Στην αυγή του 2018 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, ήδη η μακροβιότερη των μνημονιακών, δεν αντιμετωπίζει άμεσα την εκλογική πρόκληση και σχεδιάζει την τυπική έξοδο από το μνημόνιο και την πορεία μετά απ’ αυτό.

Παρά ταύτα, όσο κι αν εμφανίζεται σχετικά ισχυρότερη απ’ ότι πριν ένα χρόνο, η ρευστότητα παραμένει, τόσο στο  πολιτικό πεδίο (ανάταξη των κοινωνικών συναινέσεων και της εύρυθμης λειτουργίας του αστικού πολιτικού συστήματος), όσο και στο οικονομικό (λύση για το χρέος, επιστροφή στην ανάπτυξη), καθιστώντας κάθε «απόλυτη» εκτίμηση για το μέλλον επισφαλή.

 Το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ από τότε που υπόγραψε το μνημόνιο και ανέλαβε την κυβερνητική διαχείρισή του, είναι σταθερά το ίδιο: μνημονιακά νεοφιλελεύθερα μέτρα λιτότητας «υπό καταναγκασμό», ανάπτυξη και πολιτική αναδιανομής «σε αναμονή», η «ρεαλιστική» κυβερνώσα αριστερά.

  • Στην οικονομία υλοποιεί το μνημόνιο και διεκδικεί τη στήριξη αστικών κέντρων (στρατηγική Grinvest) προσπαθώντας να κτίσει τις δικές του προσβάσεις στην εγχώρια οικονομική εξουσία.
  • Στην εξωτερική πολιτική έχει διεκδικήσει αναβαθμισμένο ρόλο και αναβαθμισμένη στήριξη, ως πρωταγωνιστικός εκφραστής των ΝΑΤΟικών συμφερόντων και στοχεύσεων στην ΝΑ Μεσόγειο, με κομβικό ρόλο στον άξονα Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ, Αίγυπτος. Ασκεί επιθετική εθνικιστική πολιτική με τις πλάτες των ΗΠΑ σε μια αρνητική συγκυρία για την γείτονα ανταγωνίστρια Τουρκία , εμφανίζοντας σημαντικές επιτυχίες στη γεωπολιτική ατζέντα του εγχώριου αστισμού και του κράτους.
  • Στο κράτος επιχειρεί να «εγκατασταθεί» ως συστημικός πόλος εξουσίας αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα διαρκείς  τριβές και δυσκολίες (πχ αντιπαράθεση με δικαστές). Επεισόδια, που πέρα από την πολιτική χροιά, υπενθυμίζουν πως το αστικό κράτος (ως σύνολο και λειτουργίες) δεν υποτάσσεται αλλά αντίθετα υποτάσσει τις, κάθε μορφής, αστικές κυβερνήσεις.  
  • Στα ζητήματα αναδιανομής και δημοκρατίας επιχειρεί συμβολικά, στο ελάχιστο περιθώριο που αφήνουν οι παραπάνω επιλογές,  να διατηρήσει την απήχηση στα προοδευτικά - αριστερά κοινωνικά ακροατήρια «μετά το τέλος του μνημονίου», τροφοδοτώντας διαρκώς την ελπίδα μιας μελλοντικής αναδιανομής. Τα συγκεκριμένα μέτρα είναι εγκεκριμένα ή εγκρίνονται  από τους δανειστές ακριβώς γιατί δεν είναι παρά απόπειρες για κάποιο «δίχτυ προστασίας» για τους πολύ φτωχούς/ες – τμήμα του νεοφιλελεύθερου σχεδίου της λιτότητας.
  • Στο ιδεολογικό πεδίο αντιπαρατίθεται ρητορικά υπέρ της αριστεράς ενάντια στις συντηρητικές ιδέες της δεξιάς. Η επιλογή αυτής της ιδεολογικής διαχωριστικής μέσα στην πιο σκληρή ταξική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών γίνεται και από τους δύο ανταγωνιστές, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Πρόκειται για μια επιλογή που, από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρεί να εξωραΐσει τις συνθήκες που διαμορφώνει η νεοφιλελεύθερη λιτότητα και οι συνακόλουθες σαρωτικές αναδιαρθρώσεις - εργασιακά, κοινωνικό κράτος, δημόσια ιδιοκτησία κ.α. -  (με ή χωρίς «τυπικό» μνημόνιο) για τον κόσμο της εργασίας και την κοινωνική πλειοψηφία. Αντίστροφα, από την πλευρά της η ΝΔ, επιχειρεί να υπερασπιστεί τον «μονόδρομο» των νόμων της αγοράς και τη σκληρή ταξική λιτότητα ως τη μόνη δήθεν «έξοδο» από την κρίση, υπερασπίζοντας  συνολικότερα την πιο «καθαρή» ακραία νεοφιλελεύθερη και δεξιά εκδοχή της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Η επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ στη διαχωριστική «αριστερά – δεξιά» και η επιλογή της ιδεολογικής πόλωσης του κοινωνικού ακροατηρίου, υλοποιώντας μνημόνιο σκληρής λιτότητας, μπορεί να μοιάζει πως αντιμετωπίζει σε ένα βαθμό την κοινωνική δυσαρέσκεια και την απογοήτευση, όσο δεν συγκροτείται διεκδικητική και άμεση εναλλακτική απάντηση απ’ τ’ αριστερά. Εν τούτοις, πρόκειται για βαθύτατη αντίφαση που οδηγεί στην αυτοϋπονόμευση καθώς η «απαίτηση» για ευρύ και ισχυρό «αριστερόστροφο» κοινωνικό τμήμα (που να ανταποκρίνεται στην πόλωση «αριστερά – δεξιά») τροφοδοτεί την αντίθεση στην ταξική επιβολή παρά στην αποδοχή της. Η δυνατότητα της ενεργής κοινωνικής στήριξης /κινητοποίησης ήταν και είναι απαραίτητος όρος για κάθε είδους «ρεφορμιστική» διακυβέρνηση και το μεγαλύτερο «επίτευγμα» αυτής της κυβέρνησης είναι ακριβώς το αντίθετο, η «κατάργησή» της. Συνεπώς, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη λειτουργήσει ως υπονομευτής της κοινωνικής στήριξης των όποιων φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων υπόσχεται για το μέλλον, υπονομεύοντας στην ουσία το ίδιο το δικό της πολιτικό μέλλον. Στην πραγματικότητα σπρώχνει όλο το πολιτικό πεδίο προς τα δεξιά. Ενδεχομένως να φαντάζει ρεαλιστικός, στα μάτια της κυβέρνησης, ο στόχος της ανατροπής των σημερινών δημοσκοπικών συσχετισμών λόγω κυρίως των μεγάλων προβλημάτων της ΝΔ και της τραγικής εικόνας του Μητσοτάκη, όμως ο στόχος της σταθεροποίησης του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό σκηνικό εξακολουθεί να είναι, κατά βάση, προβολή επιθυμίας.

