Μίσος για τη δημοκρατία, απέχθεια για την πολιτική, επιθυμία για αυταρχισμό. Στις πρόσφατες εκλογές στη Βραζιλία ο «σέρτικος κι αράθυμος» μέχρι γελοιότητας, απόστρατος λοχαγός Ζαΐρ Μεσσίας Μπολσονάρο εκλέχτηκε πρόεδρος της χώρας, με ποσοστά αυξανόμενα ευθέως ανάλογα με τον μεσαιωνικό πολιτικό του λόγο, για να εξαπολύσει τον «πόλεμο» στο εσωτερικό της χώρας. Το κείμενο αυτό προσπαθεί να περιγράψει το φαινόμενο Μπολσονάρο, να διευρευνήσει το πώς και γιατί εξελίχθηκε, ποια είναι η κοινωνική του βάση και τι μέλλει γενέσθαι.

Να ‘χαμε ένα βα­σι­λιά

δράκο με χο­ντρό λαιμό

σέρ­τι­κο κι αρά­θυ­μο

να μας κάνει πό­λε­μο

«Ο Τρε­λός», Κώ­στας Βάρ­να­λης

Κοι­νο­βου­λευ­τι­κοί συ­σχε­τι­σμοί

Ο Μπολ­σο­νά­ρο εκλέ­χτη­κε πρό­ε­δρος στο δεύ­τε­ρο γύρο με 54% (57 εκα­τομ­μύ­ρια ψήφοι) ένα­ντι 46% (47 εκα­τομ­μύ­ρια ψήφοι) του αντι­πά­λου του. Στον πρώτο γύρο είχε πάρει 46%, ενώ ο Αντάντ είχε 29%,  δη­λα­δή 46 εκα­τομ­μύ­ρια ψή­φους ένα­ντι 31 του Αντάντ. Το σύ­νο­λο απο­χής, λευ­κών και άκυ­ρων πα­ρέ­μει­νε σχε­δόν το ίδιο στους δύο γύ­ρους, στο 29% πε­ρί­που, πο­σο­στό ελα­φρώς με­γα­λύ­τε­ρο από το αντί­στοι­χο των προη­γού­με­νων εκλο­γών. Συ­γκρί­νο­ντας με τις προη­γού­με­νες εκλο­γές μπο­ρού­με να δια­πι­στώ­σου­με τα εξής:

  1. Δεν υπήρ­ξε μα­ζι­κή με­τα­κί­νη­ση ψη­φο­φό­ρων από την αρι­στε­ρά προς τη δεξιά, και πολύ λι­γό­τε­ρο προς την ακρο­δε­ξιά. Φαί­νε­ται πι­θα­νή με­τα­κί­νη­ση ψη­φο­φό­ρων από την κυ­βερ­νώ­σα αρι­στε­ρά προς άκυ­ρο-λευ­κό-απο­χή (ΑΑΑ) και προς άλλα αρι­στε­ρά κόμ­μα­τα (πχ. PSOL) και επί­σης με­τα­κί­νη­ση δε­ξιών ψη­φο­φό­ρων από ΑΑΑ προς Μπολ­σο­νά­ρο.
  2. Η πα­ρα­δο­σια­κή δεξιά δεν με­τα­κι­νή­θη­κε μα­ζι­κά προς τον Μπολ­σο­νά­ρο αντί­θε­τα, στον δεύ­τε­ρο γύρο εκ­φρά­στη­κε μια «αντί­στα­ση» στην άνοδο των φα­σι­στι­κών ιδεών ακόμα και από συ­ντη­ρη­τι­κούς ψη­φο­φό­ρους.
  3. Οι ψη­φο­φό­ροι ήταν σαφώς τα­ξι­κά δια­χω­ρι­σμέ­νοι: στο φτωχό βορρά της χώρας επι­κρά­τη­σε ο Αντάντ, ενώ στις πλού­σιες με­γα­λου­πό­λεις του νότου ο Μπολ­σο­νά­ρο. Επι­πλέ­ον, οι ψη­φο­φό­ροι του Μπολ­σο­νά­ρο ήταν κυ­ρί­ως λευ­κοί, άντρες, με υψηλό ει­σό­δη­μα και πτυ­χία ανώ­τα­των σχο­λών, ηλι­κί­ας 35-45.


Απο­τε­λέ­σμα­τα του δεύ­τε­ρου γύρου των προ­ε­δρι­κών εκλο­γών στη Βρα­ζι­λία το 2018. Γρα­φι­κό: Aréat

Η Βρα­ζι­λία είναι ομο­σπον­δία που απο­τε­λεί­ται από αυ­τό­νο­μες πο­λι­τεί­ες. Στις γε­νι­κές εκλο­γές εκτός από πρό­ε­δρο, οι πο­λί­τες ψη­φί­ζουν και για τα δύο νο­μο­θε­τι­κά σώ­μα­τα, τη Βουλή και τη Γε­ρου­σία, καθώς και για κυ­βερ­νή­τες και νο­μο­θε­τι­κά σώ­μα­τα των πο­λι­τειών. Ο Μπολ­σο­νά­ρο λοι­πόν, τόσο στις Πο­λι­τεί­ες, όσο και στη Βουλή  (Camara dos deputados), δεν έχει την πλειο­ψη­φία, ενώ ούτε και οι γε­νι­κό­τε­ροι συ­σχε­τι­σμοί του επι­τρέ­πουν να κάνει εύ­κο­λα ό,τι θέλει. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στη Βουλή έχει 52 βου­λευ­τές ένα­ντι 56 του ΡΤ, δη­λα­δή όσους βου­λευ­τές είχε η Ντίλ­μα Ρου­σέφ το 2014, η οποία ένα χρόνο μετά κα­θαι­ρέ­θη­κε από την προ­ε­δρία με από­φα­ση του Ανώ­τα­του Δι­κα­στη­ρί­ου και έγκρι­ση της Βου­λής. Επι­πλέ­ον, ούτε σε πο­λι­τεια­κό επί­πε­δο είναι πα­ντού ευ­νοϊ­κοί οι συ­σχε­τι­σμοί για την εφαρ­μο­γή της πο­λι­τι­κής του (πχ. λο­γο­κρι­σία στην εκ­παί­δευ­ση, επί­ση­μη ανα­θε­ώ­ρη­ση της ιστο­ρί­ας).

Και οι πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις όμως που έλεγ­χαν ως τώρα τον κρα­τι­κό μη­χα­νι­σμό συ­γκρά­τη­σαν τις δυ­νά­μεις τους και δεν φαί­νε­ται εύ­κο­λο να χά­σουν τα πόστα τους παρά μόνο εάν με­τα­κι­νη­θούν οι ίδιοι προς την ακρο­δε­ξιά. Μια ακρο­δε­ξιά που σή­με­ρα εκ­φρά­ζει ο Μπολ­σο­νά­ρο, αλλά υπήρ­χε ήδη στα νο­μο­θε­τι­κά σώ­μα­τα, κάτω από άλ­λους κομ­μα­τι­κούς σχη­μα­τι­σμούς και με δια­φο­ρε­τι­κά πρό­σω­πα. Το τε­λευ­ταίο έχει μια ση­μα­σία καθώς αρ­κε­τοί και­νού­ριοι ακρο­δε­ξιοί βου­λευ­τές είναι στρα­τιω­τι­κοί, όπως και ο αντι­πρό­ε­δρος του Μπολ­σο­νά­ρο, ένας πρώην στρα­τη­γός με ακόμα πιο ακραί­ες θέ­σεις από τον Μπολ­σο­νά­ρο, και απ’ ό,τι λένε αρ­κε­τά ευ­φυ­έ­στε­ρος και ικα­νό­τε­ρος από τον αρ­χη­γό.

Τότε σε τι ακρι­βώς συ­νί­στα­ται η «νίκη» της ακρο­δε­ξιάς και που εντο­πί­ζε­ται η «ήττα» της αρι­στε­ράς; Ποιο είναι το νέο στοι­χείο και τι συ­γκε­κρι­μέ­να είναι η νέα ακρο­δε­ξιά της Βρα­ζι­λί­ας;

Ιδε­ο­λο­γι­κή και συμ­βο­λι­κή η νίκη

Ο νε­ο­φα­σι­σμός του Μπολ­σο­νά­ρο μπο­ρεί να μην επι­φέ­ρει με­γά­λη ανα­τρο­πή στην πο­λι­τι­κή ή στην οι­κο­νο­μία, ωστό­σο έχει ήδη κα­τα­φέ­ρει ένα ση­μα­ντι­κό ιδε­ο­λο­γι­κό πλήγ­μα στις κα­τα­πιε­σμέ­νες τά­ξεις της Βρα­ζι­λί­ας, οι οποί­ες πάντα έπα­σχαν από ιδε­ο­λο­γι­κή «αυ­το­πε­ποί­θη­ση» στη μάχη για τα κα­θη­με­ρι­νά τους δι­καιώ­μα­τα και στους αγώ­νες για κοι­νω­νι­κές ελευ­θε­ρί­ες.

Τι κυ­ριάρ­χη­σε στην προ­ε­κλο­γι­κή πε­ρί­ο­δο;

Οι ιδέες της αυ­ταρ­χι­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης, της ολι­γαρ­χί­ας των άξιων και των ικα­νών, της θε­μι­τής και επι­διω­κό­με­νης κοι­νω­νι­κής ιε­ραρ­χί­ας με κάθε λογής κοι­νω­νι­κές δια­κρί­σεις, και, μαζί, ένα μα­ζι­κό κί­νη­μα, με δια­δη­λώ­σεις στους δρό­μους και στα ηλε­κτρο­νι­κά δί­κτυα ενα­ντί­ον της «κομ­μου­νι­στι­κής δι­κτα­το­ρί­ας» και των «κομ­μου­νι­στών».

