Από τη δεκαετία του 1960 έχουν πολλαπλασιαστεί τα κοινωνικά κινήματα που αμφισβήτησαν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Μερικές φορές αυτά τα κοινωνικά κινήματα έχουν πάρει τη μορφή της εκστρατείας για ένα ιδιαίτερο ζήτημα και άλλες φορές έχουν συνενωθεί σε ένα μεγαλύτερο κοινωνικό κίνημα. Σε αυτό το κείμενο ο Colin Barker εξετάζει το κοινωνικό κίνημα ως σύνολο, και χαρτογραφεί την ανάπτυξή του κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών. Γραμμένο το 2012, αυτό το κείμενο παρέχει στους επαναστάτες ένα πλαίσιο σκέψης για την εμπλοκή τους στην πολιτική των κοινωνικών κινημάτων.
Εισαγωγή
Σε αυτό το κείμενο [1] ερευνώ με κάθε επιφύλαξη ορισμένα ζητήματα σχετικά με την ανάπτυξη των κοινωνικών κινημάτων κατά τις προηγούμενες δύο δεκαετίες. Εργάζομαι πάνω σε τρεις βασικές υποθέσεις:
1. Σε αντίθεση με μια ευρέως διαδεδομένη ιδέα η οποία κυκλοφορούσε πολύ πριν από δύο δεκαετίες, ο πολιτικός ρόλος της εργατικής τάξης δεν είναι «τελειωμένος». Αντίθετα, μετά από μια σειρά ηττών των οποίων η προέλευση βρίσκεται στο τέλος του τελευταίου «κύματος εξεγέρσεων» στη δεκαετία του 1970, η εργατική τάξη διεθνώς έχει και διευρυνθεί αλλά και υποβληθεί σε μια σειρά διαδικασιών «ανασύνθεσης», τόσο διαρθρωτικών όσο και πολιτικών (Barker και Dale 1998). Οι νέες δυνατότητες της μένει να δοκιμαστούν.
2. Αντί να μιλάμε για «κινήματα» στον πληθυντικό, είναι χρήσιμο να δανειστούμε μια φράση από τον Καρλ Μαρξ, «το κίνημα εν γένει». Αυτή η πολύπλοκη οντότητα έχει δικές του οργανωτικές μορφές και μοτίβα ανάπτυξης.
3. Ένα τέτοιο μοτίβο εξέλιξης αποκαλύπτεται στα ανοδικά και καθοδικά «κύματα» τα οποία είναι εμφανή στην ιστορία των λαϊκών κινημάτων.
Νοηματοδότηση των κοινωνικών κινημάτων και του κινήματος στο σύνολό του
Τα κοινωνικά κινήματα πιο συχνά απ` όσο θα `πρεπε έχουν γίνει αντιληπτά ως πολλαπλές, και σχετικά απομονωμένες οντότητες: το «εργατικό κίνημα», το «γυναικείο κίνημα», το «γκέι και λεσβιακό κίνημα», το «κίνημα για την ειρήνη» κλπ Αυτός ο σχετικά «αποσπασματικός» τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε τα κινήματα συχνά πάει χέρι-χέρι με μια αποσπασματική πολιτική, η οποία επικεντρώνεται στην επίτευξη συγκεκριμένων αποσπασματικών μεταρρυθμίσεων.
Σε ένα άρθρο του το 1995, ο McAdam έκανε έμμεση κριτική σε παλαιότερη δουλειά του. Τώρα εισηγούνταν ότι τα κινήματα απαντώνται κατά «οικογένειες» των οποίων «οι κύκλοι ανάπτυξης» υποδηλώνουν ότι φαινομενικά διακριτά κινήματα δεν γίνεται να ληφθούν υπ` όψη ξεχωριστά το ένα από το άλλο. (McAdam 1995). Μια «οικογένεια κινημάτων» περιλαμβάνει τόσο κινήματα «εμπνευστές» όσο και κινήματα «υποπροϊόντα», των οποίων οι αλληλεπιδράσεις απαιτούν διερεύνηση. Επί του συνόλου, η στροφή προς έναν πιο ολιστικό τρόπο σκέψης σε ότι αφορά τα κινήματα ο οποίος προτείνεται από τον McAdam δεν ακολουθήθηκε ιδιαίτερα από άλλους συγγραφείς. Η κυρίαρχη αντίληψη η οποία υποβόσκει σε κυριολεκτικά εκατοντάδες πρόσφατες μελέτες κινημάτων παραμένει αυτή κατά την οποία τα κινήματα – στον – πληθυντικό – υπάρχουν παράλληλα το ένα με το άλλο, το κάθε ένα στη δική του ξεχωριστή «φυσαλίδα».
Δεν ήταν πάντα έτσι. Ένας πιο ολιστικός τρόπος σκέψης χαρακτήριζε έναν αριθμό στοχαστών του 19ου αιώνα, όπως ο Μαρξ και ο Ένγκελς, ο von Stein και άλλοι. Το «κοινωνικό κίνημα» ήταν ένας συνοπτικός όρος για τις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις της λαϊκής αμφισβήτησης στην συνεχιζόμενη καπιταλιστική ανάπτυξη. Περιλάμβανε, αλλά δεν ισοδυναμούσε ειδικά με τα εργατικά κινήματα (Barker 2013, Cox 2013). Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς, οι αντιπαραθέσεις και οι αντιφάσεις μέσα στο κοινωνικό κίνημα θα μπορούσαν να καθυστερήσουν την όλη ανάπτυξή του. Ακριβώς όπως η δουλεία περιόρισε το ανεξάρτητο κίνημα των εργαζομένων στις Ηνωμένες Πολιτείες, η προκατάληψη κατά των Ιρλανδών διαίρεσε και έδωσε στέγη σε τέτοιου είδους κινήματα στην Αγγλία. Στην τελευταία περίπτωση, ο ιρλανδικός αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία, βασισμένος στα αγροτικά στρώματα, ήταν κατά την άποψη του Μαρξ ο «μοχλός» που μπορούσε να μεταμορφώσει την κατάσταση για το «κοινωνικό κίνημα εν γένει» (Μαρξ 1869). Εάν σήμερα η ιδέα να θεωρηθεί το «κοινωνικό κίνημα» ως σύνολο είναι μάλλον άγνωστη, εξακολουθούσε να αποτελεί κοινή θεώρηση στη δεκαετία του 1960 μεταξύ Αμερικανών ριζοσπαστών, οι οποίοι σε τακτική βάση συζητούσαν για το «κίνημα» ως ενιαία, αν και πολύπλοκη οντότητα.
Χαρακτηριστικά και δυναμική των κοινωνικών κινημάτων
Θεωρούμενο ως «σύνολο», ένα κοινωνικό κίνημα είναι κάθε άλλο παρά ομοιογενής οντότητα. Η εικόνα ενός «δικτύου» είναι πιο κατάλληλη για να το περιγράψει από αυτήν ενός «οργανισμού» (Diani 1992). Όπως οι δαντέλες έχουν πολλαπλά μοτίβα, έτσι συμβαίνει και με τα δίκτυα των κινημάτων: αποτελούνται από ποικίλες ομαδοποιήσεις, οργανώσεις, άτομα και τα συναφή, που υφαίνονται με τη σειρά τους σε διάφορες σχέσεις συνεργασίας και (ενίοτε) ανταγωνισμού.
Όσο πιο ετερογενείς είναι οι κοινωνικοί κύκλοι που έλκονται σε ένα κίνημα, τόσο μεγαλύτερο είναι το πιθανό εύρος των ζητημάτων και των ανησυχιών που μπορεί να κουβαλάνε μαζί τους και τόσο πιο πολυποίκιλοι είναι, κατά συνέπεια, οι ξεχωριστοί αγώνες που απαρτίζουν το κίνημα. Αυτή η ποικιλομορφία δεν είναι αναγκαστικά πηγή διάσπασης ενός κινήματος ή αδυναμίας, όπως θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί. Όπως εισηγήθηκε η κλασική μελέτη της Ρόζα Λούξεμπουργκ, το κίνημα της μαζικής απεργίας στη Ρωσία προέβαλε τόσο «πολιτικά» όσο και «οικονομικά» αιτήματα και αυτά, χωρίς καθόλου να βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους, τροφοδότησαν και εμπλούτισαν το κίνημα στο σύνολό του. Τα διαφορετικά «επίπεδα» ενός κινήματος εισέρχονται σε διαφορετικούς ρυθμούς και με διαφορετικά άμεσα σημεία ενδιαφέροντος, αλλά τα διαφοροποιημένα μέρη του μπορούν να ενεργοποιούνται αμοιβαία. Εάν ένα «προχωρημένο» τμήμα προκαλεί τον πυρήνα της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, περισσότερα «καθυστερημένα» τμήματα μπορεί κατ’αυτόν τον τρόπο να ενθαρρυνθούν να αναλάβουν δράση πάνω σε τοπικά, «οικονομικά» ζητήματα τα οποία προσφέρουν και την πρώτη τους γεύση συλλογικής δράσης. Η είσοδός τους μπορεί, με τη σειρά της, να εμπλουτίσει την αυτοπεποίθηση και τη διασύνδεση του κινήματος στο σύνολό του (Λούξεμπουργκ 1906).
Εντούτοις, προκύπτουν και αντίστροφες διεργασίες. Η οπισθοδρόμηση ενός τμήματος μπορεί επίσης να καθυστερήσει τα υπόλοιπα προξενώντας κατακερματισμό των κινήσεων και υποχώρηση. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, οι ήττες που βίωσαν οι τυπογράφοι, οι ανθρακωρύχοι και άλλοι κλάδοι εργαζομένων στη δεκαετία του 1980 εξακολουθούσαν μια δεκαετία αργότερα να επηρεάζουν την αντίληψη που είχαν οι ακτιβιστές σε ό,τι αφορούσε τις δυνατότητες ολόκληρου του κινήματος (Barker και Lavalette 2002).
Τέτοιες αντιφατικές πιέσεις κρύβονται πίσω από "κυματοειδείς" μορφές, εμφανείς σε μακροπρόθεσμες μελέτες κινημάτων . Οι αποτυπώσεις αυτών παίρνουν τη μορφή αυξήσεων και μειώσεων τόσο στον αριθμό των «αγώνων», όπως οι απεργίες, οι διαδηλώσεις κ.ο.κ., όσο και στον αριθμό των εμπλεκόμενων ατόμων. Ο Sidney Tarrow και άλλοι, ονομάζουν αυτή τη μορφή ως «ο κύκλος της διαμαρτυρίας» (π.χ. Tarrow 1983, 1994). Δίνουν λιγότερη προσοχή στην άλλη πλευρά αυτού του φαινομένου ή σε ό,τι μπορεί να ονομαστεί «κύκλοι ανάσχεσης» (Barker και Lavalette 2002). Ο όρος «κύκλος» μπορεί να είναι ακατάλληλος, δεδομένου ότι τα κύματα διαμαρτυρίας και τα αντίθετα τους φαινόμενα φαίνεται να μην ακολουθούν καμία «κυκλική μορφή» ή «οικονομική τροχιά» (Frank and Fuentes 1994, 173-196).
