Ο Τάσος Κατιντσάρος γεννήθηκε το 1955 στο Περιστέρι. Το 1973, απόφοιτος πλέον του εξατάξιου γυμνασίου, ιδιωτικός υπάλληλος και μέλος της Κ.Ο. Μαχητής, έλαβε μέρος στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, γεγονός που καθόρισε την μετέπειτα πορεία και πολιτική του ένταξη. Για τις μέρες εκείνες, για τα γεγονότα και τις προσωπικές του εμπειρίες, μίλησε στις 13 Απριλίου 2012, στο Περιστέρι, στον Ιάσονα Χανδρινό, στο πλαίσιο της έρευνας του τελευταίου μαζί με τον Κωστή Χριστοδούλου για την εξέγερση. Το κείμενο της συνέντευξης δημοσιεύεται σήμερα, ως ελάχιστος φόρος τιμής στον Τάσο Κατιντσάρο, ο οποίος απεβίωσε στις 27 Σεπτεμβρίου 2018.

Αυτό που έχει με­γά­λη ση­μα­σία είναι η ματιά που βλέ­πεις [τα πράγ­μα­τα]. Δια­πί­στω­σα πολ­λές φορές ότι, με αν­θρώ­πους που συχνά ήσου­να δίπλα ή συμ­με­τεί­χα­νε μ’ έναν τρόπο στα γε­γο­νό­τα, άλλα γε­γο­νό­τα εί­χα­νε ζήσει αυτοί κι άλλα γε­γο­νό­τα είχες ζήσει εσύ! Για πα­ρά­δειγ­μα, υπήρ­χαν άν­θρω­ποι που θε­ω­ρού­σαν ότι το Πο­λυ­τε­χνείο ήταν μειο­ψη­φι­κό γε­γο­νός. Αυτοί είναι κυ­ρί­ως εκεί­νοι που έδω­σαν τη μάχη των «δω­μα­τί­ων», των συ­νε­λεύ­σε­ων και των μη­χα­νι­σμών (ποια γραμ­μή θα πε­ρά­σει, αν θα βγει το Α ή το Β) και η επαφή τους με τον κόσμο μάλ­λον δεν ήταν το κύριο [στοι­χείο]. Αυτό είναι ένα πρώτο που με σφρά­γι­σε. Άρ­χι­σα να κα­τα­λα­βαί­νω ότι όταν συμ­με­τέ­χεις κάπου, δεν είναι εύ­κο­λο να έχεις την ίδια ανά­γνω­ση του γε­γο­νό­τος ⎼ όταν μά­λι­στα το γε­γο­νός είναι τόσο με­γά­λο. Άλλος το έκανε πιο μικρό για να μπο­ρέ­σει να κάνει πιο εύ­κο­λη την ανά­γνω­σή του, άλλος το με­γα­λο­ποιού­σε υπερ­βο­λι­κά και το ’κανε [υπό­θε­ση] όλου του ελ­λη­νι­κού λαού. Όλη την γκάμα την έβλε­πες.

Εγώ είχα μόλις δώσει εξε­τά­σεις και δεν είχα πε­ρά­σει και, όπως κάθε κα­λο­καί­ρι, δού­λευα σ’ ένα κα­τά­στη­μα που πού­λα­γε μου­σι­κά όρ­γα­να στην Πα­τη­σί­ων. Στα Χαυ­τεία. Και με το που ξε­κί­νη­σε το Πο­λυ­τε­χνείο, τέ­λειω­σα τη δου­λειά στις 15.00-16.00 και πήγα απέξω απ’ το Πο­λυ­τε­χνείο. Είχαν κα­τέ­βει οι φοι­τη­τές απ’ τη Νο­μι­κή και υπήρ­χε μια συρ­ροή κό­σμου ⎼όχι υπερ­βο­λι­κά πράγ­μα­τα βέ­βαια⎼ και φώ­να­ζε ο κό­σμος συν­θή­μα­τα: «Κάτω η Χού­ντα» κ.λπ. Υπήρ­χε μια δια­φο­ρά στα συν­θή­μα­τα κι από τη Νο­μι­κή ακόμα (την οποία την είχα πα­ρα­κο­λου­θή­σει ως μα­θη­τής, πή­γαι­να φρο­ντι­στή­ριο και το ’σκα­γα...). Στη Νο­μι­κή δεν υπήρ­χε το «Κάτω η Χού­ντα». Το πιο «ακραίο» σύν­θη­μα ήταν το «ΕΣΑ-ΕΣ-ΕΣ Βα­σα­νι­στές». Στο Πο­λυ­τε­χνείο, τα συν­θή­μα­τα ήταν από μιας αρχής πολύ πιο πο­λι­τι­κο­ποι­η­μέ­να, κα­ταγ­γελ­τι­κά του κα­θε­στώ­τος, χιου­μο­ρι­στι­κά για τον Μαρ­κε­ζί­νη και τον Πα­πα­δό­που­λο και εξε­γερ­σια­κά (το «Ταϊ­λάν­δη»[1] απ’ την αρχή). Αλλά το «κάτω» μπήκε απ’ την πρώτη στιγ­μή. Και, θυ­μά­μαι, κά­θι­σα μπρο­στά στην πόρτα στην Πα­τη­σί­ων, είχαν έρθει κάτι φίλοι απ’ το Πε­ρι­στέ­ρι και μπή­κα­με μαζί μέσα, γιατί κά­ποια στιγ­μή άρ­χι­σε να λέει το με­γά­φω­νο «όσοι πρέ­πει να μπεί­τε, μέσα,  όσοι θέ­λε­τε να μεί­νε­τε, γιατί θα έρ­θου­νε ασφα­λί­τες και χα­φιέ­δες και πρέ­πει να προ­στα­τευ­θού­με». Το κάπως κω­μι­κό είναι ότι ο άν­θρω­πος που μπή­κα­με μέσα μαζί, ένας βι­βλιο­πώ­λης απ’ το Πε­ρι­στέ­ρι (που εγώ δεν ήξερα τη μορφή της στρά­τευ­σής του), ήταν στρα­τευ­μέ­νος στον «Ρήγα Φε­ραίο». Ούτε κι αυτός ήξερε βέ­βαια τι γι­νό­τα­νε με τα κόμ­μα­τα και τα λοιπά.