Συν­θή­μα­τα που ζη­τού­σαν ακόμα και «θά­να­το στους κομ­μου­νι­στές», «θά­να­το στους κλέ­φτες αρι­στε­ρούς» (επα­νήλ­θε μέχρι και το σύν­θη­μα της δι­κτα­το­ρί­ας (1964-1985) «Αγάπα τη Βρα­ζι­λία ή Φύγε από τη χώρα»), ενώ στον πρώτο γύρο των εκλο­γών εί­δα­με φω­το­γρα­φί­ες ψη­φο­φό­ρων να πα­τούν τα πλή­κτρα της ηλε­κτρο­νι­κής κάλ­πης με τις κάνες των πι­στο­λιών τους δια­κη­ρύσ­σο­ντας το δι­καί­ω­μά τους να οπλο­φο­ρούν και να πυ­ρο­βο­λούν όποιον τους απει­λή­σει.

Δια­μαρ­τυ­ρί­ες στους δρό­μους και στο δια­δί­κτυο κατά εκ­παι­δευ­τι­κών που δι­δά­σκουν ακόμη ότι η στρα­τιω­τι­κή δι­κτα­το­ρία έκανε εγκλή­μα­τα, αγα­να­κτι­σμέ­νοι πο­λί­τες να διεκ­δι­κούν το «δι­καί­ω­μά» τους στον ρα­τσι­σμό και τον σε­ξι­σμό, να αγω­νί­ζο­νται για την επέμ­βα­ση του Στρα­τού ενά­ντια στους «τε­μπέ­λη­δες» καλ­λι­τέ­χνες, τρα­γου­δι­στές, ζω­γρά­φους, ποι­η­τές, που «κλέ­βουν» το κρά­τος και ζη­μιώ­νουν την οι­κο­νο­μία μέσω του νόμου για επι­δο­τή­σεις πο­λι­τι­στι­κών δρα­στη­ριο­τή­των  (ο «νόμος Ρουα­νέτ» για χρη­μα­το­δό­τη­ση πο­λι­τι­στι­κών δρα­στη­ριο­τή­των από τον κρα­τι­κό προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό απο­τε­λού­σε κόκ­κι­νο πανί προ­ε­κλο­γι­κά).

Εί­δα­με την αρι­στε­ρά στρι­μωγ­μέ­νη στη γωνία από την συ­ντρι­πτι­κή επέ­λα­ση «από­ψε­ων» που αντι­μά­χο­νταν ακόμα και στοι­χειώ­δεις αν­θρω­πι­στι­κές αξίες που θε­ω­ρού­νταν δε­δο­μέ­νες από την εποχή της Γαλ­λι­κής επα­νά­στα­σης· εκ­φρά­στη­καν «από­ψεις» που διεκ­δι­κού­σαν διώ­ξεις, ποι­νές, επα­να­φο­ρά της θα­να­τι­κής ποι­νής, μέχρι και ευ­γο­νι­σμό και μα­ζι­κές στει­ρώ­σεις στον φτωχό πλη­θυ­σμό, ενώ την ίδια στιγ­μή κάθε απά­ντη­ση σε τέ­τοιες «από­ψεις» θε­ω­ρού­νταν αυ­ταρ­χι­κή κα­τα­πί­ε­ση εκ μέ­ρους των αρι­στε­ρών και πα­ρε­μπό­δι­ση της …ελευ­θε­ρί­ας των ιδεών. Δια­κη­ρύ­χθη­κε ως ύψι­στο δι­καί­ω­μα «η ελευ­θε­ρία των εχθρών της ελευ­θε­ρί­ας».

– Οι κομ­μου­νι­στές πρέ­πει εξο­ντω­θούν, να φύ­γουν από τη χώρα, να μην έχουν δι­καί­ω­μα λόγου.

– Μα δεν έχεις δι­καί­ω­μα να υπο­στη­ρί­ζεις κάτι τέ­τοιο, είναι αντι­δη­μο­κρα­τι­κό!

– Με κα­τα­πιέ­ζεις, δεν μου επι­τρέ­πεις να πω την άποψή μου, δεν σέ­βε­σαι την αντί­θε­τη άποψη, εσύ είσαι αντι­δη­μο­κρα­τι­κός.

Διά­λο­γοι τέ­τοιου εί­δους ήταν κα­θη­με­ρι­νό φαι­νό­με­νο· ο ρα­τσι­σμός, η δι­κτα­το­ρία, ο αυ­ταρ­χι­σμός, η κάθε εί­δους κοι­νω­νι­κή κα­τα­πί­ε­ση πα­ρου­σιά­ζο­νταν ως εναλ­λα­κτι­κές «από­ψεις» οι οποί­ες εξί­σου είχαν δι­καί­ω­μα να ακού­γο­νται.

Και όσοι όμως δεν ψή­φι­σαν ούτε Μπολ­σο­νά­ρο, αλλά ούτε και ενα­ντί­ον του, επί­σης υπο­στή­ρι­ζαν με πάθος ότι για όλα τα κακά φταί­ει η αρι­στε­ρά και οι κομ­μου­νι­στές.

Κο­ντο­λο­γίς, οι Μπολ­σο­να­ρι­κοί θριάμ­βευ­σαν στον ψυ­χο­λο­γι­κό πό­λε­μο, ο Μπολ­σο­νά­ρο νί­κη­σε πα­νη­γυ­ρι­κά, τσά­κι­σε και κα­τα­βα­ρά­θρω­σε την ψυ­χο­λο­γία της αρι­στε­ράς, και όσοι αρ­νού­νται να το πα­ρα­δε­χτούν μάλ­λον θα έχουν μι­κρές πι­θα­νό­τη­τες να ορ­γα­νώ­σουν την αντι­στρο­φή της κα­τά­στα­σης.

Η Κα­τα­σκευή του «Μύθου» και του φα­ντα­στι­κού «Εχθρού»

Η κυ­ριό­τε­ρη δια­φο­ρά με­τα­ξύ της φα­σι­στι­κής και μη φα­σι­στι­κής δε­ξιάς ήταν

ότι ο φα­σι­σμός υπήρ­χε με την κι­νη­το­ποί­η­ση των μαζών από τα κάτω.

Ανήκε στην ουσία στην εποχή της δη­μο­κρα­τι­κής και λαϊ­κής πο­λι­τι­κής,

την οποία οι πα­ρα­δο­σια­κοί αντι­δρα­στι­κοί πε­ρι­φρο­νού­σαν και οι υπέρ­μα­χοι

του
 «ορ­γα­νι­κού κρά­τους» προ­σπά­θη­σαν να υπερ­κε­ρά­σουν.

Ερικ Χο­μπ­σμπά­ουμ Η εποχή των Άκρων, σελ. 155

Από το 2013 κι έπει­τα άρ­χι­σε ν’ ανα­πτύσ­σε­ται ένα κί­νη­μα το οποίο απο­κτού­σε όλο και με­γα­λύ­τε­ρη μα­ζι­κό­τη­τα και κοι­νω­νι­κή απο­δο­χή ή ανοχή, και διεκ­δι­κού­σε ένα πλαί­σιο αυ­ταρ­χι­κών, αντι­δη­μο­κρα­τι­κών μέ­τρων, ενώ υπο­στή­ρι­ζε ιδε­ο­λο­γι­κά ακραί­ες από­ψεις ενα­ντί­ον κα­τα­κτη­μέ­νων δι­καιω­μά­των και ελευ­θε­ριών.

Αυτό το ρεύμα, με την υπο­στή­ρι­ξη πα­λιών και νέων μη­χα­νι­σμών μα­ζι­κής προ­πα­γάν­δας, έπλα­σε έναν «εθνι­κό ήρωα», τον επο­νο­μα­ζό­με­νο «Μύθο», τον Ζαΐρ Μεσ­σί­ας Μπολ­σο­νά­ρο. Όπως λέει το δεύ­τε­ρο όνομά του, προ­ο­ρι­ζό­ταν να είναι ο Μεσ­σί­ας που θα απάλ­λασ­σε τη Βρα­ζι­λία από τον υπο­τι­θέ­με­νο αδί­στα­κτο εχθρό που την κα­τα­πιέ­ζει, τον Κομ­μου­νι­σμό, το Λε­νι­νι­σμό, τους Κου­βα­νούς και όλους τους αρι­στε­ρούς. Ακού­γε­ται απί­στευ­το, αλλά ο προ­ε­κλο­γι­κός λόγος του Μπολ­σο­νά­ρο και των υπο­στη­ρι­κτών του έμοια­ζε βγαλ­μέ­νος από τις πιο μα­κρι­νές μέρες του «Ψυ­χρού Πο­λέ­μου», αντι­γρα­φή του Μα­καρ­θι­σμού, του Πι­νο­σέτ και του Βι­ντέ­λα. Και έπει­θε. Και με­τα­τρά­πη­κε σε ρεύμα και σε μα­ζι­κό κί­νη­μα με πανό και πλα­κάτ στους δρό­μους.