Είναι εξηγήσιμα με όρους πολιτικών δυνατοτήτων, όπως υπέθεσαν διακεκριμένοι μελετητές όπως ο McAdam και ο Tarrow; Τα κινήματα αναπτύσσονται μέσα σε προφανώς ευνοϊκές συνθήκες, σε ορισμένες χρονικές στιγμές και σε ορισμένες περιοχές, αλλά όχι σε άλλες. Μπορεί η έννοια της «πολιτικής ευκαιρίας» να εξηγήσει τι προάγει ή αναστέλλει την εμφάνιση και την ανάπτυξη των κινημάτων;
Λάβετε υπόψη ένα παράδειγμα: γιατί υπήρξε τεράστια αύξηση στη μαχητικότητα των εργατών στη Γαλλία και τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 1930, αλλά όχι στη Βρετανία ή τη Γερμανία; Η απάντηση του Tarrow είναι ότι
ήταν οι πολιτικές ευκαιρίες που ανοίχθηκαν από το Γαλλικό Λαϊκό Μέτωπο και το Αμερικανικό New Deal αυτές που προκάλεσαν το κύμα εργατικών εξεγέρσεων σε μια φτωχή αγορά εργασίας και όχι το βάθος της δυσαρέσκειας των εργαζομένων ή η οικονομική τους κατάσταση. (Tarrow 1994: 84)
Υπάρχει ένας σπόρος λογικής σε αυτή την αντίληψη. Ωστόσο, όντως οι ευκαιρίες προκάλεσαν την αύξηση; Εδώ είναι πραγματικοί οι κίνδυνοι για δομικό ντετερμινισμό. Μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει ότι οι ευκαιρίες από μόνες τους δεν επαρκούν. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η αύξηση της αγωνιστικότητας της εργατικής τάξης στον κλάδο των εκφορτωτών πλοίων στη Δυτική Ακτή δεν βρήκε το ανάλογό της στην Ανατολική Ακτή. Όπως κατέδειξε ο Howard Kimeldorf, οι διαφορές μεταξύ των λιμένων στις δύο ακτές αναπτύχθηκαν εξαιτίας των διαφορετικών οργανωτικών στρατηγικών που υιοθέτησαν οι μαχόμενοι ακτιβιστές. Οι ακτιβιστές στο Σαν Φρανσίσκο έδωσαν επιτυχή και αγωνιστική συνδικαλιστική ώθηση, ριζοσπαστικοποιώντας τις υφιστάμενες συνδικαλιστικές δομές της AFL, ενώ εκείνες με κέντρο τη Νέα Υόρκη απέτυχαν στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν ριζοσπαστικά «κόκκινα» συνδικάτα (Kimeldorf 1988). Οι ευκαιρίες, όπως φαίνεται, μπορούν να αδράχνονται ή να χάνονται. Πρέπει ταυτόχρονα κανείς να τις αντιλαμβάνεται και τις εκμεταλλεύεται. Η στρατηγική μετράει.
Η αντίληψη των δυνατοτήτων είναι από μόνη της θέμα πρακτικών διαφωνιών και συζήτησης. Οι πολιτικές ευκαιρίες πρέπει να ανακαλύπτονται ή ακόμη και να δημιουργούνται μέσα από τη συλλογική δράση. Τα κύματα της διαμαρτυρίας εξαρτώνται όχι απλά από τις «αντικειμενικές» ευκαιρίες αλλά από τη διάδοση των κοινών αντιλήψεων που αφορούν τη δυνατότητα και τα μέσα που υπάρχουν για να την αρπάξεις.
Ένα «κύμα διαμαρτυρίας» αποτελεί πολύπλοκη διαδικασία που περιλαμβάνει συγκεκριμένες μορφές αλληλεπίδρασης μεταξύ διαφόρων παραγόντων, μεταξύ των οποίων υπάρχει, όπως επέμενε η Λούξεμπουργκ, «αμοιβαία δράση». Ένα κύμα διαμαρτυρίας είναι ένα φαινόμενο sui generis, του οποίου η εξερεύνηση χρειάζεται τους δικούς της ορισμούς και τα δικά της ειδικά εννοιολογικά εργαλεία. Όπως ένα «κύμα διαμαρτυρίας» αποτελεί μια διαδικασία από μόνο του, ένα κύμα διαμαρτυρίας μπορεί να παραλληλιστεί σωστά μόνο με άλλα παρόμοια φαινόμενα (Tarrow 1983). Επιπλέον, ένα κύμα διαμαρτυρίας είναι μια ειδική μορφή ανάπτυξης ενός "κινήματος στο σύνολό του".
Η εικόνα ενός “κύματος” υπονοεί καταστάσεις ή περιόδους τόσο «ανόδου» όσο και «πτώσης». Ένα σημαντικό στοιχείο σε τέτοιες κινήσεις αφορά τις λαϊκές εκτιμήσεις των δυνατοτήτων «επιτυχίας» της συλλογικής δράσης.
Για να ξεκινήσει ένα αυξανόμενο κύμα διαμαρτυρίας, ορισμένες ομάδες πρέπει να έχουν την ικανότητα να ξεφύγουν από αυτό που ο Paul Bagguley έχει ονομάσει «υποθετική μοιρολατρία», ώστε να αποκαλύψουν νέες δυνατότητες συλλογικής δράσης (Bagguley 1996). Ο McAdam προτείνει ότι οι εν λόγω «πυροδότες» αρχίζουν τα ανοδικά κύματα αναπτύσσοντας νέα είδη τακτικής, τα οποία αντιγράφονται και αναπτύσσονται περαιτέρω από άλλους, σε “δευτερογενή” κινήματα. Η προϋπόθεση για αυτού του είδους τη «διάχυση» είναι ότι τα “δευτερογενή” αναγνωρίζουν ένα είδος συγγένειας με τους πυροδότες, μια αναγνώριση την οποία ο McAdam ονομάζει "απόδοση ομοιότητας" (McAdam 1995). Κατά κάποιον τρόπο, το μήνυμα των πυροδοτών πρέπει να «αντηχεί» σε άλλους ώστε να τους προσελκύσει. Ωστόσο, η ανάληψη των τακτικών των πυροδοτών δεν είναι ποτέ μια απλή και αυτόματη διαδικασία, αλλά περιλαμβάνει «δημιουργική προσαρμογή» (Wood 2012). Η επιτυχία των πυροδοτών βασίζεται στο ότι μοιράζονται το όραμα της συλλογικής δράσης καθεαυτής ως “ευκαιρίας”, οι πιθανότητες επιτυχίας της οποίας μπορεί να είναι πιο ευνοϊκές από ό,τι φοβούνταν προηγουμένως. Η νεανικότητα και η «έλλειψη πείρας», ως λιγότερο επιβαρυμένες με προηγούμενες κινηματικές ήττες, συχνά παρέχουν τις απαιτούμενες σπίθες για την ενεργοποίηση. Ο Hal Draper σχολίασε την εξέγερση των σπουδαστών του Μπέρκλεϊ το 1964 λέγοντας ότι τους έλειπε η «θεωρητική σοφία» που θα τους έλεγε ότι δεν μπορούσαν να νικήσουν: ένας βαθμός αφελούς απειρίας λειτούργησε ως «ασπίδα» στο ξαφνικό τους ξέσπασμα (Draper 1965).
Ένα ανερχόμενο κύμα διαμαρτυρίας, σύμφωνα με το Tarrow, συνεπάγεται αυξημένη συχνότητα τακτικής καινοτομίας. Κατά κύριο λόγο, το "ρεπερτόριο πάλης" του κινήματος μεταβάλλεται αργά μέσα στο χρόνο, αλλά τα κύματα διαμαρτυρίας αποτελούν εξαίρεση. Σε αυτά βλέπουμε νέες μορφές να διαδέχονται η μία την άλλη με μεγάλη ταχύτητα, όπου συνδυάζονται νέες και παλιές μορφές, συνδυάζονται εκφραστικά και οργανωτικά μέσα, νέοι ηθοποιοί εισέρχονται στη σκηνή και παλιότεροι υιοθετούν νέα επιτυχημένα μέσα. «Οι κύκλοι διαμαρτυρίας είναι τα χωνευτήρια μέσα στα οποία επεκτείνεται το ρεπερτόριο της συλλογικής δράσης» (Tarrow 1989: 20). Σε αυτό, μπορούμε να προσθέσουμε ότι τα νέα στοιχεία στο ρεπερτόριο πάλης ελέγχονται και εξανεμίζονται όσο χρησιμοποιούνται, ενώ η θέση τους στο συνολικότερο ρεπερτόριο ενός κινήματος αποτελεί συχνά αντικείμενο σοβαρής διαμάχης. Οι πρόσφατες συζητήσεις σχετικά με τέτοιου είδους τακτικές όπως τα «Black Blocks» ή σχετικά με τη «συναινετική λήψη αποφάσεων» διευκρινίζουν το σημείο. Σε τέτοιες αντιπαραθέσεις υπεισέρχονται ζητήματα στρατηγικής επάρκειας καθώς και ηθικών και αισθητικών επιπτώσεων, διότι τα ρεπερτόρια τακτικών κινήσεων δεν διακρίνονται από τα μεγαλύτερα στρατηγικά ζητήματα σχετικά με τους γενικούς στόχους και το νόημα ενός κινήματος.
Ένα κύμα διαμαρτυρίας δεν αναπτύσσεται έτσι «αυθόρμητα», σαν μέσα σε κοινωνικό και πολιτικό κενό, χωρίς να συναντά οποιουδήποτε είδους αντίσταση. Οι καινοτόμες παρορμήσεις του έρχονται αντιμέτωπες με ήδη καθιερωμένα συμφέροντα και τρόπους δράσης. Ένα ανερχόμενο κύμα διαμαρτυρίας δεν αμφισβητεί μόνο τα θεσμικά όργανα και τους κανόνες των κυβερνώντων, αλλά και τις υφιστάμενες δομές του κινήματος με τις συναφείς τους ιδέες και τις μορφές εκπροσώπησης και οργάνωσης. Οι καθιερωμένες πρακτικές, οι σχέσεις και οι ταυτότητες στέκονται όλες ως διαφόρων ειδών πεισματάρικα εμπόδια στις καινοτόμες παρορμήσεις του ανερχόμενου κινήματος.
Αυτή η όψη των κυμάτων διαμαρτυρίας σε μεγάλο βαθμό απουσιάζει από τη συζήτηση της Λούξεμπουργκ για το ρωσικό κύμα διαμαρτυρίας. Στην Τσαρική Ρωσία, σχεδόν κάθε θεσμική «επίσημη» αντιπολίτευση είχε απαγορευτεί. Όχι ότι η Λούξεμπουργκ δεν γνώριζε το πρόβλημα, αλλά το έβλεπε μόνο στη Γερμανία. Πράγματι, παρατηρούσε τις δυνάμεις που είδε να απελευθερώνονται στη Ρωσία ως λύση στα προβλήματα γραφειοκρατίας και συντηρητισμού που υπήρχαν στο γερμανικό εργατικό κίνημα. «Αν αρχίσει να κυλά η μπάλα», δήλωνε απερίφραστα, «τότε η σοσιαλδημοκρατία, είτε το θέλει είτε όχι, δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να τη σταματήσει» (Λούξεμπουργκ 1986: 77). Αλίμονο, οι ηγέτες της Σοσιαλδημοκρατίας επρόκειτο να αποδείξουν με τη βία, μέσα στο τεράστιο κύμα διαμαρτυρίας που τερμάτισε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ότι είχαν πράγματι την ικανότητα να «σταματήσουν τη μπάλα» -όχι μόνο να περιορίσουν και να δαμάσουν τη λαϊκή εξέγερση και να την προσαρμόσουν στα αβέβαια όρια του γερμανικού καπιταλισμού, αλλά στη συνέχεια να την αφοπλίσουν απέναντι στους Ναζί του Χίτλερ (Gluckstein 1985, Harman 1997, Broué 2006).
Έτσι, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ένα κύμα διαμαρτυρίας, από την αρχή μέχρι το τέλος του, περιέχει αρκετά αντιφατικές παρορμήσεις και δυνάμεις, τόσο προς το ριζοσπαστισμό όσο και στη μετριοπάθεια, τόσο στα ριζοσπαστικά άλματα όσο και στο συντηρητικό περιορισμό. Ο τρόπος με τον οποίο οι αντιτιθέμενες αυτές τάσεις εκφράζονται αποδίδει το γενικό σχήμα εξέλιξης του κύματος.