Ο κυβερνητικός ρεφορμισμός προϋποθέτει ρίζες στην κοινωνία χτισμένες από νίκες του κινήματος. Σήμερα, ακόμη και αυτές οι μνήμες από πραγματικές νίκες σε παλιότερες δεκαετίες δεν αρκούν για την παραδομένη στη διαλυτική κρίση, νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Ο κυβερνητικός  ΣΥΡΙΖΑ υπογράφοντας το μνημόνιο και «αναλαμβάνοντας την αστική διαχείριση της κρίσης», όχι μόνο μετατοπίστηκε «ακαριαία» στη θέση της και ως αποτέλεσμα εντάσσεται έμμεσα στην κρίση της, αλλά ταυτόχρονα στερείται και τις ρίζες της. Στην πραγματικότητα προσπαθεί να διαπραγματευτεί τις, σήμερα αδύναμες, πελατειακές ρίζες «των άλλων», στο κράτος, στην αγορά, στο συνδικαλισμό, στην αυτοδιοίκηση, κυρίως του ΠΑΣΟΚ. Μικρή σημασία έχουν οι αριστερές ρητορείες από την πλευρά του Α. Τσίπρα και της  ηγετικής του ομάδας. Σ’ αυτό τον δρόμο που επέλεξε να βαδίσει (πάση θυσία στην κυβέρνηση) δεν υπάρχουν ιδεολογικά όρια και περιθώρια πολιτικής υποχώρησης. Χαρακτηριστική επ’ αυτού η συμβουλή Τσίπρα προς τον Σουλτς: συγκυβέρνηση με την δεξιά!

Ταυτόχρονα, στην αξιωματική αντιπολίτευση, η ΝΔ, το κόμμα που σήμερα εμφανίζεται ως υπερασπιστής  των μνημονίων και του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, επιχειρεί με τον ακραιφνή νεοφιλελεύθερο Μητσοτάκη, ως νέα Θάτσερ, να αναλάβει την διακυβέρνηση, με την κοινωνία πλήρως ηττημένη και διαθέσιμη να αποδεχτεί την μοίρα της και το πιο βαθύ ΤΙΝΑ (Δεν Υπάρχει Εναλλακτική). Σχέδιο ακραίας ταξικής επιβολής και κυριαρχίας που για την ώρα, θρέφει τις ελπίδες του ΣΥΡΙΖΑ να σταθεροποιηθεί στο πολιτικό σκηνικό. Πολύ περισσότερο που η ΝΔ σ’ αυτές τις συνθήκες είναι ουσιαστικά τριχασμένη με ισχυρότερο τον ακροδεξιό Σαμαρά και από κοντά τον λαϊκοδεξιό Καραμανλή. Η «αρχηγία» του Μητσοτάκη είναι σχετική.

Αυτή η εικόνα δεν είναι εικόνα οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας και ομαλότητας  για το σύστημα. Είναι εικόνα αστάθειας και πολιτικής ρευστότητας που κρύβει, υπό προϋποθέσεις, ευκαιρίες και δυνατότητες για την αριστερά.

Όσο κι αν το κεντρικό ζήτημα, αυτό που πάντα είναι το πιο κρίσιμο, η κοινωνική κινητοποίηση, βρίσκεται σε ύφεση. Η ύφεση του μαζικού κινήματος, είναι το στοιχείο στο οποίο ποντάρει το αστικό στρατόπεδο ώστε να ευοδωθούν οι συστημικές προσδοκίες της καταστροφικής «εξυγίανσης» του ελληνικού καπιταλισμού μέσα στην κρίση – ο αστικός μονόδρομος για την «έξοδο» και την «ανάπτυξη». Αυτό ακριβώς είναι το στοιχείο που πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο για την αριστερά, η αντίληψη πως η ίδια η κοινωνική κίνηση αποτελεί, με όρους στρατηγικής ταυτότητας, την απαραίτητη προϋπόθεση αλλά και το πολιτικό έδαφος της ταξικής εναλλακτικής λύσης: η κοινωνική κίνηση και αυτενέργεια, το μαζικό εργατικό – λαϊκό κίνημα ως περιεχόμενο του σοσιαλισμού (ο οποίος είναι επίκαιρος).

Ωστόσο η κινηματική ύφεση, η σπουδαιότερη συνέπεια της υπογραφής του μνημονίου του ΣΥΡΙΖΑ, έχει δημιουργήσει πολιτικές και οργανωτικές απαιτήσεις αλλά και ευθύνες που μοιάζουν δυσβάσταχτες, επί του παρόντος, για την «αντιμνημονιακή αριστερά».

