Συνέντευξη στην Feyzi Ismail και στην ιστοσελίδα Counterfire Πρώτη δημοσίευση: http://www.counterfire.org/
Πώς εκτιμάτε τη νίκη του Μακρόν επί της Λεπέν και πώς φτάσαμε σε αυτό το αποτέλεσμα;
Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τον κίνδυνο της Λεπέν, που απέσπασε 34% στον δεύτερο γύρο - και 21% στον πρώτο – έστω κι αν δεν κατάφερε να εκλεγεί. Είναι ένα ισχυρό ποσοστό, πρωτοφανές για ακροδεξιό κόμμα στη Γαλλία, που της επιτρέπει να εμφανίζεται ως μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση και ως δύναμη εξουσίας. Το σύνθημα που ακούγεται στα κοινωνικά δίκτυα «Μακρόν το 2017 = Λεπέν το 2022» μπορεί στο μέλλον να επαληθευτεί. Αυτό είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο, ακόμη κι αν σε τίποτε δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μας, η Αριστερά θα έπρεπε για λόγους αρχής και τακτικής να ψηφίσει τον Μακρόν στο δεύτερο γύρο. Η αποχή ή το λευκό δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, υπερασπίσιμες επιλογές υπό αυτές τις συνθήκες.
Ας ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξ’αρχής ότι το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν είναι ένα φασιστικό, όχι απλώς ένα αστικό ή ένα αντιδραστικό ξενοφοβικό κόμμα σαν τα άλλα. Κι επειδή δεν υποτιμούμε την αξία των δημοκρατικών ελευθεριών και των δικαιωμάτων, δεν μπορούμε να μην αναλογιστούμε ότι για ένα μεγάλο μέρος των Γάλλων πολιτών και των ξένων που ζουν στη Γαλλία, που ήδη υφίστανται τον καθημερινό ρατσισμό και την ισλαμοφοβία, η Λε Πεν αποτελεί άμεση απειλή.
Δεν μπορούμε λοιπόν να λέμε ότι δεν υπάρχει καμμιά διαφορά ανάμεσα στους δύο υποψήφιους του δεύτερου γύρου. Κι αν είναι έτσι, τότε δεν υπήρχε άλλη επιλογή από την ψήφο στον Μακρόν, είναι θέμα ευθύνης. Ο άλλος λόγος ανησυχίας είναι ότι η Λεπέν πήρε 16% περισσότερο από τον πατέρα της το 2002, όταν για πρώτη φορά η ακροδεξιά είχε περάσει στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Αυτή η επίδοση είναι μια σοβαρή απειλή τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μεσοπρόθεσμα στενεύει τα περιθώρια για την οικοδόμηση μιας αξιόπιστης αριστερής εναλλακτικής λύσης.
Ενα ανάλογο δίλημμα δεν είχε παρουσιαστεί και το 2002, όταν, προς γενική έκληξη, ο τότε ηγέτης του Εθνικού Κόμματος, και πατέρας της νυν αρχηγού, Ζαν-Μαρί Λεπέν είχε προκριθεί στον δεύτερο γύρο και είχε αντιμετωπίσει τον επικεφαλής της γκωλικής δεξιάς Ζακ Σιράκ;
Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο τώρα και το 2002 είναι ότι, το 2002, ολόκληρη η Αριστερά με οριακές μόνο εξαιρέσεις είχε καλέσει να ψηφιστεί ο Σιράκ στο δεύτερο γύρο προκειμένου να απομονωθεί ο πατήρ Λεπέν και να κρατηθεί το ποσοστό του όσο το δυνατόν χαμηλότερα. Τώρα, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί και η πολιτική κρίση είναι πολύ σοβαρότερη. Ο θυμός του κόσμου ενάντια στους πολιτικούς είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος απ’ότι το 2002, και αυτός ο θυμός στρέφεται σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.