Ας δούμε λοι­πόν ορι­σμέ­να από τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αυτού του κι­νή­μα­τος:

  1. Απο­τε­λού­νταν από άτομα που ανα­λάμ­βα­ναν πο­λι­τι­κή δράση για πρώτη φορά, μάζες που έμπαι­ναν δυ­να­μι­κά στην πο­λι­τι­κή μάχη χωρίς να τους συν­δέ­ει κα­νέ­να ολο­κλη­ρω­μέ­νο πο­λι­τι­κό πρό­γραμ­μα ή κο­σμο­θε­ω­ρία, εκτός από την αντί­θε­σή τους στην «κομ­μου­νι­στι­κή κα­τα­πί­ε­ση» και την «Με­γά­λη Κλε­ψιά» (Roubalheira) της αρι­στε­ράς. Επί­σης τους συν­δέ­ει η βρα­ζι­λιά­νι­κη ση­μαία, ο «κι­τρι­νο­πρα­σι­σμός» (verdeamarelismo), γι’ αυτό και τα χρώ­μα­τα του Έθνους κυ­ριαρ­χούν στις δια­δη­λώ­σεις τους.
  2. Όλοι αυτοί βρί­σκο­νται διαρ­κώς σε κα­τά­στα­ση «πο­λέ­μου» ενα­ντί­ον των αντι­πά­λων τους, ενα­ντί­ον του με­γά­λου «Εχθρού» που σε με­γά­λο βαθμό είναι δική τους φα­ντα­στι­κή κα­τα­σκευή, μέσα από υπερ­βο­λές, αλλά και συ­νει­δη­τά ψέ­μα­τα.[1]
  3. Το κί­νη­μά τους επι­διώ­κει το μο­νο­πώ­λιο της πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας –την οποία ταυ­τί­ζει με το έθνος και την πα­τρί­δα– και δεν δι­στά­ζει να ασκή­σει τρο­μο­κρα­τία σε όσους του προ­βάλ­λουν αντί­στα­ση, ενώ αξιο­ποιεί τον κοι­νο­βου­λευ­τι­σμό και συμ­μα­χεί με τις πα­ρα­δο­σια­κά κυ­ρί­αρ­χες δυ­νά­μεις της εξου­σί­ας.
  4. Η πο­λι­τι­κή του είναι αυ­θαί­ρε­τη, ασα­φής και δεν ενο­χλεί­ται διό­λου από τις εσω­τε­ρι­κές αντι­φά­σεις της. Ο Μπολ­σο­νά­ρο και οι οπα­δοί του μπο­ρούν άνετα να υπο­στη­ρί­ζουν μία άποψη και την επό­με­νη μέρα να υπο­στη­ρί­ζουν την ακρι­βώς αντί­θε­τη, δια­ψεύ­δο­ντας τις προη­γού­με­νες δη­λώ­σεις τους κατά το δο­κούν.

    Απο­κα­λυ­πτι­κό αυτής της «αρχής χωρίς αρχές» είναι ότι ο μη­χα­νι­σμός του Μπολ­σο­νά­ρο υπο­σχό­ταν ένα έντο­να αντι­δη­μο­κρα­τι­κό μέτρο και ταυ­τό­χρο­να διέ­δι­δε ότι όταν εκλε­γεί ΔΕΝ θα το εφαρ­μό­σει. Ήταν ο μο­να­δι­κός πο­λι­τι­κός που έλεγε στους ψη­φο­φό­ρους του ότι δεν θα εφαρ­μό­σει όσα τους υπο­σχό­ταν· παρ’ όλα αυτά τον ψή­φι­ζαν. Στην ουσία της, η πο­λι­τι­κή της σκό­πι­μης ασά­φειας και των αντι­φά­σε­ων είχε στόχο να δη­μιουρ­γή­σει τον «Αρ­χη­γό» του κι­νή­μα­τος, στον οποίο απλώς έχου­με εμπι­στο­σύ­νη, διότι πι­στεύ­ου­με στο πρό­σω­πο, στον ήρωα, τον «Μύθο», και δεν μας εν­δια­φέ­ρει τι λέει ούτε τι κάνει. Είναι ο «Αρ­χη­γός» μας και ο σω­τή­ρας μας.
  1. Το πρό­γραμ­μά του δεν είναι κα­θό­λου «επα­να­στα­τι­κό», δεν ανα­τρέ­πει διό­λου τις αρχές του σύγ­χρο­νου κα­πι­τα­λι­στι­κού κρά­τους (μά­λι­στα πήρε πίσω τα περί αλ­λα­γής του Συ­ντάγ­μα­τος, ενώ ο ίδιος ο Μπολ­σο­νά­ρο συ­νε­χώς το με­τα­βάλ­λει προς το με­τριο­πα­θέ­στε­ρο.

    Τε­λι­κά, είναι ένα «πρό­γραμ­μα»  φτιαγ­μέ­νο ώστε να απα­ντά­ει με πει­στι­κό και πρα­κτι­κό τρόπο στις αρι­στε­ρές πο­λι­τι­κές, αλλά και στις ιδέες που τις στη­ρί­ζουν, στο­χεύ­ο­ντας επί­μο­να στο «συμ­βο­λι­κό».
  1. Το κί­νη­μα του Μπολ­σο­νά­ρο έχει μια έντο­νη «πο­λι­τι­στι­κή» διά­στα­ση, με κύριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τον εθνι­κι­σμό. Βα­σί­ζε­ται σε εθνι­κούς μύ­θους, συ­νο­ψί­ζει κάθε εκ­δο­χή του βρα­ζι­λιά­νι­κου εθνι­κι­σμού, από την εποχή του «Ufanismo» (Πε­ρη­φά­νειας) μέχρι το σύν­θη­μα «Βρα­ζι­λία Πάνω απ’ Όλα και ο Θεός πάνω από τη Βρα­ζι­λία» και το αγα­πη­μέ­νο σύν­θη­μα της δι­κτα­το­ρί­ας «Αγάπα τη Βρα­ζι­λία ή φύγε από τη χώρα». Ενι­σχύ­ει την άμεση ταύ­τι­ση των μαζών με την εξου­σία, μέσω της μυ­στι­κι­στι­κής έν­νοιας του Έθνους, της Βρα­ζι­λια­νι­κό­τη­τας, ενώ οι «προ­δό­τες» του Έθνους κα­τα­δι­κά­ζο­νται εξ ορι­σμού. Οι οπα­δοί του Μπολ­σο­νά­ρο φο­ρούν μπλου­ζά­κια που γρά­φουν «Το κόμμα μου είναι η Βρα­ζι­λία» (Meu partido é o Brasil), ανε­μί­ζουν τη ση­μαία της Βρα­ζι­λί­ας (που «κιν­δυ­νεύ­ει να γίνει κόκ­κι­νη από τους κομ­μου­νι­στές”), βρί­ζουν τους ξέ­νους, τους γεί­το­νες, τους με­τα­νά­στες. Η Βρα­ζι­λία είναι οι ίδιοι· όσοι δεν είναι μαζί τους είναι εχθροί της πα­τρί­δας.

Ο εθνι­κι­σμός απο­τε­λεί το κύριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του ρεύ­μα­τος Μπολ­σο­νά­ρο, όσο κι αν στην οι­κο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή έχει υιο­θε­τή­σει το πα­γκο­σμιο­ποι­η­μέ­νο φι­λε­λεύ­θε­ρο μο­ντέ­λο, εκ­φρά­ζο­ντας μια ετε­ρό­κλη­τη και αμ­φί­βο­λη συμ­μα­χία των επι­χει­ρη­μα­τιών που θέ­λουν προ­στα­τευ­τι­σμό με εκεί­νους που  θέ­λουν «ανοι­χτή» οι­κο­νο­μία.

Τέλος, το ρεύμα του Μπολ­σο­να­ρι­σμού, με την υπο­στή­ρι­ξη ευαγ­γε­λι­κών, πε­ντη­κο­στια­νών και άλλων θρη­σκευ­τι­κών ρευ­μά­των, ανα­πτύσ­σει ένα σύ­νο­λο αξιών που έχουν την αδιαμ­φι­σβή­τη­τη ισχύ αξιών μιας πο­λι­τι­κής θρη­σκεί­ας (ατο­μι­σμός, η οι­κο­γέ­νεια, η ερ­γα­σία με χαρά και άλλα πα­ρό­μοια μου­σο­λι­νι­κά).