Μαζική, ριζοσπαστική, αριστερή πολιτική

Η εκσφενδόνιση του ΣΥΡΙΖΑ από το 3% στην κυβέρνηση μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ήταν αποτέλεσμα μιας διαδικασίας κοινωνικής και πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης, κυρίως προς τ’ αριστερά (καθώς εκτοξεύτηκε και η ναζιστική συμμορία) ταυτόχρονα με την κατάρρευση του δικομματισμού και κυρίως του ΠΑΣΟΚ. Η «πασοκοποίηση» έγινε διεθνής όρος για την περιγραφή του φαινομένου της πτώσης και της κατάρρευσης της σοσιαλδημοκρατίας πανευρωπαϊκά. Σήμερα, σε πολλές χώρες της δυτικής Ευρώπης όπου η σοσιαλδημοκρατία έπαιζε επί σειρά ετών πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό, έχει καταστεί σκιά του ένδοξου παρελθόντος της όταν δεν έχει σχεδόν εξαφανιστεί (Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία κ.α.). Η απαρχή του εκφυλιστικού φαινομένου του κραταιού, επί πολλές δεκαετίες, ρεφορμιστικού πυλώνα βρίσκεται στην υποταγή του κατά τη δεκαετία του ’80 και έπειτα, στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Η ταυτότητα του χώρου ως κόμματα εργατικά – αστικά, με μάξιμουμ πρόγραμμα το σοσιαλισμό και μίνιμουμ τις φιλεργατικές, φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις έπαψε να ισχύει, καταγράφοντας μια ιστορική μεταβολή στο πεδίο της πολιτικής «τυποποίησης». Αυτή η εξέλιξη συνοδεύτηκε από την εμφάνιση του αντίστοιχου κενού στ’ αριστερά του πολιτικού σκηνικού. Η επέλαση της κρίσης και η συνακόλουθη σκληρή, ταξική λιτότητα ως απάντηση, οδήγησε στην ταχύρυθμη απομάκρυνση του παραδοσιακού ταξικού και κοινωνικού ακροατηρίου από  τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και τους «κεντροαριστερούς» πολιτικούς σχηματισμούς γενικότερα, καθώς έγινε εντελώς ξεκάθαρη η απουσία εναλλακτικής και η ταύτισή τους με την πιο δεξιά, ταξική πολιτική. Ουσιαστικά, με την υποχώρηση έως εγκατάλειψη των ρεφορμιστικών καθηκόντων τους απώλεσαν, σταδιακά, την ίδια την «υλική βάση» της ύπαρξής τους. Δηλαδή τη σχέση με συγκεκριμένα κοινωνικά τμήματα και κυρίως με την εργατική τάξη. Το πολιτικό κενό διευρύνθηκε. Υπό την ώθηση του μαζικού αντινεοφιλελεύθερου κινήματος, σε πρώτη φάση του αντιπαγκοσμιοποιητικού και αργότερα των «κινημάτων των πλατειών», συγκροτήθηκαν πολιτικοί σχηματισμοί της ριζοσπαστικής αριστεράς που επιχείρησαν την διεκδίκηση του πολιτικού κενού. Τα κόμματα αυτά (ιταλική Κομμουνιστική Επανίδρυση, πορτογαλικό Μπλόκο, γερμανική Αριστερά, ισπανικό Ποδέμος, ΣΥΡΙΖΑ κ.α.) σχηματίστηκαν από θραύσματα του αριστερού ρεφορμισμού και οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς και ονομάστηκαν στη διεθνή συζήτηση «πλατιά κόμματα» (broad parties). Αν και δεν αποτελούν ιδεολογικοπολιτική κατηγορία καθώς το καθένα απ’ αυτά καθορίστηκε από την ιδιαίτερη σύνθεσή του και τις επιλογές του στο συγκεκριμένο εθνικό πλαίσιο δράσης, παρουσίασαν δύο κοινά στοιχεία: το πολιτικό πλαίσιο, δηλαδή την απόρριψη του νεοφιλελευθερισμού, του πολέμου, του ρατσισμού και της συμμετοχής σε κεντροαριστερές κυβερνήσεις και ακόμη τη συνύπαρξη σε κοινό οργανωτικό σχήμα ρεφορμιστικών και επαναστατικών οργανώσεων.

Τα «πλατιά κόμματα» δεν αποτελούν κάποιο νέο ιστορικά, μοντέλο κόμματος της αριστεράς. Ούτε αποτελούν εργαστήριο κάποιας γενικής «ανασύνθεσης» των ρευμάτων καθώς η θεωρία δεν «ανασυντίθεται» αλλά βαθαίνει, αναπτύσσεται και εξελίσσεται. Εξάλλου, τα κόμματα και οι οργανώσεις της αριστεράς δεν αποτελούν «καθαρούς» φορείς της θεωρίας και των ιστορικών ρευμάτων της, αλλά πολύ περισσότερων χαρακτηριστικών που αφορούν στην ιστορική διαδρομή και τα αποτελέσματα των πολιτικών και οργανωτικών επιλογών. Παρά ταύτα, η διάκριση μεταξύ της ρεφορμιστικής και επαναστατικής στρατηγικής που γεννήθηκε μαζί με την μαρξιστική αριστερά, είναι πάντα παρούσα. Στην πραγματικότητα τα πλατιά κόμματα αποτελούν πεδίο ενιαιομετωπικής συνύπαρξης και διαπάλης των δύο στρατηγικών της αριστεράς, μετακινημένο προς τ’ αριστερά. Οι αποτυχίες τους όταν φτάνουν μπροστά στο ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας, με κορυφαίο πλέον παράδειγμα τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος επικαιροποίησε το σχετικό σημείο της απόρριψης της κεντροαριστεράς καθώς δεν συνεργάστηκε με την σοσιαλδημοκρατία ως μικρότερη δύναμη όπως πχ η Κομμουνιστική Επανίδρυση αλλά μετατράπηκε ο ίδιος σε κεντροαριστερή, σοσιαλφιλελεύθερη κυβέρνηση, αποτελούν: α) το μέτρο του συσχετισμού της επιρροής των επαναστατικών απόψεων και συγκροτήσεων έναντι των ρεφορμιστικών, αλλά και εν συνεχεία, β) της κατάρρευσης της ρεφορμιστικής στρατηγικής και των λειτουργιών της στην εποχή κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού (απουσία μεταρρυθμίσεων) και γ) της κρίσης και των αδιεξόδων των οργανώσεων και ευρύτερα των σύγχρονων φορέων της επαναστατικής στρατηγικής.

