Στη συζήτηση της δεύτερης ημέρας, αναδείχθηκαν τα μέτωπα απέναντι στην ελληνική αντιπροσφυγική πολιτική και την Ευρώπη-φρούριο.
Ο Στράτος Γεωργούλας παρουσίασε την έρευνα που έγινε με τη βοήθεια του κοινωνικού πολύκεντρου της ΑΔΕΔΥ, που κατέγραψε εκατοντάδες εγκλήματα και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Περιέγραψε διάφορα είδη εγκλημάτων: τις απαράδεκτες συνθήκες στα κρατικά κέντρα κράτησης (όροι διαβίωσης, σωματική βία, διάρκεια κράτησης), αλλά και στα ιδιωτικά κέντρα κράτησης που εμφανίζονται σταδιακά, τον αποκλεισμό από παροχές εκπαίδευσης-υγείας-εργασίας, τα εγκλήματα στην αστυνόμευση των συνόρων («παντοδυναμία» Frontex στα νησιά, απειλές, παραβιάσεις δικαιωμάτων κ.λπ.), τα εγκλήματα που σχετίζονται με την εφαρμογή των πολιτικών της ΕΕ (π.χ. αυθαίρετη διάκριση ανάμεσα σε πρόσφυγες και μετανάστες, η Τουρκία σε ρόλο «χωροφύλακα»), τα οικονομικά εγκλήματα στη διαχείριση του Προσφυγικού (όπου οι ΜΚΟ αναλαμβάνουν το ρόλο του κοινωνικού κράτους, επιβάλλουν άσχημες συνθήκες εργασίας σε όσους προσλαμβάνουν, σε συνεργασία με το πολιτικό προσωπικό). Ανέδειξε τις κυβερνητικές ευθύνες σε αυτό το τοπίο και με συγκεκριμένα παραδείγματα από την έρευνα στη Μυτιλήνη. Όλα αυτά, κατέληξε, έχουν ως αποτελέσματα εκατοντάδες ζωές δολοφονημένες, εκατομμύρια κλεμμένα χρήματα σε συγκεκριμένες τσέπες. Κατά τον Στρ. Γεωργούλα, οι Μουζάλας, Αβραμόπουλος, οι εφαρμοστές των πολιτικών τους, είναι εγκληματίες και θα πρέπει να τιμωρηθούν με πολλά χρόνια στη φυλακή.
Η Ηρώ Διώτη στάθηκε στην αποδόμηση δύο φράσεων που ακούμε πολύ συχνά: ότι η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας «είναι πετυχημένη» και ότι αν δεν ήταν κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ «τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα». Όσον αφορά τη συμφωνία, εξήγησε πώς αυτή καταστρατηγεί ακόμα και τη Συνθήκη της Γενεύης, ανέφερε ότι ακόμα και κάποιες προβλέψεις της, όπως η μετεγκατάσταση προσφύγων σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη, δεν εφαρμόζονται καν, ενώ περιέγραψε και τη γενικότερη δεξιά μετατόπιση στην ΕΕ. Όσον αφορά την κατάσταση στην Ελλάδα επί ΣΥΡΙΖΑ, ανέφερε ότι οι αναχαιτίσεις, τα ναυάγια και οι πνιγμοί συνεχίζονται, όπως και ότι η κυβέρνηση έχει αποσυρθεί από τη διαχείριση, αφήνοντας την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ και τις ΜΚΟ. Περιέγραψε τις συνθήκες που δημιουργούν εκρηκτικό κλίμα στα camps, αναφέρθηκε στις απορρίψεις αιτήσεων ασύλου Αφγανών, τρανς, Κούρδων, πολιτικών προσφύγων, που στέλνονται πίσω στο θάνατο, αλλά και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ακόμα και όσοι αποκτήσουν χαρτιά (πρόσβαση σε υγεία, παιδεία, εργασία). Το ελπιδοφόρο, τόνισε, είναι πως οι ίδιοι οι πρόσφυγες αγωνίζονται για να ζήσουν, αναζητούν και βρίσκουν τρόπους να συνεχίσουν να μετακινούνται, και εμείς θα πρέπει να βρισκόμαστε δίπλα τους, σε όποιες επιλογές εκείνοι κάνουν.