Δεν είναι μόνο οι εσωτερικές μορφές των κινημάτων -το πρότυπο οργάνωσης, ο τρόπος λήψης αποφάσεων- που σχηματίζουν τη μορφή ενός κύματος διαμαρτυρίας. Το ίδιο ισχύει και για το «κοινωνικό εύρος» του, το βαθμό στον οποίο οι παρορμήσεις του ενεργοποιούν μεγαλύτερα ή μικρότερα τμήματα του πληθυσμού γενικότερα. Ο Hanspieter Kriesi και οι συνάδελφοί του εντοπίζουν τα «κύματα διαμαρτυρίας» που συνδέονται με τα «νέα κοινωνικά κινήματα» στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες. Τα κύματα [που εντοπίζουν] είναι πραγματικά, αλλά η συνολική κλίμακα των γεγονότων για τα οποία μιλούν φαίνεται μικρή όταν τη συγκρίνουμε με την σύγχρονή τους Ιρανική Επανάσταση του 1979 ή την άνοδο και την ήττα της Αλληλεγγύης στην Πολωνία το 1980-1981. Προσφέρουν έναν πίνακα ο οποίος δείχνει τον «Απόλυτο αριθμό συμμετεχόντων στην κυματική περίοδο σε χιλιάδες ανά έτος ανά εκατομμύριο κατοίκων». Οι αριθμοί είναι για τη Γερμανία 2,2 και για την Ολλανδία το 1,8 τοις εκατό επί του συνολικού πληθυσμού (Kriesi 1995: 115). Δεδομένου ότι αυτό είναι το μετρημένο μέγιστο των «νέων κοινωνικών κινημάτων», για τη σημασία των οποίων τόσα πολλά έχουν ειπωθεί, φαίνονται σαν μάλλον μικρή υπόθεση.
Το ερώτημα, ποιος εμπλέκεται και πώς, είναι ζωτικής σημασίας για την αξιολόγηση του δυνητικού αντίκτυπου ενός κύματος διαμαρτυρίας. Συμπαρασέρνει σε συλλογική δραστηριότητα ολόκληρα τμήματα της εργατικής τάξης ή της αγροτιάς ή των φτωχότερων στρωμμάτων ή παραμένει υπόθεση της μειοψηφίας ; Ο Μουσταφά Ομάρ υπολόγισε ότι πάνω από το 20% του πληθυσμού συμμετείχε στις διαδηλώσεις που ανέτρεψαν τον Χόσνι Μουμπάρακ στην Αίγυπτο τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2011 (Omar 2012). Η μοίρα της ατελείωτης ακόμα αιγυπτιακής επανάστασης μπορεί κάλιστα να καθοριστεί από το βαθμό στον οποίο αυτή η μεγάλη μειοψηφία μετατραπεί σε πραγματική πλειοψηφία.
Η κοινωνική ευρύτητα ενός κινήματος διαμορφώνεται από το αν και πώς εκφράζει μια ολόκληρη σειρά διαφοροποιημένων αναγκών και συμφερόντων. Εξού και η σημασία, όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, τόσο «οικονομικών» και όσο και «πολιτικών» αγώνων και απαιτήσεων. Σημαντική δύναμη του κινήματος αλληλεγγύης στην Πολωνία ήταν ότι, εκτός από το ότι οργάνωσε περίπου το 80% του απασχολούμενου εργατικού δυναμικού, προσέλκυσε επίσης σπουδαστές, αγρότες, ενοίκους κατοικιών, οικολόγους και διανοούμενους. Ένας συγγραφέας χαρακτήρισε την πολιτική σκηνή το φθινόπωρο του 1980 ως «όργιο συμμετοχής», που επεκτάθηκε ακόμα και στην αυτο-οργάνωση των ουρών στα καταστήματα τροφίμων. Ένα σημαντικό ανοδικό κύμα διαμαρτυρίας τείνει -σε ευθεία αναλογία με το πόσο αποτελεί κάτι περισσότερο από απλό επιμέρους φαινόμενο- να φτάσει σε διαφορετικά μέρη του πληθυσμού με διακριτούς τρόπους, σε ποικίλους ρυθμούς, να τα εμπλέκει μέσω μιας ποικιλίας οργανωτικών μορφών και αγωνιστικών ρεπερτορίων και να αντλήσει από ένα ολόκληρο καλειδοσκόπιο κοινωνικών αιτημάτων, θεσμικών συνδέσεων, ικανοτήτων, ανησυχιών και προοπτικών.
Διακλαδώσεις και σημεία καμπής
Δεν προκαλεί έκπληξη - δεδομένης της εσωτερικής τους διαφοροποίησης και της σύγκρουσης των αντίθετων τάσεων μέσα σε αυτές - ότι οι τροχιές των κινημάτων διαμαρτυρίας κάθε άλλο παρά μια ομαλή πορεία ανάπτυξης ακολουθούν. Αντιθέτως, αποτελούνται από περίπλοκες αλληλουχίες προόδων και υποχωρήσεων, αλμάτων και στιγμών φαινομενικής ακινησίας, διαστολών και συστολών, κορυφώσεων και υφέσεων. Κάθε στιγμή στην εξέλιξη ενός κύματος διαμαρτυρίας ενέχει μια πιθανή «διακλάδωση», όταν το πρόβλημα της μελλοντικής του εξέλιξης τίθεται ως ενεργό ζήτημα. Κάθε στιγμιαία έκβαση εξαρτάται από την αλληλεπίδραση των αντίθετων κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες αναλαμβάνουν να αναδιαμορφώσουν τους δικούς τους πόρους, ικανότητες και αντιλήψεις. Η πρόοδός του έχει τη μορφή μιας «ιστορίας που βρίθει γεγονότων» η οποία αποτελείται από πολλαπλά «σημεία καμπής» (Sewell 1996, Abbott 1997, Barker 2010). Ορισμένα σημεία καμπής μπορεί να έχουν σημασία μόνο για ένα μικρό μέρος του κινήματος, άλλα μπορεί να είναι αποφασιστικά για το κίνημα ως σύνολο.
Τα αποτελέσματα αυτών των στιγμών δεν προεξοφλούνται εκ των προτέρων, αλλά εξαρτώνται από το ποιος κάνει και λέει τι, ποιος παρεμβαίνει και πώς και τι επιπτώσεις έχουν αυτές οι παρεμβάσεις. Για παράδειγμα, η κατασταλτική επίθεση από τις κρατούσες δυνάμεις μπορεί να έχει αντιφατικά αποτελέσματα. Μπορεί να σταματήσει την ανοδική τροχειά ενός κινήματος, αλλά μπορεί επίσης να παρακινήσει την εξάπλωσή του. Ο Τρότσκυ εισηγήθηκε ότι, σε ένα συγκεκριμένο στάδιο, κάθε επανάσταση απαιτεί «το μαστίγιο της αντίδρασης» για να τη σπρώξει προς τα εμπρός: «Στην πραγματικότητα μια επανάσταση θριαμβεύει μόνο μέσα από μια σειρά διακοπτόμενων αντιδράσεων. Πάντα κάνει ένα βήμα πίσω για κάθε δύο βήματα μπροστά »(Trotsky 1965: 781, 824).
Στην πλατεία Tahrir, η «μάχη της καμήλας» στις 2 Φεβρουαρίου 2011 έσπρωξε το κίνημα ως την ανατροπή του Mubarak. Ενώ στο Occupy Wall Street, το γεγονός ότι η αστυνομία χρησιμοποίησε δακρυγόνα κατά διαδηλωτριών έβγαλε περισσότερους ανθρώπους στους δρόμους. Επίσης, μια καινοτόμος πρόταση τακτικής μπορεί να ωθήσει ένα κίνημα σε νέα ύψη: τον Ιανουάριο του 1971 ο Edward Baluka ανέβηκε σε ένα υπόστεγο δίπλα στις πύλες του ναυπηγείου του Szczecin για να παροτρύνει τους συναδέλφους του να μην διαδηλώσουν ξανά στους δρόμους αλλά αντ’αυτού να καταλάβουν το χώρο εργασίας τους, ξεκινώντας έτσι την εμφάνιση των διεργοστασιακών απεργιακών επιτροπών (Baluka and Barker 1977).
Σε κάθε περισσότερο ή λιγότερο σημαντική συγκυρία, ο χαρακτήρας ενός κινήματος αναμορφώνεται ή ανασυντίθεται σε κάποιο βαθμό. Εμφανίζονται νέες μορφές συμμαχιών και διαχωρισμών, μαζί με νέους αστερισμούς ιδεών και ταυτοτήτων, νέες ισορροπίες δυνάμεων. Σε κάθε σημείο καμπής οι διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις που εμπλέκονται πρέπει να επανεκτιμήσουν τη θέση τους, τις σχέσεις τους με τους συμμάχους και τους αντιπάλους τους, το τι σημαίνει η νέα κατάσταση για τα δικά τους ιδανικά και τις δυνατότητές τους και αν και πώς τα προηγούμενα πλαίσια ερμηνείας και κατανόησης χρειάζονται τροποποίηση. Ο Τρότσκυ παρατηρεί ότι οι επαναστάσεις είναι πολύ «φλύαρες» υποθέσεις. Ομοίως, ο Ζολμπέργκ σημειώνει τον «χείμαρρο των λέξεων» που συνόδευσε και ενορχήστρωσε το «Μάη του ‘68» στη Γαλλία (Zolberg 1971). Αλλά δεν είναι μόνο οι εν πλήρη ανάπτυξη επαναστάσεις και ανταρσίες που απαιτούν και ενέχουν διογκωμένη λεκτική αλληλεπίδραση. Γιατί, αν οι δραστηριότητες ρουτίνας μπορούν να ακολουθούνται σχεδόν χωρίς λόγια, για τις περιόδους καινοτόμων δράσεων και συγκρούσεων εγγενής όρος για την ολοκλήρωσή τους είναι η ενεργή και συνεχής συζήτηση μεταξύ των διαφόρων συμμετεχόντων. Επειδή οι νέοι τρόποι δράσης απαιτούν μάθηση και δοκιμή, αφού δεν είναι απλώς «παραστάσεις» αλλά νέοι τρόποι σύναψης σχέσεων. Απαιτούν την ανάπτυξη νέων ατομικών και συλλογικών ικανοτήτων. Όλα αυτά τα ζητήματα πρέπει να συζητιούνται, να αφομοιώνονται και να τους αποδίδεται αξία και νόημα.
Δυνατότητες ανάπτυξης, δυνατότητες περιορισμού
Ένα ανοδικό κύμα διαμαρτυρίας περιέχει μια ποικιλία δυνατοτήτων ανάπτυξης και μια ποικιλία πιθανών ορίων. Όσοι συμμετέχουν σε τέτοια κύματα διερευνούν τις σχέσεις μεταξύ δυνατοτήτων και ορίων κατά τη διάρκεια της ενεργού συμμετοχής τους, δουλεύοντας με περισσότερη ή μικρότερη διαυγεια και με σκοπό να πραγματοποιήσουν μερικές από αυτές τις δυνατότητες και να περιορίσουν, να συγκρατήσουν ή να καταστείλουν άλλες...
Τα κύματα διαμαρτυρίας είναι οι μορφές μέσω των οποίων είναι πιθανότερο να υλοποιηθούν οι δυνατότητες κοινωνικού και πολιτικού μετασχηματισμού σε μεγάλη κλίμακα. Ο Alessandro Pizzorno υποστηρίζει ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε την ομαλότητα του φαινομένου των κυμάτων προσθέτοντας την μελαγχολική προειδοποίηση ότι αν δεν το κάνουμε
...κάθε νέο ξεκίνημα ενός κύματος συγκρούσεων θα μας επηρρεάζει τόσο ώστε να πιστεύουμε ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας επανάστασης. Και όταν εμφανίζεται η καμπή προς τα κάτω, θα προβλέπουμε το τέλος της πάλης των τάξεων (Pizzorno 1978: 291).