Μπή­κα­με μέσα. Πα­ρα­κο­λού­θη­σα τη συ­νέ­λευ­ση της Φυ­σι­κο­μα­θη­μα­τι­κής Σχο­λής, στις 3 η ώρα τη νύχτα... Πρέ­πει να γίναν ανά­λο­γες όλων των σχο­λών. Εγώ πήγα στη Φυ­σι­κο­μα­θη­μα­τι­κή γιατί ήταν ένας φίλος μου ⎼πάλι απ’ το Πε­ρι­στέ­ρι⎼ που μου λέει «δεν έρ­χε­σαι να πα­ρα­κο­λου­θή­σεις τι λέμε;». Ε, ήτανε πε­ρί­που 100 άν­θρω­ποι, μπο­ρεί και λίγο πα­ρα­πά­νω, ήτανε πολύ αγω­νι­στι­κά τα πράγ­μα­τα. Μου ’χε κάνει εντύ­πω­ση κάτι που είχε πει ένας αρι­στε­ρι­στής και που ήταν το πιο «δεξιό» πράγ­μα που άκου­σα μες στο Πο­λυ­τε­χνείο. Ανα­ρω­τή­θη­κα από τότε ⎼με­γά­λη κου­βέ­ντα⎼ κι ακόμα ανα­ρω­τιέ­μαι. Ήταν ο Διο­νύ­σης ο Μαυ­ρο­γέ­νης, μυ­θι­κό πρό­σω­πο και με όλα όσα έγι­ναν στο όνομά του απ’ το ΚΚΕ κ.λπ. Ση­κώ­θη­κε στη συ­νέ­λευ­ση ⎼το θυ­μά­μαι σαν τώρα⎼ και είπε: «Κοι­τάξ­τε συ­να­γω­νι­στές, εμείς πα­λεύ­ου­με αλλά δεν θα τη ρί­ξου­με τη Χού­ντα σή­με­ρα. Ο αγώ­νας θα είναι μα­κρύς και δύ­σκο­λος». Εκεί, μόνο που δεν τον λίν­τσα­ρε ο κό­σμος... Ο κό­σμος ση­κώ­θη­κε κι άρ­χι­σε να τον βρί­ζει και «τι είν’ αυτά που λες;». Βε­βαί­ως, εκλέ­χθη­κε στη συ­ντο­νι­στι­κή επι­τρο­πή γιατί, απ’ ό,τι κα­τά­λα­βα, όλοι οι κα­τα­ξιω­μέ­νοι ως αγω­νι­στές εκλε­χτή­κα­νε. Αλλά με σό­κα­ρε και μένα αυτή η κου­βέ­ντα, κι ακόμα με προ­βλη­μα­τί­ζει. Γιατί ακόμα κι εσύ, όταν έχεις μια στρα­τη­γι­κή στο μυαλό σου και δεν είσαι σί­γου­ρος για κά­ποια γε­γο­νό­τα, αν είναι δυ­να­τόν να τη με­τα­φέ­ρεις σαν κλίμα εκτί­μη­σης στον ίδιο τον κόσμο. Γιατί ο κό­σμος εκεί πί­στευε ακρά­δα­ντα ότι θα την έρι­χνε τη δι­κτα­το­ρία, αλ­λιώς δεν θα πά­λευε. Ο κό­σμος πάντα για το άμεσο πα­λεύ­ει, δεν πα­λεύ­ει για την προ­ο­πτι­κή. Βε­βαί­ως υπάρ­χουν άν­θρω­ποι και δυ­νά­μεις και ορ­γα­νι­σμοί που εντάσ­σουν σε μια προ­ο­πτι­κή. Ο κό­σμος όμως δεν πα­λεύ­ει παρά για κάτι το συ­γκε­κρι­μέ­νο. Δεν μπο­ρείς να λες «Κάτω η Χού­ντα» και να μην πι­στεύ­εις ότι αυτό μπο­ρεί να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί. Γιατί όπως εί­δα­με, πε­θά­να­νε 150 άν­θρω­ποι γι’ αυτόν ακρι­βώς τον λόγο. Αν δεν πι­στεύ­α­νε ότι θα έπε­φτε, μπο­ρεί και να μην πε­θαί­να­νε. Αυτό είναι κάτι σο­βα­ρό που επί­σης δεν έχει βγει. Πα­ρα­κο­λού­θη­σα αρ­κε­τές συ­νε­λεύ­σεις και μετά, αλλά ήταν κα­θο­ρι­στι­κή αυτή η ομι­λία του Διο­νύ­ση, ενός με­τρη­μέ­νου αγω­νι­στή, χωρίς με­γά­λα λόγια. Και απ’ το κομ­μά­τι που κα­τέ­βη­κε απ’ τη Νο­μι­κή το πρωί και να κάνει γε­γο­νό­τα. Προ­σπά­θη­σε να δώσει τη διάρ­κεια του αγώνα (κι αυτό εκτι­μιέ­ται) αλλά ακόμα πι­στεύω πως πρέ­πει να φιλ­τρά­ρε­ται αυτή η σκέψη, είναι κα­θο­ρι­στι­κό. Το λέω και για μας, σή­με­ρα, που λέμε πολ­λές φορές κα­τε­βαί­νο­ντας στο Σύ­νταγ­μα, ότι «θα ’ναι μα­κρύς και δύ­σκο­λος ο αγώ­νας». Και το λέμε γιατί θέ­λου­με ν’ ανα­τρέ­ψου­με τον κα­πι­τα­λι­σμό αλλά ο άλλος δεν κα­τε­βαί­νει για ν’ ανα­τρέ­ψει τον κα­πι­τα­λι­σμό, αλλά γιατί θέλει ν’ ανα­τρέ­ψει τον Πα­παν­δρέ­ου ή τον «Πα­πα­δή­μιο» ή τον Πα­πα­δό­που­λο ⎼ κα­τά­λα­βες; Και το πι­στεύ­ει. Κι αφού το πι­στεύ­ει, γί­νε­ται εξέ­γερ­ση. Το πί­στε­ψαν ο Κο­μνη­νός κι ο Μυ­ρο­γιάν­νης. Το πι­στέ­ψα­νε, δε­κα­ε­φτά­χρο­να παι­διά, και μπή­κα­νε μπρο­στά στις σφαί­ρες και τα τανκς.

