Βρισκόμαστε μπροστά σε μια συγκυρία που φορτίζεται με δυσκολίες στρατηγικού χαρακτήρα για τους αγωνιστές των κινημάτων αντίστασης και όλης της Αριστεράς.

Πρόκειται για μια συγκυρία, για μια περίοδο, όπου «συμπίπτουν» τρεις διαφορετικές και αλληλοτροφοδοτούμενες κρίσεις:

α) Η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος διεθνώς, που 9 χρόνια μετά το ξέσπασμά της συνεχίζεται. Οι καπιταλιστές ξεπερνώντας –με δυσκολίες!- το αρχικό στάδιο της κρίσης που συνδυάστηκε με πλατιές εργατικές/λαϊκές αντιστάσεις, τώρα «συντονίζονται» σε μια γραμμή που στο όνομα της αντιμετώπισης της κρίσης επιταχύνει τη νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα του κεφαλαίου σε βάρος και των πιο στοιχειωδών εργατικών κατακτήσεων. Ταυτόχρονα, η κρίση επεκτείνεται στο «πολιτικό» πεδίο, κάνοντας εφικτές τις πιο «απροσδόκητες» εξελίξεις (Brexit, εκλογή Τραμπ, Καταλονία κ.ο.κ.), αλλά και κυρίως οδηγώντας στον παροξυσμό των ανταγωνισμών. Η άνοδος του μιλιταρισμού και των εξοπλισμών δείχνει ότι η κατάσταση «μυρίζει μπαρούτι».

β) Κρίση των πλατιών κινημάτων αντίστασης, που έθρεψαν σε μαζικό πεδίο της ελπίδες των προηγούμενων χρόνων. Οι αγώνες κατά της φτώχειας και του ιμπεριαλισμού στη Λατινική Αμερική, η «αραβική άνοιξη», οι αντινεοφιλελεύθεροι εργατικοί αγώνες στην Ευρώπη, το κίνημα Occupy στην Αμερική και στον Καναδά, είναι (να το πούμε κομψά) σε βαθιά υποχώρηση.

γ) Κρίση της πολιτικής Αριστεράς σε όλες τις εκδοχές που επιχείρησαν μαζικά τα προηγούμενα χρόνια. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν βυθιστεί οριστικά στο βούρκο του σοσιαλφιλελευθερισμού. Τα μαζικά ΚΚ ουδέποτε ανέκαμψαν από την κρίση του 1989 (με σχετικές εξαιρέσεις, ίσως τις μοναδικές, το ΚΚΕ και το ΑΚΕΛ). Το κύμα του «αριστερού λαϊκισμού» στη Λατ. Αμερική έχει πιεστεί ασφυκτικά, δίνει στη Βενεζουέλα μια «τελική μάχη». Οι ελπιδοφόρες οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς που προέκυψαν μετά το 1968, διεθνώς βρίσκονται σε στασιμότητα, ενώ κάποιες από τις πιο εμβληματικές στην Ευρώπη αντιμετωπίζουν ιστορική κρίση (SWP στη Βρετανία, LCR-NPA στη Γαλλία κ.ο.κ.). Η ταχύτατη σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ –μετά την «κωλοτούμπα» του 2015- υπήρξε «αρνητικό παράδειγμα», τροφοδότησε συντηρητικές απόψεις και πτέρυγες στο Podemos στην Ισπανία, στο Bloco στην Πορτογαλία και ακόμα περισσότερο στο Linke στη Γερμανία. Αυτές οι αποτυχίες δημιουργούν τις δυνατότητες σε εγχειρήματα όπως πχ του Μελανσόν, να στρέφονται περισσότερο στις «μετα-αριστερές» ιδέες του λατινοαμερικάνικου λαϊκισμού και να συγκροτούνται γύρω από αρχηγοκεντρικές λειτουργίες.

Αυτό είναι το πραγματικό πεδίο που έχει να αντιμετωπίσει ο καθένας-καθεμιά από εμάς.

Σε αυτές τις συνθήκες αναπτύσσεται μέσα στον κόσμο μας μια ισχυρή τάση προς την ενότητα στη δράση, προς την ενιαιομετωπική τακτική, λογική και μέθοδο.

Ακόμα και οι πιο «σκληρές» τακτικές, αυτές που ολοφάνερα δίνουν την προτεραιότητα στην περιχαράκωση δυνάμεων, θεωρώντας ότι έτσι θα εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του «κόμματος» μέσα στις δυσκολίες της εποχής, υποχρεώνονται ταυτόχρονα να μιλούν για κάποιου είδους «μέτωπο». Ενώ την ίδια στιγμή, φορτώνουν σε αυτό τόσα ιδεολογικοπολιτικά στοιχεία –τόσο «προωθημένα» πλαίσια- που καταλήγουν να ταυτίζουν το μέτωπο με το κόμμα και να αντιμετωπίζουν ως εχθρική κάθε τάση για αυθεντική ενότητα δράσης διαφορετικών δυνάμεων του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς.