Το τέλος της πάλης των τάξεων (μαζί με το τέλος της ίδιας της εργατικής τάξης) υπήρξε βεβαίως ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στις κοινωνικές επιστήμες, τόσο στη δεκαετία του 1950 όσο και πιο πρόσφατα, καθιστώντας την προειδοποίηση του Pizzorno αρκετά κατάλληλη για την περίσταση. Το πρώτο μισό της πρότασής του, ωστόσο, φαίνεται πιο αμφίβολο. Μπορεί να είναι πιο χρήσιμο να αναρωτηθεί κανείς, κατά την «εκκίνηση» ενός κύματος διαμαρτυρίας, εάν ενσωματώνεται η δυνατότητα για επανάσταση και ποιοι παράγοντες θα μπορούσαν να κάνουν αυτή τη δυνατότητα περισσότερο ή λιγότερο πιθανή – στην πραγματικότητα, εφικτή ή αποτρέψιμη.
Ο λόγος που τα κύματα διαμαρτυρίας εννοούνται εδώ ως «στιγμές» που ενσαρκώνουν τη δυνατότητα ενός μεγάλου κοινωνικού μετασχηματισμού είναι απλή: περιλαμβάνουν την ουσία αυτού που ο Τρότσκι θεωρούσε ως επαναστατική κατάσταση, δηλαδή την «παρέμβαση των μαζών στην πολιτική ζωή». Δεν υπάρχει, φυσικά, τίποτα που να καθορίζει ότι τέτοιες «παρεμβάσεις» παράγουν οπωσδήποτε επαναστατικά κοινωνικά αποτελέσματα, αλλά αποτελούν το αναγκαίο αν όχι επαρκές στοιχείο της δυνατότητας.
Ένας τρόπος, ίσως, για να αντιληφθείς ένα κίνημα μέσα σε ένα κύμα διαμαρτυρίας είναι να το δεις ως κάτι που βρίσκεται σε αναζήτηση. Αναζήτηση ταυτόχρονα πρακτική και θεωρητική, για κατάλληλες μορφές πάλης, ιδέες και οργάνωση, σε ένα πλαίσιο στο οποίο οι αντίπαλοί του επιδιώκουν και να του αρνηθούν τη δυνατότητα ανακάλυψης επαρκών απαντήσεων και να του επιβάλλουν εναλλακτικές λύσεις στα ίδια τα προβλήματα που προκάλεσαν την έξαρσή του. Μια τέτοιου είδους κινηματική αναζήτηση -ένα είδος πρακτικής, συλλογικής, κοινωνικής έρευνας- μπορεί να παράξει απαντήσεις μόνο μερικές και ελλιπείς, προτού σταματήσει και παρακμάσει, χάνοντας κάθε ικανότητα. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να διαβάσουμε τα γεγονότα του Μάη του 1968 στη Γαλλία: στη σύντομη και λαμπρή σταδιοδρομία του το κίνημα έθεσε ερωτήματα σχετικά με τις δυνατότητες εργατικού ελέγχου, την επανεκτίμηση της τριτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τα όρια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας κι ούτω καθεξής -ερωτήματα που οι δικές του δυνάμεις δεν ήταν σε θέση να απαντήσουν πρακτικά. Εκείνοι που επιδίωκαν να το περιορίσουν -τόσο το γαλλικό κράτος, όσο το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας (PCF) με τα συμμαχικά συνδικάτα του και το Σοσιαλιστικό Κόμμα- κατείχαν περισσότερες οργανωμένες δυνάμεις απ’ό,τι το αντάρτικο κίνημα απ’τα κάτω. Ακόμη και οι καταλήψεις εργατικών χώρων, όσο πολυάριθμες κι αν ήταν, δεν πέτυχαν ποτέ πολλά σε επίπεδο ανεξάρτητου αμοιβαίου συντονισμού και επομένως σε μέσα με τα οποία θα μπορούσαν να μελετήσουν στόχους και μεθόδους. Ο μηχανισμός του PCF ήταν αρκετά ισχυρός ώστε να τις κρατήσει μακριά τη μια από την άλλη, αλλά και από τους φοιτητές, όπως είναι ευρέως γνωστό.
Με το ίδιο μέτρο, το κίνημα της Αλληλεγγύης στην Πολωνία, το 1980-81, ήταν πολύ πιο ανεπτυγμένο -και ανθεκτικό- απ’αυτό στη Γαλλία. Ο συντονισμός μεταξύ των χώρων εργασίας δημιουργήθηκε από τις πρώτες φάσεις του κινήματος, στις διεργοστασιακές απεργιακές επιτροπές του Γκντανσκ, του Στσέτσιν, του Βρότσλαβ και της Σιλεσίας. Το φθινόπωρο του 1980, το κίνημα επεκτάθηκε σε ολόκληρη την πολωνική εργατική τάξη, τραβώντας πίσω του κάθε είδους καταπιεσμένες ομάδες. Δημιούργησε τα δικά του εθνικά κέντρα διαλόγου, διατυπώνοντας ένα πρόγραμμα «Αυτοκυβερνώμενης Δημοκρατίας» -πιέζοντας για πλήρη εκδημοκρατισμό της πολωνικής κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής- που εγκρίθηκε με ζητωκραυγές στο πρώτο του συνέδριο το φθινόπωρο του 1981 [2]. Στον απολογισμό του συνεδρίου, ένα δεύτερο περιφερειακό δίκτυο με επίκεντρο το Λοτζ και το Λούμπλιν άρχισε να συζητά ένα νέο κύμα «ενεργητικών απεργιών», που αποσκοπούσε στην ανάληψη του ελέγχου των εργατικών χώρων και τη δημοκρατική λειτουργία τους (Barker 1987, Kolakowski 2011). Ωστόσο, η Αλληλεγγύη ποτέ δεν αντιμετώπισε επαρκώς το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας: στο τέλος, η ηγεσία της επεδίωξε "συνεργασία" με το ίδιο καθεστώς που, όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία, κήρυξε στρατιωτικό νόμο και συνέθλιψε το κίνημα.
Κάθε συγκεκριμένο ιστορικό κύμα διαμαρτυρίας έχει το δικό του ιδιαίτερο μοτίβο ανάπτυξης, εξερεύνησης, άνθησης και παύσης και καθεμία φάση τις δικές της ιδιαιτερότητες. Μερικές φορές, το «κάθισμα» που ακολουθεί την επιτυχία προκαλεί μια βαθιά συντηρητική αντίδραση, όπως για αρκετές δεκαετίες στην Ιρλανδία μετά την ανεξαρτησία (Cox 2012). Μερικές φορές -όπως στη Βολιβία του 21ου αιώνα- ένα κύμα διαμαρτυρίας μπορεί να σταματήσει προσωρινά και παρ 'όλα αυτά να ξαναεμφανιστεί έχοντας ακόμα τη δυνατότητα να προελάσει και πάλι (Webber 2011, 2012). Η εσωτερική ζωή ενός κύματος διαμαρτυρίας μπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος «συλλογικής προσπάθειας διαφυγής» από τα δίχτυα του καπιταλισμού, μέσα στα οποία τα κινήματα δοκιμάζουν να λύσουν με διάφορους τρόπους τα ενδημικά προβλήματα της συλλογικής λειτουργίας. Τα κινήματα μπορούν να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις για να ξεπεράσουν ένα σημαντικό για την προώθησή τους εμπόδιο, μόνο και μόνο για να βρεθούν να παραπαίουν μπροστά στο επόμενο.
Στην ανισομερή πρόοδό τους, τα κινήματα περνούν μέσα από διαφορετικές «διαρθρώσεις», συνδυασμούς κοινωνικών δυνάμεων που μετατοπίζονται από τη μια δύσκολη συγκυρία ως την άλλη. Κάθε διάρθρωση περιέχει συγκεκριμένες δυνατότητες ανάπτυξης, μαζί με τα σχετικά όρια.
Στα κινήματα η εκμάθηση και η αναζήτηση διεξάγονται μέσω διαβουλεύσεων και διαφωνιών. Σε κάθε κόμβο της τροχιάς ενός κινήματος, αντιμάχονται διαφορετικές φωνές, προσφέροντας ανταγωνιστικές και μερικές φορές συμπληρωματικές αναλύσεις, προτάσεις για τους τρόπους προχωρήματος, επαναπροσδιορισμούς της φύσης και των διλημμάτων του κινήματος, στρατηγικές διαφωνίες για τις δυνάμεις και τις αδυναμίες των αντιπάλων. Ομαδοποιήσεις και θεσμοί - κόμματα, τάσεις και άλλοι σχηματισμοί - αντιμάχονται για την «ηγεμονία» στις συνεχιζόμενες και απαραίτητες, έστω κι αν μερικές φορές εξοργιστικές, επικοινωνιακές αλληλεπιδράσεις.
Ανάκτηση - η εμπειρία του κοινωνικού κινήματος κατά του Νεοφιλελευθερισμού
Στους δυτικούς ακαδημαϊκούς κύκλους, μέχρι πολύ πρόσφατα, ήταν σχεδόν ανεπίτρεπτο να σκεφτεί κανείς με τους τρόπους που δηλώθηκαν παραπάνω. Τα κοινωνικά κινήματα γίνονταν αντιληπτά ως πολλά και ποικίλα, αλλά τίποτα δεν τα ενοποιούσε με οποιοδήποτε τρόπο , έστω κάνοντας διακρίσεις μεταξύ τους. Διακηρύσσονταν ευρέως το τέλος των «τάξεων» και φυσικά της «ταξικής πάλης». Η «κατάρρευση του κομμουνισμού» είχε εξουθενώσεις και δυσφημίσει τον «μαρξισμό». Το «μεγάλο αφήγημα», μαζί με κάθε αίσθηση «ολότητας», αποφευγόταν. Όπως έχουν τεκμηριώσει οι Goodwin και Hetland, ακόμη και η λέξη «καπιταλισμός» σε μεγάλο βαθμό εξαφανίστηκε από τα γραπτά των ορθόδοξων κοινωνικών κινημάτων (Goodwin και Hetland 2013).
Η κατάρρευση του «κομμουνισμού» αποπροσανατόλισε πολλούς στην Αριστερά. Ακόμα και αυτοί οι σοσιαλιστές που χάρηκαν με τη λαϊκή ανατροπή των σταλινικών καθεστώτων, παρ’όλα αυτά απογοητεύτηκαν από τον τρόπο της πτώσης τους. Το 1980-81, η Πολωνική Αλληλεγγύη προσέφερε την ελπίδα ότι θα μπορούσε να πετύχει την καταστροφή του σταλινισμού με μια ολοζώντανη εργατική πολιτική, αλλά το 1989 παρουσίασε ένα εντελώς διαφορετικό μοτίβο. Επήλθαν «συμφωνημένες μεταβάσεις», των οποίων οι βασικές ιδέες εμπνέονταν από τον φιλελευθερισμό και όχι τον σοσιαλισμό, στις οποίες η ανεξάρτητη δράση και οργάνωση της εργατικής τάξης απουσίαζε ηχηρά. Τίποτα από όσα συνέβησαν στην Ανατολική Ευρώπη ή τη Ρωσία δεν εξουδετέρωσε την ιδέα ότι η εργατική τάξη, ως μεταμορφωτική πολιτική δύναμη, ήταν τελειωμένη (βλ. Π.χ. Callinicos 1996).
Αυτό που φαινόταν να ηγεμονεύει ήταν είτε ο νεοφιλελεύθερος λόγος είτε εκείνος του μεταμοντερνισμού και της «πολιτικής ταυτοτήτων» των νέων κοινωνικών κινημάτων. Τόσο τα σοσιαλδημοκρατικά όσο και τα πρώην «ευρωκομμουνιστικά» κόμματα υιοθέτησαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές, όπως έκανε και η κυβέρνηση του ANC στη Νότια Αφρική από το 1996. Ο «κλασικός ρεφορμισμός», τουλάχιστον με τη θεσμική μορφή, έμοιαζε επιτέλους νεκρός.