Ορι­σμέ­να ση­μεία του πο­λι­τι­κού «προ­γράμ­μα­τος»
  • Προ­κει­μέ­νου να ικα­νο­ποι­ή­σει το αί­τη­μα των υπο­στη­ρι­κτών του για «ασφά­λεια», το κί­νη­μα του Μπολ­σο­νά­ρο υπό­σχε­ται να μειώ­σει το όριο ηλι­κί­ας της ποι­νι­κής ευ­θύ­νης από τα 18 στα 16 ή και στα 12 ακόμα, ώστε να έχουν οι ανή­λι­κοι πα­ρα­βά­τες την ίδια ποι­νι­κή αντι­με­τώ­πι­ση με τους ενή­λι­κους. Σε ερώ­τη­μα που τέ­θη­κε στον Μπολ­σο­νά­ρο σχε­τι­κά με την κα­τά­στα­ση στις φυ­λα­κές της χώρας, όπου στοι­βά­ζο­νται πολ­λα­πλά­σιοι κρα­τού­με­νοι από όσους προ­βλέ­πουν οι προ­δια­γρα­φές τους, απά­ντη­σε: «Δεν είναι δικό μου πρό­βλη­μα ο υπερ­πλη­θυ­σμός των φυ­λα­κών, είναι πρό­βλη­μα των εγκλη­μα­τιών. Ας μην εγκλη­μα­τού­σαν». Μπο­ρεί λοι­πόν η αν­θρω­πό­τη­τα να χρειά­στη­κε πολ­λούς αιώ­νες για να «πει­στεί» ότι έχουν δι­καιώ­μα­τα και οι κα­τά­δι­κοι, αλλά τώρα οι «θο­λο­κουλ­του­ριά­ρη­δες» αρι­στε­ροί της Βρα­ζι­λί­ας προ­σπα­θούν μά­ταια να απα­ντή­σουν σ’ αυτό το πε­τυ­χη­μέ­νο κλεί­σι­μο του μα­τιού στους «νοι­κο­κυ­ραί­ους» της Βρα­ζι­λί­ας.
  • Το Σχο­λείο χωρίς Κόμ­μα­τα είναι από τους στό­χους του κι­νή­μα­τος Μπολ­σο­νά­ρο που ήδη άρ­χι­σε να εφαρ­μό­ζε­ται μετά τις μα­θη­τι­κές κα­τα­λή­ψεις του 2015. Πρό­κει­ται για έναν κα­τά­λο­γο υπο­χρε­ώ­σε­ων του δα­σκά­λου ή κα­θη­γη­τή ώστε να απο­φεύ­γε­ται η «κομ­μου­νι­στι­κή προ­πα­γάν­δα» στην παι­δεία. Αυτό ση­μαί­νει ου­σια­στι­κά λο­γο­κρι­σία σε ζη­τή­μα­τα ιστο­ρί­ας, θρη­σκεί­ας, φι­λο­σο­φί­ας, τέ­χνης, αφού ο όρος «κομ­μου­νι­στι­κή προ­πα­γάν­δα» μπο­ρεί να πε­ρι­λαμ­βά­νει τα πάντα (μια επί­σκε­ψη, για πα­ρά­δειγ­μα, στο μου­σείο Μο­ντέρ­νας Τέ­χνης). Επι­πλέ­ον επι­βάλ­λει τον ιστο­ρι­κό ανα­θε­ω­ρη­τι­σμό και δη­μιουρ­γεί κλίμα τρο­μο­κρα­τί­ας στους κα­θη­γη­τές και δα­σκά­λους που ήδη είναι υπό διωγ­μό και χά­νουν τις δου­λειές τους από κα­ταγ­γε­λί­ες μα­θη­τών και γο­νιών.
  • Ο Μπολ­σο­να­ρι­σμός επι­βάλ­λει ρητά τον απο­κλει­σμό των παι­δα­γω­γι­κών ιδεών του Πά­ου­λο Φρέι­ρε (Παι­δα­γω­γι­κή του Κα­τα­πιε­σμέ­νου) από τα σχο­λεία, απα­γο­ρεύ­ει την «ιδε­ο­λο­γία του φύλου», υπο­στη­ρί­ζει την ίδρυ­ση του­λά­χι­στον 2 στρα­τιω­τι­κών εκ­παι­δευ­τι­κών ιδρυ­μά­των σε κάθε πε­ριο­χή και τον πε­ριο­ρι­σμό των δα­πα­νών για την τρι­το­βάθ­μια εκ­παί­δευ­ση (η οποία ως γνω­στόν δη­μιουρ­γεί μόνο τε­μπέ­λη­δες θο­λο­κουλ­του­ριά­ρη­δες αρι­στε­ρούς).
  • Προ­τεί­νει την επα­να­φο­ρά του μα­θή­μα­τος «Ηθική και Πο­λι­τι­κή Δια­παι­δα­γώ­γη­ση» που υπήρ­χε επί δι­κτα­το­ρί­ας.
  • Επι­διώ­κει την κα­τάρ­γη­ση των πο­σο­στώ­σε­ων για την ει­σα­γω­γή μαύ­ρων φοι­τη­τών σε πα­νε­πι­στή­μια.
  • Απο­ζη­τά την κα­τάρ­γη­ση του Κα­τα­στα­τι­κού Χάρτη Δι­καιω­μά­των Παι­διών και Εφή­βων, που «θα τον σκί­σει και θα τον πε­τά­ξει στη λε­κά­νη του κα­μπι­νέ γιατί προ­τρέ­πει στην αλη­τεία και την παι­δι­κή εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα».
  • Δεν θα οριο­θε­τή­σει «ούτε ένα χι­λιο­στό» γης ως γη των ιθα­γε­νών (προ­στα­τευ­μέ­νη).

Ο Μπολ­σο­νά­ρο, ακόμη, έχει ανα­φερ­θεί με ευ­θέ­ως φα­σι­στι­κό λόγο σε πο­λι­τι­κές «εξυ­γί­αν­σης» των φτω­χών στρω­μά­των, μέσω της προ­ώ­θη­σης της φυ­σι­κής αγω­γής, ακόμα και μα­ζι­κών στει­ρώ­σε­ων.

Ομοιό­τη­τες και δια­φο­ρές με άλλα πα­ρα­δείγ­μα­τα

Ει­πώ­θη­κε ότι ο Μπολ­σο­νά­ρο είναι ο Τραμπ των Τρο­πι­κών, όμως στις ΗΠΑ δη­μιουρ­γή­θη­κε ένα αντί­πα­λο κί­νη­μα, με επι­κε­φα­λής τον Μπέρ­νι Σά­ντερς, κάτι πρω­τό­γνω­ρο για τη χώρα, και άφησε πα­ρα­κα­τα­θή­κη για τη γρή­γο­ρη ήττα του Τραμπ και την πο­λι­τι­κή απο­μό­νω­ση του Tea Party. Επί­σης ο Τραμπ αντι­με­τω­πί­ζει έντο­νη εσω­τε­ρι­κή αμ­φι­σβή­τη­ση και στο ίδιο το κόμμα των Ρε­που­μπλι­κά­νων, πράγ­μα που ρηγ­μα­τώ­νει τη δυ­να­μι­κή του αντι­δη­μο­κρα­τι­κού λόγου του και την πο­λι­τι­κή του. Αντί­θε­τα, ο Μπολ­σο­νά­ρο συ­σπει­ρώ­νει όχι μόνο το κόμμα του αλλά και πολ­λούς από τα άλλα πα­ρα­δο­σια­κά ή νέα δεξιά κόμ­μα­τα, ενώ δεν έχει δη­μιουρ­γη­θεί ακόμη κί­νη­μα απά­ντη­σης. Ας ελ­πί­σου­με να εμ­φα­νι­στεί σύ­ντο­μα.

Αν θυ­μη­θεί κα­νείς ότι η δη­μο­τι­κό­τη­τα του Μπολ­σο­νά­ρο εκτο­ξεύ­τη­κε έπει­τα από μια επί­θε­ση με μα­χαί­ρι που δέ­χτη­κε λίγο καιρό πριν από τις εκλο­γές, ενώ αμέ­σως μετά τις εκλο­γές ο επί­δο­ξος δο­λο­φό­νος αφέ­θη­κε ελεύ­θε­ρος μέχρι τη δίκη του (στη χώρα που μένει στη φυ­λα­κή ο πλα­νό­διος κου­λουρ­τζής για φο­ρο­λο­γι­κές πα­ρα­βά­σεις), τότε ανα­πό­φευ­κτα ο νους πη­γαί­νει στην πυρ­πό­λη­ση του Ράιχ­σταγκ.

Αν πάλι κά­ποιος πα­ρα­κο­λου­θή­σει πώς η πο­λι­τι­κή δο­λο­φο­νία της αρι­στε­ρής δη­μο­τι­κής συμ­βού­λου του Ρίο, Μα­ριέ­λε Φράν­κο (ακτι­βί­στρια υπέρ των δι­καιω­μά­των των μειο­νο­τή­των και των γυ­ναι­κών και ενα­ντί­ον της στρα­τιω­τι­κο­ποί­η­σης των φτω­χο­γει­το­νιών), αντί να επη­ρε­ά­σει αρ­νη­τι­κά την εξέ­λι­ξη του κι­νή­μα­τος Μπολ­σο­νά­ρο, ενί­σχυ­σε πε­ραι­τέ­ρω τη συ­σπεί­ρω­ση των οπα­δών του, τότε δύ­σκο­λα δεν θα πάει ο νους του στη δο­λο­φο­νία Μα­τε­ό­τι το 1924 που τε­λι­κά ενί­σχυ­σε την πο­ρεία του Μου­σο­λί­νι, ο οποί­ος ανέ­λα­βε την «πο­λι­τι­κή ευ­θύ­νη» για αυτή.[2]

Μπο­ρού­με να βρού­με κι άλλες τέ­τοιες ομοιό­τη­τες, αλλά και με­γά­λες δια­φο­ρές, με αντί­στοι­χα κι­νή­μα­τα άλλων χωρών και άλλων επο­χών. Βέ­βαια, είναι ανό­η­το να επι­χει­ρή­σου­με να εξη­γή­σου­με ένα τόσο μα­ζι­κό φαι­νό­με­νο με βάση κά­ποιους σχε­δια­σμούς επι­τε­λεί­ων, όσο ισχυ­ρά και υπαρ­κτά κι αν είναι. Τα απο­τε­λέ­σμα­τα κρί­νο­νται στους δρό­μους και στις συ­νει­δή­σεις και όχι στους ελιγ­μούς των σχε­δια­στών της πο­λι­τι­κής. Επι­πλέ­ον, η μέ­θο­δος των συ­γκρί­σε­ων μάλ­λον δεν εν­δεί­κνυ­ται κα­θό­τι τέ­τοιου εί­δους κι­νή­μα­τα, -είτε απο­φαν­θού­με ότι είναι φα­σι­στι­κά και τα ονο­μά­σου­με έτσι είτε όχι-  δια­φέ­ρουν πολύ από χώρα σε χώρα και από εποχή σε εποχή. Άλ­λω­στε, εξ ορι­σμού κάθε μα­χη­τι­κός εθνι­κι­σμός αξιο­ποιεί τις πο­λι­τι­σμι­κές ιδιαι­τε­ρό­τη­τες της δικής του «εθνι­κής πα­ρά­δο­σης». Ούτε το Estado Novo του Γκε­τού­λιο Βάρ­γκας μοιά­ζει με την Nova Era (Νέα Εποχή) του Μπολ­σο­νά­ρο, ούτε το Ordine Nuovo ήταν ακρι­βώς το ίδιο με το γερ­μα­νι­κό αντί­στοι­χό του την ίδια εποχή.