Αυτό επίσης σημαίνει ότι μερικές φορές οι άνθρωποι σταματούν να σκέφτονται ορθολογικά αντιδρώντας με βάση το συναίσθημά τους και το θυμό τους. Εκεί βασίζεται εν μέρει η θέση που υποστήριξε ένα υπολογίσιμο τμήμα αριστερών ψηφοφόρων υπέρ της αποχής ή της λευκής ψήφου στο δεύτερο γύρο. Δεν βγαίνει τόσο από μια δογματική ή ιδεολογικά διαμορφωμένη θέση, όσο από έναν θυμό και από την αίσθηση όσων είναι αρκετά παλιοί για να έχουν εκείνη την εμπειρία ότι η ψήφος του 2002 υπέρ του Σιράκ στο δεύτερο γύρο δεν κατάφερε να αναχαιτίσει, σε βάθος χρόνου, την άνοδο της ακροδεξιάς.
Η άλλη διαφορά είναι ότι οι διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς, που πέφτει ανάμεσα στους δύο γύρους των προεδρικών εκλογών, ήταν φέτος ένα κλάσμα αυτών του 2002. Αλλά το 2002 η πρόκριση του Ζαν-Μαρί Λεπέν στο δεύτερο γύρο προκάλεσε σοκ ενώ φέτος η πρόκριση της κόρης του ήταν αναμενόμενη. Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι το ποσοστό της Λεπέν στον πρώτο γύρο (21,3%) ήταν χαμηλότερο από αυτό που της έδιναν οι δημοσκοπήσεις λίγους μήνες πριν και επίσης χαμηλότερο από αυτό που πήρε το Εθνικό Μέτωπο στις περιφερειακές εκλογές του 2015 (28%) ή στις ευρωεκλογές του 2014 (25%). Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, αν και όχι αποκλειστικά, στην επιτυχία της εκστρατείας του Μελανσόν και στο γεγονός ότι εμφανίστηκε ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση, αντισυστημική αλλά σε με μια προοδευτική και αριστερή κατεύθυνση.
Θα μπορούσαμε επομένως να πούμε στη γαλλική κοινωνία ότι αυτό που βλέπουμε δεν είναι μια μονοσήμαντη τάση προς τα δεξιά αλλά και τάση προς πόλωση, κάτι που παρατηρούμε επίσης και σε άλλες χώρες;
Απολύτως, η κυρίαρχη τάση είναι η πόλωση. Η ένταση που επικρατεί είναι πρωτοφανής για τα δεδομένα των τελευταίων δεκαετιών. Υπάρχει πολύς θυμός, και αυτό φαίνεται στους καυγάδες που ξεσπούν ακόμη και μέσα σε οικογένειες ή μεταξύ φίλων. Αυτό δεν αποτελεί βέβαια έκπληξη αν έχουμε κατά νου τις κινητοποιήσεις της άνοιξης του 2016 ενάντια στην αλλαγή της εργασιακής νομεθεσίας, με το κίνημα των πλατειών «Ορθιοι τη Νύχτα» (Nuit Debout) και τις κινητοποιήσεις των συνδικάτων, που ήταν πολύ σημαντικές και αντιμετωπίστηκαν με άγρια καταστολή. Η κινητοποίηση του προηγούμενου έτους ήταν αναμφίβολα ένα σημείο καμπής. Δεν πρόκειται βέβαια μια γραμμική συνέχεια, ωστόσο το κίνημα δημιούργησε γόνιμο έδαφος για την εκστρατεία της ‘Ανυπότακτης Γαλλίας’ της οποίας ηγήθηκε ο Μελανσόν.
Εάν λοιπόν βάλουμε όλα αυτά μαζί: τις απανωτές τρομοκρατικές επιθέσεις του 2015 – και το πώς χρησιμοποιήθηκαν για να καλλιεργηθεί ένα ακόμα πιο βαρύ κλίμα ισλαμοφοβίας και ρατσισμού – τις κοινωνικές κινητοποιήσεις της περυσινής άνοιξης, την υπό εξέλιξη πολιτική κρίση και τη συνολική κατάρρευση των κατεστημένων πολιτικών κομμάτων, τότε συνειδητοποιούμε ότι έχουν συσσωρευθεί όλα τα υλικά για μια βαθεία πολιτική και κοινωνική αναταραχή την ερχόμενη περίοδο.