Ειδικότερα, ο συσχετισμός μεταξύ επαναστατικών και ρεφορμιστικών απόψεων είναι διαρκώς μεταβαλλόμενος και δεν καθορίζεται αποκλειστικά την «τελευταία στιγμή». Εξάλλου, η κατίσχυση των ρεφορμιστών προ της κυβέρνησης δεν καταργεί το πρόβλημα του πολιτικού κενού καθώς με την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας αμέσως ο αριστερός/ ριζοσπαστικός ρεφορμισμός μετατρέπεται σε σοσιαλφιλελευθερισμό υποκύπτοντας στο νεοφιλελεύθερο μονόδρομο. Αυτή η εξέλιξη δεν τροποποιείται ουσιαστικά από τα προσχήματα όπως στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Το πολιτικό κενό παραμένει. Βέβαια, η αναγνώριση του συγκεκριμένου πλαισίου κάθε φορά, εν προκειμένω της αντιπαράθεσης μεταξύ της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και της αντιπολίτευσης της ΝΔ, σε συνθήκες κοινωνικής αμηχανίας και κινηματικής ύφεσης, είναι μεγάλης σημασίας γιατί καθορίζει τις τακτικές επιλογές της «καθημερινής πολιτικής».

Απ’ αυτή τη σκοπιά προκύπτουν μια σειρά από διαπιστώσεις:

Α) Η πολιτική κρίση (αδυναμία του ρεφορμισμού να διεκδικήσει εναλλακτική) – απόρροια της οικονομικής κρίσης και της ενιαίας, νεοφιλελεύθερης στρατηγικής, αναδεικνύει εκ νέου στον ιστορικό χρόνο, το ζήτημα της επικαιρότητας του σοσιαλισμού. Του οράματος δηλαδή και του στόχου που πρέπει να ανοικοδομηθεί στη μαζική κοινωνική κλίμακα με  ταυτόχρονα σύγχρονους αλλά και ιστορικούς όρους, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση των ανατολικών κρατικοκαπιταλιστικών καθεστώτων και φυσικά της εικόνας της σύγχρονης καπιταλιστικής Κίνας. Το αίτημα εκδηλώνεται μαζικά ως αίτημα για «δημοκρατία» και συχνά ως «αντικαπιταλισμός».  Η σύγχυση του αιτήματος για «δημοκρατία» με το «δημοκρατικό δρόμο για τον Σοσιαλισμό» είναι λανθασμένη. Στο σύγχρονο, διαρκώς πιο αυταρχικό, παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό το αίτημα για δημοκρατία αποκτά μεταβατικά χαρακτηριστικά – απαιτεί τη σύγκρουση με το κυρίαρχο πλαίσιο και την ανατροπή. Ομοίως και με την ιστορικά «καινοφανή» ορολογία του «αντικαπιταλισμού». Όσο κι αν μοιάζει σαν υποχώρηση από την ακρίβεια της θεωρητικής ορολογίας  «μεταρρύθμιση – επανάσταση» αποτελεί τη σύγχρονη διαχωριστική απέναντι σ’ ένα μεταμοντέρνο, πλήρως υποταγμένο και σε φθίνουσα πορεία πολιτικό ρεφορμισμό.            

Β) Το πολιτικό κενό στ’ αριστερά έδωσε, μετά από πολλές δεκαετίες, τη δυνατότητα μαζικής κοινωνικής απεύθυνσης σε οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς, μέσω των «πλατιών κομμάτων». Αυτή η εξέλιξη αποτελεί ένδειξη για τις δυνατότητες «επανόδου» της επαναστατικής, μαρξιστικής στρατηγικής ως εναλλακτικής με μαζικά κοινωνικά ακροατήρια. Παράλληλα, διαμορφώνει τους όρους για την εκπαίδευση νέας γενιάς στελεχών της αντικαπιταλιστικής/επαναστατικής αριστεράς στη μαζική πολιτική. Θέτει την πρόκληση για την «επικαιροποίηση» τόσο της πολιτικής όσο και της οργανωτικής συγκρότησης των αντίστοιχων πολιτικών συλλογικοτήτων ώστε, μετά από πολλές δεκαετίες, να περάσουν από τις περιθωριακές και περιχαρακωμένες οργανώσεις ιδεολογικής προπαγάνδας σε μια διαδικασία συγκέντρωσης και διεύρυνσης της δύναμης της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς με πραγματικές δυνατότητες μαζικής πολιτικής και κοινωνικής παρέμβασης. 

Γ) Στο πεδίο της διαπάλης ρεφορμιστικής – επαναστατικής στρατηγικής που συγκροτούν τα «πλατιά κόμματα» δεν είναι και δεν πρέπει να θεωρούνται, δεδομένα και τελεσίδικα, οργανωτικά «αποκρυσταλλωμένοι» οι πόλοι (ρεφορμιστικής και επαναστατικής στρατηγικής και πολιτικής). Τόσο γιατί ο ρεφορμισμός είναι αδύναμος στρατηγικά και πιεζόμενος προς τ’ αριστερά (ώστε συχνά στις «παρυφές» του, σε θεματικά πεδία και ευρύτερα, να χάνονται τα όρια) όσο και γιατί η «αντικαπιταλιστική ταυτότητα» (που διατρέχει οριζόντια τις υπάρχουσες αντικαπιταλιστικές/ επαναστατικές απόψεις και οργανώσεις) διαμορφώνει τις δυνατότητες και τα ενδεχόμενα συγκρότησης αντικαπιταλιστικών συσχετισμών.