Ο Γιώργος Τσιάκαλος αναφέρθηκε στη σύντομη προϊστορία. Το 2015, είχαμε ως στόχο να πέσει ο φράχτης στον Έβρο και να οργανώσουμε την έμπρακτη αλληλεγγύη στους πρόσφυγες. Επισήμανε πως δεν καταφέραμε το πρώτο, αναφέροντας όλες τις δικαιολογίες της κυβέρνησης για την απόφασή της να μην ανοίξει ασφαλείς διόδους, αλλά τόνισε πως τα καταφέραμε στο δεύτερο. Εξήγησε με αριθμούς πώς η κυβέρνηση δεν έδειξε καμιά βούληση να βοηθήσει τους πρόσφυγες να επιβιώσουν ανθρώπινα (οι διαβόητες «500.000 μερίδες φαγητού» του στρατού, ενώ από τη χώρα πέρασαν 1 εκατομμύριο πρόσφυγες, οι οποίοι έμειναν για πολλές μέρες). Αντίθετα, ήμασταν οι «ύποπτοι» αλληλέγγυοι αυτοί που καταφέραμε να περάσουν από τη χώρα ένα εκατομμύριο άνθρωποι και να μην πεθάνει κανείς από την πείνα. Το 2016, είχαμε ως κεντρικό ζήτημα την πρόσβαση των προσφυγόπουλων στα σχολεία. Και σε αυτό το μέτωπο ο κόσμος της αλληλεγγύης κατάφερε αρκετά, σε πείσμα των κυβερνητικών σχεδίων που χειρίστηκαν το ζήτημα με τρόπο που «έστρωνε το δρόμο» στη ΧΑ να εκμεταλλευτεί το θέμα. Αλλά αφοσιωμένοι στην πάλη να οργανώσουμε την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες που θα μείνουν, ο Γ. Τσιάκαλος τόνισε ότι υποτιμήσαμε το ζήτημα εκείνων που διεκδικούν (και δικαιούνται) να φύγουν. Αναφέρθηκε στα περίπου 15.000 άτομα που έχουν το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση (μια σχετικά εύκολη και γρήγορη διαδικασία) από τα οποία 6000 έχουν ήδη πάρει έγκριση και περιμένουν. Περιέγραψε πώς η κυβέρνηση βάζει διαρκώς εμπόδια σε αυτήν τη διαδικασία, αρνούμενη ακόμα και το δικαίωμα που έχουν αυτοί οι πρόσφυγες (που έχει εγκριθεί το αίτημά τους) να φύγουν από τη χώρα μόνοι τους, όποτε θέλουν, με δικά τους έξοδα. Όπως είπε, η κυβέρνηση, που εφαρμόζει με συνέπεια την απαράδεκτη συμφωνία Δουβλίνο 3, δείχνει «ανυπακοή» στη μοναδική θετική της πρόβλεψη. Ερμήνευσε αυτήν τη στάση ως τμήμα της αποτρεπτικής πολιτικής Μουζάλα: Στέλνει μήνυμα πως και όσοι εξαιρούνται από τις προβλέψεις της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας δεν θα έχουν καμιά τύχη, για να τους αποτρέψει από το να συνεχίσουν να έρχονται. Η πάλη και σε αυτό το μέτωπο θα πρέπει να μας απασχολήσει. Έκλεισε λέγοντας πως με έμπρακτη αλληλεγγύη πρέπει να είμαστε δίπλα στους πρόσφυγες σε κάθε πρόβλημα, είτε αφορά το σχολείο, είτε τη δουλειά, είτε την προσπάθεια να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Ο Δημήτρης Σαραφιανός αναφέρθηκε στο ζοφερό τοπίο που διαμορφώνει η συνθήκη ΕΕ-Τουρκίας. Καταστρατηγώντας τη Συνθήκη της Γενεύης, που υπήρξε απάντηση στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη ναζιστική θηριωδία, μας πηγαίνει στην εποχή πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή ενισχύει και πάλι την ακροδεξιά. Όπως είπε, αποκρυσταλλώνεται μια στρατηγική που θέλει «χώρες-γκέτο» γύρω από την Ευρώπη. Γι’ αυτόν το στόχο, καταστρατηγείται ακόμα και η έννοια της «ασφαλούς τρίτης χώρας», που ήταν ήδη ένα περιοριστικό μέτρο, αλλά τώρα επιδεινώνεται: Η Τουρκία, το Αφγανιστάν και η Λιβύη αναφέρθηκαν ως παραδείγματα «ασφαλών», κατά την ΕΕ, χωρών. Αυτήν τη βάρβαρη αντίληψη επικύρωσε και το Συμβούλιο της Επικρατείας στη χώρα μας, τόνισε, με την πρόσφατη απόφασή του που κρίνει «ασφαλή» την Τουρκία. Ανέφερε πως η αντιμεταναστευτική πολιτική έχει προϊστορία στην ΕΕ, τουλάχιστον από το 2008 με τα πρώτα μέτρα περαιτέρω σκλήρυνσης της Ευρώπης-φρούριο, εξηγώντας πως στόχος ήταν πάντα αφενός ο κατακερματισμός της εργατικής τάξης και αφετέρου ο έλεγχος των ροών σε μια εποχή ακραίας φτώχειας, συγκρούσεων κ.λπ. στην «περιφέρεια». Αναφερόμενος στην Ελλάδα, εξήγησε πως μια ανάλογη «αρχιτεκτονική» εφαρμόζεται στο εσωτερικό της, με τα νησιά-γκέτο να είναι αυτά στα οποία θα στοιβάζονται οι πρόσφυγες. Γι’ αυτούς τους λόγους, εξήγησε πως πέρα από την έμπρακτη αλληλεγγύη, είναι αναγκαίο και ένα πολιτικό κίνημα διεκδίκησης, που θα επιχειρεί για την κατάργηση των ρατσιστικών Συνθηκών.