Γιατί ο Μπολ­σο­νά­ρο (και όχι η πα­ρα­δο­σια­κή δεξιά);

Γιατί επι­κρά­τη­σε ο Μπολ­σο­να­ρι­σμός και όχι η κλα­σι­κή Δεξιά ως απά­ντη­ση στη φθορά της κα­θε­στω­τι­κής αρι­στε­ράς;[3]

Ακού­γο­νται αρ­κε­τές ερ­μη­νεί­ες του φαι­νο­μέ­νου και οι πε­ρισ­σό­τε­ρες έχουν μια δόση αλή­θειας.

Σί­γου­ρα ήταν πολύ απο­τε­λε­σμα­τι­κή η «ικα­νό­τη­τα πυρός» των μη­χα­νι­σμών προ­πα­γάν­δας, των image makers,  των μέσων ενη­μέ­ρω­σης, των ει­δι­κών εται­ρειών που διέ­σπει­ραν πε­ρί­που 10.000 fake news μέσω Whats Up, τα ει­δι­κά «ρο­μπότ» που με πλα­στά ονό­μα­τα χρη­στών δη­μο­σί­ευαν αυ­το­μά­τως σχό­λια σε ψη­φια­κά ει­δη­σε­ο­γρα­φι­κά μέσα, αλλά και μέσα κοι­νω­νι­κής δι­κτύ­ω­σης.

Σί­γου­ρα η δύ­να­μη των νε­ο­πε­ντη­κο­στια­νών εκ­κλη­σιών, οι ευαγ­γε­λι­κοί επι­χει­ρη­μα­τί­ες με την επιρ­ροή που έχουν στο «ποί­μνιό» τους, προ­σέ­φε­ρε αφει­δώς νέους οπα­δούς στον Μπολ­σο­νά­ρο.

Σί­γου­ρα η οι­κο­νο­μι­κή κρίση που έφερε τα «φρέ­σκα» με­σαία στρώ­μα­τα μπρο­στά στον κίν­δυ­νο της απώ­λειας των νε­ο­α­πο­κτη­μέ­νων προ­νο­μί­ων τους έπαι­ξε ση­μα­ντι­κό ρόλο, καθώς επί­σης και η κρίση του πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος στη Βρα­ζι­λία που κρα­τά­ει αρ­κε­τά χρό­νια.

Ήδη από το τέλος της δια­κυ­βέρ­νη­σης Λούλα, στις εκλο­γές του 2010, υπήρ­χε το πρό­βλη­μα της «δια­δο­χής», όχι μόνο για το κυ­βερ­νών Ερ­γα­τι­κό κόμμα (ΡΤ), αλλά και για τους αντι­πά­λους του. Εδώ και μία δε­κα­ε­τία οι κυ­βερ­νώ­σες τά­ξεις της χώρας προ­σπα­θούν να δια­μορ­φώ­σουν μια πο­λι­τι­κή εκ­προ­σώ­πη­ση που θα εξα­σφα­λί­σει την απα­ραί­τη­τη πο­λι­τι­κή στα­θε­ρό­τη­τα και το κα­τάλ­λη­λο πο­λι­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον για την αύ­ξη­ση της κερ­δο­φο­ρί­ας των κε­φα­λαί­ων τους.

Για πε­ρισ­σό­τε­ρα από δέκα χρό­νια «ανα­κα­λύ­πτουν» συ­νε­χώς σκάν­δα­λα και «απο­κα­λύ­πτουν» τη «δια­φθο­ρά» των πο­λι­τι­κών και ιδιαι­τέ­ρως της αρι­στε­ράς. Ήδη από το κα­λο­καί­ρι του 2013 είχαν βγει στους δρό­μους οι πρώ­τες ομά­δες που ζη­τού­σαν «επέμ­βα­ση του Στρα­τού» και «θά­να­το στους κομ­μου­νι­στές», πα­ρό­τι αντι­με­τω­πί­ζο­νταν τότε ως γρα­φι­κές και πε­ρι­θω­ρια­κές.

Τέλος, είναι αδιαμ­φι­σβή­τη­τη η ζημιά που έχουν προ­ξε­νή­σει οι κυ­βερ­νη­τι­κές πο­λι­τι­κές των αρι­στε­ρών (ή σο­σια­λι­στι­κών ή προ­ο­δευ­τι­κών κυ­βερ­νή­σε­ων) συ­νο­λι­κά στις αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κές ιδέες, στον αγώνα για τη χει­ρα­φέ­τη­ση των κα­τα­πιε­σμέ­νων και την απαλ­λα­γή από την εκ­με­τάλ­λευ­ση.

Η φθορά και η απο­τυ­χία της πο­λι­τι­κής συμ­μα­χί­ας των κα­τα­πιε­σμέ­νων με τμή­μα­τα των εκ­συγ­χρο­νι­στι­κών δυ­νά­με­ων του κα­πι­τα­λι­σμού έφερε συ­νο­λι­κή φθορά των σο­σια­λι­στι­κών ιδεών. Αλλά ούτε το γε­γο­νός αυτό απο­τε­λεί πει­στι­κή απά­ντη­ση στο γιατί δη­μιουρ­γεί­ται ένα μα­ζι­κό κί­νη­μα υπέρ αυ­ταρ­χι­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης -ένας νε­ο­φα­σι­σμός- και όχι μια άλλου τύπου δεξιά.

Τί­πο­τα από τα πα­ρα­πά­νω δεν μπο­ρεί από μόνο του να εξη­γή­σει το φαι­νό­με­νο. Δυ­στυ­χώς οι κλα­σι­κές ανα­λύ­σεις δεν μπο­ρούν να εξη­γή­σουν (ακρι­βώς επει­δή δεν μπο­ρούν να το χω­νέ­ψουν και να το πα­ρα­δε­χτούν) ότι στο δί­λημ­μα «Σο­σια­λι­σμός ή Βαρ­βα­ρό­τη­τα» τώρα ένα με­γά­λο κί­νη­μα απα­ντά­ει «Βαρ­βα­ρό­τη­τα».

Οι πα­ρα­πά­νω εξη­γή­σεις ισχύ­ουν μόνο εν μέρει, επει­δή πα­ρα­βλέ­πουν την βα­σι­κή ιδιο­μορ­φία της βρα­ζι­λιά­νι­κης κοι­νω­νί­ας, εκεί­νο το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό που κάνει τη Βρα­ζι­λία να δια­φέ­ρει από τις γει­το­νι­κές χώρες, όπως Βο­λι­βία, Αρ­γε­ντι­νή, Ου­ρου­γουάη, καθώς επί­σης και από τις ΗΠΑ, πα­ρό­τι οι δυο τους έχουν πα­ρό­μοιο πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα και ανά­λο­γη, σε κά­ποιον βαθμό, κοι­νω­νι­κή σύν­θε­ση.

Το κα­θο­ρι­στι­κό στοι­χείο που δια­μορ­φώ­νει το πο­λι­τι­κό σκη­νι­κό -και δεν είναι κα­θό­λου νέο φαι­νό­με­νο- είναι ακρι­βώς η ιδιαι­τε­ρό­τη­τα της κοι­νω­νι­κής σύν­θε­σης της χώρας.

Η Βρα­ζι­λία πα­ρό­τι «φη­μί­ζε­ται» για την ακραία φτώ­χεια με­γά­λων τμη­μά­των του πλη­θυ­σμού της, είναι μια οι­κο­νο­μι­κή υπερ­δύ­να­μη[4] που σε εντυ­πω­σιά­ζει με τον τε­ρά­στιο πλού­το μιας αρ­κε­τά με­γά­λης ελίτ. Στο τέλος της δια­κυ­βέρ­νη­σης Λούλα (2002-2010) οι οι­κο­νο­μι­κοί δεί­κτες ήταν εκ­θαμ­βω­τι­κοί (9,5% ετή­σια αύ­ξη­ση, 10η βιο­μη­χα­νι­κή δύ­να­μη στον κόσμο, με τα με­γα­λύ­τε­ρα εμπο­ρι­κά και συ­ναλ­λαγ­μα­τι­κά πλε­ο­νά­σμα­τα, τρίτη δύ­να­μη σε με­ταλ­λεύ­μα­τα, με άφθο­νη και πάμ­φθη­νη ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη).

Οι Βρα­ζι­λιά­νι­κες δη­μο­σκο­πι­κές εται­ρεί­ες έχουν δη­μιουρ­γή­σει μια μέ­θο­δο ανά­λυ­σης της κοι­νω­νι­κής δια­στρω­μά­τω­σης, η οποία χρη­σι­μο­ποιεί­ται από τα ΜΜΕ, ορ­γα­νι­σμούς, την αστυ­νο­μία, ανα­λυ­τές κλπ. Αυτή η μέ­θο­δος τα­ξι­νο­μεί την κοι­νω­νία σε 5 τά­ξεις, τις τά­ξεις Α,B,C,D,E.

Η τάξη Α, που θε­ω­ρεί­ται ο κε­ντρι­κός πυ­ρή­νας της οι­κο­νο­μι­κής ελίτ, απο­τε­λεί το 4% του συ­νο­λι­κού πλη­θυ­σμού (πε­ρί­που 7 εκα­τομ­μύ­ρια), ενώ οι τά­ξεις D-E που ζουν με ει­σό­δη­μα από 1  έως 200 δο­λά­ρια το μήνα είναι πε­ρί­που στο 28% (πε­ρί­που 35 εκα­τομ­μύ­ρια) και ζουν κυ­ρί­ως στο βορρά της χώρας και στις πε­ρι­φέ­ρειες των με­γα­λου­πό­λε­ων του νότου.[5]

Οι τά­ξεις Β και C, οι με­σαί­ες δη­λα­δή τά­ξεις, απο­λαμ­βά­νουν ένα επί­πε­δο ζωής αι­σθη­τά υψη­λό­τε­ρο σε σχέση με τα αντί­στοι­χα με­σαία στρώ­μα­τα άλλων πα­ρό­μοιων χωρών. Εκεί εντο­πί­ζε­ται η «βρα­ζι­λιά­νι­κη ιδιαι­τε­ρό­τη­τα”. Αυτό δη­μιουρ­γεί ένα κοι­νω­νι­κό στρώ­μα με­σαί­ας οι­κο­νο­μι­κής δύ­να­μης, που έχει ικα­νό­τη­τα πο­λι­τι­κής ορ­γά­νω­σης και δρά­σης, και είναι ιδε­ο­λο­γι­κά συ­γκρο­τη­μέ­νο, μα­χη­τι­κό και διεκ­δι­κη­τι­κό.

Ο Claudio Lembo, γνω­στός δε­ξιός πο­λι­τι­κός, κα­θη­γη­τής δι­καί­ου στο πιο συ­ντη­ρη­τι­κό ιδιω­τι­κό πα­νε­πι­στή­μιο της Βρα­ζι­λί­ας, μά­χι­μος Κα­θο­λι­κός και μέλος του Opus Dei, σε μια συ­νέ­ντευ­ξή του το 2006, με αφορ­μή μια με­γά­λη κοι­νω­νι­κή ανα­τα­ρα­χή με πολ­λούς νε­κρούς, δή­λω­νε «Έχου­με μια πολύ κακή μπουρ­ζουα­ζία, μια διε­στραμ­μέ­νη λευκή μειο­ψη­φία», η οποία για να υπάρ­χει ως τέ­τοια θέλει, -λό­γου χάρη- «να πλη­ρώ­νει 200 ευρώ για ένα πο­τή­ρι κο­νιάκ στο μπαρ Φα­ζά­νο».[6] Η με­σαία αυτή τάξη ζει με δυο-τρεις οι­κια­κές βοη­θούς στο σπίτι, σε δια­με­ρί­σμα­τα με συ­νε­χό­με­νη ιδιω­τι­κή φρού­ρη­ση, με θυ­ρω­ρούς σε 24ωρη βάση, με κη­που­ρούς και επι­στά­τες.

Η «δια­στρο­φή» και η αντί­φα­ση αυτής της με­σαί­ας τάξης είναι ότι για να δια­τη­ρή­σει αυτό το επί­πε­δο χρειά­ζε­ται στρα­τούς από εξα­θλιω­μέ­νους κα­κο­πλη­ρω­μέ­νους υπη­ρέ­τες γύρω της, οι οποί­οι όμως με την πα­ρου­σία τους και την εξα­θλί­ω­σή τους ταυ­το­χρό­νως την «εμπο­δί­ζουν» να απο­λαύ­σει με άνεση τα προ­νό­μιά της, την ενο­χλούν και της δη­μιουρ­γούν την αί­σθη­ση του κιν­δύ­νου. Η με­σαία τάξη νιώ­θει μια διαρ­κή απει­λή από όσους της εξα­σφα­λί­ζουν την ανώ­τε­ρη θέση της και ταυ­τό­χρο­να κιν­δυ­νεύ­ει πάντα να βρε­θεί σε δυ­σχε­ρέ­στε­ρη κα­τά­στα­ση. Βγήκε λοι­πόν στους δρό­μους και πήρε την πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση στα χέρια της.

Και δεν ήταν η πρώτη φορά· το 2005 η τότε κυ­βέρ­νη­ση Λούλα διορ­γά­νω­σε ένα δη­μο­ψή­φι­σμα προ­τεί­νο­ντας την απα­γό­ρευ­ση της ελεύ­θε­ρης πώ­λη­σης πυ­ρο­βό­λων όπλων. Τότε το 64% ψή­φι­σε όχι στην απα­γό­ρευ­ση και υπέρ της ελεύ­θε­ρης πώ­λη­σης και χρή­σης πυ­ρο­βό­λων όπλων. Ήταν απλώς μια επί­δει­ξη δύ­να­μης αυτής της κοι­νω­νι­κής ομά­δας.

Σή­με­ρα, οι ιδιο­κτή­τες «μι­κρών» κα­τα­στη­μά­των που «ανα­γκά­ζο­νται» να βγαί­νουν βόλτα με θω­ρα­κι­σμέ­να αυ­το­κί­νη­τα και ένο­πλους οδη­γούς, και δεν μπο­ρούν ν’ απο­λαύ­σουν τον καφέ τους στην πλα­τεία, όπως οι πα­ρι­ζιά­νοι και βε­ρο­λι­νέ­ζοι φίλοι τους, «κα­τα­πιέ­ζο­νται» βά­ναυ­σα από ένα νόμο των «αι­μο­στα­γών κομ­μου­νι­στών» που επι­βάλ­λει ότι το οι­κια­κό προ­σω­πι­κό (μα­γεί­ρισ­σες, κα­θα­ρί­στριες, ντα­ντά­δες κλπ.) πρέ­πει να είναι νό­μι­μα ερ­γα­ζό­με­νο, να αμεί­βε­ται τις υπε­ρω­ρί­ες, να έχει …ωρά­ριο και κοι­νω­νι­κή ασφά­λι­ση. Το 2011 υπήρ­χαν 6,7 εκα­τομ­μύ­ρια οι­κια­κοί ερ­γα­ζό­με­νοι, από τα οποία το 93% ήταν γυ­ναί­κες. Και μόνο το ένα τρίτο πε­ρί­που ερ­γα­ζό­ταν νό­μι­μα, χωρίς μαύρη ερ­γα­σία.

Οι κυ­βερ­νή­σεις του Ερ­γα­τι­κού Κόμ­μα­τος (ΡΤ), από το 2002 ως το 2015 (ανα­τρο­πή της Ντίλ­μα Ρου­σέφ) σχη­μα­τί­ζο­νταν με την υπο­στή­ρι­ξη ενός υπο­λο­γί­σι­μου τμή­μα­τος της με­σαί­ας και ανώ­τε­ρης τάξης που ήθελε «εκ­συγ­χρο­νι­σμό» του κα­πι­τα­λι­σμού της Βρα­ζι­λί­ας και ανα­κα­τά­τα­ξη στις οι­κο­νο­μι­κές σχέ­σεις. Ο πρώ­τος αντι­πρό­ε­δρος του Λούλα ήταν ο Ζοζέ Αλεν­κάρ, συ­ντη­ρη­τι­κός πο­λι­τι­κός και ιδιο­κτή­της ερ­γο­στα­σί­ων με 20.000 ερ­γά­τες και ευαγ­γε­λι­κός στο θρή­σκευ­μα. Στην πε­ρί­ο­δο δια­κυ­βέρ­νη­σης της Ντίλ­μα Ρου­σέφ, αντι­πρό­ε­δρός της ήταν ο Μισέλ Τεμέρ, εκ­πρό­σω­πος των πιο δε­ξιών πο­λι­τι­κών από­ψε­ων, που ξε­κί­νη­σε την κα­ριέ­ρα του ως υπουρ­γός δη­μό­σιας τάξης της δι­κτα­το­ρί­ας (πο­λι­τι­κός προϊ­στά­με­νος των βα­σα­νι­στών δη­λα­δή) στην πο­λι­τεία του Σάο Πάολο. Σε όλη την πε­ρί­ο­δο δια­κυ­βέρ­νη­σης από την αρι­στε­ρά, το Ερ­γα­τι­κό Κόμμα είχε λι­γό­τε­ρες από 100 έδρες στο κοι­νο­βού­λιο των 500 μελών και κυ­βερ­νού­σε σε συμ­μα­χία με δεξιά έως και ακρο­δε­ξιά κόμ­μα­τα. Ωστό­σο στη διάρ­κεια των κυ­βερ­νή­σε­ών του, υπήρ­ξε μια αι­σθη­τή κοι­νω­νι­κή κι­νη­τι­κό­τη­τα, καθώς υπο­λο­γί­ζε­ται ότι ένα 40% με­τα­κι­νή­θη­κε σε ανώ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή τάξη. Οι κυ­βερ­νή­σεις του ΡΤ πέ­τυ­χαν μια μικρή οι­κο­νο­μι­κή βελ­τί­ω­ση για τις κα­τώ­τε­ρες τά­ξεις και τους έδω­σαν «δι­καί­ω­μα πα­ρου­σί­ας» στην κοι­νω­νι­κή ζωή, χωρίς όμως να θί­ξουν κα­θό­λου τα συμ­φέ­ρο­ντα των ανώ­τε­ρων οι­κο­νο­μι­κά τά­ξε­ων, χωρίς να επι­βάλ­λουν νέους φό­ρους, και με αι­σθη­τή βελ­τί­ω­ση όλων των δει­κτών της οι­κο­νο­μί­ας. Αυτό έγινε εφι­κτό λόγω της ευ­νοϊ­κής οι­κο­νο­μι­κής συ­γκυ­ρί­ας και της διε­θνούς οι­κο­νο­μι­κής ισχύ­ος της Βρα­ζι­λί­ας.

Η οι­κο­νο­μι­κή κρίση δεν έπλη­ξε ιδιαι­τέ­ρως τη Βρα­ζι­λία, ωστό­σο έγινε αι­σθη­τός ο κίν­δυ­νος ανα­τρο­πής της προη­γού­με­νης ευ­μά­ρειας. Ταυ­το­χρό­νως, οι «νε­ο­φερ­μέ­νοι» στη με­σαία τάξη, έκα­ναν την εμ­φά­νι­σή τους στην πο­λι­τι­κή.

Το 2013 έγινε μια με­γά­λη εξέ­γερ­ση της νε­ο­λαί­ας, με αφορ­μή την αύ­ξη­ση της τιμής των αστι­κών συ­γκοι­νω­νιών, πρω­το­φα­νέ­ρω­τη για τα δε­δο­μέ­να της Βρα­ζι­λί­ας. Τα πλήθη που βγή­καν στους δρό­μους προ­ξέ­νη­σαν τρόμο στην εξου­σία που ετοι­μα­ζό­ταν για τους Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες και το Πα­γκό­σμιο Πρω­τά­θλη­μα Πο­δο­σφαί­ρου. Τις μέρες εκεί­νης της εξέ­γερ­σης έκα­ναν την εμ­φά­νι­σή τους στις δια­δη­λώ­σεις οι πρώ­τες φα­σι­στι­κές ομά­δες, με ση­μαί­ες της Βρα­ζι­λί­ας και συν­θή­μα­τα ενα­ντί­ον των πο­λι­τι­κών κομ­μά­των, με πανό που ζη­τού­σαν την επέμ­βα­ση του στρα­τού, δι­κτα­το­ρία. Οι φω­το­γρα­φί­ες ευ­κα­τά­στα­των λευ­κών ζευ­γα­ριών με κι­τρι­νο­πρά­σι­να μπλου­ζά­κια που πή­γαι­ναν στη δια­δή­λω­ση με την υπη­ρέ­τρια να σπρώ­χνει το κα­ρο­τσά­κι με τα μωρά τους είχαν προ­κα­λέ­σει πολύ γέλιο. Από το 2013 ώς σή­με­ρα όμως, για πέντε πε­ρί­που χρό­νια, κα­τέ­βη­καν σε αμέ­τρη­τες κι­τρι­νο­πρά­σι­νες δια­δη­λώ­σεις για να ανα­τρέ­ψουν την φα­ντα­στι­κή «κομ­μου­νι­στι­κή δι­κτα­το­ρία που τους κα­τα­πί­ε­ζε».

Και επι­πλέ­ον σή­με­ρα από πολ­λές πλευ­ρές ακού­γε­ται το αυ­θόρ­μη­το συ­μπέ­ρα­σμα ότι το μόνο που πε­τυ­χαί­νουν οι αρι­στε­ρές κυ­βερ­νή­σεις είναι την άνοδο του φα­σι­σμού, συ­νε­πώς κα­λύ­τε­ρα να τις απο­φεύ­γου­με και να ανε­χτού­με έναν με­τριο­πα­θή νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό, μέχρι να ωρι­μά­σουν άλλες συν­θή­κες.

 Η λευκή επι­τα­γή προς Μπολ­σο­νά­ρο και οι αντι­στά­σεις

Από τις γνω­στές οι­κο­γέ­νειες πο­λι­τι­κών «τσι­φλι­κά­δων» της Βρα­ζι­λί­ας, ο Αντό­νιο Κάρ­λος Μα­γκα­λιά­ες, πάντα με την πα­ρα­δο­σια­κή δεξιά και κρα­τώ­ντας απο­στά­σεις από το νε­ο­φα­σι­σμό,  δή­λω­σε ότι «η Βρα­ζι­λία έδωσε στον Μπολ­σο­νά­ρο τη με­γα­λύ­τε­ρη λευκή επι­τα­γή που πήρε ποτέ πο­λι­τι­κός».

Τη στιγ­μή που γρά­φο­νται αυτές οι γραμ­μές, ο Μπολ­σο­νά­ρο προ­σπα­θού­σε να σχη­μα­τί­σει την κυ­βέρ­νη­σή του εξα­σφα­λί­ζο­ντας μια συμ­μα­χία των «στρα­τιω­τι­κών» με τους «φι­λε­λεύ­θε­ρους», ώστε να μπο­ρέ­σουν να βγουν «τα κου­κιά» στο κοι­νο­βού­λιο. Φυ­σι­κά έχει με­τριά­σει τους τό­νους, έχει κόψει τις κο­ρώ­νες κατά ομο­φυ­λο­φί­λων, γυ­ναι­κών, μαύ­ρων και φτω­χών και προ­σπα­θεί να δεί­ξει αν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο.

Ήδη πριν από τις εκλο­γές, ο Μπολ­σο­να­ρι­σμός ταυ­τό­χρο­να με τις επι­θε­τι­κές ατά­κες κατά των δη­μο­κρα­τι­κών ελευ­θε­ριών διέ­δι­δε ότι δεν θα εφαρ­μό­σει αυτά που υπό­σχε­ται. Ήταν μια σχι­ζο­φρε­νι­κή προ­ε­κλο­γι­κή πο­λι­τι­κή. Ο «εθνο­σω­τή­ρας» υπο­στή­ρι­ζε έναν «άλλο» τύπο δια­κυ­βέρ­νη­σης, αλλά έλεγε ψέ­μα­τα. Εξέ­φρα­ζε τις πιο ακραί­ες θέ­σεις κατά γυ­ναι­κών, λόγου χάρη, και ταυ­τό­χρο­να έκλει­νε το μάτι λέ­γο­ντας «τα λέμε αυτά για να τα­πώ­σου­με τα κου­μού­νια, δεν θα πει­ρά­ξου­με τα δι­καιώ­μα­τα των γυ­ναι­κών». Συ­νε­χώς δη­μιουρ­γού­σε ένα προ­πέ­τα­σμα κα­πνού, μια θο­λού­ρα γύρω από το πρό­γραμ­μά του. Ο στό­χος ήταν η λευκή επι­τα­γή, η τυφλή υπο­στή­ρι­ξη στον «ΜΥΘΟ». Ο ιδιο­κτή­της ενός με­γά­λου τη­λε­ο­πτι­κού κα­να­λιού, δή­λω­σε ότι με το τρόπο αυτό ελ­πί­ζει ότι ο Μπολ­σο­νά­ρο θα κυ­βερ­νή­σει για 8 χρό­νια και για τα επό­με­να 8 ο Σέρ­τζιο Μόρο (ο δι­κα­στής που έβαλε στη φυ­λα­κή το Λούλα και τώρα ανα­λαμ­βά­νει το υπουρ­γείο Δι­καιο­σύ­νης).

Στην οι­κο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή μάλ­λον δεν έχει άλλη επι­λο­γή εκτός από την προ­ώ­θη­ση των ήδη εφαρ­μο­ζό­με­νων ακραία νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων πο­λι­τι­κών, με ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σεις· μένει να δούμε πώς θα τις ισορ­ρο­πή­σει με τον ιδιό­μορ­φο εθνι­κι­σμό και προ­στα­τευ­τι­σμό της Βρα­ζι­λιά­νι­κης οι­κο­νο­μί­ας, τον κρα­τι­κό έλεγ­χο της Κε­ντρι­κής Τρά­πε­ζας και τα παι­χνί­δια των συ­ναλ­λαγ­μα­τι­κών ισο­τι­μιών, την προ­στα­σία των συμ­φε­ρό­ντων της αγρο­το­βιο­μη­χα­νί­ας (σόγια, κρέας, βιο­καύ­σι­μα, ξυ­λεία κλπ.), καθώς και το με­γά­λο θέμα των πρώ­των υλών και του πε­τρε­λαί­ου.

Εξάλ­λου, σύμ­φω­να με δη­μο­σιεύ­μα­τα, αρ­κε­τά οι­κο­νο­μι­κά στε­λέ­χη της τω­ρι­νής κυ­βέρ­νη­σης θα συμ­με­τέ­χουν και στην πε­ρί­φη­μη «νέα εποχή» του Μπολ­σο­νά­ρο, όπως ο πρώην υπουρ­γός οι­κο­νο­μι­κών της Ντίλ­μα Ρου­σέφ Ζο­α­κίμ Λεβί (Joaquim Levy) που μάλ­λον θ’ ανα­λά­βει την προ­ε­δρία της Κρα­τι­κής Τρά­πε­ζας Επεν­δύ­σε­ων (BNDES), πέτρα αρ­κε­τών σκαν­δά­λων που έρι­ξαν την προη­γού­με­νη κυ­βέρ­νη­ση. Άλλη μια από­δει­ξη της υπο­κρι­σί­ας περί «δια­φθο­ράς» και περί «κά­θαρ­σης».

Ο σχε­δια­στής της οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής του Μπολ­σο­νά­ρο, Πά­ου­λο Γκέ­δες, από­φοι­τος της οι­κο­νο­μι­κής σχο­λής του Σι­κά­γου, ανυ­πο­μο­νεί να λυ­θούν τα χέρια του και να ξε­μπερ­δέ­ψει γρή­γο­ρα με διά­φο­ρα εμπό­δια που βάζει η δη­μο­κρα­τία στην ανά­πτυ­ξη της οι­κο­νο­μί­ας, όπως είναι για πα­ρά­δειγ­μα το ότι για τη χρήση φυ­το­φαρ­μά­κων απαι­τεί­ται έγκρι­ση από επι­στη­μο­νι­κά ιν­στι­τού­τα. Η νέα υπουρ­γός Γε­ωρ­γί­ας, Μαρία Κρι­στί­να, έχει κερ­δί­σει επά­ξια το πα­ρα­τσού­κλι «Η Μούσα του Δη­λη­τη­ρί­ου» αφού στο εξής για τη χρήση φυ­το­φαρ­μά­κων θα αρκεί μια απλή υπουρ­γι­κή από­φα­ση. Η όλη ει­κό­να επι­βε­βαιώ­νει τον Έντσο Τρα­βέρ­σο, που είχε δη­λώ­σει στο πρώτο τεύ­χος των marginalia ότι ο ολο­κλη­ρω­τι­σμός σή­με­ρα είναι ο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός.

Στον τομέα των πο­λι­τι­κών ελευ­θε­ριών και την «απε­λευ­θέ­ρω­ση» από τις διεκ­δι­κή­σεις των φτω­χών, προ­βλέ­πε­ται επέ­κτα­ση του αντι­τρο­μο­κρα­τι­κού νόμου, ώστε να κα­τα­στα­λούν τα κι­νή­μα­τα κα­τα­λή­ψε­ων γης και στέ­γης, το MST (Κί­νη­μα Ερ­γα­τών Γης) και το MTST (Κί­νη­μα Αστέ­γων Ερ­γα­τών), καθώς επί­σης και η δια­φη­μι­σμέ­νη ερ­γα­τι­κή αντι-με­ταρ­ρύθ­μι­ση και οι ρι­ζι­κές αλ­λα­γές στο σύ­στη­μα κοι­νω­νι­κής ασφά­λι­σης και υγεί­ας.

Ένα από τα μέτρα του Μπολ­σο­να­ρι­σμού που ήδη άρ­χι­σε να εφαρ­μό­ζε­ται είναι η εκ­στρα­τεία «ξε­ρι­ζώ­μα­τος του κομ­μου­νι­σμού από την παι­δεία», με κα­ταγ­γε­λί­ες εκ­παι­δευ­τι­κών που κά­νουν δήθεν κομ­μου­νι­στι­κή προ­πα­γάν­δα. Μά­λι­στα ο Μπολ­σο­νά­ρο έχει ζη­τή­σει να δει και να εγκρί­νει ο ίδιος τα θέ­μα­τα από ένα είδος γε­νι­κών εξε­τά­σε­ων που πραγ­μα­το­ποιού­νται κάθε χρόνο στη μέση εκ­παί­δευ­ση.

Η ορ­γά­νω­ση της αντί­στα­σης

Από άποψη πο­λι­τι­κής έκ­φρα­σης η αρι­στε­ρά σή­με­ρα βρί­σκε­ται σε πολύ άσχη­μη θέση. Το μόνο κόμμα με ου­σια­στι­κή αρι­στε­ρή το­πο­θέ­τη­ση και δράση, το PSOL, είναι της τάξης του 1% σε ψή­φους, και πα­ρό­τι δι­πλα­σιά­στη­κε η δύ­να­μή του στο κοι­νο­βού­λιο (έβγα­λε 10 βου­λευ­τές ενώ πριν είχε 5) η επιρ­ροή του πε­ριο­ρί­ζε­ται σε νε­ο­λαία, φοι­τη­τές, στρώ­μα­τα δια­νο­ου­μέ­νων των πό­λε­ων. Από το παλιό Ερ­γα­τι­κό Κόμμα δεν μπο­ρού­με να πε­ρι­μέ­νου­με σχε­δόν τί­πο­τα, ωστό­σο υπάρ­χει ακόμα ένα πο­λι­τι­κό κε­φά­λαιο σε παλιά στε­λέ­χη του που έχουν μεί­νει έξω από τη φθορά της εξου­σί­ας.

Οι φοι­τη­τές στα πε­ρισ­σό­τε­ρα πα­νε­πι­στή­μια απο­τέ­λε­σαν τον πυ­ρή­να της αντί­στα­σης στον Μπολ­σο­να­ρι­σμό που πήρε τα μι­κρό­τε­ρα πο­σο­στά στις ηλι­κί­ες 17-26 ετών. Σχε­δόν πα­ντού έγι­ναν αντι­φα­σι­στι­κές συ­γκε­ντρώ­σεις πριν και μετά τις εκλο­γές.

Τα συν­δι­κά­τα, γρα­φειο­κρα­τι­κά και ημι­κρα­τι­κά, σί­γου­ρα θα προ­βάλ­λουν κά­ποια αντί­στα­ση, κυ­ρί­ως λόγω απει­λής των προ­νο­μί­ων της συν­δι­κα­λι­στι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας· ακόμα και το δεξιό συν­δι­κά­το Forza Sindical, το­πο­θε­τή­θη­κε ήδη κατά των προ­γραμ­μα­τι­κών δη­λώ­σε­ων του Μπολ­σο­νά­ρο. Ωστό­σο, είναι αδύ­να­το αυτά τα συν­δι­κά­τα να ορ­γα­νώ­σουν τις μάζες των ερ­γα­ζο­μέ­νων για την υπε­ρά­σπι­ση των δι­καιω­μά­των τους. Πι­θα­νόν στην πο­ρεία της σύ­γκρου­σης να προ­κύ­ψουν άλλες μορ­φές ορ­γά­νω­σης.

Αναμ­φι­σβή­τη­τα όμως και ανε­ξάρ­τη­τα από πο­λι­τι­κούς σχε­δια­σμούς, θα οξυν­θούν οι κοι­νω­νι­κές συ­γκρού­σεις καθώς στη Βρα­ζι­λία υπάρ­χουν εκα­τομ­μύ­ρια αν­θρώ­πων τα οποία αντι­στέ­κο­νται στον κα­πι­τα­λι­σμό μόνο και μόνο επει­δή υπάρ­χουν. Αμέ­τρη­τοι άν­θρω­ποι απο­τε­λούν ντε φάκτο εμπό­διο και αντί­στα­ση διότι τα με­γά­λα υδροη­λε­κτρι­κά έργα κα­τα­κλύ­ζουν τους οι­κι­σμούς τους, κα­τα­στρέ­φουν τα ψάρια από τα οποία τρέ­φο­νται, προ­ξε­νούν επι­δη­μί­ες ελο­νο­σί­ας και δά­γκειου πυ­ρε­τού και τους εξω­θούν να φύ­γουν στις πό­λεις, όπου θα ζουν είτε άστε­γοι στους δρό­μους είτε στις πα­ρα­γκου­πό­λεις της πε­ρι­φέ­ρειας. Επί­σης, οι αχα­νείς καλ­λιέρ­γειες σό­γιας και η κα­τα­στρο­φή δασών πε­τούν πολ­λούς αν­θρώ­πους κυ­ριο­λε­κτι­κά στην «άκρη του δρό­μου», στο χώρο με­τα­ξύ ασφάλ­του και συρ­μα­το­πλεγ­μά­των, στη μο­να­δι­κή μη ιδιό­κτη­τη γη όπου μπο­ρούν να στή­σουν τους κα­ταυ­λι­σμούς τους από μαύρα πλα­στι­κά και φοι­νι­κό­φυλ­λα. Οι αυ­τό­χθο­νες λαοί, αμέ­τρη­τες φυλές σε με­γά­λες εκτά­σεις, χά­νουν μέρα με τη μέρα τα στοι­χειώ­δη μέσα για την ύπαρ­ξή τους και εκ των πραγ­μά­των «αντι­στέ­κο­νται» στην οι­κο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη μόνο και μόνο επι­μέ­νο­ντας να ζουν στον τόπο τους. Αλλά ακόμα και όσοι με­τα­να­στεύ­ουν στις με­γα­λου­πό­λεις για να κα­τα­λή­ξουν γκα­ρα­ζιέ­ρη­δες, ανα­κυ­κλω­τές σκου­πι­διών ή ζη­τιά­νοι, επί­σης ενο­χλούν, αφού κοι­μού­νται στους δρό­μους, εμπο­δί­ζο­ντας την του­ρι­στι­κή ανά­πτυ­ξη και τον εξω­ραϊ­σμό των κέ­ντρων, και διεκ­δι­κούν το …δι­καί­ω­μά τους να μην πυ­ρο­βο­λού­νται από συμ­μο­ρί­ες πα­ρα­στρα­τιω­τι­κών που ανα­λαμ­βά­νουν την «κα­θα­ριό­τη­τα» μιας πε­ριο­χής.

Ο Μπολ­σο­να­ρι­σμός είναι η νέα έκ­φρα­ση ενός πα­λιού φαι­νο­μέ­νου στη Βρα­ζι­λία, τη μα­χη­τι­κή εί­σο­δο στην πο­λι­τι­κή νέων κοι­νω­νι­κών ομά­δων, ένα κί­νη­μα που διεκ­δι­κεί «βαρ­βα­ρό­τη­τα και όχι σο­σια­λι­σμό» με την ελ­πί­δα να ξε­φύ­γει από το εγ­γε­νές αδιέ­ξο­δο που το ίδιο το σύ­στη­μα δη­μιουρ­γεί. Ελ­πί­ζει να συν­δυά­σει το ισχυ­ρό­τε­ρο αυ­ταρ­χι­κό κρά­τος για τους φτω­χούς με την από­λυ­τη ασυ­δο­σία των κε­φα­λαί­ων, την ανε­μπό­δι­στη κερ­δο­φο­ρία με την από­λυ­τη κα­τα­στο­λή.

Όμως, το τρα­γι­κό ιστο­ρι­κό πρό­βλη­μα της Βρα­ζι­λί­ας είναι ότι παρά τις ανα­λο­γί­ες με­γε­θών, δεν θα μπο­ρέ­σει ποτέ να γίνει ούτε ΗΠΑ -που πέ­ρα­σαν από επα­νά­στα­ση και εμ­φύ­λιο πό­λε­μο- ούτε Ευ­ρώ­πη, από την οποία κα­τά­γο­νται αρ­κε­τά στοι­χεία της, αλλά ούτε και σαν τη ση­με­ρι­νή αντα­γω­νι­στι­κή της Κίνα (τον αυ­ταρ­χι­σμό της οποί­ας θα ζη­λεύ­ουν αιω­νί­ως οι βρα­ζι­λιά­νοι ολι­γάρ­χες), ακρι­βώς λόγω των ιδιαί­τε­ρων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών της χώρας, όπως αυτά δια­μορ­φώ­θη­καν στην ιστο­ρι­κή της εξέ­λι­ξη.

* Επι­μέ­λεια κει­μέ­νου:

Αντώ­νης Γα­ζά­κης

Στέ­λιος Χρο­νό­που­λος

Ετικέτες