Η άρνηση της (μαζικής, ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής) πολιτικής

Η υπογραφή του μνημονίου από τον ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε σε αμηχανία και σχετική «ακινησία» την κοινωνία που πλειοψηφικά είχε μετάσχει σε μια διαδικασία αριστερόστροφης ριζοσπαστικοποίησης,  η οποία εκφράστηκε ηχηρά, στο αποκορύφωμά της, με το ίδιο το δημοψήφισμα. Είναι φυσιολογικό και σε ένα βαθμό αναμενόμενο. Ωστόσο, η ταξική πάλη δεν καθορίζεται ούτε «καθοδηγείται» (με την εργαλειακή έννοια που συχνά επικρατεί) από τα πολιτικά κόμματα, όσο κι αν διαρκώς «συνδιαλέγεται» και αλληλοτροφοδοτείται με την πολιτική και ιδεολογική πάλη. Σε συνθήκες οικονομικής και πολιτικής αστάθειας και ρευστότητας και διαρκούς καθίζησης των όρων της ζωής ακόμη και της επιβίωσης ευρύτατων κοινωνικών τμημάτων η κοινωνική πειθαρχία είναι λάθος να θεωρείται δεδομένη. Την ίδια ώρα που οι εκδηλώσεις αντίστασης στο πολυνομοσχέδιο για την τρίτη αξιολόγηση υπήρξαν φτωχές και αναντίστοιχες της επίθεσης, με την «συνδρομή» βέβαια της ανυπόληπτης  και  συνδιαχειριστικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, το κίνημα ενάντια στους πλειστηριασμούς έχει δημιουργήσει πραγματικό πρόβλημα στους μνημονιακούς κυβερνητικούς σχεδιασμούς, εξ’ού και ο «εκμοντερνισμός» της διαδικασίας.

Το σημαντικότερο πρόβλημα εμφανίζεται στον «κόσμο της αριστεράς» με επίκεντρο τους/τις οργανωμένους/ες, γιατί επηρεάζει τον πυρήνα της «στράτευσης» και της «οργανωμένης πάλης» (δράση, καθήκοντα, πλαίσιο πειθαρχίας): απογοήτευση, σύγχυση, «ψυχολογικοποίηση» της πολιτικής, συμβιβασμός ή αποστράτευση… Η υποχώρηση έχει «βαθμίδες» που κινούνται στην ίδια αποστρατευτική κατεύθυνση: από την οργανωμένη αριστερά (στρατηγική, πολιτικό σχέδιο, καθήκοντα) σε θεματικά κινηματικά περιεχόμενα (συνδικαλιστικό, δικαιωματικό, αντιφασιστικό, οικολογικό, επί μέρους τοπικά κινήματα), όσο κι αν και σε αυτό το πεδίο η δραστηριότητα έχει υποχωρήσει, από δρών μέλος σε ρόλο σχολιαστή, από τα πολιτικά επιχειρήματα στις ψυχολογικές εκφράσεις, από την κοινωνική - κινηματική βάση της αριστεράς στο σπίτι, από τις διαδικασίες του κινήματος και της αριστεράς στο facebook…

Στις ίδιες τις οργανώσεις της αριστεράς που στο προηγούμενο διάστημα έλαβαν μέρος στην εμπειρία της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης και της μαζικής πολιτικής, είτε μέσω του ΣΥΡΙΖΑ είτε μέσω της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρατηρούνται τάσεις φυγής προς την περιχαράκωση και τον σεχταρισμό. Αποκορύφωμα αποτελούν οι αποφάσεις του πρόσφατου συνεδρίου του ΝΑΡ, όπου  εξάγοντας αρνητικά συμπεράσματα από τις εμπειρίες του προηγούμενου διαστήματος, κινούνται σε μια κατεύθυνση που υπονομεύει άμεσα όχι μόνο την προοπτική διευρυμένων μετώπων και συγκέντρωσης δύναμης της ριζοσπαστικής αριστεράς αλλά την ίδια την ύπαρξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όσο κι αν είναι κατανοητό ότι δεν καταργείται εύκολα μια «ετικέτα» με κοινωνική / εκλογική αναγνωρισιμότητα άλλο τόσο είναι σαφές ότι αντιμετωπίζουμε πλέον μια κατάσταση στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ «ξένων στο ίδιο σπίτι» καθώς τόσο η μειοψηφία του ΝΑΡ όσο και ο έτερος ισχυρός πόλος του χώρου, το ΣΕΚ, κινούνται σε εμφανώς αντίθετες κατευθύνσεις  αντιμετώπισης της συγκυρίας.

Για το ΚΚΕ η άρνηση της μαζικής, ριζοσπαστικής πολιτικής δεν αποτελεί σύμπτωμα της συγκεκριμένης συγκυρίας. Αποτελεί ταυτοτικό χαρακτηριστικό του εδώ και δεκαετίες. Μάλιστα στις μέρες μας η στάση του κρύβει μια ηττοπαθή αυταρέσκεια καθώς, ως χαλασμένο ρολόι που πάντα υποδείκνυε την ήττα, τώρα …δικαιώθηκε. Αυτή η στάση του κρύβεται πίσω από την (ολόσωστη) επιλογή της αντικαπιταλιστικής προπαγάνδας και από τις υποκειμενικές οργανωτικές δυνατότητες, είτε με την μορφή του κόμματος, είτε του ΠΑΜΕ (πχ εντυπωσιακοί ακτιβισμοί χωρίς βάθος και ταυτόχρονα σεχταριστική πολιτική μέσα στα συνδικάτα και το εργατικό κίνημα). Τα αποτελέσματα ωστόσο είναι απολύτως πενιχρά όταν αυτές οι επιλογές δεν έχουν αντιστοίχιση στο πολιτικό πεδίο. Εκεί αποδέχεται τους περιορισμένους και κυρίως τους επικοινωνιακούς όρους που βάζει το κοινοβουλευτικό πλαίσιο και ο «αντικαπιταλισμός» γίνεται «ρεφορμισμός» με τακτική, ομολογουμένως επεξεργασμένη, απέναντι στο δικομματισμό.