Ωστόσο, σπόροι νέων μορφών αντίστασης άρχισαν να φυτρώνουν, αργά και αβέβαια στην αρχή, σηματοδοτώντας την ανάδειξη ενός καινούργιου κινήματος που αμφισβητούσε τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Ένα χαρακτηριστικό της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης ήταν η εξάπλωση των «αναδιαρθρώσεων» που έθεταν την ιδιωτική οικονομία επικεφαλής κυβερνήσεων πόλεων και κρατών. Από την αρχή, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970, τέτοιες αναδιαρθρώσεις προκάλεσαν αντιστάσεις, από τη Νέα Υόρκη μεγάλα τμήματα του «Τρίτου Κόσμου». Αυτές οι αναδιαρθρώσεις, που συνήθως συνεπάγονταν απότομες αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων και των καυσίμων, προκάλεσαν μια σειρά από τις λεγόμενες «εξεγέρσεις του ΔΝΤ». Αυτές ξεκίνησαν στο Περού το 1976 και επεκτάθηκαν κατά την επόμενη δεκαετία και το μέσον της μεθεπόμενης στις χώρες της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, της Καραϊβικής , τις Φιλιππίνες, τη Λατινική Αμερική και την Ανατολική Ευρώπη. Συνολικά, αυτές οι εξεγέρσεις -146 από το 1976 έως το 1992 (Walton και Seddon 1994 39-40)- ήταν απομονωμένες η κάθε μία στη χώρα της και τους έλειπε ένα σημαντικό στοιχείο, η πολιτική γενίκευση. Ωστόσο, από την 1η Ιανουαρίου 1994, ακούστηκε μια νέα νότα. Την ίδια μέρα που κηρρυσόταν η έναρξη της Συμφωνίας Ελεύθερων Συναλλαγών Βορείου Αμερικής (ένα τυπικό «νεοφιλελεύθερο» σύμφωνο μεταξύ ΗΠΑ, Καναδά και Μεξικού), ξεσπούσε το κίνημα των Ζαπατίστας στην Τσιάπας. Η ποιητική «πρώτη διακήρυξη της ζούγκλας του Λακαντόν» έκανε ευθείες θεωρητικές συνδέσεις ανάμεσα στον αγώνα μερικών από τους φτωχότερους αυτόχθονες του Μεξικού και στο διαμορφούμενο σχήμα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Μπορεί να θεωρηθεί ως το αρχικό μανιφέστο ενός νέου και ευρύτερου κινηματικού κύματος, βασική έμπνευση για αυτό που έγινε γνωστό ως «Κίνημα για τη Παγκόσμια Δικαιοσύνη» [Κίνημα κατά της Νεοφιλελεύθερης Παγκοσμιοποίησης, ΣτΜ].
Από τα μέσα της δεκαετίας του '90, δημιουργήθηκαν νέες διεθνείς συμμαχίες, οι οποίες αντιμετώπιζαν και έκαναν καμπάνια ενάντια στις γενικές οικονομικές ανισότητες. Οι ακτιβιστές άρχισαν να κατασκευάζουν το περίγραμμα ενός παγκόσμιου κινήματος, στοχεύοντας ενάντια στις δομές του σύγχρονου καπιταλισμού - αν και με ελάχιστη σαφήνεια για το τι χρειάζεται να αλλάξει και πώς. Οι αρχικοί παράγοντες ήταν τόσο εκκλησίες και ΜΚΟ όσο και ομάδες της Αριστεράς. Εστίαζαν κυρίως στη δυστυχία των φτωχών του Τρίτου Κόσμου, όπως και στους οικολογικούς κινδύνους: οι στόχοι περιλάμβαναν εργασιακά κάτεργα που δούλευαν για λογαριασμό μεγάλων πολυεθνικών, εκτοπισμό αγροτών, τα κακά της αγροβιομηχανίας, το χρέος του Τρίτου Κόσμου, αθέμιτες εμπορικές συμφωνίες κλπ. Διαδηλώσεις πραγματοποιούνταν έξω από τις συνεδριάσεις του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Νέοι μαχητικοί σχηματισμοί προέκυπταν για να ασχοληθούν με το θέμα της αντι-παγκοσμιοποίησης. Ήταν αυτές οι πρωτοβουλίες που βρίσκονταν πίσω απ’τη μάχη του Σηάτλ το Νοέμβριο 1999, όπου διαδηλωτές από ποικίλες καμπάνιες ενώθηκαν για να τερματίσουν μία συνεδρίαση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, δίνοντας αποφασιστική ώθηση στο κίνημα.
Εάν και το κίνημα δεν εξέφραζε κάποια ευρέως αποδεκτή «πολιτική οικονομία», παρ’όλα αυτά έδειξε την ύπαρξη ενός αναπτυσσόμενου ακροατηρίου που την αναζητούσε. Δεν έκανε σαφή διάκριση μεταξύ «μεταρρύθμισης» και «επανάστασης», ούτε κι οι περισσότεροι υποστηρικτές του ανυπομονούσαν να διαφοροποιηθούν πάνω σε αυτή τη βάση. Αντίθετα, δοκιμάστηκαν νέες μορφές συνεργασίας μεταξύ διαφορετικών ειδών ηθοποιών και ρεπερτορίων. Το Σιάτλ αμφισβήτησε ευθέως δύο προηγουμένως ισχυρές ιδέες για τα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα: ότι δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για τη «Μεγάλη Αφήγηση» και ότι επικεντρώνονταν σε ζητήματα προσωπικής ταυτότητας και «μετα-υλισμού» (Klein 1999). Μετά το Σιάτλ, δύο συνθήματα έγιναν ραγδαία δημοφιλή διεθνώς: «Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός» και «Ο κόσμος μας δεν πωλείται».
Το κίνημα για την «Παγκόσμια Δικαιοσύνη» συγκέντρωσε πολυάριθμες καμπάνιες και αγώνες με διεκδικήσεις εναντίον ενός κοινά αντιληπτού παγκόσμιου εταιρικού και οικονομικού εχθρού. Οι διεκδικήσεις αυτές ήταν συνολικές και αντισυστημικές (Humphrys 2010: 120). Αν και σε κάθε χώρα χωριστά συμμετείχε μόνο μια πολύ μικρή μειονότητα του πληθυσμού, ο Michael Hardt εισηγήθηκε ότι το αναδυόμενο κίνημα ήταν ξεχωριστό: από το 1968 και μετά, ισχυριζόταν ότι «οι αγώνες ... δεν δημιουργούσαν αλυσίδες ... δεν δημιουργούσαν κύκλους». Μετά το 1968, τα κινήματα είχαν χάσει την αίσθηση του κοινού εχθρού καθώς και της κοινής γλώσσας. Τώρα όμως αναφύεται κάτι καινούριο: «πρόκειται σαφώς έναν κύκλο κάποιου είδους, ενώ αναπτύσσονται μια κοινή γλώσσα και κοινοί εχθροί» (Hardt, 129-30).
Το κίνημα επεκτάθηκε σε ολόκληρες ηπείρους, συγκεντρώνοντας μεγάλο αριθμό διαδηλωτών σε επίσημες διεθνείς συγκεντρώσεις για την πολιτική του, από την Πράγα μέχρι τη Μελβούρνη το Κεμπέκ, τη Γένοβα. Στην Αυστραλία, τουλάχιστον, ισχυρίζεται ο Humphrys, μέχρι το καλοκαίρι του 2001, το κίνημα άρχιζε να χάνει τον δρόμο του , μπροστά στην αβεβαιότητα σχετικά με το τι θα έπρεπε να κάνει πέρα από τις συνεχιζόμενες διαμαρτυρίες στις συνόδους κορυφής –μια μορφή πάλης περιορισμένη σε μια μειονότητα επίδοξων ακτιβιστών. Η εμφάνιση του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ, το οποίο πραγματοποίησε την πρώτη συνάντησή του στο Porto Allegre τον Απρίλιο του 2001, δεν αναίρεσε αυτό το πρόβλημα. Ο φόβος μπροστά στο επίπεδο της αστυνομικής βίας κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων, ιδίως στη Γένοβα τον Ιούλιο του 2001, έδιωξε κάποιους πιο μετριοπαθείς υποστηρικτές. Εν πάση περιπτώσει, οι υπάρχουσες μορφές του κινήματος περιέπεσαν σε κρίση μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους στις 9/11/2001.
Η επίσημη πολιτική κυριαρχήθηκε ξαφνικά από τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και «τη σύγκρουση των πολιτισμών». Η Helena Sheehan παραθέτει κείμενο του Akbar Ahmed:
Ο μεταμοντερνισμός θάφτηκε στα ερείπια εκείνης της μοιραίας ημέρας ». Μετά το Σεπτέμβρη του ‘11, στον δημόσιο λόγο κυριάρχησε μια εντυπωσιακή μεγάλη αφήγηση, στην πραγματικότητα μια μεγάλη αφήγηση συγκρουόμενων, δολοφονικά συγκρουόμενων, μεγάλων αφηγήσεων. (Sheehan 2012).
Το αρχικό Κίνημα για την Παγκόσμια Δικαιοσύνη έχασε πολύ ατμό (βλέπε επίσης το Wood 2012 ch 11). Στις προηγμένες χώρες οι περισσότεροι ακτιβιστές επικεντρώθηκαν στο διογκούμενο αντιπολεμικό κίνημα, αλλά και αυτό άρχισε να μαραίνεται καθώς οι πόλεμοι στο Ιράκ και το Αφγανιστάν παρατείνονταν. Το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ άρχισε να τσαλαβουτάει στα λασπόνερα των προβλημάτων γύρω από τη φύση και το μέλλον του. Τα περιφερειακά κοινωνικά φόρουμ, στην Ευρώπη και αλλού, πέρασαν επίσης από έναν μικρό κύκλο επέκτασης, διαμαχών και παρακμής. Στην Αυστραλία, ο Humphrys καταγράφει ότι υπήρξε κάποια αναβίωση του "Κινήματος για την Παγκόσμια Δικαιοσύνη" από το 2006 περίπου, αλλά δεν περιλαμβανόταν πλέον η πιο μετριοπαθής ή «θεσμική» του πτέρυγα, οι ΜΚΟ, οι εκκλησίες κλπ.
Μπορεί να φαινόταν ότι ο «αντικαπιταλισμός» είχε πιάσει ταβάνι και στη συνέχεια παρήκμαζε. Οι μορφές έκφρασής του εν μέρει είχαν εξαντληθεί. Τα προβλήματα που είχε καταπιαστεί δεν είχαν εξαφανιστεί, αλλά η ικανότητά του να κινητοποιεί αντιστάσεις φαινόταν να έχει αδυνατίσει.
Το Κοινωνικό Κίνημα στην αρχή της οικονομικής κρίσης
Η εμφάνιση μείζονων χρηματοπιστωτικών και οικονομικών κρίσεων από το 2007 μετασχημάτισε εν μέρει το σκηνικό του κινήματος - αν και όχι αμέσως. Η κρίση έφερε πολλά πράγματα στο προσκήνιο. Τα κράτη διοχέτευσαν δισεκατομμύρια σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μπροστά στη συνεχιζόμενη ευημερία των οποίων άλλα κοινωνικά συμφέροντα θεωρήθηκαν υποδεέστερα. Μετά από λίγα τραντάγματα, τα πλουσιότερα και ισχυρότερα άτομα και εταιρείες ήταν αυτά που δέχτηκαν το μικρότερο πλήγμα από την οικονομική κρίση. Απ’την άλλη πλευρά, στην πλειοψηφία ο νεοφιλελευθερισμός υποσχόταν ότι η ζωή θα χειροτερέψει. Η «λιτότητα» σήμαινε ότι έπρεπε να περιορίσουν τις ελπίδες και τις προσδοκίες τους, να εργαστούν σκληρότερα και περισσότερο για λιγότερες απολαβές, να δεχτούν ότι το μέλλον των παιδιών τους θα είναι λιγότερο ασφαλές από το δικό τους. Η κρίση έχει διευρύνει τις ανισότητες (π.χ. Meyerson, Petras, Saez). Εδώ και αρκετές δεκαετίες, το Νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα έχει ως στόχο την παραγωγή ενός εργατικού δυναμικού, πιο εξειδικευμένου αλλά με μειωμένα δικαιώματα, πιο παραγωγικό, πιο ανασφαλές και πιο κακοπληρωμένο (Harvey, Sotiris). Από τότε που ξεκίνησε η κρίση, αυτές οι προσπάθειες έχουν ενταθεί.