Πως διαμορφώνεται το νέο πολιτικό τοπίο της Γαλλίας μετά τις προεδρικές εκλογές;
Τα τέσσερα πολιτικά ρεύματα που αναδείχθηκαν σε αυτές τις εκλογές, δηλαδή τα κατάλοιπα της παραδοσιακής Δεξιάς με τους Ρεπουμπλικάνους, η φασιστική ακροδεξιά με την Λεπέν, το «ακραίο κέντρο» – για να χρησιμοποιήσω τη διατύπωση του Ταρίκ Αλί – με τον Μακρόν, και η ριζοσπαστική Αριστερά με τον Μελανσόν, όλα υπάρχουν στην γαλλική πολιτική εδώ και καιρό - αλλά ο συσχετισμός δυνάμεων έχει αλλάξει άρδην. Η σοσιαλδημοκρατία, που κατείχε κεντρική θέση στο πολιτικό σύστημα, υπέστη συντριβή, η παραδοσιακή Δεξιά έχει κατακερματιστεί, ένα εντελώς νέο πολιτικό τοπίο έχει αρχίσει ήδη να σχηματίζεται. Είναι όμως πολύ δύσκολο να δούμε πώς θα σταθεροποιηθεί.
Αυτό που μέλλεται για τη Γαλλία είναι μια μακρόχρονη περίοδος πολιτικής αστάθειας. Και αυτό φυσικά επίσης σημαίνει ότι η Αριστερά μπορεί να εκμεταλλευτεί αυτήν την ευκαιρία για να χτίσει κάτι νέο και ριζοσπαστικό.
Πώς μπόρεσε ο Μελανσόν να διπλασιάσει το ποσοστό του σε σχέση με το 2012; Τι καινούργιο έφερε αυτή η καμπάνια της ‘Ανυπότακτης Γαλλίας’;
Η γεωγραφική κατανομή της ψήφου δείχνει ότι ο Μελανσόν συγκεντρώνει υψηλά ποσοστά στις περιοχές όπου υπάρχουν ισχυρές κομμουνιστικές παραδόσεις, τόσο στα εργατικά-λαϊκά προάστεια των μεγάλων αστικών κέντρων όσο και στις κατά τόπους περιφέρειες όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα διατηρεί μια επιρροή. Ο Μελανσόν πήρε όμως υψηλά ποσοστά και σε περιοχές στη νότια Γαλλία που στήριζαν παραδοσιακά το Σοσιαλιστικό Κόμμα . Κατάφερε έτσι να ενοποιήσει όσους ψηφίζουν αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας με ένα τμήμα ψηφοφόρων του Σοσιαλιστικού Κόμματος αλλά και των Πράσινων – όσους έχουν αηδιάσει με τον Ολάντ και δεν στράφηκαν δεξιότερα, προς τον Μακρόν. Κατάφερε επίσης, και αυτό είναι αποφασιστικής σημασίας, να κερδίσει την στήριξη των νέων, που ξέρουμε ότι έχουν την τάση να απομακρύνονται από την κάλπη.
Η σημαντικότερη ίσως επιτυχία του Μελανσόν ήταν ότι συνέβαλε αποφασιστικά στο να περιοριστεί η επίδοση της Λεπέν αγγίζοντας στρώματα του κοινωνίας που έχουν αποκοπεί από την πολιτική. Κατάφερε να προκαλέσει το ενδιαφέρον τους και να φέρει στην πολιτική ένα πνεύμα εξέγερσης. Νομίζω ότι αυτό είναι το σημαντικότερο επίτευγμα. Είναι η πρώτη φορά εδώ και καιρό που ακούσαμε έναν λόγο στην Αριστερά που ήταν πλούσιος, που κόμιζε ιδέες και αυτοπεποίθηση και δεν ήταν απλώς αμυντικός. Ενα λόγος που δεν έλεγε μόνο πόσο ζοφερή είναι η κατάσταση και ότι πρέπει να αντισταθούμε στον νεοφιλελευθερισμό. Ο Μελανσόν πρόσφερε ένα όραμα, μια δυνατότητα αλλαγής και χτυπήματος του αντιπάλου, μια προοπτική νίκης.
Ένας από τους λόγους που τα κατάφερε καλύτερα τώρα σε σύκριση με την προ τετραετίας εκλογική του κάθοδο είναι ότι η συγκυρία είναι πιο ευνοϊκή. Το 2012 το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε ασύγκριτα περισσότερες εφεδρείες, ενώ τώρα παραπαίει.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, το 2012, η ριζοσπαστική Αριστερά είχε κατέβει ως «Αριστερό Μέτωπο», μια εκλογική σύμπραξη από οποία έλειπαν μόνο οι δύο κύριες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Αυτός ο συνασπισμός μεταξύ του ΚΚ Γαλλίας, του κόμματος του ίδιου του Μελανσόν (το Αριστερό Κόμμα - Parti de Gauche) – και ορισμένων δυνάμεων που προέρχονται από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά αποτελούσε ταυτόχρονα πλεονέκτημα και μειονέκτημα.