Υπάρχει ένα σημείο βαθιάς ταύτισης της ηγεσίας του ΚΚΕ με τον ηγετικό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από την προηγούμενη φάση πριν καν ο ΣΥΡΙΖΑ υπογράψει το μνημόνιο. Αφορά στην εκτίμηση για τις δυνατότητες της αριστεράς μέσα στην κρίση και ουσιαστικά στην μη επικαιρότητα της ανατροπής και του σοσιαλισμού λόγω «έλλειψης διεθνών συσχετισμών». Η διαφορά βρίσκεται στην απάντηση: οι μεν, έξω από κάθε «περιπέτεια» ακόμη κι όταν το μαζικό κίνημα εκφραζόταν κατά χιλιάδες (δεν επιχείρησαν να πάρουν την πολιτική ευθύνη και να οικοδομήσουν τους αναγκαίους όρους) ενώ οι δε, με τις επιλογές που οδήγησαν στη σημερινή κυβέρνηση και στην υποταγή της, έναντι υπέρτερου συσχετισμού, που ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της ως κεραυνός εν αιθρία ! Σύγκλιση στην (είτε παθητική είτε ενεργητική) πολιτική «προδοσία» του κινήματος!

Η αριστερή πολιτική σήμερα και η ΛΑΕ        

Η ΛΑΕ απ’ την πρώτη στιγμή, «φύση» (πλατύ κόμμα) και θέση (διεκδίκηση άμεσης απάντησης και εναλλακτικής), προσανατολίστηκε στο πολιτικό πεδίο με απεύθυνση στο μαζικό κοινωνικό ακροατήριο. Χωρίς ανελαστικό πολιτικό πλαίσιο και εντελώς ειλικρινά απευθύνεται διαρκώς και επίμονα σε όλες τις αριστερές, αντιμνημονιακές δυνάμεις καλώντας σε μετωπική ενότητα (στην δράση, στην πολιτική αλλά και στις εκλογές) ακριβώς γιατί στον πυρήνα της αντιμετώπισης βρίσκεται η άποψη ότι η ανατροπή των μνημονίων και της λιτότητας, μέσα στην περίοδο, εξακολουθεί να είναι εφικτή. Πριν από οποιαδήποτε παρατήρηση για τους όρους και τις προϋποθέσεις αλλά και για την πολιτική γραμμή, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η συγκεκριμένη επιλογή τοποθέτησης της ΛΑΕ στο πεδίο, συνιστά θεμελιώδη διαφορά στην οπτική της περιόδου και στα συμπεράσματα, απ’ τις τοποθετήσεις τόσο του ΚΚΕ όσο και του ΝΑΡ και γενικότερα από τις κατευθύνσεις της ηττοπάθειας, της περιχαράκωσης και του σεχταρισμού.  

Η ΛΑΕ εξάλλου συγκροτήθηκε από την Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ (Αριστερό Ρεύμα – ΔΕΑ/κόκκινο δίκτυο) και άλλους/ες συντρόφους/ες που αποχώρησαν (αν και δεν προσχώρησαν όλοι/ες στη ΛΑΕ καθώς συγκροτήθηκαν και άλλες ομάδες προερχόμενες από τον ΣΥΡΙΖΑ), δηλαδή από ένα πολιτικό δυναμικό χιλιάδων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που διαμόρφωσαν άμεσα πανελλαδικό δίκτυο τοπικών οργανώσεων. Επίσης, συγκροτήθηκε και από τις οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ) που επέλεξαν στις νέες συνθήκες του 3ου μνημονίου, την πρόκληση της μαζικής πολιτικής. Η ΛΑΕ συγκροτήθηκε οργανωτικά ως «πλατύ κόμμα», υπό κατασκευή, σε κοινή οργάνωση με αντίστοιχα όργανα.

Απ’ αυτή την άποψη η ΛΑΕ αποτελεί την επιλογή, υπό όρους και προϋποθέσεις που είναι μαχητοί μέσα στο πλαίσιο της και τους υφιστάμενους συσχετισμούς, της μαζικής αριστερής, ριζοσπαστικής πολιτικής και της επιμονής στις δυνατότητες της περιόδου για οικοδόμηση εναλλακτικής απ’ τα κάτω και απ’ τ’ αριστερά. Ως ένας οργανισμός συνύπαρξης οργανώσεων, ρευμάτων, απόψεων ρεφορμιστικών και αντικαπιταλιστικών/επαναστατικών.

Το ζήτημα της μαζικής, ριζοσπαστικής πολιτικής συνδέεται με την εκτίμηση της περιόδου ως προς τον βαθμό και τη δυνατότητα. Επί της ουσίας, όμως, αφορά σε βαθύτερες αντιλήψεις για την προσέγγιση της πολιτικής από την σκοπιά της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, οι οποίες βρίσκονται στον αντίποδα της κυρίαρχης αντίληψης, ότι  η μαζική απεύθυνση αφορά στον «κυβερνητισμό», στις εκλογές και στην αντιμετώπιση του κοινωνικού υποκειμένου, κυρίως αν όχι αποκλειστικά, ως εκλογικού σώματος.

Αφορά στη αντίληψη για την κοινωνική κίνηση και αυτενέργεια ως περιεχόμενο της (αντικαπιταλιστικής) ανατροπής. Αφορά στην ενιαιομετωπική και μεταβατική αντίληψη ως «οπτική γωνία» και μέθοδο προσέγγισης παρά ως φόρμουλα ή συνταγή (Το ενιαίο μέτωπο και Το μεταβατικό πρόγραμμα) και άρα ως στοιχείο αντιμετώπισης της περιόδου με στρατηγικό βάθος και όχι ως εφήμερος τακτικισμός.  Δίνει νόημα στη σύνδεση της «πάλης θέσεων» με τον στόχο της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας και της καταστροφής του αστικού κράτους. Συνδέει την εργατική/ κοινωνική πάλη σήμερα με το σοσιαλιστικό στόχο ως απόλυτα επίκαιρο στην εποχή της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης.

Απ’ αυτήν τη σκοπιά το στοιχείο της μαζικότητας της απεύθυνσης δεν αφορά σε ένα γενικό, «εθνικό ακροατήριο». Το εύρος του ακροατηρίου εξαρτάται από την διακύμανση της ταξικής και πολιτικής πάλης και από την ανάπτυξη της (κινηματικής και πολιτικής) δυναμικής που επιτυγχάνει κοινωνικές συμμαχίες και μέτωπα. Εκκινεί από δύο θεμελιώδη κριτήρια: το ταξικό και το ιδεολογικοπολιτικό. Μετά την υπογραφή του μνημονίου από τον Α. Τσίπρα η κοινωνική δυναμική που τον οδήγησε στην κυβερνητική/διαχειριστική θέση έχει κατακερματιστεί. Η γενική, μαζική «αντιμνημονιακή» διαχωριστική δεν έχει την ίδια εμβέλεια. Το ταξικό και το ιδεολογικοπολιτικό κριτήριο αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία και κρισιμότητα. Η σαφής και αυστηρή επιλογή των κοινωνικών ακροατηρίων, και συγκεκριμένα των μισθωτών και του κατώτερου κοινωνικού τμήματος καθώς και του κόσμου της αριστεράς, αποτελεί μείζονα υποχρέωση και κριτήριο τόσο για την εναλλακτική πρόταση όσο και για την πολιτική τακτική.

Κόσμος της μισθωτής εργασίας, κατώτερα λαϊκά στρώματα, αποκλεισμένοι/ες απέναντι στους μικρομεσαίους αλλά και μεγάλους εργοδότες. Αντίστοιχα και αριστερά έναντι δεξιάς. Απαραίτητος όρος συγκρότησης κοινωνικής και πολιτικής απεύθυνσης, αλλά και πολιτικής, ταξικής ταυτότητας είναι το στοιχείο «ενάντια σε ποιον» είσαι. Άρα όχι πολιτική εθνικού ακροατηρίου και «φόρμουλες» για την εθνική ανάπτυξη αλλά σαφές μέτωπο ενάντια στο αστικό μπλόκ δυνάμεων που περιλαμβάνει και τις κοινωνικές συμμαχίες του και φυσικά «μνημόνιο για το κεφάλαιο».

Η πρόκληση για την ΛΑΕ σήμερα αφορά στην «αναδιάταξη» των αιχμών και των προτεραιοτήτων, με σαφή την ηγεμονία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην υπόθεση της αντιμνημονιακής ανατροπής και το στόχο για μέτωπο των αριστερών αντιμνημονιακών δυνάμεων έναντι του διευρυμένου γενικόλογου  αντιμνημονιακού μετώπου. Πρόκειται για πρόκληση (που ως τέτοια επιβεβαιώνει την ορθότητα της επιλογής) ακριβώς επειδή στο πεδίο της μαζικής κοινωνικής απεύθυνσης και πολιτικής αντιμετωπίζει απ’ τ’ αριστερά τον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ και τις κεντρικές επιλογές του. Δηλαδή την προσπάθειά του να πείσει το κοινωνικό ακροατήριο και μάλιστα τους «από κάτω» ότι ανατροπή του μνημονίου υπό την ηγεσία την αριστεράς «μεταφράζεται» στη δήθεν «ολοκλήρωση του μνημονίου με αριστερή κυβέρνηση». Βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει αυτή την αντιφατική και ταυτόχρονα προκλητική στάση επειδή το εκλογικό δίλημμα αντιπαραθέτει τη μνημονιακή δεξιά υπό τον Μητσοτάκη. Επιλέγει μάλιστα τα ψίχουλα που περισσεύουν από το μνημόνιο να τα διαθέτει, συμβολικά, στα κατώτατα και φτωχοποιημένα στρώματα, έναντι του Μητσοτάκη που υπόσχεται να τα διαθέσει στη μείωση της φορολογίας και στους μικρομεσαίους. Αυτή η «γεωμετρία» της πολιτικής αντιπαράθεσης έχει συνέπειες στο κοινωνικό ακροατήριο. Η τακτική οφείλει να αναγνωρίσει ότι μια συσπείρωση απ’ τα κάτω και απ’ τ’ αριστερά, στη μαζική κλίμακα έχει ως βασικό ανταγωνιστή τον ΣΥΡΙΖΑ. Χρειάζεται να τον υπερβεί απ’ τ’ αριστερά. Να διεκδικήσει τα ίδια κατώτερα κοινωνικά ακροατήρια, που είναι εγκλωβισμένα ή εγκλωβίζονται βαθμιδόν. Αυτά τα συμπεράσματα έχουν συνέπειες στην «καθημερινή» πολιτική και στη δημόσια εκφώνηση η οποία οφείλει να αναδεικνύει το πρόβλημα της επικίνδυνης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ όσο και το πρόβλημα της επικίνδυνης δεξιάς αντιπολίτευσης. Άρα, στο πεδίο της μαζικής πολιτικής το κριτήριο των πιέσεων, των εκβιασμών και των αυταπατών που δημιουργεί το δίλημμα Τσίπρας - Μητσοτάκης και το οποίο επιχειρείται από αμφότερους τους ανταγωνιστές να εμφανίζεται ως Αριστερά – Δεξιά, απαιτεί την αναγνώριση του κινδύνου της δεξιάς και συνεπώς ενός βαθμού «διμέτωπο» απέναντι τόσο στον ΣΥΡΙΖΑ όσο και στη ΝΔ. Ωστόσο, δεν αφήνει κανένα περιθώριο «προσέγγισης» των οργανωμένων εκφράσεων της κυβερνητικής πολιτικής. Ιδίως στον συνδικαλιστικό χώρο  π.χ. ΓΣΕΕ ή/και ΕΚΑ όπου τα σχήματα του ΣΥΡΙΖΑ εκτελούν χυδαίο κυβερνητικό συνδικαλισμό διαμορφώνοντας μνημονιακό μέτωπο με ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ. Η οποιαδήποτε σχέση μαζί τους όχι μόνο δεν αποτελεί τακτική προς τ’ αριστερά αλλά στην πραγματικότητα σημαίνει υποταγή και πορεία προσχώρησης. Ομοίως, και στο πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης π.χ. στην περιφέρεια Αττικής ( και όχι μόνο). 

