Εικοσιπέντε χρόνια πριν, την Πρωτοχρονιά του 1994, οι τουρίστες στο Σαν Κριστομπάλ του Μεξικού ήταν αναστατωμένοι. Κάποιοι ρωτούσαν αν έχουν αποκλειστεί κι αν μπορούν να πάνε με αυτοκίνητο στο Κανκούν. Ένας ξεναγός φώναζε ότι πρέπει να πάει ένα γκρουπ στα ερείπια του Παλένκε. Ένας πολύ ευγενικός ένοπλος μασκοφόρος τους διακόπτει: «Ο δρόμος για το Παλένκε είναι κλειστός… Μας συγχωρείτε για την ενόχληση, αλλά πρόκειται για επανάσταση».

Εκεί­νη την Πρω­το­χρο­νιά, ιθα­γε­νείς αντάρ­τες, συ­γκρο­τη­μέ­νοι στον Εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό Ζα­πα­τι­στι­κό Στρα­τό (EZLN) είχαν εμ­φα­νι­στεί αιφ­νι­δια­στι­κά μέσα από τη ζού­γκλα της Λα­κα­ντό­να, είχαν κα­τα­λά­βει ση­μα­ντι­κές πε­ριο­χές της επαρ­χί­ας Τσιά­πας, ανά­με­σά τους την πρω­τεύ­ου­σα Σαν Κρι­στο­μπάλ. Ο με­ξι­κα­νι­κός στρα­τός απά­ντη­σε με συ­ντρι­πτι­κή και βάρ­βα­ρη βία στις πε­ριο­χές που ήλεγ­χαν οι αντάρ­τες. Στις μάχες που ακο­λού­θη­σαν τις επό­με­νες μέρες το τί­μη­μα ήταν βαρύ, αλλά ο EZLN κρα­τού­σε τις θέ­σεις του. Στην Πόλη του Με­ξι­κού δια­δή­λω­σαν πάνω από 100.000 άν­θρω­ποι, απαι­τώ­ντας να τερ­μα­τι­στεί η επί­θε­ση του με­ξι­κα­νι­κού στρα­τού και να γί­νουν δεκτά τα αι­τή­μα­τα των ιθα­γε­νών. Υπο­χρέ­ω­σαν τον πρό­ε­δρο σε μο­νο­με­ρή κα­τά­παυ­ση του πυρός στις 12 Γε­νά­ρη, η οποία έγινε σε­βα­στή από τον EZLN. Μέσα από μια μακρά δια­δρο­μή φτά­σα­με στις συμ­φω­νί­ες του Σαν Αντρές το 1996. Συμ­φω­νί­ες που δεν στα­μά­τη­σαν το βρώ­μι­κο πό­λε­μο του με­ξι­κα­νι­κού κρά­τους ενά­ντια στους Ζα­πα­τί­στας. Τα επό­με­να χρό­νια, οι Ζα­πα­τί­στας απο­φά­σι­σαν να οι­κο­δο­μή­σουν μόνοι τους στην Τσιά­πας τον κόσμο τον οποίο διεκ­δι­κού­σαν, μέσα από μια «καλή δια­κυ­βέρ­νη­ση», που θα «προ­χω­ρά ακού­γο­ντας» και θα επι­χει­ρεί αυ­τό-ορ­γα­νω­μέ­να να ικα­νο­ποι­ή­σει τις λαϊ­κές ανά­γκες και τα δι­καιώ­μα­τα των ιθα­γε­νών τις οποί­ες το με­ξι­κα­νι­κό κρά­τος αρ­νού­νταν να ικα­νο­ποι­ή­σει.

Όλα τα επό­με­να χρό­νια, η Τσιά­πας είναι «ελεύ­θε­ρη πο­λιορ­κη­μέ­νη», ενώ οι Ζα­πα­τί­στας επι­χεί­ρη­σαν με πολ­λούς τρό­πους (και με πε­ρισ­σό­τε­ρη ή λι­γό­τε­ρη επι­τυ­χία) να σπά­σουν την απο­μό­νω­ση που είχε επι­βά­λει το με­ξι­κα­νι­κό κρά­τος, να συν­δε­θούν με τα άλλα κοι­νω­νι­κά κι­νή­μα­τα, να πα­ρέμ­βουν στην συ­νο­λι­κή πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή πάλη για αλ­λα­γή στο Με­ξι­κό, να επι­κοι­νω­νή­σουν με άλλες αντι­στά­σεις στη χώρα και διε­θνώς.  