Η κρίση αποπροσανατολίζει τα θύματά της. Στον μεσοπόλεμο, το «Μεγάλο Κραχ» συνέβη το 1929, αλλά χρειάστηκαν κάποια χρόνια ώστε το κύμα διαμαρτυρίας του `30 στις ΗΠΑ να βρει το δρόμο του. Κατά την παρούσα κρίση, δεν ήταν πριν από το 2010 ή το 2011 όπου ο αντίλογος αποκάλυψε την απαρχή ενός νέου διεθνούς εξεγερσιακού κύματος, με την «Αραβική Άνοιξη» να δίνει μια ισχυρή ώθηση που σύντομα έγινε αισθητή - πάντοτε ανομοιογενώς και πάντοτε με τρόπους διαμορφωμένους από τα εθνικά πλαίσια - στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και πέραν αυτών. Το «φαινόμενο Tahrir» πυροδότησε την κατάληψη της πρωτεύουσας της πολιτείας του Wisconsin, τις μαζικές καταλείψεις πλατειών στην Ελλάδα και την Ισπανία και τα κινήματα «Occupy» στις ΗΠΑ κι αλλού κατά τη διάρκεια του 2011. Στην Ελλάδα, η κατάληψη των πλατειών συγχωνεύθηκε με τις γενικές απεργίες κατά της λιτότητας.
Ο «αντικαπιταλισμός» έχει αναβιώσει, αλλά σε νέες μορφές. Η αίσθηση των διεθνών συνδέσεων είναι πολύ ισχυρή, αλλά ο διεθνής συντονισμός είναι πολύ πιο αδύναμος από ό,τι στις ημέρες του Κινήματος για την Παγκόσμια Δικαιοσύνη.
Κάθε ένα από τα τοπικά κινήματα βρίσκεται παγιδευμένο στον αγώνα της ζωής του ενάντια στη δική του εθνική κυβέρνηση, η οποία προωθεί τη λιτότητα και τις περικοπές σε πρωτοφανές επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι ο ρυθμός του αγώνα σε κάθε χώρα είναι διαφορετικός: οι ήττες και οι νίκες, οι υποχωρήσεις και οι πρόοδοι δεν μπορούν να μετρηθούν σε διεθνές επίπεδο τόσο εύκολα - αν και σίγουρα η νίκη ή η ήττα σε κάθε χώρα γίνεται έντονα αισθητή από τους εμπλεκόμενους στους αντίστοιχους αγώνες στο εξωτερικό »(Jones 2012).
Η οικονομική κρίση, εν μέρει εξαιτίας της ίδιας της κλίμακας των επιθέσεων - από το Ουισκόνσιν στη Λισαβόνα, από την Αθήνα στο Λονδίνο - κλονίζει, με μεγάλη ανομοιογένεια, τις δομές των «εργατικών κινημάτων». Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η μελέτη των «κοινωνικών κινημάτων» προχώρησε λίγο ως πολύ χωριστά από αυτή των «εργατικών κινημάτων», σαν αυτά ανήκαν σε τελείως διαφορετικούς κόσμους. Η κρίση μπορεί να προκαλεί κάποιο βαθμό «σύμπτωσης» στην ανάπτυξη μεταξύ αυτών των «πτερύγων» του «κοινωνικού κινήματος». Κερδίζει έδαφος μια πιο ολιστική θεώρηση των κοινωνικών κινημάτων -όχι μόνο στον ακαδημαϊκό χώρο, αλλά και στη φαντασία των ακτιβιστών.
Τα συνδικάτα ταλαντεύονται ανάμεσα στην πίεση των μελών τους να αντισταθούν στις επιθέσεις και σε μια συντηρητική, ακόμη ισχυρή, τάση για την αποσόβηση της εξέγερσης. Η απογοήτευση στην Ισπανία για την υποχώρηση των συνδικάτων στο θέμα των συντάξεων, στα τέλη του 2010, οδήγησε τους «Indignados» στην απαγόρευση των συμβόλων των συνδικάτων κατά τη διάρκεια των καταλήψεων πλατειών τον Μάιο του 2011. Ωστόσο, η μαχητικότητα των Indignados τροφοδότησε με τη σειρά της τα συνδικάτα και μέσα σε λίγους μήνες διαδήλωναν μαζί. Στη Βρετανία, αυτό που είχε φανεί σαν ανερχόμενη παλίρροια συνδικαλιστικής αντίστασης, πισωγύρισε από τις ηγεσίες ορισμένων από τα μεγαλύτερα συνδικάτα, όταν δέχτηκαν μια συμφωνία που χειροτέρευε σημαντικά τις μελλοντικές συντάξεις των μελών τους: οι επιπτώσεις έγιναν αισθητές όλο το 2012. Όπου τα μέλη των συνδικάτων πέτυχαν σημαντικές νίκες, οι επιτυχίες τους ήταν συνδεδεμένες με νέες μεθόδους οργάνωσης. Οι ηλεκτρολόγοι στη Βρετανία αναβίωσαν τις παλιές παραδόσεις της "βάσης" και την "ανεπίσημη" δράση για να αποσπάσουν παραχωρήσεις από τους εργοδότες στον τομέα των κατασκευών. Και οι δάσκαλοι του Σικάγο αναμόρφωσαν το συνδικάτο τους με κέντρο τις μαζικές συνελεύσεις και μια εκτεταμένη δραστηριότητα βοήθειας της κοινότητας.
Συγκρίνοντας την παρούσα περίοδο με τη δεκαετία του 1930, φαίνεται ότι η σημαντική αναδιάρθρωση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας και των οργανωτικών μορφών αποτελεί προαπαιτούμενο για την αποτελεσματική αντίσταση σε εργοδοτικές και κρατικές επιθέσεις. Τα δραματικά προχωρήματα του 1934 και του 1936 στις ΗΠΑ απαιτούσαν μεγάλης κλίμακας μαχητική αμφισβήτηση των υφιστάμενων συνδικαλιστικών πρακτικών, κυρίως με μορφές που ενίσχυαν την ενεργό συμμετοχή των μελών (π.χ. Dobbs 1972, Kimeldorf 1988, Newsinger 2012). Μέχρι σήμερα, τέτοιες εξελίξεις είναι πολύ ανισομερείς. Ορισμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες φαίνεται να ανησυχούν περισσότερο για το πώς θα αποκλείσουν τέτοιες νέες παρορμήσεις από το πώς θα υπερασπιστούν τα μέλη τους. Στην Ελλάδα, το επίκεντρο των ευρωπαϊκών αγώνων ενάντια στην «λιτότητα», μια ολόκληρη σειρά γενικών απεργιών άρχισε να αλλάζει τα πρότυπα συμμετοχής:
Έγινε σαφές ότι με κάθε γενική απεργία οι άνθρωποι θυμόνταν όλο και περισσότερους τρόπους οργάνωσης που είχαν να ειδωθούν στην Ελλάδα από τη δεκαετία του '70. Πραγματοποιήθηκαν μαζικές συνελεύσεις στους χώρους εργασίας, εκλέχθηκαν απεργιακές επιτροπές, εμφανίστηκαν πικετοφορίες σε χώρους όπου η απεργία δεν είχε 100 % συμμετοχή και οι διαδηλώσεις γίνονταν όλο και πιο ριζοσπαστικές στα αιτήματα, τα συνθήματα και τον τρόπο που αντιμετώπιζαν την αστυνομική βία. (Garganas 2012).
Το άλλο μείζον στοιχείο των σύγχρονων κινημάτων στον προηγμένο καπιταλισμό είναι οι νέοι (φοιτητές, νέοι πτυχιούχοι, επισφαλώς απασχολούμενοι κλπ.), που έχουν δώσει μεγάλο μέρος της ενέργειας και της δημιουργικότητας σε κινήματα όπως των "Indignados" του 2011 ή του "Occupy" . Από μόνοι τους δεν μπορούν να μετασχηματίσουν την κοινωνία, αλλά μπορούν να δώσουν μετασχηματιστικές ωθήσεις στο ευρύτερο κίνημα, ενώ ταυτόχρονα πειραματίζονται με νέες μεθόδους πάλης και οργάνωσης. Το σύνθημα του «Occupy Wall Street», το φθινόπωρο του 2011 - «Είμαστε το 99%» - αντήχησε στα αυτιά εκατομμυρίων, ακόμη και αν οι ίδιες οι καταλήψεις νικήθηκαν από την αστυνομία και το χειμώνα. Με τον τρόπο του, το «Occupy» έβαλε ξανά την ταξική αφήγηση στην αμερικανική πολιτική αντιπαράθεση. Άντλησε υποστήριξη από συνδικαλισμένους εργαζόμενους και τοπικούς αγωνιστές της κοινότητας, αν και πολλοί από αυτούς δεν είχαν ιδέα τι έπρεπε να κάνουν μ’αυτό. Παρά την ευρεία δημοσιότητα, τα πειράματα του Occupy με τη «συναινετική» λήψη αποφάσεων δεν πήγαν καλά. Ούτε οι μαθητές της Χιλής, ούτε του Κεμπέκ, ούτε οι δάσκαλοι του Σικάγο χρησιμοποίησαν αυτή τη μέθοδο, παρόλο που οι επιτυχίες τους βασίζονταν στην εκτεταμένη χρήση μαζικών συνελεύσεων -όπου και ψήφιζαν.
Παρ 'όλα αυτά, το σύνθημα του Occupy παρουσίασε το σύστημα -όπως κι αν εκλαμβάνεται αυτό - και τις διευρυνόμενες ανισότητές του ως κεντρικά για τα προβλήματα της εποχής. Πριν από μια δεκαετία, το Κίνημα για την Παγκόσμια Δικαιοσύνη -αυτό που η Naomi Klein ονόμαζε «κίνημα των κινημάτων» (Klein 2001)- αντιτασσόταν στην αδικία, αλλά ιδίως στην αδικία που υφίσταντο άλλοι άνθρωποι σε άλλες χώρες. Αντίθετα, το σύνθημα «είμαστε το 99%» αφορά τους ίδιους τους ανθρώπους που το φωνάζουν [3].
Από τη διατύπωση στην υλοποίηση
Το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι η διατύπωση των συνθημάτων, αλλά η πραγματοποίησή τους. Το «Είμαστε το 99%» είναι μια λαμπρή ιδέα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του 99% εξακολουθεί να μένει αμέτοχο στη συλλογική δράση. Αυτό ισχύει στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και πολλές άλλες χώρες και παραμένει το κεντρικό στρατηγικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει το κίνημα. Από την άλλη πλευρά, δεδομένου ότι, στη Βρετανία, οι περισσότερες από τις περικοπές λιτότητας που σχεδιάζει η κυβέρνηση δεν έχουν ακόμη τεθεί σε εφαρμογή, το περιθώριο για το μεγάλωμα της αντιπολίτευσης είναι μάλλον μεγάλο..
Από σημαντικές απόψεις, το προχώρημα του κινήματος ως όλου εξαρτάται από την επέκτασή του και την αναδιαμόρφωσή του γύρω από ζητήματα και ακροατήρια στα οποία οι υπαρκτές μέθοδοι -πάλης, ακτιβιστικών δεξιοτήτων, πολιτικών σχέσεων και οργανωτικών μορφών- δεν ταιριάζουν καλά.