Η Κριστίνα Πέρεζ από την Brigada Kalimera αναφέρθηκε στη μορφή που παίρνει η Ευρώπη-φρούριο στην Ισπανία. Έκανε εκτεταμένη αναφορά στις Θέουτα-Μελίγια, τις πόλεις-φρούρια που χωρίζουν το Μαρόκο από την Ισπανία, τον φτωχό Νότο από τον πλούσιο Βορρά, τις οποίες σύγκρινε με τη Λαμπεντούζα ή τα ελληνικά νησιά. Το Μαρόκο έχει από καιρό αναλάβει τη φύλαξη των περασμάτων προς το Ισπανικό Κράτος, το οποίο συμπληρώνει την καταστολή, νομιμοποιώντας ακόμα και τις βίαιες επιτόπιες επιστροφές όσων καταφέρνουν να περάσουν τα σύνορα. Αναφέρθηκε στο πώς έχει στηθεί μια «μπίζνα εκατομμυρίων» γύρω από τις πολιτικές αποτροπής και κατήγγειλε την ισπανική κυβέρνηση που δεν έχει δεχτεί μέχρι σήμερα τους 15.000 από τους 17.000 πρόσφυγες που προέβλεπε η συμφωνία. Εξήγησε τις ευθύνες του καπιταλισμού, το πώς επιδιώκουν να είμαστε διασπασμένοι. Και απάντησε πως η ελευθερία στη μετακίνηση είναι δικαίωμα, πως όλοι όσοι υποφέρουμε από τη λιτότητα πρέπει να είμαστε ενωμένοι. Αναφέρθηκε στις προσπάθειες αλληλεγγύης και αυτοοργάνωσης στην Ελλάδα και το Ισπανικό Κράτος, για να καταλήξει πως «μόνο ο λαός μπορεί να σώσει το λαό».
Ο Θανάσης Κούρκουλας ξεκίνησε επισημαίνοντας πως έχει σταματήσει πια στην κεντρική συζήτηση να γίνεται αναφορά στον πόλεμο στη Συρία ή στο ρόλο του ΔΝΤ στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπως συνέβαινε 1-2 χρόνια πριν. Και αυτό συμβαίνει, εξήγησε, γιατί το ευρωπαϊκό κεφάλαιο κάλυψε τις ανάγκες που είχε για φτηνό εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, κλείνει τα σύνορα και άρα θέλει να εξαφανίσει τη συζήτηση για τις αιτίες της προσφυγιάς. Στη συνέχεια αναφέρθηκε (με στοιχεία δημοσκοπικών ερευνών) στην πλειοψηφική διάθεση αλληλεγγύης στους πρόσφυγες το 2015-16 και το πώς άλλαξε σχετικά το κλίμα ύστερα από μια καμπάνια συκοφάντησης των προσφύγων από κυβέρνηση και ΜΜΕ. Απέναντι σε μια συντονισμένη επιχείρηση αποτροπής που συνοδεύεται από ιδεολογικό μπαράζ, εξήγησε πως πρέπει καταρχήν να είμαστε καθαροί ότι δεν υπάρχει «καλή Ελλάδα και κακή Ευρώπη», αλλά συντονίζονται. Επίσης ότι χρειάζεται διεθνής αντίσταση και αλληλεγγύη, καθώς ούτε μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα μόνο στην Ελλάδα, ούτε μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών. Στην Ελλάδα υπάρχει ακόμα ένα δυνατό κίνημα αντίστασης και αλληλεγγύης, τα 5 εκατομμύρια που βοήθησαν έμπρακτα τους πρόσφυγες δεν έχουν ξεχάσει, ενώ ένα σημαντικό δυναμικό συνεχίζει να δραστηριοποιείται (στην αλληλεγγύη, στις αντιρατσιστικές-αντιφασιστικές διαδηλώσεις κ.λπ.). Για να ενισχυθεί αυτό το κίνημα, κατέληξε, χρειάζεται: ενωτικός και ριζοσπαστικός τρόπος πολιτικής, καθαρή αντικυβερνητική αιχμή, ξεκαθάρισμα πως δεν γίνεται να υπάρξει φιλοπροσφυγική πολιτική μαζί με μνημόνιο, μέτωπο ενάντια στην ισλαμοφοβία, αποφυγή λογικών «μακριά από μας το πρόβλημα», κανένα βήμα πίσω στα αιτήματα που έχει αναδείξει το κίνημα, και να αναδείξουμε τον αντιρατσισμό ως αναγκαίο όπλο για να γίνει πιο αποτελεσματική και η πάλη ενάντια στη λιτότητα. Να σπάσουμε τον κατακερματισμό της εργατικής τάξης, να αναδείξουμε πως το πρόβλημα δεν είναι οι 60.000 (ή και περισσότεροι) πρόσφυγες αλλά το χάλι των σχολείων, των νοσοκομείων κ.λπ. και να αγωνιστούμε όλοι μαζί για καλύτερη ζωή για όλους.