Αδιαμφισβήτητη επιτυχία ήταν οι εργατικές κινητοποιήσεις της 22 Μάρτη στην Γαλλία. Το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνονται καθορίζει τον κρίσιμο χαρακτήρα τους. Για να οδηγήσουν σε σημαντικά αποτελέσματα πρέπει το λαϊκό κίνημα να κατακτήσει συνέχεια και μια νέα ποιότητα.
Παρίσι, 26 Μάρτη 2018
Πού πηγαίνει σήμερα η Γαλλία;
Φαίνεται πως η νεοφιλελεύθερη Γαλλική κυβέρνηση Μακρόν-Φιλίπ πλησιάζει το σημείο ολοκλήρωσης της επιβολής του οικονομικού και κοινωνικού της προγράμματος. Ο πολιτικός της σχεδιασμός προέβλεπε την θεσμοθέτηση των βασικών αξόνων του μέσα στον πρώτο χρόνο της θητείας της, ώστε να εκμεταλλευτεί την νωπή εκλογική της επιτυχία και το μούδιασμα του λαϊκού κινήματος μετά την ήττα του 2016, και να αποφύγει την πρώιμη φθορά που είχε πάθει η προεδρία Ολάντ. Ίσως επίσης, η Γαλλική κυβέρνηση να θέλει να προλάβει να ξεκαθαρίσει το «εσωτερικό μέτωπο » προκειμένου να μπορέσει να δραστηριοποιηθεί στο εξωτερικό πεδίο όπου έχει να αντιμετωπίσει προκλήσεις σοβαρές, αν και όχι ακόμη καθορισμένες. Και εννοώ την θέση της χώρας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, τις σχέσεις με τις άλλες καπιταλιστικές υπερδυνάμεις και την στάση σε σχέση με παρούσες ή ενδεχόμενες πολεμικές συγκρούσεις στον πλανήτη.
Ο Μακρόν και η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Φιλίπ εφαρμόζουν την δοκιμασμένη πια νεοφιλελεύθερη στρατηγική του «εμπροσθοβαρούς » προγράμματος που πολλοί ονομάζουν και στρατηγική του σοκ. Έτσι το πρώτο πακέτο μέτρων που πέρασε ήταν η αποδόμηση του εργασιακού κώδικα, μέτρο που αναμενόταν πως θα ξεσήκωνε μαζικές αντιδράσεις, κυρίως από τα συνδικάτα, τα οποία, παρά την προοδευτική αποδυνάμωση που υφίστανται τα τελευταία χρόνια, αποτελούν ακόμη αντίπαλο δέος για τις κυβερνήσεις. Όμως οι κινητοποιήσεις του φθινοπώρου δεν κατόρθωσαν να αντιταχθούν αποτελεσματικά στα κυβερνητικά σχέδια, εξαιτίας των στρατηγικών και τακτικών τους αποκλίσεων και της αποφασιστικότητας της Γαλλικής κυβέρνησης, που επέβαλε τα μέτρα με προεδρικά διατάγματα, παρακάμπτοντας το Κοινοβούλιο. Η ίδια κυβερνητική τακτική ακολουθήθηκε για την επιβολή όλων των αντιλαϊκών μέτρων, τα οποία συνολικά μεταβάλλουν άρδην την Γαλλική κοινωνία και τον συσχετισμό δυνάμεων. Αναφέρω χρονολογικά: την μεγάλη μείωση του φόρου περιουσίας για τις πολύ εύπορες τάξεις και τους καπιταλιστές, την μείωση των επιδομάτων στέγασης, την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των συνταξιούχων, την μονιμοποίηση των διατάξεων του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης με την ένταξη τους στο κοινό δίκαιο, την αλλαγή του τρόπου εισαγωγής των φοιτητών στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα το οποίο γίνεται πια επιλεκτικό για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, την σημαντική μείωση της κρατικής χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης, την ψήφιση καινούργιου νόμου για την μετανάστευση και την υποδοχή των προσφύγων που περιορίζει ασφυκτικά το δικαίωμα ασύλου. Τα μέτρα αυτά επιβάλλονται κάποτε με κάποια αντίμετρα και χρονικά περιθώρια που συντελούν σε εκτονώσεις της λαϊκής ανησυχίας, που κερδίζονται από την πίεση των συνδικάτων και διαφόρων αντιστάσεων. Όμως, η ουσία είναι πως μέσα από αυτά εδραιώνεται το θεσμικό πλαίσιο του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού και παρέχεται η ευχέρεια στην κυβέρνηση (ή στους διαδόχους της) ακόμη αντιλαϊκότερης επέκτασης τους στο μέλλον.
Σε κοινοβουλευτικό επίπεδο τα μέτρα αυτά συνάντησαν την όποια δυνατή αντίσταση μόνο από τα κόμματα της Αριστεράς (Ανυπόταχτη Γαλλία και Κομμουνιστικό Κόμμα) που διαθέτουν αθροιστικά 30 βουλευτές σε σύνολο 577, ενώ τα συστημικά κόμματα (Σοσιαλιστικό Κόμμα, Κέντρο, Ρεπουμπλικάνοι, Εθνικό Μέτωπο) είτε αντέδρασαν πολύ χλιαρά είτε υπερθεμάτισαν προς την κατεύθυνση του νεοφιλελευθερισμού και του αυταρχισμού.
Η υποδοχή των μέτρων από την Γαλλική κοινή γνώμη δεν είναι καθόλου ευνοϊκή παρά την ασταμάτητη προπαγάνδα των βασικών μέσων ενημέρωσης υπέρ του Μακρόν. Η δημοτικότητα του εμφανίζει διακυμάνσεις, με συνολική πτωτική τάση. Από το τέλος του 2017 γίνονται στην Γαλλία επαναληπτικές βουλευτικές εκλογές στις εκλογικές περιφέρειες όπου το εκλογοδικείο ακύρωσε τα αποτελέσματα. Τα νέα αποτελέσματα δείχνουν μικρή αλλά αξιοπρόσεκτη μετακίνηση του εκλογικού σώματος: το κόμμα του Μακρόν πέφτει, ενώ η Αριστερά και τα κόμματα του παλιού δικομματισμού ανεβαίνουν. Ίσως το καλύτερο νέο από αυτές τις επαναληπτικές εκλογές είναι ότι το Εθνικό Μέτωπο πέφτει και αυτό.
Το σημαντικότερο όμως στοιχείο της περιόδου από την εκλογή του Μακρόν μέχρι σήμερα είναι ότι οι κινητοποιήσεις του λαϊκού κινήματος δεν έχουν κοπάσει. Τοπικές απεργίες, καταλήψεις, διαδηλώσεις και κάθε είδους θεματικές κινητοποιήσεις είναι καθημερινότητα. Το μπαράζ των αντιλαϊκών και αντιδημοκρατικών μέτρων γεννάει κατ'αντιστοιχία αντιδράσεις μέσα στην Γαλλική κοινωνία. Οι αντιδράσεις αυτές δεν προλαβαίνουν όμως να επεκταθούν και μοιάζουν με σπιθίσματα σε μισοσβησμένη θράκα.
Στα πλαίσια αυτής της κοινωνικοπολιτικής και αγωνιστικής πραγματικότητας ορισμένα αιτήματα φαίνεται πως είναι πιο ώριμα στην συνείδηση της κοινωνίας και σημείο αναφοράς ευρύτερων συσπειρώσεων. Ο στραγγαλισμός των δημόσιων υπηρεσιών από τις πολιτικές λιτότητας, ειδικότερα της Υγείας και της Εκπαίδευσης, με απώτερο στόχο την εκχώρηση τους στον ιδιωτικό τομέα, η υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων των προσφύγων και μεταναστών, η προστασία του περιβάλλοντος από τον ανεξέλεγκτο καπιταλισμό, είναι κάποια βασικά.
Η Γαλλική επικαιρότητα σημαδεύτηκε τον Γενάρη από την απεργία διαρκείας των σωφρονιστικών υπαλλήλων, η απεργία των εργαζόμενων στα ιδρύματα υποδοχής υπερήλικων (EHPAD) στο τέλος του ίδιου μήνα πέτυχε εθνικά συμμετοχή 33%, ποσοστό ρεκόρ, ενώ οι φοιτητές διαδήλωσαν και αποπειράθηκαν επανειλημμένα να καταλάβουν εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η κατάσταση στο δημόσιο σύστημα Υγείας θεωρείται εκρηκτική, καθώς μετρήσιμο ποσοστό υγειονομικών βρίσκεται σε άδεια ασθενείας λόγω επαγγελματικής εξάντλησης (burnout) ενώ έχουν σημειωθεί και αυτοκτονίες.
Τα λαϊκά κινήματα παίρνουν το τρένο
Σε αυτό το περιβάλλον, οι τελευταίες αντιδραστικές αντιμεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Μακρόν-Φιλίπ, με στόχευση τον δημόσιο τομέα και τους σιδηρόδρομους, οδηγούν σε υπερχείλιση της κοινωνικής δυσφορίας.
Το σχέδιο του Μακρόν για τον δημόσιο τομέα αντιγράφει τις νεοφιλελεύθερες οδηγίες της ΕΕ και τα προηγούμενα άλλων χωρών, πχ της Ισπανίας, με θεσμοποίηση των απολύσεων στο δημόσιο για δημοσιονομικούς λόγους. Έτσι οι εργαζόμενοι των οποίων οι μονάδες θα κλείνουν θα έχουν την επιλογή ανάμεσα σε αλλαγή επαγγελματικού αντικειμένου, δυσμενή μετάθεση και... οικειοθελή αποχώρηση. Ο στόχος είναι η κατ'αρχάς μείωση του δημόσιου τομέα κατά 120.000 θέσεις εργασίας και η αύξηση του ποσοστού των συμβασιούχων στο δημόσιο. Επίσης προβλέπεται η υπαγωγή του ύψους της αμοιβής των δημόσιων υπαλλήλων σε κριτήρια «αποτελεσματικότητας» δηλαδή σε αξιολόγηση.
Όσον αφορά τους σιδηρόδρομους, το σχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση αποτελεί ένα μεγάλο άλμα στην κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης τους, σύμφωνα πάλι με τις ευρωενωσιακές οδηγίες. Ας ειπωθεί εδώ πως η διαδικασία ιδιωτικοποίησης έχει ξεκινήσει από το τέλος της δεκαετίας 1990 με την απόσπαση του Γαλλικού Δίκτυου Σιδηρόδρομου (RFF), «δημόσιας εμπορικής και βιομηχανικής επιχείρησης» από την μητρική SNCF, που περιορίστηκε από τότε στην διαχείριση των τρένων και των δρομολογίων. Στη συνέχεια (2008) νομοθετήθηκε ο διαχωρισμός από την μητρική εταιρεία της «σιδηροδρομικής διακίνησης εμπορευμάτων» (Fret SNCF) χωρίς όμως επαρκή υποστήριξη της από τις κυβερνητικές πολιτικές. Έτσι, παρά τις μαζικές καταργήσεις θέσεων εργασίας, η εταιρεία αυτή είναι ελλειμματική και υπερχρεωμένη.
Κεντρική θέση στη συζήτηση για το μέλλον των Γαλλικών σιδηροδρόμων έχει το ειδικό εργασιακό καθεστώς στο οποίο υπάγονται οι περίπου 150.000 σιδηροδρομικοί. Το καθεστώς αυτό καθιερώθηκε το 1937 από την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου σαν αντιστάθμισμα για τις δύσκολες συνθήκες εργασίας αλλά και τις ιδιαίτερες ευθύνες που επωμίζονται οι σιδηροδρομικοί. Προβλέπει μονιμότητα, μειωμένα ωράρια, πρωιμότερη συνταξιοδότηση και εκπτώσεις στα εισιτήρια των τρένων. Αντί αυτών οι σιδηροδρομικοί αμείβονται λιγότερο από τον μέσο Γαλλικό μισθό, πληρώνουν υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές και αμείβονται χαμηλότερα για το νυχτερινό ωράριο και τις υπερωρίες. Τα τελευταία χρόνια το καθεστώς αυτό έχει υποστεί επανειλημμένες τροποποιήσεις σε βάρος των δικαιωμάτων των σιδηροδρομικών. Οι πρόσφατες προσλήψεις γίνονται με ειδικές (κυρίως προσωρινές) συμβάσεις.
Σήμερα στους Γαλλικούς σιδηρόδρομους το 90% των εργαζόμενων υπάγεται στο ειδικό καθεστώς ενώ το 10% σε ειδικές συμβάσεις. Αρκετές δραστηριότητες, όπως η εστίαση μέσα στα τρένα, έχουν ανατεθεί σε εργολάβους.
Εν τούτοις το νεοφιλελεύθερο ευρωενωσιακό κατεστημένο θεωρεί πως, ακόμη και έτσι, η σιδηροδρομική πολιτική της Γαλλίας αντιβαίνει στις αρχές «της ελεύθερης αγοράς και του ανόθευτου ανταγωνισμού» και ασκούνται πιέσεις, εδώ και χρόνια, ώστε η Γαλλία να ανοίξει την αγορά των σιδηροδρόμων στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Η σημερινή παρέμβαση της κυβέρνησης Μακρόν-Φιλίπ στους σιδηρόδρομους στοχεύει ακριβώς στο να προετοιμάσει το έδαφος για την στροφή στον ελεύθερο εμπορικό ανταγωνισμό για τις γραμμές μεγάλης ταχύτητας (TGV) μέσα στο 2020 και για όλες τις υπόλοιπες γραμμές μέσα στο 2022.
Προωθείται έτσι η μετατροπή των τριών θυγατρικών εταιρειών της SNCF (δίκτυο, τρένα και εμπορεύματα) από «Δημόσια Ιδρύματα εμπορικού ενδιαφέροντος» (EPIC) σε ανώνυμες εταιρείες (SA). Η διαφορά έγκειται στο ότι με το προηγούμενο καθεστώς δεν υπήρχε περίπτωση χρεοκοπίας των σιδηρόδρομων καθώς το Κράτος ήταν θεσμικά ο τελικός εγγυητής του χρέους τους, κάτι που δεν θα ισχύει μέ το καθεστώς που προωθείται. Κατά συνέπεια οι σιδηρόδρομοι θα πρέπει να εμφανίζουν ισορροπημένους ή πλεονασματικούς προϋπολογισμούς με άμεσες επιπτώσεις στην συχνότητα και ποιότητα των υπηρεσιών, στην τεχνική επάρκεια των υποδομών, στις αμοιβές των εργαζόμενων και στην τιμή των εισιτηρίων. Για να έχουμε μια εικόνα του τελευταίου αυτού μεγέθους, ας αναφερθεί πως στην Γαλλία ένα νοικοκυριό δαπανά για τις μεταφορές κατά μέσον όρο 2% του εισοδήματος του ενώ στην Αγγλία (με πλέρια ιδιωτικοποιημένους σιδηρόδρομους) το 14%.
Επίσης, στο κυβερνητικό πακέτο προβλέπεται η υπαγωγή όλων των νέων προσλήψεων σε ειδικές συμβάσεις με τελικό στόχο την οριστική κατάργηση του καθεστώτος των σιδηροδρομικών καθώς και η πρόβλεψη περαιτέρω υποβάθμισης του ειδικού καθεστώτος για τους εναπομείναντες παλαιούς σιδηροδρομικούς.
Όμως το διακύβευμα της αντιμεταρρύθμισης του Μακρόν δεν αφορά μόνο τους εργαζόμενους του κλάδου και τους χρήστες. Όπως αναφέρει η εναλλακτική πρόταση που υπόβαλε η συνδικαλιστική συνομοσπονδία CGT: «η υποβάθμιση του σιδηροδρόμου αποτελεί μέρος της διαδικασίας ερήμωσης πολλών περιοχών, που πλήττει σκληρά όλες τις δημόσιες υπηρεσίες (υγεία, ταχυδρομεία, υπηρεσίες κοινωνικής ασφάλισης, τοπική αυτοδιοίκηση κ.λπ.), αλλά και τον οικονομικό ιστό, δηλαδή την αγροτική παραγωγή, την βιομηχανία, τις υπηρεσίες». Γιατί το κυβερνητικό σχέδιο αναφέρει ξεκάθαρα ότι μόνο οι σιδηροδρομικές γραμμές που συνδέουν μεγάλες πόλεις πρέπει να θεωρηθούν βιώσιμες. Η επιδίωξη δηλαδή της οικονομικής ανταποδοτικότητας μπορεί να καταδικάσει σε οικονομικό και πολιτισμικό μαρασμό μεγάλες ομάδες πολιτών της Γαλλίας που αντιμετωπίζονται ντε φάκτο σαν δεύτερης κατηγορίας. Αλλά και το οικολογικό αποτύπωμα των προτεινόμενων μέτρων είναι ιδιαίτερα αρνητικό. Η ελάττωση των σιδηροδρομικών γραμμών και η αύξηση της τιμής των εισιτηρίων θα παρακινήσει πολλούς σε χρήση μέσων μεταφοράς με κινητήρες εσωτερικής καύσης (φορτηγά, πούλμαν, ιδιωτικά αυτοκίνητα) επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο το ήδη υποβαθμισμένο οικοσύστημα της Γαλλίας. Ας αναφερθεί πως ο Μακρόν ήταν εκείνος που, υπουργός Οικονομίας του Ολάντ, απορρυθμίζοντας και ιδιωτικοποιώντας το 2015 τον τομέα των μαζικών οδικών μεταφορών με τον επώνυμο νόμο, έφερε στην Γαλλία την κατακόρυφη αύξηση των μετακινήσεων με πούλμαν, πολύ πιο επιβλαβή στην οικολογία από το τρένο.
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι η αντίσταση ενάντια στα σχέδια της κυβέρνησης Μακρόν-Φιλίπ για συρρίκνωση του δημόσιου τομέα και ετοιμαζόμενη ιδιωτικοποίηση των σιδηρόδρομων έχει ευρύτατο πολιτικό χαρακτήρα όπως και υποδηλώνεται στην ενωτική διακήρυξη κομμάτων και οργανώσεων της Γαλλικής Αριστεράς, από τον αντιεξουσιαστικό χώρο μέχρι την αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας (!), της 19ης Μάρτη.
Καθώς γράφει ο Φρεντερίκ Λορντόν σε πολύ πρόσφατη επιφυλλίδα του: «Εάν αυτοί που έχουν κάποια ευθύνη για τη καθοδήγηση των κινητοποιήσεων που έχουν ανακοινωθεί δεν καταλαβαίνουν ότι το κίνημα δεν πρέπει να είναι μόνο κίνημα των σιδηροδρομικών, ούτε μόνο ενάντια στα διατάγματα για την SNCF, τότε το κίνημα θα αποτύχει. Είναι αυτονόητο πως πρέπει να είναι κίνημα των σιδηροδρομικών για τα επίδικα τους. Αλλά αν το κίνημα περιοριστεί σε αυτό, θα έχει χαθεί εκ των προτέρων.»
Οι κινητοποιήσεις και η αυριανή μέρα
Αδιαμφισβήτητη επιτυχία χαρακτηρίστηκαν οι κινητοποιήσεις της 22 Μάρτη από τα συνδικάτα που τις διοργάνωσαν. Μισό εκατομμύριο άνθρωποι διαδήλωσαν σε περίπου 150 μεγάλες και μικρές Γαλλικές πόλεις. Η συμμετοχή αυτή είναι κατά 50% μεγαλύτερη από εκείνην στις κινητοποιήσεις του φθινοπώρου του 2017 ενάντια στους αντεργατικούς νόμους. Ήταν όμως μικρότερη από εκείνην στις μαζικότερες κινητοποιήσεις ενάντια στον νόμο Ελ Κομρί το 2016. Η σύγκριση αυτή, που προβλήθηκε από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, δεν είναι κατ'ανάγκη πολιτικά εύστοχη. Τα εργατικά και λαϊκά στρώματα είναι σήμερα στην Γαλλία ηθικά κουρασμένα και οικονομικά καταπονημένα. Εκείνα λοιπόν τα πιο μαχητικά στοιχεία που συμμετέχουν ενεργά στις κινητοποιήσεις εκφράζουν και μεγάλο κομμάτι των συναδέλφων και συμπολιτών τους που δεν έχουν πρακτικά την δυνατότητα να κάνουν το ίδιο. Δεν χρησιμοποιήθηκε υπέρμετρη αστυνομική βία για την καταστολή των τωρινών κινητοποιήσεων εκτός εξαιρέσεων. Η στρατηγική της κυβέρνησης Μακρόν-Φιλίπ ποντάρει περισσότερο στην επικοινωνιακή μάχη και στην ελπίδα πως θα εκτονωθούν και θα ξεφουσκώσουν.
Ο σημερινός απολογισμός του κινήματος περιέχει στοιχεία που προαναγγέλλουν πιθανότατη συνέχεια και δυνάμωμά τους με ενδεχόμενες νίκες. Ένα καινούργιο στοιχείο, που έλλειπε από τις κινητοποιήσεις του φθινοπώρου, ήταν η ενότητα δράσης των συνδικαλιστικών (αλλά και των πολιτικών) οργανώσεων. Κάτι που επίσης που ενισχύεται προοδευτικά σε κάθε κύμα κινητοποιήσεων είναι η αυξημένη ριζοσπαστικότητα της συνδικαλιστικής βάσης σε σχέση με τις ηγεσίες. Οι βάσεις συχνά επιβάλλουν μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες πιο μαχητικές μορφές αγώνα από αυτές που προτείνουν οι ηγεσίες, έχουν μικρότερη διάθεση συμβιβασμού.
Η πορεία των κινητοποιήσεων θα καθοριστεί από την επιτυχία που θα έχουν οι επόμενες απεργίες και από τις ζυμώσεις που θα παράγει το κίνημα. Τα συνδικάτα των σιδηροδρομικών έχουν ήδη εξαγγείλει επαναλαμβανόμενες διήμερες απεργίες ανά εβδομάδα, από τις 3 Απρίλη ως το τέλος Ιούνη. Οι απεργίες αυτές ενδέχεται να μετατραπούν σε συνεχή απεργία καθώς η πρόταση αυτή (υποστηριζόμενη από το συνδικάτο SUD) συγκέντρωσε μεγάλο ποσοστό στην τελευταία γενική συνέλευση του κλάδου.
Οι εργαζόμενοι στα ιδρύματα υπερηλίκων EHPAD συνεχίζουν τις απεργιακές κινητοποιήσεις καθώς οι απαντήσεις του υπουργείου στα αιτήματα τους δεν θεωρήθηκαν ικανοποιητικές. Τις απεργιακές κινητοποιήσεις ενδέχεται να ακολουθήσουν οι εκπαιδευτικοί, το προσωπικό των δημόσιων νοσοκομείων και οι ταχυδρομικοί, ενώ οι φοιτητές εξακολουθούν να προχωρούν σε καταλήψεις ορισμένων σχολών.
Η συνδικαλιστική συνομοσπονδία CGT δηλώνει ότι θα συνεχίσει την αγωνιστική υπεράσπιση των αιτημάτων ενώ αναμένονται διαβουλεύσεις μεταξύ και άλλων συνομοσπονδιών, καθώς και οι διαβουλεύσεις με την κυβέρνηση, η οποία έχει δηλώσει ότι δεν θα υποχωρήσει από τις θέσεις της.
Η έναρξη των ανοιξιάτικων κινητοποιήσεων στην Γαλλία συμπίπτει ακριβώς με την αρχή των γεγονότων που οδήγησαν στον Μάη του 68 πριν από 50 χρόνια. Όμως η συναισθηματική επίκληση ενός συμβόλου δεν μπορεί να παράγει το οποιοδήποτε αποτέλεσμα αν το Γαλλικό κίνημα δεν περάσει σε καινούργια φάση με ενότητα δράσης συνδικαλιστικών, πολιτικών και κινηματικών οργανώσεων. Αν δεν αποβάλλει συντεχνιακές και μικροπολιτικές συνήθειες και αν δεν κατακτήσει την αποφασιστικότητα που χρειάζεται για να αντισταθεί στην ολομέτωπη επίθεση της κυβέρνησης και του νεοφιλελεύθερου κατεστημένου.