Οι πιέσεις της τρέχουσας κρίσης και των συνεχιζόμενων επιθέσεων από τις άρχουσες τάξεις είναι πιθανό να φέρουν βίαια στο προσκήνιο τα προβλήματα αυτά. Διαφορετικές «πτέρυγες» του κινήματος αναπτύσσονται με ξεχωριστούς ρυθμούς, από διαφορετικές παραδόσεις και με διαφορετικούς πόρους. Η επιτυχία, ωστόσο, γίνεται πιο πιθανή όταν οι διαφορετικές πτέρυγες βρίσκουν τρόπους να συνδυάζονται. Όπως μας υπενθυμίζει ίσως η Αραβική Άνοιξη, ήταν ο συνδυασμός τεράστιων διαδηλώσεων με τα εντεινόμενα απεργιακά κύματα που έριξε τόσο τον Ben Ali όσο και τον Mubarak. Ένας τέτοιος συνδυασμός, φυσικά, εξαρτάται από μια περίπλοκη ανταλλαγή ιδεών και ερεθισμάτων μεταξύ τομέων του κινήματος, στους οποίους διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις μπορούν να δράσουν καταλυτικά για άλλες (ή, εξίσου, σαν φαινομενικό εμπόδιο).
Η υπάρχουσα φιλολογία των κοινωνικών επιστημών έχει δώσει κάποια προσοχή στις διαδικασίες και τους διαύλους μέσω των οποίων συγκεκριμένες τακτικές και ιδέες «διαχέονται» από το ένα περιβάλλον στο άλλο (π.χ. McAdam 1995, Wood 2012). Παρόλο που οι συγγραφείς τονίζουν ότι η διάχυση περιλαμβάνει τη «δημιουργική υιοθέτηση», τείνουν να θεωρούν ως μάλλον παρόμοια τα σημεία «αποστολής» και «παραλαβής» (ιδεών, τακτικών). Αλλά έχουν συζητηθεί λιγότερο οι σχέσεις μεταξύ τελείως διαφορετικών τομέων ενός κινήματος -για παράδειγμα φοιτητών και εργαζόμενων ή εργαζόμενων και αγροτών. Παρ 'όλα αυτά, φαίνεται ότι σε ένα συνολικό κίνημα, οι παρορμήσεις τόσο της έμπνευσης όσο και της αποθάρρυνσης μπορούν να και όντως μεταδίδονται ακόμη και αν οι τακτικοί τρόποι για την έκφραση και την ενεργοποίησή τους είναι πολύ διαφορετικοί.
Όλα αυτά θέτουν ενδιαφέροντα ερωτήματα σχετικά με τις διεργασίες μάθησης και δημιουργικότητας στα κινήματα. Ένα κίνημα στο σύνολό του είναι ευμετάβλητο στις μορφές του και συνεχώς αλλάζει. Η κοινωνική του σύνθεση ποικίλει σημαντικά και περιλαμβάνει τομείς με διαφορετικές δυνατότητες, διαφορετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, διαφορετικές ιδιαίτερες σχέσεις με τους αντιπάλους τους, διαφορετικά ιδιαίτερα συμφέροντα και ανησυχίες, διαφορετικές ήδη συγκροτημένες μορφές οργάνωσης, κουλτούρα και ρεπερτόρια κλπ. Το σύνολο δομείται έτσι από μία σειρά υποσυστημάτων, το καθένα με τη σειρά του διαφοροποιημένο και μεταβαλλόμενο στην κοινωνική του σύνθεση, την πείρα ζωής, τις εσωτερικές κοινωνικές σχέσεις, τα μοτίβα ανταγωνισμού και συνεργασίας και ούτω καθεξής.
Παρά, ή ίσως ακριβώς μέσω αυτής της διαφοροποίησης, μπορούμε να εντοπίσουμε και να διακρίνουμε αλληλοενισχυόμενα μοντέλα μάθησης μεταξύ διαφορετικών «τμημάτων» ενός κινήματος. Τέτοιες διαδικασίες αμοιβαίας μάθησης μπορεί να τις δει κανείς επί το έργο, σε μια κατεύθυνση, σε ολόκληρο τον προηγμένο καπιταλιστικό κόσμο, την περίοδο μετά τα μέσα της δεκαετίας του '70. Η ορμή του '68 έφθινε, τα κινήματα από τα κάτω έχαναν την ορμή τους και υπέφεραν σημαντικές ήττες, αυξάνοντας τη δυσπιστία για τις δυνατότητες μετασχηματισμών μεγάλης κλίμακας και την αποδυνάμωση της αλληλεγγύης. Αυτό το μοτίβο υποχώρησης και δυσπιστίας βρήκε την ιδεολογική του αντανάκλαση, στις θεωρίες διαχωρισμού των «κινημάτων». Μέρος του ενδιαφέροντος της παρούσας περιόδου έγκειται στη μερική και ανισόμετρη ανάκτηση μιας κοινής αίσθησης του "κινήματος ως όλον", που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σειρά προβλημάτων στον ορισμό του εαυτού του, των ανταγωνιστών του και των εφικτών καθηκόντων του.
Δηλώθηκε παραπάνω ότι τα κινήματα εμπλέκονται σε ένα είδος έρευνας, αναζητώντας και δοκιμάζοντας κατάλληλες μορφές οργάνωσης, εσωτερικής επικοινωνίας και λήψης αποφάσεων, διεκδικήσεων, μορφών συλλογικής δράσης κ.ο.κ. Με την πάροδο του χρόνου, μπορούμε να δούμε ένα κίνημα έτσι θεωρημένο, να υιοθετεί διαδοχικά τέτοιες μορφές χρησιμοποιώντας μεθόδους δοκιμής-λάθους δοκιμών και ανταποκρινόμενο σε παρορμήσεις που ενεργοποιούν μορφές δράσης των αντιπάλων του.
Στο βαθμό που είναι λογικό να θέτουμε ερωτήματα σχετικά με την ανάπτυξη ενός «κινήματος ως όλου» - και αυτό είναι, για να το θέσουμε ήπια, μια επικίνδυνη επιχείρηση! - μια πλέον κρίσιμη ερώτηση αφορά τον τρόπο με τον οποίο ένα τέτοιο κίνημα να ασχοληθεί με μια συλλογική διαδικασία μάθησης - κινηματικής μάθησης.
Πώς φτάνουν οι άνθρωποι να αναγνωρίζουν νέες δυνατότητες δράσης και να τις πραγματοποιούν; Η Ines Langemeyer προτείνει ότι αυτό τους εντάσσει σε «έναν καινούργιο τρόπο να αντιλαμβάνονται πράγματα και συνθήκες»:
... η διαδικασία της προσωπικής δραστηριότητας είναι γενικεύεται και η κατανόησή της εμπλουτίζεται με την επανατοποθέτησή της στο γενικό πλαίσιο. Έτσι το άτομο (υποκείμενο) αποκτά την ικανότητα να αναδιοργανώνει τη δραστηριότητά του. Επανατοποθέτηση σε πλαίσιο σημαίνει να βλέπεις και τις περιρρέουσες συνθήκες και τον εαυτό υπό διαφορετικό φως και να τα τοποθετείς διαφορετικά σε σχέση με την υπόλοιπη πείρα. Το να μάθει το κίνημα νέες δυνατότητες δράσης ενέχει λοιπόν μια αντιληπτική λειτουργία, μια «ανα-θεώρηση». Τέτοιες μετατοπίσεις εξαρτώνται από τις σχέσεις ατόμων και ομάδων με άλλους και περιλαμβάνουν ένα είδος συνεχόμενης συζήτησης για τον κόσμο και τις δυνατότητές του, ώστε να παράγουν τόσο νέους πόρους κουλτούρας (που περιέχουν αυτές τις νέες επαναγενικεύσεις) όσο και χώρο συλλογικού και ατομικού στοχασμού (Langemeyer 2011).
Πρόκειται για μια μορφή πρακτικής θεωρητικοποίησης, επικεντρωμένη σε μερικά κλασικά ερωτήματα: τι συμβαίνει; Ποιοι είναι αυτοί, τι κάνουν και γιατί; Ποιοι είμαστε και τι μπορούμε να κάνουμε γι’αυτό; Ποιες δυνάμεις παρέμβασης κατέχουμε και τι μπορούμε να ελπίζουμε; Η εγκυρότητα των νέων τρόπων σκέψης δοκιμάζεται, στα κινήματα, στην πρακτική εμπειρία των υποστηρικτών των κινημάτων.
Οι καταστάσεις κρίσης είναι περισσότερο πιθανό να προκαλέσουν μια τέτοια επανεξέταση και αναδιοργάνωση. Ο Omar Lizardo και Michael Strand κάνουν μια δηλωτική υπόθεση:
[Θα έπρεπε] να αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε ρητά δύο τύπους -διαδοχικά διατεταγμένων- πτυχών των περιόδων, στους οποίους αναλύονται οι εξωτερικές «σκαλωσιές» συνηθειών δράσης: «πρώιμες» περιόδους κατά τις οποίες οι φορείς επιχειρούν ακόμα να εφαρμόσουν παλιές, συνηθισμένες στρατηγικές δράσης μέσα σε αντικειμενικά πλαίσια που πλέον δεν τις υπηρετούν. Και την «όψιμη» ανακλαστική αναγνώριση ότι αυτή η σκαλωσιά έχει πρακτικά καταρρεύσει, πράγμα που (μπορεί να) προκαλεί τη συνειδητή αναζήτηση νέων μοντέλων .... Μόνο όταν υποβάλλονται σε μια αρκετά παρατεταμένη περίοδο διάψευσης και «αποτυχίας», θα καταστούν ανοιχτοί σε τροποποιήσεις και πιθανό "επανεξοπλισμό". (Lizardo and Strand 2009)
Είναι σε περιόδους «αναστάτωσης» που οι άνθρωποι βιώνουν χρόνιες, παρατεταμένες διαψεύσεις των προηγούμενων πρακτικών τους προσδοκιών, αυτών που μπορούμε να ονομάσουμε «habitus» τους [σύστημα συνηθειών τους]. Οι θεωρούμενες ως δεδομένες «σκαλωσιές» που στήριζαν τη δράση διαλύονται αμφισβητούνται ανοιχτά από αντιπάλους.
Η διάψευση είναι φυσικά ένα πράγμα, αλλά η επιτυχής επίλυση των αντιφάσεων σε μια τέτοια κατάσταση είναι άλλο. Οι άνθρωποι μπορούν να αντιμετωπίσουν μπλοκαρίσματα στην αμοιβαία συλλογική δράση, να παγιδευτούν σε ρουτίνες ή να είναι έτσι οργανωμένοι ώστε να καθιστούν την ομάδα τους σχετικά αδιαπέραστη από εξωτερικές παρορμήσεις (Collins 1996). Για να μπορέσει μια ομαδοποίηση να επανεντάξει σε πλαίσιο τη θέση της και τη σχέση της με αυτό, απαιτούνται ένας βαθμός ανοίγματος στον πειραματισμό με προσλαμβανόμενες ιδέες και κάποια κριτική απόσταση από τις παραδεδεγμένες ρουτίνες και σχέσεις. Με τη σειρά του απαιτείται ένας βαθμός αμοιβαίας εμπιστοσύνης για να μπορούν οι άνθρωποι δοκιμάζουν μισοσχηματισμένες ιδέες ή αυτό που ο Vološinov ορίζει ως ιδεολογήματα, προκειμένου να εξερευνούν τις δυνατότητες που είναι εγγενείς σε μια μεταβαλλόμενη κατάσταση και να αναζητούν την «χορωδιακή υποστήριξη» που απαιτείται για να τις επιβεβαιώνουν και να τις αναπτύσσουν (Vološinov 1986).