Τέλος πά­ντων, είναι μια νύχτα με ζυ­μώ­σεις πε­ρί­ερ­γες και μετά με αντι­πα­ρα­θέ­σεις με ασφα­λί­τες που έρ­χο­νται από απέ­να­ντι, πέ­φτου­νε κά­ποια νε­ράν­τζια κι ιστο­ρί­ες. Απ’ το πρωί [της Πέμ­πτης] ξε­κι­νά μια μα­ζι­κή εμ­φά­νι­ση αν­θρώ­πων γύρω απ’ το Πο­λυ­τε­χνείο, πολύ γρή­γο­ρα οι αστυ­νο­μι­κοί κλοιοί που πάνε να στη­θούν κα­ταρ­ρέ­ουν και γί­νε­ται πολύ μα­ζι­κό το γε­γο­νός. Όχι βέ­βαια με τε­ρά­στιες δια­στά­σεις. Ενώ την πρώτη νύχτα πρέ­πει να είναι στο Πο­λυ­τε­χνείο 2-3.000 άν­θρω­ποι (τώρα, ό,τι βλέ­πουν τα μάτια μου), τη δεύ­τε­ρη μέρα πλη­θαί­νει και το πο­σο­στό των αν­θρώ­πων που βρί­σκο­νται μέσα και των αν­θρώ­πων που «πε­ρι­σφίγ­γουν». Είναι κά­ποιες σκη­νές που θέλω να κα­τα­γρά­ψω γιατί είναι πραγ­μα­τι­κά φο­βε­ρές για τον χα­ρα­κτή­ρα της εξέ­γερ­σης: Π.χ. εγώ δεν φο­βή­θη­κα ούτε την αστυ­νο­μία ούτε τον στρα­τό παρά μόνο κά­ποιους που έβγαι­ναν με μια ντου­ντού­κα από και­ρού εις και­ρόν κι έλε­γαν: «Όσοι δεν είναι φοι­τη­τές να ση­κω­θούν να φύ­γουν!». Κι έλεγα, θα με διώ­ξουν κι εμένα που δεν είμαι φοι­τη­τής... Βέ­βαια στα­μά­τα­γε αυτό, διά­φο­ροι εμ­φα­νι­ζό­ντου­σαν: «Αφή­στε ρε τον κόσμο, είναι κι οι­κο­δό­μοι εδώ» κ.λπ. Γι­νό­ταν όμως αυτό ιδιαί­τε­ρα τη δεύ­τε­ρη μέρα (την τρίτη μέρα που είχε πλη­θύ­νει ο κό­σμος πάρα πολύ δεν ει­πω­νό­τα­νε κα­θό­λου). Το άλλο ήτανε ⎼η γνώμη μου είναι δη­λα­δή⎼ ότι η πρώτη λαϊκή διά­στα­ση του γε­γο­νό­τος δό­θη­κε από τους μα­θη­τές. Η δια­φο­ρά απ’ όλα τ’ άλλα γε­γο­νό­τα (και είναι πραγ­μα­τι­κά συ­γκι­νη­τι­κό γιατί τότε οι μα­θή­τριες φο­ρά­γα­νε πο­διές) είναι ότι πε­ρά­σα­νε χι­λιά­δες μα­θη­τές. Από τη δεύ­τε­ρη μέρα, όσοι ήμα­σταν μέσα στο Πο­λυ­τε­χνείο γρά­φα­με συ­νέ­χεια ⎼ήτανε μια τε­ρά­στια πα­ρα­γω­γι­κή δου­λειά⎼ προ­κη­ρύ­ξεις, συν­θή­μα­τα, τρι­κά­κια, τα δί­να­με στους απέξω να τα μοι­ρά­ζου­νε κ.λπ. ή δου­λεύ­α­με σε διά­φο­ρους το­μείς που απο­φά­σι­ζαν οι συ­νε­λεύ­σεις, ή στα μα­γει­ρεία ή στις πόρ­τες κά­να­με πε­ρι­φρού­ρη­ση· ελά­χι­στοι πά­ντως κά­θο­νταν. Αυτό που αμέ­σως δια­πί­στω­σα ήταν το βλέμ­μα και η μα­ζι­κή απο­δο­χή από κομ­μά­τια μα­θη­τών. Εκεί κα­τά­λα­βα ότι το πράγ­μα αλ­λά­ζει.

Από κει και πέρα, τι να πω; Το πράγ­μα μύ­ρι­ζε λαϊκή εξέ­γερ­ση: από φουρ­να­ραί­ους που μας έφερ­ναν κο­φί­νια με φραν­τζό­λες, μέχρι αν­θρώ­πους που μας δί­να­νε λεφτά χωρίς να μας ξέ­ρου­νε. Εμένα ένας στην πόρτα μου ’δωσε ένα χι­λιά­ρι­κο. Κι εγώ ούτε σκέ­φτη­κα και το ’βαλα στο κουτί. Κι αυτό δεν θα συ­νέ­βη μόνο με μένα, θα συ­νέ­βη με πολ­λα­πλα­σια­στι­κό τρόπο. Κα­τα­λά­βαι­νες δη­λα­δή ότι εδώ κάτι συμ­βαί­νει, κάτι αλ­λά­ζει στον κόσμο... Βε­βαί­ως ήτανε κι άλλη η από­στα­ση από ό,τι η Νο­μι­κή, αλλά ήταν κι η ωρί­μαν­ση αυτού του δια­στή­μα­τος. Οι συ­νε­χείς μάχες που δό­θη­καν απ’ τον Μάρτη μέχρι τον Νο­έμ­βρη [έφε­ραν] πολύ γρή­γο­ρη κλι­μά­κω­ση. Έτσι γί­νε­ται. Όταν κάτι αρ­χί­ζει και τρί­ζει, φαί­νε­ται ότι το λαϊκό αι­σθη­τή­ριο το μυ­ρί­ζε­ται με άλλον τρόπο από αυτόν που αντι­λαμ­βά­νο­νται οι πρω­το­πο­ρί­ες. Και μά­λι­στα οι πρω­το­πο­ρί­ες της επο­χής οι οποί­ες είναι κι αρ­κε­τά ξε­κομ­μέ­νες απ’ τον ίδιο τον λαϊκό πα­ρά­γο­ντα ⎼ ορ­γα­νώ­σεις που στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση είναι 100-150 μέλη. Και φαί­νε­ται αυτό απ’ τα γε­γο­νό­τα στις άλλες πό­λεις, που είναι ξε­κομ­μέ­νες. Βέ­βαια αρ­χί­ζουν και κάπως αργά, αλλά δεί­χνουν ότι δεν έχει πα­ρα­τη­ρη­θεί η κλι­μά­κω­ση των συ­γκρού­σε­ων που είχε πα­ρα­τη­ρη­θεί στην Αθήνα. Το μνη­μό­συ­νο του Πα­παν­δρέ­ου ήταν η πρώτη μα­χη­τι­κή αντι­πα­ρά­θε­ση με την αστυ­νο­μία: Ο κό­σμος όχι μόνο δεν στα­μά­τη­σε, αλλά ανά­γκα­σε την αστυ­νο­μία να αμυν­θεί και να φύγει στο τέλος. Ήταν το πρώτο δείγ­μα ότι αλ­λά­ζει η «φάση», γι’ αυτό και διο­γκώ­θη­κε το Πο­λυ­τε­χνείο σε τέ­τοιον βαθμό.

