εξαρχής κοντά της, τους 1.700.000 ψηφοφόρους του Ντιπόν («σκληρός δεξιός γκωλικός», ευρωσπεπτικιστής, που κάλεσε σε υποστήριξη στη Λεπέν στο δεύτερο γύρο). Μπόρεσε να αποσπάσει τμήμα των ψηφοφόρων της παραδοσιακής Δεξιάς (σύμφωνα με τις πρώτες έρευνες, ένα 20% των ψηφοφόρων του Φιγιόν). Αναδεικνύεται λοιπόν ένα σοβαρό ρεύμα «σκληρής Δεξιάς» έτοιμο να στραφεί προς την ακροδεξιά, αν οι συνθήκες το επιβάλουν/επιτρέπουν, που δεν αποκλείεται να αυξηθεί στο μέλλον.
Παρ’ όλα αυτά, η συσσώρευση πολλών ευνοϊκών παραγόντων (κατάρρευση παραδοσιακών κομμάτων, τρομοκρατικές επιθέσεις και τρομοϋστερία, ρατσισμός απέναντι στο προσφυγικό, λαϊκή απέχθεια για τον Μακρόν) και οι μεγάλες προσδοκίες («τουλάχιστον 40%», ενώ τελικά παίρνει 34% και αυτό επί των έγκυρων, χωρίς να υπολογίζεται το 11,5% των άκυρων/λευκών) έχουν κάνει τα ίδια τα στελέχη του FN να αντιμετωπίζουν το σκορ ως «καθήλωση», και ήδη από την επόμενη μέρα άρχισαν οι συζητήσεις για τις αιτίες, τις προοπτικές και το τι πρέπει να αλλάξει. Οι πρώτες τροχιοδεικτικές δηλώσεις δείχνουν μια αντιπαράθεση μεταξύ όσων θέλουν να συνεχίσει η «απο-τοξικοποίηση» του FN (ακόμα και με αλλαγή ονόματος) για να «σπάσει το ταβάνι» και των «σκληρών» που βρίσκουν την ευκαιρία να επιτεθούν στη στρατηγική «απο-τοξικοποίησης» για το ότι δεν απέφερε τελικά τα μεγάλα οφέλη που υποσχόταν.
Η Αριστερά είχε να περάσει από συμπληγάδες: Τη χυδαία επίθεση του συστήματος γύρω από τον Μακρόν σε όποιον δεν τον στηρίξει ως «αντιδημοκράτη» και την προσπάθεια της Λεπέν να εμφανιστεί ως η μόνη «αντισυστημική» επιλογή. Με εξαίρεση τη σπουδή του ΚΚΓ να στηρίξει Μακρόν από την πρώτη μέρα, οι άλλες δυνάμεις κατόρθωσαν να χαράξουν μια αξιοπρεπή πορεία που σε επίπεδο κεντρικού πολιτικού στίγματος «απονομιμοποιούσε» την επιλογή FN, παίρνοντας τις αναγκαίες αποστάσεις από τη στοίχιση πίσω από τον Μακρόν. Ο «λαός της Αριστεράς» προφανώς έκανε διάφορες επιλογές μπροστά στην κάλπη, με ένα τμήμα να ψηφίζει τον Μακρόν «κλείνοντας τη μύτη του» και ένα άλλο να τροφοδοτεί το ρεύμα άκυρο-λευκό-αποχή.
Πρόκειται για δύο διαφορετικές συζητήσεις (που έγιναν μεταξύ των δύο γύρων). Η πρώτη αφορούσε την πίεση του Μακρόν και της Λεπέν να εξαφανίσουν πολιτικά την Αριστερά και το πώς στέκονται οι οργανωμένες δυνάμεις απέναντι σε αυτή την πίεση. Η δεύτερη αφορούσε μια συζήτηση μεταξύ συντρόφων για το πώς θα χρησιμοποιήσει ο καθένας την ψήφο του στο δεύτερο γύρο, με δεδομένη τη συμφωνία σε δύο βασικά ζητήματα: την πλήρη αντίθεση στο Εθνικό Μέτωπο και την κατανόηση ότι η νίκη του Μακρόν δεν θα είναι λύση, αλλά θα στρώσει το δρόμο στη Λεπέν, αν δεν συναντήσει ισχυρή αντίσταση από τα αριστερά.
