Λίγες μέρες μετά το συλλαλητήριο και στο επίκεντρο της δημοσιότητας βρίσκονται αφενός ο «καυγάς» για το μέγεθός του και αφετέρου ο … Μ. Θεοδωράκης!
Για τον σπουδαίο καλλιτέχνη και ταυτόχρονα τουλάχιστον αντιφατικό και αλλοπρόσαλλο ως προς τις πολιτικές επιλογές του διαχρονικά, δεν προκύπτει κάτι ιδιαίτερο. Η κατάπτωση του Μ. Θεοδωράκη σε … «ιστορικό χαμηλό» δεν δημιουργεί σκιά στα έργα του. Η μόνη σκιά που δημιουργεί είναι στις προσωπολατρικές προσεγγίσεις και μάλιστα εντός της αριστεράς (απότοκο του σταλινισμού και της σημαντικής ιδεολογικής ήττας από τις κυρίαρχες αστικές ιδέες), τμήματα της οποίας και στελέχη έψαχναν μέχρι χτες (;) «Μίκηδες» για να προκαλέσουν την κοινωνική προσοχή. Και βέβαια πολύ περισσότερο στις ελάχιστες εκείνες φωνές που προερχόμενες από τ’ αριστερά έφτασαν να στηρίξουν και να καλέσουν στο πανηγύρι του αίσχους οδηγούμενες πλέον σε μια «πλεύση» προς την απόλυτη ανυποληψία και την πολιτική εξαφάνιση…
Ως προς το μέγεθος της εθνικιστικής κινητοποίησης είναι λογικό να γίνεται προσπάθεια να προπαγανδιστεί (αν και όχι ιδιαίτερα ενθουσιωδώς) απ’ τα δεξιά ΜΜΕ μια δήθεν λαοθάλασσα χωρίς προηγούμενο καθώς στην πραγματικότητα ο στόχος δεν επετεύχθη! Αν δεν είναι κανείς φανατικός εθνικιστής και δεξιός/ ακροδεξιός ή … Μάρδας είδε μια σχετικά μαζική συγκέντρωση της τάξεως των 100 – 150 χιλιάδων ανθρώπων (αν όπως λέγεται ήταν μισό, ένα ή και περισσότερο, εκατομμύρια κόσμος τότε στο Σύνταγμα των «αγανακτισμένων» θάπρεπε να έχει συρρεύσει όλη η χώρα)! Πολύ λιγότερων δηλαδή από τις προσδοκίες που αντιστοιχούσαν στις προσπάθειες που κατέβαλε ο μηχανισμός της ΝΔ, της εκκλησίας και κάθε ακροδεξιάς οργάνωσης. Φυσικά πρόκειται για ένα μεγάλο αριθμό που αποτελεί εντούτοις μέτρο της δυνατότητας κινητοποίησης των δεξιών και ακροδεξιών και ως εκτούτου δεν πρέπει να κρίνεται ως εξαιρετικός.
Για την ίδια την δεξιά αποτέλεσε μάλλον άλλο ένα δείγμα της δύσκολης πολιτικής θέσης στην οποία βρίσκεται και βέβαια μια ακόμη «πιρουέτα» ενός ανίκανου πολιτικού, του Κ. Μητσοτάκη που βρέθηκε μέσα από τις συγκυρίες, στην ηγεσία της. Η ακροδεξιά του Σαμαρά και του Γεωργιάδη καθόρισε την γραμμή της ΝΔ που ανέλαβε την διοργάνωση του αθηναϊκού συλλαλητηρίου επιλέγοντας τον ακροδεξιό λαϊκισμό έναντι των επιταγών του πυρήνα της εγχώριας άρχουσας τάξης, πλην όμως η «ζαριά» δεν έκρυβε … εξάρες!
Παρά ταύτα τα εθνικιστικά συλλαλητήρια έδωσαν πολιτικές ειδήσεις. Η σιωπή του ΠΑΣΟΚ σε συνδυασμό με τις ύστατες ακροβασίες των ΑΝΕΛ δείχνουν ξεκάθαρα το σχέδιο της κεντροαριστερής ανοικοδόμησης με πυρήνα τον ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα τα κυβερνητικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, νοιώθοντας ήδη μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση επιδίδονται σε νέα «αριστερή» αντεπίθεση προπαγάνδας χρησιμοποιώντας θρασύτατα, στρεψόδικα επιχειρήματα από την κυβερνητική θέση του διαχειριστή τόσο του νεοφιλελεύθερου σχεδίου της λιτότητας όσο και της επιθετικής εξωτερικής πολιτικής με την πλάτη των ΗΠΑ/ ΝΑΤΟ. Γιατί να μην «καταδικάζει» ο Δραγασάκης την πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων, δήθεν απ’ τ’ αριστερά, δηλώνοντας ότι: «… Το παλαιό μοντέλο του κρατικοδίαιτου πελατειακού καπιταλισμού συνδυάστηκε με το σύνδρομο του μικρού ιμπεριαλιστή, με την εικόνα της χώρας ως μιας δύναμης που μπορεί και της αρκεί να εισβάλλει οικονομικά σε άλλες χώρες και σε άλλες οικονομίες για να δικαιώνει το δήθεν ηγεμονικό της ρόλο...» όταν οι αντιπολιτεύσεις, όχι μόνο απ’ τα δεξιά αλλά και από μέρος της αριστεράς χρεώνει το ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση με εθελοδουλία αν όχι με … «εθνομηδενισμό»;
Στον χώρο της αριστεράς κυριάρχησαν ουσιαστικά δύο κατευθύνσεις: η μία επιχείρησε να στοχοποιήσει την κυβέρνηση ουσιαστικά «απ’ τα δεξιά» αφήνοντας λιγότερα ή περισσότερα περιθώρια συμπάθειας προς τον εθνικιστικό λαϊκισμό, εγείροντας ζητήματα αλυτρωτισμού των γειτόνων και θραύσματα, μικρότερα ή μεγαλύτερα της σταλινικής αλλά και σοσιαλδημοκρατικής θεωρίας της «Ψωροκώσταινας». Σήμερα θα χρειαστεί να απολογιστούν αυτές οι προσεγγίσεις υπό το φως της «επόμενης μέρας». Το μέγεθος της κινητοποίησης αποδεικνύει πως δεν υπάρχουν περιθώρια για αναζήτηση «αριστερών ακροατηρίων» στις εθνικιστικές θεματικές.
Απ’ την άλλη μια αξιόλογη μερίδα αριστερών δυνάμεων – παρά την δυσκολία με την οποία κατάφερε να συσπειρωθεί – τοποθετήθηκε με καθαρότητα απέναντι στον εθνικιστικό παροξυσμό και στα συλλαλητήρια. Ωστόσο με αδυναμία στην αντικυβερνητική αιχμή και προτεραιότητα. Είτε από επιλογή είτε όχι αυτή η αντιμετώπιση όσο κι αν είναι σαφώς πιο κοντά στην στρατηγική ταυτότητα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς (όπου το ΚΚΕ υστέρησε αναδεικνύοντας τον βαθύ οπορτουνισμό του) παραμένει «λειψή» καθώς δεν αντιμετωπίζει το μείζον και δεν αποκρυπτογραφεί τη «μαγική εικόνα»: η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας και ο Κοτζιάς εκτελούν και μάλιστα με σχετική επιτυχία το εθνικιστικό σχέδιο της εγχώριας αστικής τάξης, όπως εξάλλου και το σχέδιο «εξόδου» από την κρίση, του ελληνικού καπιταλισμού, μέσω της σφοδρής υποτίμησης της εργασίας και της ισχύος των αντίστοιχων λαϊκών τάξεων.
Εξάλλου εμφανίζονται και κάποιες πιο «προχωρημένες» προσεγγίσεις που διαβλέπουν ως πρώτιστη αιχμή στην περίοδο τον αντιφασισμό (ακόμη και στην περίοδο της κυβέρνησης του Κωσταντίνου Μητσοτάκη, όπου και τα μεγέθη και η αστική στήριξη στον εθνικισμό ήταν σαφώς άλλης κλίμακας, μετά τα συλλαλητήρια ήρθε η ΕΑΣ να συμβάλει καθοριστικά απ’ τα κάτω στην πτώση της κυβέρνησης). Όσο κι αν ο κίνδυνος είναι ιστορικά παρών και ως εκ τούτου δεν πρέπει ποτέ να υποτιμηθεί, η απόρριψη της κεντρικής πολιτικής σκηνής και της μαζικής, ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής πολιτικής που αναλαμβάνει το καθήκον να οικοδομήσει εναλλακτική απ’ τ’ αριστερά δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποκατασταθεί από θεματικές «μονοκαλλιέργειες».
Στην ουσία και οι δύο γενικές κατευθύνσεις, όσο κι αν δεν συγκρίνονται ως προς τον «αντικαπιταλισμό» τους συναντιούνται στην αμηχανία αν όχι στην απόρριψη της δυνατότητας οικοδόμησης μαζικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Είναι ακόμη νωρίς για να προεξοφλήσουμε πλήρως τις εξελίξεις. Ωστόσο την επόμενη μέρα των συλλαλητηρίων ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται να διεκδικεί με μεγαλύτερο θράσος το αφήγημα της «αριστεράς των μνημονίων» απέναντι στις μεγάλες δυσκολίες της ΝΔ και στις αδύναμες και εκτός σύγχρονης πραγματικότητας εκδοχές του «σταλινικού ρεφορμισμού» που δεν αποδέχεται το νεοφιλελεύθερο μονόδρομο της λιτότητας και των μνημονίων αλλά δυσκολεύεται αν όχι αδυνατεί να τον αντιμετωπίσει «απ’ τ’ αριστερά».
Είναι καθοριστικής σημασίας τα συμπεράσματα που εξάγονται σήμερα να οδηγήσουν στην συσπείρωση και στη συγκέντρωση της δύναμης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, απορρίπτοντας τους σεχταρισμούς και την υποχώρηση στα «θεματικά», επιμένοντας στη μαζική πολιτική με τους όρους των «από κάτω» και της σοσιαλιστικής στρατηγικής, ως δυνατότητα που κυοφορείται στην περίοδο. Είναι καθοριστικής σημασίας οι δυνάμεις της αριστεράς που επιμένουν σ’ αυτή την κατεύθυνση, όπως μεταξύ άλλων οι δυνάμεις του Κόκκινου Δικτύου, να ισχυροποιηθούν και να συγκλίνουν προετοιμάζοντας τις πολιτικές και οργανωτικές δυνατότητες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς για την επόμενη στροφή της κοινωνικής κινητικότητας απ’ τα κάτω και απ’ τ’ αριστερά.