Μια ταινία για τον Σαίξπηρ, την Ιαπωνία, την εξουσία και την ανθρώπινη μοίρα.
Φέτος συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από τον θάνατο ενός μεγάλου της κινηματογραφικής τέχνης, του Ιάπωνα σκηνοθέτη, Ακίρα Κουροσάβα και πρόσφατα ξαναείδα την ταινία, που προσωπικά θεωρώ κορυφαία του δημιουργού που απογείωσε το ιαπωνικό σινεμά. Όχι λόγω του σεναρίου ή της σκηνοθεσίας, όχι λόγω των ερμηνειών ή της απαράμιλλης φωτογραφίας που αποτέλεσε από το 1985 και μετά, μάθημα για όλους τους κινηματογραφιστές. Είναι η κορυφαία επειδή απάντησε αποστομωτικά σε μια έρπουσα φημολογία και μια ανοιχτή πρόκληση, που για χρόνια ο Κουροσάβα αντιμετώπιζε στωικά, συγκεντρωμένος στη δουλειά του. Οι επικριτές του υποστήριζαν ότι τα έργα του, που κατά τα άλλα είχαν αντιγράψει σκηνοθέτες και παραγωγοί, στις ΗΠΑ και το Χόλιγουντ κυρίως (Επτά Σαμουράι, Ρασομόν, μεταξύ άλλων), δεν είχαν να πουν πολλά πράγματα στους δυτικούς θεατές, που δεν καταλάβαιναν απαραίτητα την ιαπωνική κουλτούρα.
Ο Κουροσάβα σήκωσε το γάντι με κάποια καθυστέρηση, αλλά όταν το έκανε, έκλεισε τελεσίδικα τα στόματα των επικριτών του.
Ραν στην μεσαιωνική, ιαπωνική γλώσσα σημαίνει χάος και η ταινία, ως προς το ιστορικό της υπόβαθρο, βασίζεται ακριβώς στη χαώδη κατάσταση που επικρατούσε στην μεσαιωνική Ιαπωνία η οποία αλληλοσπαρασσόταν στους εμφυλίους πολέμους των διάφορων οίκων σαμουράι. Ο Κουροσάβα κρατά την ιστορία και δανείζεται από τους δυτικούς το θεμέλιο του σεναρίου παραλλάσσοντας τον ακρογωνιαίο λίθο του δυτικού θεάτρου, τον Βασιλιά Ληρ του Σαίξπηρ, και μπολιάζοντάς το με επιπλέον δάνεια από τον Μάκμπεθ, όπως τη σατανική μορφή της Λαίδης, στον ρόλο της Κυράς Κάιντε. Έτσι αντί για τον γέρο βασιλιά που θέλει να μοιράσει το βασίλειό του στις τρεις κόρες, έχουμε τον άρχοντα Χιντετόρα του οίκου των Ιχιμόντζι που μοιράζει την επικράτεια του στους τρεις γιους, αδικώντας κατάφωρα και προσβλητικά τον μικρότερο.
Η συνέχεια ακολουθεί πιστά το σαιξπηρικό κείμενο - ξεσπά ένας ακόμη αιματοβαμμένος πόλεμος ανάμεσα στα αδέλφια που διεκδικούν το μονοπώλιο της εξουσίας και του τοπικού θρόνου, πόλεμος τελειωτικός και ολοκληρωτικός, που καταστρέφει όλους τους αντιπάλους μέσα σε ένα λουτρό αίματος. Ο οίκος των Ιχιμόντζι σβήνεται από τον χάρτη, τα κάστρα και τα φρούρια παραδίδονται στις φλόγες, τα στρατεύματα μακελεύονται, οι γιοί φονεύονται ο ένας πίσω από τον άλλο, ο Χιντετόρα χάνεται στο παραλήρημα της τρέλας και της απόγνωσης και μένει μόνο ο βασανισμένος και τυφλός δούλος του πολέμαρχου να παραπατά ένα βήμα από τον γκρεμό, στην συγκλονιστική σκηνή του φινάλε.