Αλλά αυτό το άρθρο δεν αφορά αυτή τη δια­δρο­μή που διέ­νυ­σαν από την Πρω­το­χρο­νιά του 1994 ως σή­με­ρα. Αφορά εκεί­νη την Πρω­το­χρο­νιά, που απο­δεί­χθη­κε τε­λι­κά κάτι λι­γό­τε­ρο από «επα­νά­στα­ση», αλλά διε­θνώς ήταν κάτι πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο από απλή εξέ­γερ­ση ιθα­γε­νών σε μια μα­κρι­νή επαρ­χία του Με­ξι­κού.

Η κά­θο­δος των Ζα­πα­τί­στας στις πό­λεις είχε πολ­λα­πλούς πα­νί­σχυ­ρους συμ­βο­λι­σμούς. Ο EZLN ήταν μέχρι πρό­τι­νος αό­ρα­τος. Όλοι αγνο­ού­σαν ότι στη ζού­γκλα Λα­κα­ντό­να, επί χρό­νια ορ­γα­νω­νό­ταν ένας αντάρ­τι­κος στρα­τός κι ένα κοι­νω­νι­κό κί­νη­μα. Αυτή η ορ­μη­τι­κή εμ­φά­νι­ση στο προ­σκή­νιο «από το που­θε­νά» μιας δύ­να­μης κοι­νω­νι­κής αντί­στα­σης, έστελ­νε μη­νύ­μα­τα στους κυ­ρί­αρ­χους αλλά και στους κυ­ριαρ­χού­με­νους, σε μια εποχή που η κοι­νω­νι­κή αντί­στα­ση έδει­χνε πα­ντού «αό­ρα­τη». Έφερ­νε στο φως τη «δου­λειά του τυ­φλο­πό­ντι­κα».

Τα μέλη του EZLN ήταν τα ίδια «αό­ρα­τα» με μια άλλη έν­νοια. Οι ιθα­γε­νείς της Τσιά­πας ήταν οι φτω­χό­τε­ροι των φτω­χών, ξε­χα­σμέ­νοι κι εγκα­τα­λειμ­μέ­νοι από το κρά­τος. «Φο­ρέ­σα­με τις κου­κού­λες για να μπο­ρέ­σε­τε να μας δείτε» έλεγε ο Υπο­διοι­κη­τής Μάρ­κος και αυτή η εξέ­γερ­ση άγ­γι­ζε ευαί­σθη­τες χορ­δές των «αό­ρα­των» διε­θνώς, των ητ­τη­μέ­νων της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης.

Η εξέ­γερ­ση ξέ­σπα­σε σε εξαι­ρε­τι­κά συμ­βο­λι­κή μέρα. Την Πρω­το­χρο­νιά του 1994, οι ελίτ γιόρ­τα­ζαν την έναρ­ξη της NAFTA, της Συμ­φω­νί­ας Ελευ­θέ­ρου Εμπο­ρί­ου στη Βό­ρεια Αμε­ρι­κή. Η κά­θο­δος του EZLN στις πό­λεις χά­λα­σε τη φιέ­στα. Το μή­νυ­μα έγινε επί­σης διε­θνές, γιατί έδει­χνε τον αντί­πα­λο. Όπως θα τι­τλο­φο­ρού­ταν μια από τις πρώ­τες δια­κη­ρύ­ξεις του EZLN, το Γε­νά­ρη του 1996, ξε­κι­νού­σε ένας αγώ­νας «Για την Αν­θρω­πό­τη­τα, Ενά­ντια στο Νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό».

Βρι­σκό­μα­σταν στο 1994, εν τω μέσω του «νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου χει­μώ­να». Το ανα­το­λι­κό μπλοκ είχε κα­ταρ­ρεύ­σει. Ο θα­τσε­ρι­σμός-ρι­γκα­νι­σμός αφού θριάμ­βευ­σε σε Αγ­γλία-ΗΠΑ επε­κτει­νό­ταν στην Ευ­ρώ­πη. Στην ίδια τη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή, τα ένο­πλα κι­νή­μα­τα και οι από­πει­ρες κοι­νω­νι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού (Σα­ντι­νί­στας, FMLN) είχαν ητ­τη­θεί. Ο νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρος δια­νοη­τής Φου­κου­γιά­μα έβλε­πε «το Τέλος της Ιστο­ρί­ας». Η ένο­πλη εξέ­γερ­ση του EZLN ήταν μια ει­κό­να που έμοια­ζε να ανή­κει ορι­στι­κά στο πα­ρελ­θόν. Κι όμως συ­νέ­βαι­νε, στο έτος 1994. Και ανα­κή­ρυσ­σε το τέλος του «Τέ­λους της Ιστο­ρί­ας».