Το πλεονέκτημα ήταν ότι επέτρεψε στις οργανωμένες δυνάμεις της Αριστεράς να παρέμβουν, κάτι που δεν συνέβη σε αυτήν την εκστρατεία – τα πράγματα είναι σ’αυτό το σημείο πιο σύνθετα και αντιφατικά. Από την άλλη πλευρά, το 2012 ο Μελανσόν ήταν υποχρεωμένος να κάνει κινήσεις τακτικής, παραχωρήσεις και συμβιβασμούς με το ΚΚ και τις άλλες δυνάμεις που συμμετείχαν στο Αριστερό Μέτωπο. Για παράδειγμα, στα ζητήματα της οικολογίας, που είχαν κεντρική θέση στην εκστρατεία του, δεν μπορούσε τότε να μιλήσει ελεύθερα, επειδή το ΚΚ είναι υπέρ της πυρηνικής ενέργειας και είναι γενικά επιφυλακτικό στο προβάλλει τα αιτήματα των οικολογικών κινημάτων.
Με την δημιουργία της ‘Ανυπότακτης Γαλλίας’, ο λόγος του Μελανσόν απέκτησε μεγαλύτερη αξιοπιστία, και όχι μόνο σε ότι αφορά την οικολογία. Το ίδιο συνέβη για ζητήματα όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και το αίτημα για έξοδο από τις ευρωπαϊκές συνθήκες μέσω ενός σχεδίου Β, το οποίο σημαίνει έξοδο από το ευρώ και ενδεχομένως από την ΕΕ, εάν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί προβάλλουν εμπόδια στην εφαρμογή μιας προοδευτικής πολιτικής – όπως έχουν κάνει κάθε φορά ως τώρα.
Ο Μελανσόν είναι ο μόνος ηγέτης της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη που διαφοροποιείται από τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ λέγοντας ότι η συνθηκολόγηση δεν είναι επιλογή και ότι πρέπει να προετοιμαστούμε να κάνουμε οτιδήποτε χρειαστεί για να μην την επαναλάβουμε. Και μπόρεσε να το κάνει επειδή ήταν απελευθερωμένος από το πλαίσιο του πάλαι ποτέ Αριστερού Μετώπου, εντός του οποίου όπως ξέρουμε το ΚΚ στηρίζει αναφανδόν τον Τσίπρα.
Αλλά υπάρχει επίσης ένας τίμημα το οποίο πάντα μένει να πληρωθεί όταν σπάει ένα ενωτικό πλαίσιο. Το κόστος είναι ότι τα οργανωμένα τμήματα της Αριστεράς και των κοινωνικών και συνδικαλιστικών κινημάτων δεν συμμετείχαν ως τέτοια στην εκστρατεία, σε αντίθεση με το 2012.
Εάν συγκρίνουμε, για παράδειγμα, τις δύο κεντρικές συγκεντρώσεις στο Παρίσι, αυτήν του Μαρτίου του 2012 και την φετινή, η διαφορά είναι ότι το 2012 βλέπουμε την πλατεία της Βαστίλης γεμάτη με κόκκινες σημαίες και μαζικά μπλοκ συνδικαλιστών και κοινωνικών κινημάτων, με τα πανό των πολιτικών κομμάτων που υποστηρίζουν το Αριστερό Μέτωπο – ήταν μια συγκέντρωση της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η φετινή συγκέντρωση ήταν συγκρίσιμη από την άποψη του μεγέθους και του κλίματος – εξ΄ίσου μαζική και μαχητική – αλλά φέτος υπήρχαν μόνο εθνικές σημαίες, και οι συμμετέχοντες είχαν έρθει απλώς ως άτομα, όχι ως συλλογικότητες. Δεν είχε εκείνη την διάσταση ενός κινήματος, δεν έδινε την εικόνα ενός κόσμου που προετοιμάζεται για μια μάχη που δεν είναι μόνο εκλογική. Αυτό σημαίνει ότι ο τρόπος που θα προχωρήσει η ανασύνθεση της Αριστεράς στους προσεχείς μήνες θα είναι μια πολύ σύνθετη υπόθεση.