Σαν κομ­μού­να ήταν. Ένα πράγ­μα σε ορ­γα­σμό, σε μια συ­νε­χή πα­ρα­γω­γι­κή λει­τουρ­γία, με συ­νε­λεύ­σεις... Αυτό το έχω ξα­να­πεί, νο­μί­ζω ότι ήταν η πιο δη­μο­κρα­τι­κή λει­τουρ­γία που έχει ακο­λου­θη­θεί από ένα κί­νη­μα. Συ­νε­λεύ­σεις οι οποί­ες απο­φά­σι­ζαν στην πο­λι­τι­κή γραμ­μή του κι­νή­μα­τος και είχαν γραμ­μή ότι πρέ­πει να ανα­τρα­πεί η χού­ντα και καμία δεν δέ­χτη­κε τη γραμ­μή που πρό­τει­ναν και τα δύο κόμ­μα­τα της αρι­στε­ράς, της «οι­κου­με­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης» σαν λύση, και τρά­βη­ξαν τη σύ­γκρου­ση μέχρι το τέλος. Μά­λι­στα, η ερ­γα­τι­κή συ­νέ­λευ­ση που, κατά τη γνώμη μου έχει και την πιο ρι­ζο­σπα­στι­κή και κα­λο­γραμ­μέ­νη από­φα­ση (και μ’ έναν τρόπο, λο­γο­κρί­θη­κε κιό­λας απ’ τη συ­ντο­νι­στι­κή επι­τρο­πή ⎼ θα τα ξέ­ρεις αυτά), λέει κα­θα­ρά ότι «δεν θα επι­τρέ­ψου­με να πα­ρα­δο­θεί η εξου­σία σε αυ­τούς που με τα γε­νι­κά περί δη­μο­κρα­τί­ας λόγια τους προ­σπα­θού­σαν να μας κα­να­κέ­ψουν όλο το προη­γού­με­νο διά­στη­μα». Κι είναι γε­γο­νός ότι και οι αστοί πο­λι­τι­κοί που εμ­φα­νί­στη­καν στο Πο­λυ­τε­χνείο δεν έτυ­χαν και ιδιαί­τε­ρης υπο­δο­χής. Ιδιαί­τε­ρης λα­ο­φι­λί­ας έτυ­χαν άλλοι. Όταν μπήκε μέσα ο Ξυ­λού­ρης, ήταν κάτι το συ­γκλο­νι­στι­κό. Τον ση­κώ­σα­νε στα χέρια και τρα­γού­δα­γε όλο το Πο­λυ­τε­χνείο το «Πότε θα κάνει ξα­στε­ριά». Αυτός, μ’ ένα τε­ρά­στιο χα­μό­γε­λο (δεν ξέρω, μπο­ρεί και να ’κλαι­γε κιό­λας ο άν­θρω­πος), δε­κά­δες χι­λιά­δες κό­σμου γύρω του, σαν τε­ρά­στια δια­δή­λω­ση μέσα στο Πο­λυ­τε­χνείο. Και με τον Μαρ­κό­που­λο. Με τους καλ­λι­τέ­χνες ήταν αλ­λιώς, με τους αστούς πο­λι­τι­κούς ο κό­σμος ήταν κου­μπω­μέ­νος, με τους αρι­στε­ρούς πο­λι­τι­κούς δεν ξέρω ⎼ δεν είδα και κα­νέ­ναν, να σου πω την αλή­θεια, πα­ρό­λο που οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ήταν ελεύ­θε­ροι. Νο­μί­ζω ότι ίσχυ­σε η παλιά, καλή, δο­κι­μα­σμέ­νη γραμ­μή του Κόμ­μα­τος: «Οι βα­λί­τσες κάτω απ’ το κρε­βά­τι και στα γε­γο­νό­τα δεν συμ­με­τέ­χου­με». Πα­ρό­λο που ήταν ανά­γκη να συμ­με­τέ­χεις. Συμ­με­τεί­χε όλος ο κό­σμος. Την Πα­ρα­σκευή πλέον είναι όλες οι ηλι­κί­ες, όλα τα στρώ­μα­τα.

Αυτό που θέλω να πω είναι η τε­ρά­στια ση­μα­σία του ρα­διο­φω­νι­κού σταθ­μού. Και η ανα­πα­ρα­γω­γή του από δε­κά­δες πει­ρα­τές. Που έφτα­σαν το μή­νυ­μα σε όλες τις συ­νοι­κί­ες. Εδώ, στο Πε­ρι­στέ­ρι εί­χα­με δυο πει­ρα­τές: Τον «Όλι­βερ», που έπαι­ζε ρο­κιές κι έναν άλλον, που έπαι­ζε Κα­ζαν­τζί­δη. Και οι δύο συν­δέ­θη­καν με το Πο­λυ­τε­χνείο και το ανα­πα­ρή­γα­γαν ακόμα κι όταν έπεσε. Κι απ’ ό,τι έχω κα­τα­λά­βει, με τα τε­χνι­κά μέσα, αν δεν υπήρ­χαν αυτοί, το μή­νυ­μα του σταθ­μού θα έφτα­νε μόνο με­ρι­κά τε­τρά­γω­να. Αυτοί έδω­σαν τη διά­στα­ση τη μα­ζι­κή.