Εμείς δηλώνουμε εξαρχής ότι θεωρούμε αυτήν την αυθόρμητη διάθεση του κόσμου ως σωστή, ως πιο προωθημένη απάντηση στα διλήμματα της συγκυρίας από τις υπερπολύπλοκες, τάχα πιο σοφιστικέ, απαντήσεις σημαντικών τμημάτων της οργανωμένης πρωτοπορίας.

Όμως αυτή η αυθόρμητη διάθεση προς τη συγκέντρωση δυνάμεων δεν αρκεί από μόνη της. Είναι μια σημαντική «πρώτη ύλη» πάνω στην οποία πρέπει να εκδηλωθούν πρωτοβουλίες, σχέδια, οικοδόμηση.

Αρχικά «από τα κάτω», μέσα στις αντιστάσεις, μέσα στο κίνημα. Η πρόκληση του προσφυγικού, η υποχρέωση για σοβαρή αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη, η σοβαρή αντιιμπεριαλιστική αντιπολεμική δουλειά (ειδικά σε συνθήκες όπου γίνεται φανερό ότι η ελληνική πλευρά «λύνει το ζωνάρι της» στην περιοχή…), η σύγκρουση με την αντικοινωνική «κραιπάλη» των εξοπλισμών, είναι πεδία όπου οφείλουμε να πάρουμε σημαντικές πρωτοβουλίες. Η αντίσταση στις μνημονιακές-καπιταλιστικές επιθέσεις στους εργατικούς χώρους, η αντίσταση στους πλειστηριασμούς, η αντίσταση στις ιδιωτικοποιήσεις, η κλιμάκωση της υπεράσπισης των δημόσιων χώρων και των δημόσιων αγαθών, είναι τομείς όπου αυτονόητα χρειάζονται συντονισμοί, κοινά σχέδια, κοινές πρωτοβουλίες, κοινά σχήματα. Ασφαλώς η γκάμα αυτή της ενοποίησης της προσπάθειας δεν μπορεί να αποφασιστεί εκ προοιμίου, πρέπει να οικοδομηθεί βήμα προς βήμα. Όμως η κατεύθυνση αφορά όλους όσοι πραγματικά ενδιαφέρονται για την ανατροπή των συσχετισμών και σχεδιάζουν με ζητούμενο τις νίκες για τον κόσμο μας. Και αντίστροφα: η απόρριψη αυτής της κατεύθυνσης αφορά πολιτικούς σχεδιασμούς που αναζητούν αποτελέσματα μέσα στη «συνέχεια της ήττας».

Όμως η απάντηση αφορά και στο πολιτικό πεδίο. Το δίλλημα «Τσίπρας ή Μητσοτάκης;» θα έρθει με πολύ πιεστικές συνθήκες για τον κόσμο μας. Η απάντηση σε αυτό, για να έχει την κατ’ ελάχιστο αναγκαία πολιτική πειστικότητα, οφείλει να έχει ένα μίνιμουμ μαζικότητας: να μπορεί να διεκδικήσει τα καθήκοντα μιας ορατής ριζοσπαστικής-αντιμνημονιακής-αντικαπιταλιστικής αριστερής αντιπολίτευσης, που θα προσπαθεί να υπερασπίσει τα συμφέροντα του κόσμου μας, στη μακρά περίοδο μνημονιακής επιτήρησης που ακολουθεί το τυπικό «τέλος» του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Αν αποτύχουμε να διαμορφώσουμε αυτήν την εναλλακτική λύση, αυτόν τον «πόλο» συσπείρωσης και αντισυστημικής πολιτικής δράσης, τότε προκύπτει ο κίνδυνος να κατατριβούν δυνάμεις σε διλλήματα που θα υπαγορεύονται από το καθεστώς.

Τα ζητήματα αυτά, διαγράφει με μια μονοκοντυλιά το ΚΚΕ. Δεν πρόκειται για «σεχταρισμό». Πρόκειται για λάθος πολιτική εκτίμηση, που παραιτείται εκ προοιμίου από τη διεκδίκηση για νίκες, ενώ δίνει την έμφαση σε μια κυριαρχία του ΚΚΕ, μέσα όμως στα σημερινά πλαίσια, δεδομένα και όρια. Εδώ ο συστηματικός διαχωρισμός των δυνάμεων αποδεικνύεται σαν γνώρισμα μιας παθητικής αντιμετώπισης της συγκυρίας, με το μάτι στραμμένο σε ένα αξιοπρεπές ποσοστό στην επόμενη κάλπη και μετά βλέπουμε… Ο κίνδυνος να υπερκεραστεί το ΚΚΕ (παρά την προφανή οργανωτική και αριθμητική υπεροχή του) από την παρέμβαση του νέο-ΠΑΣΟΚ ή, ακόμα χειρότερα, από τους νεοναζί της ΧΑ, αναδεικνύει τον κοντόθωρο ορίζοντα αυτής της στρατηγικής.