Τριάντα τρία χρόνια μετά την πρώτη της προβολή, η ταινία δεν έχει χάσει στο ελάχιστο από την ζωντάνια της, όπως κάθε κλασικό, κινηματογραφικό αριστούργημα. Δεν είναι απλώς μια ταινία, περισσότερο μοιάζει με μια εικαστική δημιουργία, μια διαδοχή ζωγραφικών πινάκων μεγάλης δύναμης. Ειδικά οι ψηφιακά αποκατεστημένες κόπιες του 2016, έχουν προσδώσει επιπλέον πιστότητα σε ένα ούτως ή άλλως αριστοτεχνικά μονταρισμένο φιλμ. Αλλά αυτά αφορούν περισσότερο τους ειδικούς.
Τι έχει να πει σήμερα το «Ραν»; Αν δεχτούμε τα πάντοτε επίκαιρα λόγια του ίδιου του Κουροσάβα, πως αυτό που προσπάθησε να δώσει σε αυτή την ταινία ήταν ότι «οι θεοί ή ο θεός ή ο οποιοσδήποτε παρακολουθεί τον κόσμο, νιώθει στενοχώρια για τους ανθρώπους που καταστρέφουν ο ένας τον άλλο και αδύναμος που δεν μπορεί να επηρεάσει την ανθρώπινη φύση. Ολη η τεχνολογική εξέλιξη των τελευταίων χρόνων έχει μάθει στον άνθρωπο πώς να σκοτώνει γρηγορότερα», τότε οι εξελίξεις της δεκαετίας μας και το χάος που φέρνουν ξανά στην υφήλιο οι εξουσιαστές του καιρού μας, δικαιώνουν πικρά τον σκηνοθέτη. Από την πολεμική εξόρμηση Αμερικανών και Ευρωπαίων στη Μέση Ανατολή και την Αφρική έως τα ουσιαστικά, πολεμοχαρή μηνύματα του κολονέλου Μπολσονάρο στη Βραζιλία για τις κατώτερες τάξεις της χώρας του και τους κάθε λογής παρίες. Από την ψυχροπολεμική κατάσταση στη Νότια Σινική Θάλασσα ανάμεσα στην Κίνα και τον χωροφύλακα των ΗΠΑ, τις Φιλιππίνες, έως την κούρσα θανάτου και σύρραξης για τα πετρέλαια και το φυσικό αέριο στον Αρκτικό Κύκλο και την Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο. Από την επαναστρατιωτικοποίηση νησιών στη Βαλτική από τη Σουηδία έως τον «αόρατο» πόλεμο της Ουκρανίας και τον φονικό διωγμό των Ροχίνγκια στη Μιανμάρ. Χάος, χάος ελάχιστα και φαινομενικά διακοπτόμενο από περιόδους νηνεμίας και προετοιμασίας του επόμενου πολέμου, όσο η φύση της εξουσίας και η οργάνωση των κοινωνιών μας βασίζεται στην απληστία και την αρπαγή, την πολιτικοστρατιωτική βιομηχανία, την εκμετάλλευση, όλα εκείνα τα στοιχεία που έφεραν και την επικράτεια του άρχοντα Χιντετόρα στον όλεθρο και τον ίδιο στον οριστικό και αυτοκαταστροφικό χαμό του.
Το «Ραν» τιμήθηκε μεταξύ άλλων με το όσκαρ ενδυματολογίας του 1986 για την ανεπανάληπτη δουλειά του Έμι Γουάντα, που για δύο χρόνια, προετοίμασε κοστούμια, πανοπλίες, ξίφη και δόρατα το BAFTA Καλύτερης Ταινίας το 1987 και ο ίδιος ο Κουροσάβα για την καλύτερη σκηνοθεσία από την Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου της Βρετανίας, την ίδια χρονιά. Οι θεατές γέμισαν τις αίθουσες και οι επικριτές βούλωσαν τα στοματάκια τους. Ο Κουροσάβα συνέχισε να κινηματογραφεί και να δημιουργεί, ταινίες, πίνακες ζωγραφικής και ανθρωπιάς όπως στα μοναδικά «Όνειρα» του 1990. Αλλά το «Ραν» παραμένει... το Ραν σε ένα χαοτικό κόσμο που μόνο τα «Όνειρα» της ουτοπίας μπορούν να βελτιώσουν - μέσα και κυρίως έξω από τις κινηματογραφικές αίθουσες.