Τη δεύ­τε­ρη μέρα αρ­χί­ζουν κι έρ­χο­νται διά­φο­ρα κομ­μά­τια, όπως [οι αγρό­τες] απ’ τα Μέ­γα­ρα με το πε­ρί­φη­μο «Κάτω το κε­φά­λαιο», που το φώ­να­ξαν οι άν­θρω­ποι ενά­ντια σε συ­γκε­κρι­μέ­νο κε­φα­λαιο­κρά­τη ⎼ο Αν­δρε­ά­δης πρέ­πει να ’ταν, που πήγε να τους πάρει τα χω­ρά­φια⎼ (όχι ότι ήταν γε­νι­κώς ενά­ντια στο κε­φά­λαιο), αλλά φω­νά­χτη­κε αρ­κε­τά αυτό το σύν­θη­μα. Ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποιεί­ται ο κό­σμος, «Ή τώρα ή ποτέ», «Επα­νά­στα­ση, λαέ», αρ­χί­ζει το πο­λι­τι­κό στοι­χείο και βρά­ζει. Υπάρ­χουν διά­φο­ρα πανό που ανε­βαί­νουν και κα­τε­βαί­νουν στην Πα­τη­σί­ων, γί­νο­νται διά­φο­ρα με τα συν­θή­μα­τα. Να σου πω αυτό: Εγώ από την Πέμ­πτη το πρωί, με μια παρέα παι­διών απ’ το Πε­ρι­στέ­ρι, κρα­τά­με την πρώτη πύλη της Στουρ­νά­ρα ⎼ την κύρια πύλη στη Στουρ­νά­ρα. Υπάρ­χει ένα με­γά­φω­νο, φω­νά­ζου­με, τρα­γου­δά­με κι έρ­χο­νται άν­θρω­ποι και λέει ο κα­θέ­νας ό,τι θέλει. Κά­ποια στιγ­μή, εντός της ημέ­ρας, έρ­χε­ται μια κο­πέ­λα μ’ ένα χαρτί και λέει: «Συ­να­γω­νι­στές, αυτή είναι η από­φα­ση της συ­ντο­νι­στι­κής επι­τρο­πής, το με­γά­φω­νο είναι υπό τον έλεγ­χο της συ­ντο­νι­στι­κής επι­τρο­πής». Μόνη της ήταν η κο­πέ­λα. Της λέμε: «Συ­να­γω­νί­στρια, κι εμείς αυτά που μας λέει η συ­ντο­νι­στι­κή επι­τρο­πή λέμε. Δεν τα λέμε βέ­βαια με σειρά, όπως μας έρ­χο­νται...». «Καλώς, λέει, άμα είναι κάτι, θα σας ει­δο­ποι­ή­σω». Μου φαί­νε­ται ότι μέχρι το τέλος, το συ­γκε­κρι­μέ­νο με­γά­φω­νο έμει­νε χωρίς κά­ποιο συ­γκε­κρι­μέ­νο έλεγ­χο. Μάλ­λον θα πά­λευε η συ­ντο­νι­στι­κή επι­τρο­πή να ελέγ­ξει τον σταθ­μό (κι ούτε εκεί θα τα κα­τά­φε­ρε...). Γι­νό­ντου­σαν τέ­τοια πράγ­μα­τα. Οι συ­ζη­τή­σεις ήτανε θυ­ελ­λώ­δεις. Για να κα­τα­λά­βεις τις οπτι­κές γω­νί­ες […], κα­τα­λυ­τι­κό ρόλο παί­ζουν τα συν­θή­μα­τα που ακού­γο­νται πρώτη φορά, το «Έξω το ΝΑΤΟ», «Έξω οι Αμε­ρι­κά­νοι». Ει­δι­κό­τε­ρα το «Έξω οι Αμε­ρι­κά­νοι» [ήταν] πολύ λα­ο­φι­λές. Και γί­νε­ται συ­ζή­τη­ση τώρα, τε­ρά­στια πη­γα­δά­κια, ότι δεν πρέ­πει να τα λέμε αυτά τα συν­θή­μα­τα. Γιατί διώ­χνου­νε κόσμο αντί να φέρ­νουν. Εγώ τότε νό­μι­ζα, δυ­στυ­χώς, ότι αυτοί που τα λέγαν αυτά ήταν οπα­δοί του Αντρέα Πα­παν­δρέ­ου, τί­πο­τα κε­ντρώ­οι άν­θρω­ποι. Μετά, απ’ ό,τι κα­τά­λα­βα, ήταν εκ­πρό­σω­ποι των δύο με­γα­λύ­τε­ρων κομ­μά­των της αρι­στε­ράς, που προ­σπα­θού­σαν να κο­ντύ­νουν τον ρι­ζο­σπα­στι­σμό τους (πα­ρό­λο που το Κ.Κ. τον αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κό αγώνα ήθελε μετά να τον έχει και μο­νο­πώ­λιο). Νο­μί­ζω ότι μα­ζι­κά θριάμ­βευε η ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση της γραμ­μής. Την Πέμ­πτη και την Πα­ρα­σκευή έρ­χο­νται οι­κο­δό­μοι, θυ­μά­μαι ένα μπλοκ μ’ ένα πανό που γρά­φει «Οι­κο­δό­μοι». Μά­λι­στα, μου έχει δι­η­γη­θεί ένας οι­κο­δό­μος που ήταν τότε στην ΚΝΕ, ότι σύ­ντρο­φός του που είχε έρθει από πιο πριν, δεν τον άφηνε να μπει στο Πο­λυ­τε­χνείο γιατί, λέει, δεν έπρε­πε να μπού­με εμείς οι ερ­γά­τες μέσα (γέλια). Είχε γίνει τε­ρά­στια δου­λειά κι απ’ την ερ­γα­τι­κή συ­νέ­λευ­ση στην κύρια πιά­τσα των οι­κο­δό­μων της οδού Αθη­νάς. Πήγε εκεί η από­φα­ση της συ­νέ­λευ­σης της Πέμ­πτης, μοι­ρά­στη­κε και μπήκε το ζή­τη­μα της γε­νι­κής απερ­γί­ας. Το ακο­λού­θη­σε και η συ­ντο­νι­στι­κή επι­τρο­πή και οι φοι­τη­τι­κές συ­νε­λεύ­σεις κι άρ­χι­σε να το προ­πα­γαν­δί­ζει και ο ρα­διο­φω­νι­κός σταθ­μός, κι έδωσε κι αυτό τη διά­στα­σή του στην εξέ­γερ­ση. Η εί­σο­δος αυτών των κομ­μα­τιών ήταν με­γά­λα γε­γο­νό­τα. Αυτοί τώρα έβγαι­ναν έξω, κά­να­νε δου­λειά σε διά­φο­ρους χώ­ρους κι επα­νέρ­χο­νταν με κόσμο, με ολό­κλη­ρες πο­ρεί­ες ⎼ πρέ­πει να συ­μπί­πτει με την αρχή της σύ­γκρου­σης η δεύ­τε­ρη επά­νο­δος των οι­κο­δό­μων στο Πο­λυ­τε­χνείο.