Δυστυχώς, αυτή η αντιμετώπιση έγινε «μοντέλο» σε μικρογραφία και για τις αποφάσεις του πρόσφατου συνεδρίου του ΝΑΡ.

Σε πρόσφατο άρθρο έμπειρου και σεβαστού συντρόφου, διαβάσαμε: «η πολιτική αυτοτέλεια του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ… αποτελεί το “πρόβλημα των προβλημάτων” της εποχής μας». Κλειδί, μάλιστα, για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος των προβλημάτων αποτελεί η απόρριψη των «ενδιάμεσων αριστερών λύσεων». Από πότε, αλήθεια, η πολιτική αυτοτέλεια του ΝΑΡ –και οποιασδήποτε άλλης οργάνωσης- είναι σε αντίθεση (ή και χειρότερα απειλείται) από τις τακτικές ενότητας στη δράση ή τη λογική του Ενιαίου Μετώπου; Ο σύντροφος αναφέρει προς απόδειξη την ιστορική εμπειρία από το 1944 (κυβέρνηση εθνικής ενότητας), το 1964 (σχέσεις ΕΔΑ με Ένωση Κέντρου), και το 1984 (τακτική ουράς του ΚΚΕ επί Φλωράκη απέναντι στο ΠΑΣΟΚ). Μόνο που σεμνά αποσιωπά το γεγονός ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το ΚΚΕ έκανε «ενότητα» με αστικές πολιτικές δυνάμεις (και μάλιστα με όρους υποταγής) και όχι με «ενδιάμεσες αριστερές λύσεις», ή με διαφορετικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Για εμάς, πράγματι, η παράδοση του Ενιαίου Μετώπου αφορά, αποκλειστικά, εργατικές-αριστερές δυνάμεις.

Σε αυτό το έδαφος, διάφοροι νεότεροι σύντροφοι αναλαμβάνουν τη δουλειά να καταχεριάσουν τις «ενδιάμεσες δυνάμεις». Διαβάσαμε τον όρο «νεοδιαχειριστικές». Μόνο που τέτοιοι βαριοί όροι μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο αν προκύπτουν αντικειμενικά: από τις σχέσεις του καθενός με την κυρίαρχη τάξη, τις μερίδες της κλπ. Αλλιώς προκύπτει ο κίνδυνος να γεμίσει ο τόπος ιεροεξεταστές…

Αξίζει να σημειωθεί ότι μια τέτοια «στενή» αντιμετώπιση του μετώπου, δεν αφορά μόνο μελλοντικές πρωτοβουλίες, αλλά και υπάρχοντες συνασπισμούς. Διαβάσαμε ότι «βηματοδότη και καρδιά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ… να αποτελέσει η διαδικασία και τελική η ίδρυση του κομμουνιστικού φορέα». Εξ όσων γνωρίζουμε στις γραμμές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπάρχουν αρκετά διαφορετικές απόψεις-τακτικές-οργανώσεις στο ζήτημα του κόμματος. Η ταύτιση κόμματος-μετώπου μπορεί να αποδειχθεί διαλυτική σε πολλά επίπεδα.

Σε άλλο κείμενο διαβάσαμε: «Οι προβληματισμοί και οι διαφωνίες διασχίζουν όλη τη μαχόμενη Αριστερά. Διασχίζουν το ΚΚΕ και τη ΛΑΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όλες τις οργανώσεις εντός, εκτός και γύρω τους. Γιατί εδράζονται στην αγωνία για την “ήττα που συνεχίζεται”». Έτσι είναι. Γι’ αυτό ο καθείς οφείλει να ενισχύει και να αποσαφηνίσει την «αυτοτέλειά του». Όμως ταυτόχρονα οφείλει να διατυπώνει με σαφήνεια την πρότασή του για το μέτωπο: εμείς συμμετέχοντας στη ΛΑΕ, χωρίς ποτέ να κρύψουμε ή να υποβαθμίσουμε διαφωνίες πολιτικές, συνεχίζουμε να την υποστηρίζουμε, διεκδικώντας πάντα ειλικρινά τη «διεύρυνση» του αναγκαίου μετώπου, προς όλες τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Οι «συμμαχικές σχέσεις» μεταξύ ΛΑΕ, άλλων ριζοσπαστικών δυνάμεων που ήρθαν σε ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και ΑΝΤΑΡΣΥΑ (με δεδομένη την αυτοεξαίρεση του ΚΚΕ) αποτελούν το πραγματικό «κλειδί» για τη σημερινή πολιτική συγκυρία.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες