Το συλλαλητήριο για το Μακεδονικό στην Αθήνα υπήρξε μικρότερο των προσδοκιών των οργανωτών του.
Η εκκλησία, το σύνολο της Δεξιάς, η εθνικιστική ακροδεξιά και οι νεοναζί, οι μακεδονικές και ποντιακές οργανώσεις, οι παραστρατιωτικές οργανώσεις, οι ποικιλίες του πασοκικού «πατριωτισμού», το μέτωπο των αντιαριστερών φιλελέ (από την τηλεόραση του Σκάι ως την εφημερίδα «Liberal»), όπως και να το κάνουμε, διαθέτουν μια δύναμη κινητοποίησης. Δεν κατόρθωσαν ούτε να συγκριθούν με το μοντέλο του 1992, αλλά ούτε να προσεγγίσουν τους στόχους που οι ίδιοι έθεταν με τις προβλέψεις τους για «σεισμό». Οι κατά την αστυνομία –μια δύναμη όχι και τόσο εχθρική προς τους διοργανωτές…– 150.000 άνθρωποι που παρουσιάστηκαν στο Σύνταγμα, όσο κι αν «φουσκωθούν» δεν είναι δυνατόν να προσεγγίσουν το 1.500.000 για το οποίο κάνουν λόγοι οι διοργανωτές και οι φίλοι τους.
Παρ’ όλα αυτά, ένα γεγονός με τη συμμετοχή 150.000 ανθρώπων είναι ένα μαζικό γεγονός. Πολλοί μέσα στην Αριστερά σπεύδουν να υπογραμμίσουν ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ήταν εκεί δεν είναι φασίστες, δεν είναι πωρωμένοι εθνικιστές. Πρόκειται για ένα επιχείρημα τυπικά σωστό, αλλά πολιτικά βαθιά αποπροσανατολιστικό: Αυτό που μας λέει την αλήθεια για το χαρακτήρα του συλλαλητηρίου είναι ότι όλοι οι φασίστες, όλοι οι ακροδεξιοί, όλοι οι φιλοπόλεμοι εθνικιστές και οι πατριδοκάπηλοι ήταν εκεί.
Και αυτό δημιουργεί βαριές ευθύνες για όσους, δήθεν εξ αριστερών, βρέθηκαν εκεί, ή υποστήριξαν το κάλεσμα για εκεί. Με κορυφαία ασφαλώς την ευθύνη του Μίκη Θεοδωράκη.
Πολλοί εξακολουθούν να μιλούν για τον «αλυτρωτισμό» των γειτόνων μας, δίνοντας άλλοθι στην εθνικιστική πολιτική της ακροδεξιάς. Η ομιλία του Θεοδωράκη, που κορυφώθηκε στο σύνθημα «Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική», ήταν βαθιά αλυτρωτική, κάνοντας επικίνδυνο παιχνίδι και ως προς τη Δημοκρατία της Μακεδονίας αλλά και ως προς τη βουλγαρική Μακεδονία του Πιρίν. Μπροστά στον Θεοδωράκη είχε απλωθεί μια τεράστια ελληνική σημαία με το σύνθημα: «Βόρεια Ήπειρος – Γη ελληνική». Αν κάποιος δεν μπορεί να αναγνωρίσει τον αλυτρωτισμό σε αυτά τα συνθήματα-σήματα κατατεθέντα της ελληνικής ακροδεξιάς από την εποχή του εμφυλίου, αξίζει να κατηγορηθεί για βαθιά υποκρισία.
Ο Μ. Θεοδωράκης στη διάρκεια της πολιτικής του ζωής δέχθηκε πολλές φορές να συνεργαστεί με τη Δεξιά. Στη Μεταπολίτευση υπήρξε ο αυτουργός του συνθήματος «Καραμανλής ή τανκς». Στα 1989 έγινε υπουργός του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, συμμετέχοντας στην κυβέρνηση που εγκαινίασε στην Ελλάδα την επίθεση του νεοφιλελευθερισμού. Στο ξέσπασμα της μνημονιακής κρίσης δημιούργησε τη «Σπίθα», ένα «μέτωπο» που επιχειρούσε να παντρέψει την εργατική πάλη ενάντια στη λιτότητα με την «εθνική» αφήγηση για την ανεξαρτησία. Τα αποκαΐδια από τη Σπίθα θα βρει κανείς σήμερα βαθιά μέσα στην οργανωτική επιτροπή του συλλαλητηρίου. Η διαδρομή του Θεοδωράκη αναδεικνύει στο έπακρο τις αντιφάσεις, συνολικότερα, της Αριστεράς στην Ελλάδα: Την παρουσία του Λ. Κύρκου στο πρώτο εθνικιστικό συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, στα 1992. Τη δήλωση του Χ. Φλωράκη, στα 1988, ότι «για το ΚΚΕ δεν υπάρχει μακεδονική μειονότητα» και την ανάλυση που ακολούθησε ότι «το μακεδονικό έθνος είναι τεχνητό δημιούργημα του Τίτο, μετά το 1948», διαψεύδοντας τις εμπειρίες του ίδιου του ΚΚΕ και τις δίκες και καταδίκες εκατοντάδων στελεχών του από την εποχή του Μεσοπολέμου και μετά...