Η αστυ­νο­μία είναι εξα­φα­νι­σμέ­νη, όλα τα τρό­λεϊ που πέρ­να­γαν την πρώτη και τη δεύ­τε­ρη μέρα είναι γε­μά­τα συν­θή­μα­τα [και] με­τα­φέ­ρε­ται το πνεύ­μα της εξέ­γερ­σης πα­ντού, συ­νέ­χεια γί­νο­νται συ­νε­λεύ­σεις που το κα­τα­γρά­φουν όλα αυτά, γί­νο­νται προ­σπά­θειες πο­δη­γέ­τη­σης αλλά δεν γί­νε­ται σε τέ­τοια πράγ­μα­τα. Η δεύ­τε­ρη ερ­γα­τι­κή συ­νέ­λευ­ση που πα­ρα­κο­λού­θη­σα ει­δι­κά ⎼τίγκα το κτί­ριο Γκίνη, 500 άν­θρω­ποι που δεν χω­ρά­νε να κά­τσου­νε⎼ και είναι συ­γκλο­νι­στι­κά αυτά που λέ­γο­νται για το πώς πρέ­πει να πα­λέ­ψου­με. Αλλά ήταν και συ­γκλο­νι­στι­κό να κά­θο­νται σε πα­νε­πι­στη­μια­κά έδρα­να άν­θρω­ποι που δεν είχαν κά­τσει ποτέ τους σε θρα­νίο, έτσι; Και να το ανα­γνω­ρί­ζουν. Θυ­μά­μαι ένας είπε μά­λι­στα: «Πρέ­πει να ανα­γνω­ρί­σου­με στους φοι­τη­τές ότι αυτοί είναι ο σπιν­θή­ρας για να εξε­γερ­θού­με. Η πα­ρα­δο­σια­κή ερ­γα­τι­κή τάξη δεν κου­νή­θη­κε όπως έπρε­πε, αλλά από δω και πέρα, ας κά­νου­με το κα­θή­κον μας». Ξέρει ο κό­σμος, κρύ­βει με­γά­λη λαϊκή σοφία ο κα­θέ­νας στο πώς χτί­ζο­νται γε­γο­νό­τα.

Και η πο­ρεία των γε­γο­νό­των είναι με γε­ω­με­τρι­κή πρό­ο­δο. Αν την Τε­τάρ­τη το βράδυ είναι 5.000 άν­θρω­ποι, την Πέμ­πτη 30-50.000, την Πα­ρα­σκευή πια χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα...Θυ­μά­μαι ξύ­πνη­σα το πρωί […] και είναι συ­γκλο­νι­στι­κή η ει­κό­να μπρο­στά στο Πο­λυ­τε­χνείο. Όλη η Πα­τη­σί­ων γε­μά­τη, με χέρια ση­κω­μέ­να. Ένας κό­σμος που στρο­βι­λί­ζε­ται και φω­νά­ζει. Όπου και να κοι­τά­ξεις, κό­σμος πα­ντού. Την Πα­ρα­σκευή το από­γευ­μα πρέ­πει να ήταν 100.000 κό­σμος, 200.000 κό­σμος; Δεν μπο­ρεί κα­νείς να με­τρή­σει, αλλά μέσα που ήμουν εγώ γι­νό­ταν το αδια­χώ­ρη­το […]. Ένας λαός σε κα­τά­στα­ση πα­ρο­ξυ­σμού, φω­νά­ζει συν­θή­μα­τα μί­σους, θέλει να δρά­σει εκεί­νη τη στιγ­μή και να δρά­σει κα­τα­λυ­τι­κά.

Οι προ­τά­σεις μέσα στο Πο­λυ­τε­χνείο παίρ­νουν ρυθμό πο­λυ­βό­λου. Και αυτοί που θέ­λουν ν’ απο­τρέ­ψουν την έκρη­ξη και αυτοί που βλέ­πουν ότι πρέ­πει να τρα­βή­ξουν μέχρι το τέλος, κα­νέ­νας δεν έχει ει­κό­να του τι πρό­κει­ται να γίνει. Κά­ποια στιγ­μή θυ­μά­μαι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ότι ει­πώ­θη­κε (πρέ­πει να ήταν απ’ τους κόλ­πους της ΚΝΕ, σε συ­νερ­γα­σία και με τον Ρήγα μ’ έναν τρόπο) πως πρέ­πει να φύ­γου­με. Μια μα­ζι­κή έξο­δος με μια πο­ρεία μέχρι το Σύ­νταγ­μα και να δια­λυ­θού­με. Το συ­ζη­τού­σαν σο­βα­ρά και ήταν σε θέση να το κά­νουν. Θυ­μά­μαι έγι­ναν τότε τε­ρά­στιες συ­ζη­τή­σεις πάνω σ’ αυτά, αλλά εξο­πλί­στη­καν οι πε­ρι­φρου­ρή­σεις με μια γραμ­μή απ’ την αντί­θε­τη άποψη, ότι «όποιος σας λέει να φύ­γου­με, είναι προ­βο­κά­το­ρας» (γέλια). Σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση, τα ίδια τους τα μέλη που φύ­λα­γαν τις ει­σό­δους, έτοι­μα να κου­τρου­βα­λιά­σου­νε οποιον­δή­πο­τε εκ­φρα­ζό­ταν έτσι. Οξυ­μέ­νη κα­τά­στα­ση, υπήρ­χε όμως το στοι­χείο του δια­λό­γου (με έντα­ση βέ­βαια), ο οποί­ος ήταν υγιής. Εγώ, να σου πω την αλή­θεια, δεν έχω συ­να­ντή­σει πιο υγιή διά­λο­γο στο κί­νη­μα, από τότε. Νο­μί­ζω ότι είναι ο πιο συ­ντρο­φι­κός διά­λο­γος που έχω ζήσει. Μπο­ρεί να ήμουν και παιδί και να το ’χω με­γα­λο­ποι­ή­σει, αλλά συμ­με­τεί­χαν όλοι σε κάτι κοινό. Έβλε­πες τον δι­πλα­νό αντι­κει­με­νι­κά ως σύ­ντρο­φό σου γιατί συ­νει­σέ­φε­ρε με τον ίδιο τρόπο που συ­νει­σέ­φε­ρες κι εσύ ή με κά­ποιον πα­ρα­πλή­σιο. Θυ­μά­μαι στη συ­ζή­τη­ση που κά­να­με στον Μα­χη­τή μετά, η μο­να­δι­κή αυ­το­κρι­τι­κή που εί­χα­με κάνει (βγήκε και κεί­με­νο) ήταν μήπως θα μπο­ρού­σα­με να εί­χα­με προ­τεί­νει κυ­βέρ­νη­ση ερ­γα­τι­κών, επα­να­στα­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων και κομ­μά­των απέ­να­ντι στην οι­κου­με­νι­κή που προ­τεί­ναν αυτοί κι έτρω­γε φούμο. Νο­μί­ζω όμως ότι θα ήταν εξ­τρε­μι­σμός γιατί κα­νείς δεν ήξερε εκεί­νη την εποχή τι ήταν οι επα­να­στα­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις και τα κόμ­μα­τα εκεί­νης της επο­χής ⎼ τα ’μαθε μετά τη Δι­κτα­το­ρία.

Θυ­μά­μαι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά την ερ­γα­τι­κή συ­νέ­λευ­ση να στα­μα­τά­ει επει­δή έχουν αρ­χί­σει οι συ­γκρού­σεις· έρ­χο­νται μέσα και λένε «Σύ­ντρο­φοι, υπάρ­χουν χτυ­πη­μέ­νοι», δη­μιουρ­γεί­ται αυτή η «λαϊκή κλι­νι­κή», με φοι­τη­τές της Ια­τρι­κής που πραγ­μα­τι­κά σώ­ζουν κόσμο. Εγώ είχα τις εξής εμπει­ρί­ες με τις σφαί­ρες: Μ’ έναν τρόπο ρί­χνα­νε ελεύ­θε­ροι σκο­πευ­τές από την τα­ρά­τσα του Ακρο­πόλ. Σε μια χρο­νι­κή στιγ­μή βλέ­πα­με να κου­νιού­νται τα φύλλα των δέ­ντρων. Μου λέει ένας συ­να­γω­νι­στής: «Σφαί­ρες είναι αυτές». «Και κα­θό­μα­στε εδώ ρε;», «Λες να είναι πραγ­μα­τι­κές;», «Δη­λα­δή τι να μας ρί­χνου­νε; Πλα­στι­κές; Θα έχου­νε βάλει ελεύ­θε­ρους σκο­πευ­τές και μας ρί­χνουν με πλα­στι­κές;». Για χρο­νι­κό διά­στη­μα μισής ώρας θυ­μά­μαι κρύ­φτη­κα πίσω από ένα αυ­το­κί­νη­το που ήταν στο προ­αύ­λιο, αλλά μετά το ξέ­χα­σα κι αυτό και ξα­να­βγή­κα. Ένα άλλο είναι ότι έβλε­πα διά­φο­ρους αν­θρώ­πους με αί­μα­τα να περ­νά­νε μπρο­στά μου. Και το τρίτο, όταν με­τέ­φε­ρα κάτι γά­λα­τα σε μια πόρτα, από τη Στουρ­νά­ρα στην Το­σί­τσα. Από την έντα­ση και την κού­ρα­ση των ημε­ρών, κά­ποια στιγ­μή κα­τέρ­ρευ­σα· λι­πο­θύ­μη­σα όπως κρά­τα­γα την κούτα με τα γά­λα­τα. Με μα­ζέ­ψα­νε λοι­πόν τα παι­διά και με πή­γα­νε στη «λαϊκή κλι­νι­κή» αμέ­σως. Ξύ­πνη­σα εκεί, κοι­τάω γύρω μου και βλέπω μια αί­θου­σα βαμ­μέ­νη στο αίμα, βο­γκη­τά τρο­με­ρά, και μια υπέ­ρο­χη κο­πέ­λα, ξαν­θιά ⎼για­τρί­να⎼ μ’ ένα χα­μό­γε­λο φο­βε­ρό να μου λέει: «Πώς είσαι;», «Καλά, καλά» (να φύγω από δω μέσα αμέ­σως!) (γέλια). «Τι έπα­θες;», «Λι­πο­θύ­μη­σα». Μου έδωσε μια πορ­το­κα­λά­δα, μου ’δωσε και μια ασπι­ρί­νη. Μου λέει: «Θες να κά­τσεις κι άλλο;». Να κάτσω, μ’ αυτά που έβλε­πα, απο­κλεί­ε­ται. Ήτανε γε­μά­τα τα κρε­βά­τια (δεν ξέρω πώς τα ’χανε φτιά­ξει), το ένα πάνω στ’ άλλο ⎼ γι­νό­τα­νε δου­λειά τρο­με­ρή εκεί μέσα. Κι εκεί κα­τά­λα­βα ότι τι πράγ­μα δεν έχει σω­τη­ρία. Κι επι­λέ­ξα­με να μεί­νου­με μέχρι το τέλος.