Όσον αφορά το περιεχόμενο της μάθησης μέσα στα κινήματα, η μεγαλύτερη προσοχή έχει επικεντρωθεί σε ζητήματα για την τακτική, αλλά πρέπει να είμαστε εξίσου προσεκτικοί με τις μορφές εκλαΐκευσης της θεωρίας, την αναγνώριση δυνητικών συμμάχων και αντιπάλων, την ανάπτυξη συλλογικών και ατομικών ταυτοτήτων και με άλλα θέματα γύρω από τις δυνατότητες "υποστήριξης" της δράσης. Η ίδια η αίσθηση του να είσαι μέρος ενός «κινήματος» αποτελεί επίτευγμα που μαθαίνεται συλλογικά και που υποδηλώνει μια άποψη για τον κόσμο ως περισσότερο ή λιγότερο ικανό για κίνηση και μετασχηματισμό. Μόνο με μια τέτοια αίσθηση τα άτομα και οι ομάδες αναπτύσσουν την ικανότητα να οσφραίνονται τις δυνάμεις και τις αδυναμίες των αντιπάλων και έτσι τις «ευκαιρίες» για συλλογική δράση.
Όσον αφορά το πώς τα κινήματα καταπιάνονται με τη μάθηση, η συνοπτική περιγραφή του Τρότσκι για τις διαδικασίες μαζικής μάθησης κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1917 προσφέρει μια χρήσιμη ιδέα: η επανάσταση προχωρούσε, ισχυρίζεται, με την «μέθοδο των διαδοχικών προσεγγίσεων». Οποιαδήποτε επιτυχής προσπάθεια ανα-θεώρησης και ανα-διοργάνωσης του Κοινωνικού Κινήματος θα προχωρήσει με τον τρόπο "της δοκιμής και του λάθους». Αυτό θα απαιτεί συνεχόμενες και μερικές φορές φρενήρεις ενεργητικές διαδικασίες διαλογικής αμφισβήτησης και εξερεύνησης. Στην πιθανή ανακατασκευή του κόσμου, όπως είπε ο Γκράμσι, όλοι όντως χρειάζεται να είναι «φιλόσοφοι».
Αναφορές
Abbott, Andrew, 1997, ‘On the concept of turning point’, Comparative Social Research, 16, 85-105
Bagguley, Paul, 1996, ‘The moral economy of anti-poll tax protest’ in Colin Barker and Paul Kennedy, eds, To Make Another World: Studies in protest and collective action, Aldershot: Avebury, 7-24
Barker, Colin, 1987 “Poland 1980-1981: the Self-Limiting Revolution” in Colin Barker, ed, Revolutionary Rehearsals, London: Bookmarks
Barker, Colin, 2010, “Crises and turning points in revolutionary development: emotion, organization and strategy in Solidarnosc, 1980-81” Interface 2010 2.1 http://interfacejournal.nuim.ie/wordpress/wp-content/uploads/2010/11/Interface-2-1-pp79-117-Barker.pdf
Barker, Colin, 2013, ‘Class struggle and social movements’ in Colin Barker, Laurence Cox, John Krinsky and Alf Nilsen, eds, Marxism and Social Movements Leiden: Brill
Barker, Colin and Gareth Dale, 1998, ‘Protest Waves in Western Europe: A critique of ‘New Social Movement’ Theory’ Critical Sociology 24, 1/2, 65-104
Barker, Colin and Michael Lavalette, 2002, ‘Strategizing and the Sense of Context: Reflections on the First Two Weeks of the Liverpool Docks Dispute, September-October 1995’, pp 140-156 in David S Meyer, Nancy Whittier and Belinda Robnett, eds., Social Movements: Identity, Culture and the State, New York: Oxford University Press
Baluka, Edmund and Ewa Barker, 1977. ‘Workers’ struggles in Poland.’ International Socialism(first series) 94:19-25.
Broué, Pierre, 2006, The German Revolution, 1917-1923, London: Merlin
Callinicos, Alex, 1996, ‘Whither Marxism’ Economic and Political Weekly XXXI 4 27 January, pp PE9-PE18
Collins, Chik, 1996, The pragmatics of emancipation: A critical review of the work of Michael Huspek, Journal of Pragmatics, 25.6 June 1996: 791–817
Cox, Laurence, 2012, Gramsci in Mayo: a Marxist perspective on social movements in Ireland, paper presented at 17th International Conference on Alternative Futures and Popular Protest, Manchester Metropolitan University, April
Cox, Laurence, 2013, ‘Eppur si muove: thinking “the social movement”’, Colin Barker, Laurence Cox, John Krinsky and Alf Nilsen, eds, Marxism and Social Movements Leiden: Brill
Diani, Mario, 1992, ‘The concept of a social movement,’ Sociological Review, 40.1, 1-25Dobbs
Draper, Hal. 1965. Berkeley: The New Student Revolt. New York: Grove Press.
Frank, Andre Gunder and Marta Fuentes, 1994, ‘On Studying the Cycles in Social Movements’, Research in Social Movements, Conflicts and Change, vol 17, 173-196
Garganas, Panos, 2012, ‘Interview: Greece – the struggle radicalises’ International Socialism 134
Gluckstein, Donny, 1985, The Western Soviets: Workers’ Councils versus Parliament 1915-1920, London: Bookmarks
Goodwin, Jeff and Gabriel Hetland, 2013, ‘The Strange Disappearance of Capitalism from Social Movement Studies’ in Colin Barker, Laurence Cox, John Krinsky and Alf Nilsen, eds, Marxism and Social Movements Leiden: Brill
Hardt, Michael, 2003, ‘An Interview with Michael Hardt’ Historical Materialism 11.3, pp 121-152
Harman, Chris, 1982, The Lost Revolution: Germany 1918 to 1923, London: Bookmarks
Harvey, David 2007, A Brief History of Neo-Liberalism, Oxford: Oxford University Press
Humphrys, Elizabeth 2010, From offence to defence: The Australian Global Justice Movement and the impact of 9/11, MA Thesis, University of Technology Sydney
Jones, Jonny 2012 ‘The shock of the new: anti-capitalism and the crisis’, International Socialism, 134
Kimeldorf, Howard, 1988, Reds or Rackets? The Making of Radical and Conservative Unions on the Waterfront, Berkeley: University of California Press
Kolakowski, Zbigniew Marcin 2011, ‘Give us back our factories! Between resisting exploitation and the struggle for workers’ power in Poland, 1944-1981’ in Immanuel Ness and Dario Azzellini, eds, Ours To Master and To Own: Workers’ Control from the Commune to the Present, Chicago: Haymarket
Klein, Naomi 2001a, No Logo, London: Fourth Estate
Klein, Naomi 2001b, interview, Quebec City, April 2001: http://www.pbs.org/wgbh/commandingheights/shared/pdf/int_naomiklein.pdf
Kriesi, Hanspieter, Ruud Koopmans, Jan Willem Duyvendak and Marco G Guigni, New Social Movements in Western Europe: A Comparative Analysis, London: UCL Press, 1995, Table 5.1, p 115
Langemeyer, Ines, 2011 ‘Activity Theory. Stories from the field’ in Bridget Somekh and Cathy Lewin eds., Theory and Methods in Social Research. London: Sage, 182-189
Lizardo, Omar and Michael Strand 2010, ‘Skills, toolkits, contexts and institutions: Clarifying the relationship between different approaches to cognition in cultural sociology’, Poetics 38 (2010) 204–227
Luxemburg, Rosa 1906, The Mass Strike, the Political Party and the Trade Unions, London: Bookmarks 1986
Marx, Karl 1869, ‘Letter from Marx to Engels In Manchester December 10, 1869.’ Pp. 231-33 in Karl Marx and Friedrich Engels, Selected Correspondence, edited by S. Ryazanskaya. Moscow: Progress.
McAdam, Doug, 1982 Political Process and the Development of Black Insurgency 1930-1970 (2ndedition, Chicago 1999)
McAdam, Doug 1995, ‘”Initiator” and “Spin-off” Movements: Diffusion Processes in Protest Cycles’ in Mark Traugott ed, Repertoires and Cycles of Collective Action, Duke University Press, 1995
Harold Meyerson, ‘The rich are different; they get richer’ Washington Post 27 March 2012
Newsinger, John 2012, Fighting Back. The American Working Class in the 1930s, London: Bookmarks
Omar, Mustafa 2011, ‘The spring of the Egyptian revolution’ International Socialist Review, 77, May-June
Petras, James, 2012, The “Global Crises of Capitalism”; Whose Crises, Who Profits?, http://www.informationclearinghouse.info/article30588.htm
Pizzorno, Alessandro 1978, ‘Political exchange and collective identity in industrial conflict’, in Colin Crouch and Alessandro Pizzorno, eds, The Resurgence of Class Conflict in Western Europe since 1968, vol 2, London: Macmillan
Emmanuel Saez, ‘Striking it Richer: The Evolution of Top Incomes in the United States (Updated with 2009 and 2010 estimates) http://elsa.berkeley.edu/~saez/saez-UStopincomes-2010.pdf
Sewell, William, 1996, ‘Historical events as transformations of structures: Inventing revolution at the Bastille’, Theory and Society 25, 841-881
Sheehan, Helena, 2012, ‘Is History a Coherent Story?’ http://www.criticallegalthinking.com/?p=5438
Sotiris, Panagiotis, 2012, ‘The December 2008 Greek Youth Rebellion and subsequent waves of social unrest in Greece’ http://lastingfuture.blogspot.gr/2012/12/the-december-2008-greek-youth-rebellion.html
Tarrow, Sidney 1983, Struggling to Reform: Social Movements and Policy Change During Cycles of Protest, Cornell: Cornell University Press, Western Societies Paper no 15
Tarrow, Sidney, 1994,: Power in Movement: Social Movements, Collective Action and Politics, Cambridge: Cambridge University Press
Trotsky, Leon, 1965, A History of the Russian Revolution, Gollancz
Vološinov, V N, 1986, Marxism and the Theory of Language, translated by Ladislav Matejka and I R Titunik, Cambridge, Mass.: Harvard University Press
Walton, John A and David Seddon, 1994, Free Markets and Food Riots: The Politics of Global Adjustment, Oxford: Blackwell
Webber, Jeffrey R, 2011, From Rebellion to Reform in Bolivia: Class Struggle, Indigenous Liberation, and the Politics of Evo Morales, Chicago: Haymarket
Webber, Jeffrey R, 2012, Red October. Left-Indigenous Struggles in Modern Bolivia, Chicago: Haymarket
Wood, Lesley, 2012, Direct Action, Deliberation, and Diffusion: Collective Action after the WTO Protests in Seattle, Cambridge: Cambridge University Press
Zolberg, Aristide R, 1971, “Moments of Madness” Politics and Society, vol 2, pp 183-207
[1] Αυτό το τμήμα βασίζεται στη μελέτη ‘“Not drowning but waving”: mapping the movement?’, που παρουσιάστηκε στην 17η Συνδιάσκεψη για το Εναλλακτικό Μέλλον και τη Λαϊκή Διαμαρτυρία, στο Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ τον Απρίλη 2012. Ευχαριστώ τους επιμελητές του Outubro για την ευκαιρία που είχα να την ξαναδώ.
[2] Το κείμενο του πλήρους Προγράμματος δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στο Labour Focus on Eastern Europe, 5, 1-2, άνοιξη 1982. Οι δυνάμεις και οι αδυναμίες του εξετάστηκαν στο Barker 1986.
[3] Δες http://wearethe99percent.tumblr.com/, όπου οι διαδηλωτές επιδεικνύουν χειροποίητα πλακάτ που εξηγούν γιατί ο καθένας ατομικά ανήκει στο 99%.
*Ο Colin Barker είναι ιστορικός των κοινωνικών κινημάτων και ακτιβιστής με έδρα το Μάντσεστερ. Είχε ενταχτεί στους Διεθνιστές Σοσιαλιστές (International Socialists) το 1962 και είναι οργανωτής της Διεθνούς Συνδιάσκεψης για το Εναλλακτικό Μέλλον και τη Λαϊκή Διαμαρτυρία, που λαμβάνει χώρα στο Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Προηγούμενες δημοσιεύσεις του περιλαμβάνουν το «Festival of the Oppressed: Solidarity – reform and revolution in Poland (1980-1)» και τη συμμετοχή του στην επιμέλεια του Marxism and Social Movements (2013).