Είναι προφανές πως η Ανυπότακτη Γαλλία δεν μπορεί να διατηρηθεί στην τρέχουσα μορφή της και θα πρέπει να μετασχηματιστεί στο κοντινό μέλλον. Τι μορφή θα πάρει αυτή η αλλαγή;
Ο Μελανσόν και μια στενή ομάδα προσωπικών του συνεργατών καθοδηγούν ολόκληρη την εκστρατεία και έχουν περιθωριοποίησει όλα τα άλλα σχήματα, ακόμη και το ίδιο το κόμμα τους. Υπάρχει μια προφανής έλλειψη λογοδοσίας δεδομένου ότι η ‘Ανυπότακτη Γαλλία’ δεν είναι κόμμα. Δεν είναι καν ένα κίνημα ή οργάνωση αλλά ένα άθροισμα ατόμων που γράφονται σε μια ηλεκτρονική πλατφόρμα και σχηματίζουν τοπικές ομάδες στήριξης, ή εντάσονται σε μία από τις ήδη υάρχουσες.
Αυτή η οργανωτική επιλογή συνδέεται προφανώς με το «αριστερό λαϊκισμό» που ο Μελανσόν προβάλει ως την κοινή ταυτότητα της ‘Ανυπότακτης Γαλλίας’. Το σχήμα δεν παρουσιάζεται ως δομημένο κίνημα αλλά μάλλον ως ομπρέλα: όποιος συμφωνεί με την ιδρυτική διακύρηξη κάνει ένα κλικ στην ιστοσελίδα και συμμετέχει σε μια ομάδα στήριξης, ή δημιουργεί μια καινούργια, δεν πρέπει να περιμένει κάποιον να έρθει να του πει τι πρέπει να κάνει.
Αυτό ακούγεται πολύ «οριζόντιο» και αποκεντρωμένο αλλά προϋποθέτει ότι υπάρχει ήδη μια αναγνωρισμένη ηγεσία και ένα δεδομένο πρόγραμμα. Προφανώς κάποιος στην ‘Ανυπότακτη Γαλλία’ παίρνει τις αποφάσεις, ορίζει το ιδιελογικό στίγμα, τα ζητήματα στρατηγικής και τακτικής, π. χ. το πώς πρέπει να αντιμετωπιστούν οι κινήσεις των Σοσιαλιστών και ούτω καθεξής. Δεν ήταν στο πρόγραμμα όλα αυτά, ούτε συζητήθηκαν ποτέ συλλογικά και δημοκρατικά.
Μένει να δούμε εάν ο Μελανσόν και το επιτελείο του κατανοούν αυτές τις διαδικασίες σαν έναν προσωρινό – και προς το παρόν αναπόφευκτο – σημείο εκκίνησης, αναγνωρίζοντας όμως την ανάγκη να αντικατασταθούν το συντομότερο από μια δημοκρατικότερη και πιο συλλογικά οργανωμένη δομή – ή εάν θα συνεχίσουν να οικοδομούν ένα είδος εκλογικής μηχανής, με εντελώς συγκεντρωτική λειτουργία γύρω από έναν αδιαφιλονίκητο και χαρισματικό ηγέτη που δεν λογοδοτεί σε κανέναν.
Στην Ισπανία, είδαμε πώς το Ποδέμος, ιδιαίτερα μετά από το πρώτο του συνέδριο στο Βισταλέγκρε, υιοθέτησε αυτόν τον πολύ κάθετο, συγκεντρωτικό και εκλογικίστικο τρόπο συγκρότησης. Αυτό έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα και έχει αφαιρέσει μεγάλο μέρος της ζωτικότητας, της μαζικής δυναμικής που υπήρχε αρχικά στις οργανώσεις βάσης, τους «κύκλους» (circulos), του Ποδέμος. Κατά συνέπεια θα ήταν κρίμα εάν η ‘Ανυπότακτη Γαλλία’ κινούνταν σε αυτές τις γραμμές. Είναι όμως γεγονός ότι είναι πολύ επηρεασμένοι από το υπόδειγμα του Ποδέμος.