Η εναλλακτική της ριζοσπαστικής αριστεράς με όρους επικαιρότητας μέσα στην περίοδο οφείλει να εκκινεί από τη συγκέντρωσης της δύναμης των πιο «πρωτοπόρων» και κρίσιμων στην οικοδόμηση κοινωνικής, κινηματικής δυναμικής, ταξικά και ιδεολογικοπολιτικά δρώντων υποκειμένων. Η αφήγηση αφορά στην προτεραιότητα της αναδιανομής έναντι του σχεδίου της ανάπτυξης, στην προτεραιότητα της ρήξης έναντι κάποιας νέας κανονικότητας, στην προτεραιότητα της αντιμετώπισης της ανεργίας έναντι της ρευστότητας, στην προτεραιότητα του κοινωνικού και παραγωγικού μετασχηματισμού έναντι του νομίσματος, στην προτεραιότητα του σοσιαλιστικού στόχου και της αντικαπιταλιστικής ταυτότητας  έναντι ενός σχεδίου για (όλη) τη χώρα. 

Η μαζική απεύθυνση και πολιτική της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν συνιστά μια ορισμένη στροφή προς τα δεξιά προκειμένου να συναντήσει τον «ρεαλισμό». Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο αποδοχής των νόμων της αγοράς και της αστικής οικονομίας ως δήθεν «αντικειμενικής» π.χ. προτείνοντας ένα εναλλακτικό σχέδιο «φιλολαϊκής ανάπτυξης» με επίκεντρο την δραχμή στο πλαίσιο της «εθνικής ανεξαρτησίας». Κάθε σχέδιο απάντησης στην κρίση με προτεραιότητα στην ανάπτυξη ως προϋπόθεση για την αναδιανομή, συνιστά αντικειμενικά σχέδιο ταξικής λιτότητας.

Πολύ περισσότερο δεν υπάρχει κανένα περιθώριο αναζήτησης δήθεν «ρεαλιστικής» προσέγγισης του πεδίου της διεθνούς αντιπαράθεσης των ιμπεριαλιστικών κέντρων – το λεγόμενο «γεωπολιτικό» π.χ. επιλέγοντας τη συμμαχία με τη Ρωσία ως αντίβαρο της απόρριψης των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ. Κάθε σχέδιο πρόσδεσης σε οποιονδήποτε ιμπεριαλιστικό πόλο συνιστά σχέδιο υποταγής και εμπλοκής σε πολεμικές περιπέτειες, έμμεσα ή άμεσα.

Εν τέλει, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο πολιτικού σχεδιασμού στηριγμένου στην ιδέα της «εθνικής ενότητας» δηλαδή σε συνεργασία με εγχώρια, δήθεν προοδευτικά, αστικά τμήματα (λαϊκομετωπισμός). Όχι μόνο γιατί είναι απολύτως και πολλαπλώς ιστορικά αποδεδειγμένο ότι αποτελεί καταστροφική επιλογή για το κίνημα και την αριστερά (Βάρκιζα, 1989), αλλά επίσης γιατί η «λαϊκομετωπική» επιλογή σήμερα βρίσκεται στον πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής.

Από τα παραπάνω προκύπτουν τα συμπεράσματα για τις «διορθώσεις» που οφείλει να κάνει η ΛΑΕ στη δημόσια εκφώνησή της και στη διατύπωση της εναλλακτικής πρότασης. Όσο κι αν η μαζική πολιτική και μάλιστα «πλατιών», μετωπικών σχημάτων αποτελεί «μείγμα», πάντα καθορίζεται από μια κεντρική κατεύθυνση η οποία με την σειρά της καθορίζει τα πολιτικά αποτελέσματα. Οι εμπειρίες των δύο χρόνων, η πολιτική απήχηση της ΛΑΕ και η κοινωνική ανταπόκριση, κυρίως στο επίπεδο της σχέσης του κόμματος (των μελών) με τα κοινωνικά ακροατήρια, στις γειτονιές και στους χώρους δουλειάς παρά στην ανίχνευση της «δημοσκοπικής αλήθειας», οδηγούν με ασφάλεια στα συμπεράσματα για όσα πρέπει να κρατήσουμε (επιμονή στη μαζική πολιτική και στις δυνατότητες στην περίοδο, στα μέτωπα πάλης και στις αριστερές συμμαχίες) και σε όσα πρέπει να διορθώσουμε/ αλλάξουμε (εναλλακτική πρόταση και δημόσια εκφώνηση /αφήγηση αλλά επίσης και λειτουργία - οικοδόμηση στον πολιτικό φορέα και στην παρέμβαση στο κίνημα).

Σήμερα, όπου στον κόσμο της αριστεράς αλλά και στη κοινωνία ευρύτερα, οι ρεφορμιστικές αυταπάτες της σοσιαλδημοκρατίας, του σταλινισμού (σεχταριστικού και λαϊκομετωπικού) και του (δεξιού) ευρωκομουνισμού βρίσκονται σε ιστορικό ναδίρ και ταυτόχρονα τα συστημικά αδιέξοδα τροφοδοτούν και κλιμακώνουν την ωμή βαρβαρότητα, η ευθύνη όσων (οργανώσεων και ατόμων) αυτοπροσδιορίζονται ως ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά και ακόμη, ως επαναστατική, αντιιμπεριαλιστική και διεθνιστική αριστερά, είναι μεγάλη. Η ιστορική πρόκληση αφορά στην ανάληψή της…  

*Αντικαπιταλιστική Πολιτική Ομάδα: μαζί με την ΔΕΑ και ανεξάρτητους/ες αγωνιστές/τριες, συγκροτεί, εδώ και σχεδόν μια δεκαετία, το Κόκκινο Δίκτυο - πριν τις εκλογές του Σεπτέμβρη 2015 εντός του ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα εντός της ΛΑΕ. Συμμετέχει στο ινστιτούτο «Κομμούνα» από ιδρύσεώς του. 

Ετικέτες