Το συλλαλητήριο της Αθήνας, όπως και το προηγούμενο της Θεσσαλονίκης, λειτούργησε ως «πλυντήριο» για τους νεοναζί. Η παρουσία σύσσωμης της ΧΑ, οι δηλώσεις του Μιχαλολιάκου, ο αφ’ υψηλού χλευασμός του Κασιδιάρη προς τον Θεοδωράκη, οι «περιφρουρήσεις» από έφεδρους καταδρομείς και –κυρίως– οι επιθέσεις που ακολούθησαν, είναι τα σημάδια για τον κίνδυνο να βγουν οι ναζήδες από την απομόνωση όπου τους οδήγησε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Όσοι συνεργάστηκαν, ή συναίνεσαν, στην οργάνωση αυτού του συλλαλητηρίου αναλαμβάνουν μερίδιο ευθύνης γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
Η διαφορά με τη Θεσσαλονίκη είναι ότι στο συλλαλητήριο της Αθήνας η ΝΔ ανέλαβε το ρόλο της πολιτικής ηγεσίας του. Η Δεξιά γνωρίζει εκ πείρας ότι για να συγκροτήσει ηγεμονικό πολιτικό ρεύμα οφείλει να αξιοποιήσει το χαρτί του «πατριωτισμού», ακόμα και όταν χρειάζεται να τον συνδυάσει με τη γραμμή του πιο ασύστολου οικονομικού κοσμοπολιτισμού. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει να λύσει μια σπαζοκεφαλιά: Αφενός η προσήλωσή του στα μνημόνια, στο ευρώ και στο νεοφιλελευθερισμό, όπως και οι παραδοσιακές σχέσεις του κόμματός του με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, οδηγούν σε «υπεύθυνη στάση» απέναντι στις κυοφορούμενες εξελίξεις στα Βαλκάνια. Αφετέρου η ανάγκη να χτίσει πλειοψηφικό πολιτικό ρεύμα, να χτίσει την προοπτική μιας σταθερής κυβέρνησης υπό την ηγεσία του, οδηγεί στο να εμπλακεί αντιπολιτευτικά στην υπόθεση του «ονόματος». Αλλά, γι’ αυτούς ακριβώς τους ρόλους είναι τα μαζικά καθεστωτικά κόμματα, γι’ αυτό διαθέτουν διαφορετικές «πτέρυγες», γι’ αυτό μπορούν να αναλαμβάνουν τη «σύνθεση» ακόμα και των πιο διαφορετικών γραμμών. Το βράδυ του συλλαλητηρίου, η ΝΔ είχε εν μέρει πετύχει το στόχο της, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η συνέχεια θα είναι εξίσου εύκολη: η παράταση των διαπραγματεύσεων, υπό τον έλεγχο του Ν. Κοτζιά, ενέχει τη στιγμή όπου η ηγεσία της ΝΔ θα πρέπει να απαντήσει καθαρά στους δυτικούς φίλους της αν συναινεί ή όχι στον νατοϊκό σχεδιασμό. Η «κωλοτούμπα» δεν είναι άλλωστε προνόμιο μόνο του Τσίπρα. Και ήδη ο Μητσοτάκης διευκρινίζει ότι δεν συμφωνεί με την πρόταση για δημοψήφισμα σχετικά με το «όνομα».
Στη Θεσσαλονίκη το συλλαλητήριο είχε αιφνιδιάσει τη ΝΔ. Οι ηγετικές αδυναμίες της και η παρέμβαση του ισχυρού στην πόλη Ιβάν Σαββίδη (που, ως γνωστόν, συνεργάζεται αρμονικά με τον ΣΥΡΙΖΑ) ενέταξαν το συλλαλητήριο στην προοπτική ενός άλλου πολιτικού και εκλογικού πόλου, στα δεξιά της ΝΔ. Οι χειρισμοί που έγιναν από τη Δεξιά στην Αθήνα αφορούσαν και στην εξουδετέρωση αυτού του σεναρίου.
Οι φωνές μέσα στην Αριστερά που είδαν με μια κάποια «φιλικότητα» στοιχεία του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης –συμπεριλαμβανομένων και δηλώσεων εκ μέρους τμήματος της ΛΑΕ– υπήρξαν εξαιρετικά προβληματικές. Είναι θετικό ότι μπροστά στο συλλαλητήριο της Αθήνας –και παρά τους «πειρασμούς» που δημιούργησε η εμπλοκή του Θεοδωράκη– αυτά τα λάθη δεν επαναλήφθηκαν.
Για τον κόσμο της κοινωνικής αντίστασης, για τον κόσμο της εργασίας, τα εθνικιστικά συλλαλητήρια αντιπροσωπεύουν έναν σημαντικό κίνδυνο: μέσα στις συνθήκες της κοινωνικής καταστροφής που έχουν δημιουργήσει τα μνημόνια, να στραφεί η απελπισία προς το εθνικιστικό δηλητήριο.
Σε αυτή την προοπτική, η ριζοσπαστική Αριστερά οφείλει να απαντήσει με τη διαρκή πάλη για την ανατροπή των μνημονίων και της λιτότητας, σε σύνθεση με την αντικαπιταλιστική στρατηγική, με τη διεκδίκηση της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης. Τα καθήκοντα αυτά, περισσότερο από ποτέ, κάνουν επιτακτική την ενωτική, τη «μετωπική» πολιτική ανάμεσα στις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Για να χτίσουμε μαζί τα δικά μας «συλλαλητήρια», που θα απαντούν τόσο στους κυβερνητικούς όσο και στους άσπονδους φίλους τους στη Δεξιά, που θέλουν μαζί να διασφαλίσουν τη μνημονιακή συνέχεια και τη νεοφιλελεύθερη σταθερότητα.
Και αυτή η οπτική δεν έχει τίποτα κοινό με τον θολό «αντιμνημονιακό» λόγο του Θεοδωράκη ή του Κασιμάτη, που βρέθηκαν να συμπλέουν με τον Μιχαλολιάκο, τον Σαμαρά και, στο βάθος, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο Σύνταγμα.