Θεωρώ ότι είναι αναπόφευκτο η ‘Ανυπότακτη Γαλλία’ να διαμορφώσει μια οργανωτική δομή, το ερώτημα είναι απλά τι είδους; Είτε θα κινηθούν προς ένα εκλογικίστικο πρότυπο γύρω από έναν παντοδύναμο ηγέτη, είτε θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν τον δυναμισμό από τα κάτω που είδαμε κατά την διάρκεια της εκστρατείας, προσδίδοντάς του όμως μια συλλογική και, φυσικά, μια δημοκρατική δομή. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο χρειάζεται να ανοίξει η συζήτηση και με άλλους τομείς της ριζοσπαστικής και της εναλλακτικής Αριστεράς έτσι ώστε να μπορούν και άλλες δυνάμεις να συμμετέχουν σε ένα κοινό εγχείρημα. Είναι γεγονός ότι οι αναφορές του Μελανσόν στο υπόδειγμα του «αριστερού λαϊκισμού» δεν ιδιαίτερα βοηθητικές προς μια τέτοια κατεύθυνση.
Ποιοι θα μπορούσαν να είναι οι στρατηγικοί άξονες μιας αναδιαμορφωμένης ριζοσπαστικής Αριστεράς στη Γαλλία;
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απαιτείται μια συσπείρωση των δυνάμεων και οι σύντροφοι της ‘Ανυπότακτης Γαλλίας’ θα πρέπει να παραδεχτούν ότι δεν μπορούν να καλύψουν από μόνοι τους ολόκληρο τον πολιτικό χώρο αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας. Στη Γαλλία, η ριζοσπαστική, η «κόκκινη» Αριστερά έχει μια συναρπαστική διαδρομή εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, μια διαδρομή βαθειά ριζωμένη στις σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές παραδόσεις. Είναι μια ολόκληρη ιστορία αγώνων και εξέγερσης. Κανένα πολιτικό ρεύμα δεν μπορεί από μόνο του να τα εκφράσει όλα αυτά, άρα χρειάζεται μια μορφή συσπείρωσης διαφορετικών δυνάμεων αλλά με καινοτόμα χαρακτηριστικά.
Αυτό που έχει αποτύχει μέχρι στιγμής είναι οι συγκλίσεις «από τα άνω», αυτές που είναι αποκλειστικό προϊόν συμφωνιών μεταξύ των κομματικών επιτελείων. Ασφαλώς απαιτούνται ανοικτές, εύκαμπτες μορφές οργάνωσης που να καταλήγουν ωστόσο σε μια μορφή συνοχής και ενιαίας δράσης. Ενας καινούργιος φορέας της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν μπορεί παρά να είναι υποδειγματικά δημοκρατικός στους αντίποδες μιας γραφειοκρατικοποιημένης μορφής ενότητας μεταξύ των κομμάτων του σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής αριστεράς όπως στη δεκαετία του 1970. Αυτά τα εγχειρήματα έχουν αποτύχει και κανείς δεν θέλει να τα επαναλάβει.
Εχει κάποιο μέλλον η σοσιαλδημοκρατία σ’αυτό το υπό διαμόρφωση καινούργιο τοπίο;
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι υπό διάλυση, και οι δυνάμεις γύρω από τον Αμόν, δηλαδή η αριστερή πτέρυγα, συνειδητοποιούν ότι η παραμονή σε αυτό το κόμμα δεν αποτελεί βιώσιμη επιλογή. Εξ’άλλου ο Αμόν έχει ήδη αναγγείλει τη δημιουργία δικής του κίνησης, εντός του κόμματος προς το παρόν, και το ίδιο έχουν κάνει και προσωπικότητες από άλλες, πιο δεξιές, τάσεις του κόμματος. Φυσικά υπάρχουν σοβαρές διαφορές ανάμεσα στην αριστερή πτέρυγα των σοσιαλιστών και τη ριζοσπαστική Αριστερά – αρχίζοντας από το ζήτημα της ΕΕ – αλλά θεωρώ ότι με τον Αμόν και όσους τον στηρίζουν του μπορεί να ανοίξει μια συζήτηση και το είδαμε αυτό κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Και αυτή η συζήτηση θα γίνει με ευνοϊκούς όρους για την ριζοσπαστική αριστερά λόγω του συσχετισμού που αποτυπώθηκε στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Η σημασία του 20% του Μελανσόν για τη διαμόρφωση ενός νέου τοπίου στην αριστερά θα γίνει αντιληπτή την επόμενη περίοδο, ειδικά αν επιβεβαιωθεί από τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών του Ιούνη. Η σοσιαλδημοκρατία θα σπάσει μεταξύ εκείνων που θα ακολουθήσουν τον Μακρόν και της αριστερής πτέρυγας, που θα πρέπει να βρει μια μορφή συννενόησης με την ριζοσπαστική Αριστερά.