Αυτός ο λαός θα έχει να δράσει πλέον ενωμένα.
Πρώτο, στην πάλη ενάντια στον Μακρόν. Ο οποίος μετά τη νίκη του μίλησε ενάντια «στα άκρα» (και όχι ενάντια στο φασισμό). Ο οποίος ετοιμάζεται να εξαπολύσει τη «θατσερική επανάσταση» και δέχεται ήδη ενδιαφέρουσες συμβουλές από τους «Financial Times», οι οποίοι στο ίδιο άρθρο που είναι διανθισμένο με ύμνους στη «δημοκρατία» και καταγγελίες για το «τεράστιο δημόσιο», καταλήγουν με ειλικρινή ταξικό κυνισμό: «Το πρόβλημα της αντίστασης στους δρόμους θα είναι πραγματικό και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Μια άμεση αύξηση μισθών στους αστυνομικούς, πολλοί εκ των οποίων θα ψήφισαν Λεπέν, ίσως είναι ενδεδειγμένη»!
Δεύτερο, στην πάλη ενάντια στο Εθνικό Μέτωπο. Ο προβληματισμός για το «τι κάνουμε στο δεύτερο γύρο» προέκυψε εξαιτίας όσων ΔΕΝ έγιναν όλα τα προηγούμενα χρόνια. Ανεξαρτήτως «εκλογικής συμπεριφοράς» στο δεύτερο γύρο, όλοι οφείλουν να κάνουν πολύ περισσότερα ενάντια στον ρατσισμό και το φασισμό τα επόμενα χρόνια, για να μην ξαναβρεθούν στην ίδια θέση σε 5 χρόνια. Το FN αποτελεί πλέον μια απειλή που είναι αδύνατον και εγκληματικό να υποτιμηθεί.
Τρίτο, στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές, που θα κρίνουν πολλά και θα οριστικοποιήσουν συμπεράσματα (και για την Αριστερά και για το Εθνικό Μέτωπο, αλλά και για τις διαθέσεις και τους συσχετισμούς στο «ακραίο κέντρο»). Αλλά σε αυτό το ζήτημα θα επανέλθουμε αναλυτικά.
Το βασικό ζητούμενο είναι η καταγραφή ενός «τρίτου πόλου» να μην περιοριστεί στο εκλογικό πεδίο, αλλά να αποτελέσει δύναμη στο κοινωνικό. Στην ανάπτυξη αγώνων ενάντια στον Μακρόν και ενάντια στο ρατσισμό και το φασισμό την επόμενη πενταετία θα κριθούν πολλά, ανάμεσά τους το αν θα επαληθευτεί το διάσημο Μακρόν 2017 = Λεπέν 2022.
Οι διαδηλώσεις των μαθητών μεταξύ των δύο γύρων, η Πρωτομαγιά «ενάντια στο Εθνικό Μέτωπο και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές», η κινητοποίηση κάποιων συνδικάτων την επομένη της εκλογής Μακρόν για το «καλωσόρισμα» δείχνουν ένα δρόμο. Εκεί θα κριθούν όλοι το επόμενο διάστημα. Παραφράζοντας τον Ντουρούτι: Όποιος ψήφισε Μακρόν και δεν παλέψει ενάντια στην κυβέρνησή του και το φασισμό, είναι για μας βλαβερός. Το ίδιο βλαβερός είναι και όποιος απείχε από τις εκλογές και δεν παλέψει ενάντια στην κυβέρνησή του και το φασισμό.