Σιγά σιγά πε­ριο­ρί­στη­κε το γύρω, ώσπου δεν έμει­νε κα­νέ­νας απέξω. Και μετά οι πε­ρί­φη­μες σει­ρές: Τα ΛΟΚ, η ασφά­λεια, η αστυ­νο­μία, όλη η Πα­τη­σί­ων και γύρω γύρω. Και το τανκ με το φως το εκτυ­φλω­τι­κό. Έβλε­πα όλη τη σκηνή, ήμου­να στης Αρ­χι­τε­κτο­νι­κής τον εξώ­στη. Το είδα όλο […] Θυ­μά­μαι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ότι μέχρι την τε­λευ­ταία στιγ­μή ήταν άτομα με τις γρο­θιές υψω­μέ­νες. Κι όταν μπήκε το τανκ, έπε­σαν προς τα πίσω. […] Δεν πέ­ρα­σε ένα λεπτό και ήρθαν οι λο­κα­τζή­δες, ήτανε κι αυτό τρο­μα­κτι­κό. Εμείς δεν εί­χα­με τέ­τοιες εμπει­ρί­ες. Φο­ρά­γα­νε μα­ντί­λια, στο­λές μάχης, πα­ραλ­λα­γή. Μόνο που τα παι­διά τα ’χανε χα­μέ­να κι αυτοί. Να σου πω, από μια άποψη, κα­λύ­τε­ρα που μπή­καν αυτοί κι όχι οι μπά­τσοι. Ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό που το θυ­μά­μαι: Φω­να­ζό­ταν το σύν­θη­μα (από πριν) «Φα­ντά­ροι αδέρ­φια μας». Μπή­καν οι φα­ντά­ροι, κάναν ένα διά­δρο­μο, ήταν κα­τα­κί­τρι­να τα παι­διά, φαι­νό­ντου­σαν. Κά­ποιοι εκεί πήγαν να ση­κώ­σουν ένα φα­ντά­ρο στα χέρια! Τα ’χε χα­μέ­να το παιδί, δεν ήξερε τι να κάνει. Κά­ποιοι πιο ψύ­χραι­μοι ευ­τυ­χώς είπαν «τι κά­νε­τε ρε μα­λα­κι­σμέ­να, σο­βα­ρευ­τεί­τε. Θα το κά­ψου­με το παιδί». Μας άνοι­ξαν έναν διά­δρο­μο, κα­τε­βή­κα­με και μας βγά­λαν απ’ την κε­ντρι­κή εί­σο­δο. Ήταν αυτή η Μερ­σε­ντές που λει­τουρ­γού­σε σαν οδό­φραγ­μα και περ­νά­γα­με είτε από πάνω της είτε από δίπλα της. Εγώ προ­σω­πι­κά πρέ­πει να έπεσα του­λά­χι­στον δέκα φορές κάτω. Έκανα μια απλή σκέψη (είχα και μια κο­πέ­λα μαζί μου, οπότε δεν ήταν μόνο η σω­τη­ρία η δικιά μου): Η μόνη μας ελ­πί­δα είναι ότι δεν μπο­ρούν να μας πιά­σουν όλους ⎼γιατί δεν χω­ρά­με να μας πιά­σουν όλους⎼ και ο μόνος τρό­πος είναι να είσαι μαζί με το πλή­θος. Όποιος φεύ­γει απ’ το πλή­θος έχει με­γα­λύ­τε­ρες πι­θα­νό­τη­τες να πάθει κακό. Μας έβγα­ζαν κατά κύ­μα­τα, το δικό μας κύμα πήγε προς την Το­σί­τσα. Ε, εκεί ορ­μά­γα­νε. Με ρό­πα­λα, με κλο­τσιές, με μπου­νιές, έπεσε πολύ ξύλο. Και ιδιαί­τε­ρα Το­σί­τσα και Μπου­μπου­λί­νας ήταν ένα κο­μά­ντο της ασφά­λειας με κάτι ξύλα τρία μέτρα το κα­θέ­να που βα­ρά­γα­νε στο ψαχνό, ας πούμε. Πώς γλι­τώ­σα­με εκεί και πώς με βα­στά­γαν τα πόδια μου, δεν μπορώ να κα­τα­λά­βω (έφαγα ελά­χι­στο ξύλο εκεί). Και μπήκα στην πρώτη ή δεύ­τε­ρη πο­λυ­κα­τοι­κία πίσω απ’ το Πο­λυ­τε­χνείο ακρι­βώς. Στο δια­μέ­ρι­σμα που μπήκα εγώ κι ένας δη­μο­κρά­της δι­κη­γό­ρος με την κόρη του και τη γυ­ναί­κα του, πρέ­πει να ήμα­σταν 150 άν­θρω­ποι, πρέ­πει σ’ όλη την πο­λυ­κα­τοι­κία να ’μα­σταν πάνω από 500. Θυ­μά­μαι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, το πρωί ήρθε ένας συ­να­γω­νι­στής και λέει: «Εί­μα­στε πάρα πολ­λοί στην πο­λυ­κα­τοι­κία συ­να­γω­νι­στές και απο­φα­σί­σα­με ότι μπο­ρού­με να κά­νου­με συ­νέ­λευ­ση στα σκα­λιά» (γέλια). Του εί­πα­νε «είσαι βλά­κας και μην ξα­να­κού­σου­με τέ­τοιες βλα­κεί­ες!».

Τι έβλε­πα από κει; Οι ασφα­λί­τες μπή­κα­νε μέσα και το κά­να­νε μπλε μαρέν το Πο­λυ­τε­χνείο (οι φα­ντά­ροι απο­χώ­ρη­σαν με βήμα και τρα­γού­δι κατά τις 4.00-4.30) ⎼ έβλε­πα από τις γρί­λιες. Στο κτί­ριο το πίσω, από την πλευ­ρά της Μπου­μπου­λί­νας που έβλε­πα, μπή­καν ασφα­λί­τες και σπά­γαν ό,τι βρί­σκα­νε μπρο­στά τους. Ει­κό­νες που πα­ρου­σιά­σα­νε μετά, αλλά δεν τα πί­στε­ψε κα­νέ­νας. Το δυ­στύ­χη­μα είναι ότι κα­τέ­βη­κε κό­σμος πάλι, αλλά δεν το ξέ­ρα­με εμείς (το Σάβ­βα­το είναι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι νε­κροί). Ακού­γα­με μέσα απ’ την πο­λυ­κα­τοι­κία συν­θή­μα­τα, αλλά νο­μί­ζα­με ότι ήταν ηχώ από τα συν­θή­μα­τα που ακού­γα­με στο Πο­λυ­τε­χνείο! Απ’ ό,τι κα­τα­λα­βαί­νω, το Σάβ­βα­το πρέ­πει να είναι νε­ο­λαία από τις συ­νοι­κί­ες που κα­τε­βαί­νει. Έχω έναν φίλο που πυ­ρο­βο­λή­θη­κε από πάνω, μπήκε η σφαί­ρα από τον αρι­στε­ρό ώμο και βγήκε από τη δεξιά κοι­λια­κή, πέ­ρα­σε δίπλα απ’ την καρ­διά όταν ήταν ο παλ­μός μέσα και έζησε ⎼ για δυο χι­λιο­στά θα είχε πε­θά­νει. Κα­θη­γη­τής σή­με­ρα, ζει και βα­σι­λεύ­ει. Δεν μι­λά­ει ποτέ γι’ αυτά. Για μένα δια­δό­θη­κε στο Πε­ρι­στέ­ρι ότι πέ­θα­να. Εγώ ήρθα εδώ κι έπεσα κα­τά­κοι­τος για δυο τρεις μέρες, δεν πήγα που­θε­νά. Και μπήκα μετά σ’ ένα λε­ω­φο­ρείο και μου λέει ένας γεί­το­νας: «Ζεις; Όλοι στο κα­φε­νείο λένε ότι σκο­τώ­θη­κες». Είναι γνω­στό ότι πήγαν σε οι­κο­γέ­νειες, τους ανα­γκά­σαν να κά­νουν τις κη­δεί­ες γρή­γο­ρα, οι νε­κροί είναι πολύ πε­ρισ­σό­τε­ροι σί­γου­ρα!

Πε­ρι­στέ­ρι, 13.4.2012

[1] Ανα­φέ­ρε­ται στο σύν­θη­μα «Απόψε θα γίνει Ταϊ­λάν­δη». ΣτΕ

 

Ετικέτες