Ποιές θα είναι για την Αριστερά οι πρώτες προκλήσεις της προεδρίας Μακρόν;
Η προφανέστερη είναι η μείζονος σημασίας σύγκρουση που θα διεξαχθεί γύρω από την περαιτέρω διάλυση της εργατικής νομοθεσίας, την οποία ο Μακρόν θα προωθήσει, όπως το έχει ξεκαθαρίσει, το ερχόμενο καλοκαίρι μέσω προεδρικών διαταγμάτων, δηλαδή ούτε καν μέσω του Κοινοβουλίου, έτσι ώστε να εξουδετερώσει προληπτικά τις αντιδράσεις. Ήδη, μετά από τη μεταρρύθμιση του περασμένου χρόνου, οι συμβάσεις σε επίπεδο επιχείρησης υπερισχύουν των κλαδικών, ακόμη και της εθνικής συλλογικής σύμβασης, κάτι που σημαίνει πως η εργοδοσία έχει γίνει πανίσχυρη.
Η δυσκολία εδώ είναι ότι το γαλλικό συνδικαλιστικό κίνημα είναι διαιρεμένο και αδύναμο. Και έχασε επίσης την περσινή μάχη ενάντια στην πρώτη μεταρρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας.
Το δεύτερο σημείο πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι είναι ότι η πολιτική νομιμοποίηση του Μακρόν είναι μειωμένη. Ήδη στον πρώτο γύρο, σύμφωνα με τα exit polls, oι μισοί από όσους τον ψήφισαν είπαν ότιτ έκαναν για να αποτρέψουν έναν ενδεχόμενο δεύτερο γύρο μεταξύ του Φιγιόν και της Λεπέν, μεταξύ δεξιάς και ακροδεξιάς. Επομένως ήδη από τον πρώτο γύρω η συναίνεση στο πρόγραμμά του ήταν πολύ χαμηλό- και αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για το 66% του δεύτερου γύρου.
Αυτό είναι κάτι που η αριστερά και τα ταξικά συνδικάτα πρέπει να εκμεταλλευτούν, τόσο από την άποψη των κινητοποιήσεων στους δρόμους όσο και στην προοπτική της οικοδόμησης μιας πολιτικής εναλλακτικής λύσης. Εάν αποτύχει το εγχείρημα της διαμόρφωσης μιας πολιτικής εναλλακτικής, οι κλαδικές μάχες και οι κοινωνικές κινητοποιήσεις δεν θα έχουν ορίζοντα νίκης.
Στη Γαλλία δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή ισχυρές συνδικαλιστικές οργανώσεις που θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν την αδυναμία της αριστεράς στο πολιτικό επίπεδο. Πρέπει λοιπόν να συγκροτηθεί ο χώρος που έχει ανοίξει εκλογικά με την επιτυχία του Μελανσόν για να έχουμε επιτυχίες στο πεδίο της κοινωνικής πάλης. Εάν το καταφέρει, η αριστερά θα αναδειχθεί σε πραγματική αντισυστημική εναλλακτική λύση και θα είναι σε θέση να συντρίψει πολιτικά τους φασίστες. Ας μην ξεχνάμε ότι Μελανσόν απείχε μόλις εξακόσιες χιλιάδες πίσω από την Λεπέν, άρα είναι ένας απολύτως εφικτός στόχος.
Ο νέος αριστερός πόλος μπορεί να αποτελέσει την πραγματική αντιπολίτευση του Μακρόν και να είναι σε λίγα χρόνια, ακόμη και πριν από τις επόμενες εκλογές, να γυρίσει την σελίδα του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού, των αντιδημοκρατικών θεσμών της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας και της υποταγής στο σιδερένιο κλουβί της ΕΕ. Αυτή είναι σήμερα η πρόκληση για την Αριστερά.