Με πολ­λούς τρό­πους, οι Ζα­πα­τί­στας ήταν μια από­δει­ξη ότι οι «ανοι­χτοί  λο­γα­ρια­σμοί» της τα­ξι­κής πάλης στο Με­ξι­κό δεν ξε­χά­στη­καν.

Κα­ταρ­χήν το ίδιο τους το όνομα: Η ανα­φο­ρά στον Εμι­λιά­νο Ζα­πά­τα, τον με­γά­λο επα­να­στά­τη ηγέτη από το Μο­ρέ­λος που αγω­νί­στη­κε για «Γη και Ελευ­θε­ρία» στη με­ξι­κα­νι­κή επα­νά­στα­ση το 1910-1919. Τη «νι­κη­φό­ρα» επα­νά­στα­ση σύμ­φω­να με τους αστούς και το με­ξι­κα­νι­κό κρά­τος, την «ανεκ­πλή­ρω­τη» επα­νά­στα­ση για τους αγρό­τες και τους ερ­γά­τες που αγω­νί­στη­καν σε αυτήν. 

Δεύ­τε­ρον η ιστο­ρι­κή δια­δρο­μή του EZLN, που απο­τε­λεί μια εμ­βλη­μα­τι­κή συ­μπύ­κνω­ση «ανοι­χτών λο­γα­ρια­σμών» του πα­ρελ­θό­ντος. Πριν 3 μήνες, γρά­φα­με σε αυτήν την εφη­με­ρί­δα για μια άλλη με­ξι­κα­νι­κή επέ­τειο. Το 1968 στο Με­ξι­κό που κα­τέ­λη­ξε στη Σφαγή της Πλα­τεί­ας των Τριών Πο­λι­τι­σμών. Τα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν, στον από­η­χο των αι­μα­τη­ρών γε­γο­νό­των οι ακρο­α­ρι­στε­ρές ορ­γα­νώ­σεις ξε­φύ­τρω­ναν σαν τα μα­νι­τά­ρια στο Με­ξι­κό. Δρού­σαν στην επι­κρά­τειά του από 30 ως 40 δια­φο­ρε­τι­κές ομά­δες. Αλλά στον από­η­χο των αι­μα­τη­ρών γε­γο­νό­των, και στο κλίμα της επο­χής στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες -αν όχι όλες- υπο­χρε­ώ­θη­καν να στρα­φούν στην ένο­πλη πάλη. Ακο­λού­θη­σε αυτό που έμει­νε γνω­στό στην με­ξι­κα­νι­κή ιστο­ρία ως «Βρώ­μι­κος Πό­λε­μος». Μια αδί­στα­κτη, πο­λυ­πλό­κα­μη και «σκο­τει­νή» ενερ­γο­ποί­η­ση του με­ξι­κα­νι­κού (παρα)κρά­τους της οποί­ας ο πραγ­μα­τι­κός απο­λο­γι­σμός σε θύ­μα­τα και πε­πραγ­μέ­να δεν έγινε ποτέ πλή­ρως γνω­στός. Η εξο­λό­θρευ­ση μιας ολό­κλη­ρης γε­νιάς αγω­νι­στών. Μια μικρή μα­οϊ­κή ομάδα, από τις λι­γό­τε­ρο ση­μα­ντι­κές της επο­χής, καθώς απέ­φευ­γε τις πιο εντυ­πω­σια­κές δρά­σεις και εμπλο­κές με τον με­ξι­κα­νι­κό στρα­τό, μπό­ρε­σε να επι­βιώ­σει. Κυ­νη­γη­μέ­νη βρήκε κα­τα­φύ­γιο στη ζού­γκλα της Λα­κα­ντό­να. Όπου συ­να­ντή­θη­κε με ιθα­γε­νι­κές κοι­νό­τη­τες με τη δική τους πλού­σια προϊ­στο­ρία και κουλ­τού­ρα αντί­στα­σης, όπως και με ιε­ρείς-αγω­νι­στές της Θε­ο­λο­γί­ας της Απε­λευ­θέ­ρω­σης. Στη ζού­γκλα της Λα­κα­ντό­να, αυτή η όσμω­ση κι αλ­λη­λε­πί­δρα­ση γέν­νη­σε τον Εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό Ζα­πα­τι­στι­κό Στρα­τό. Κι έτσι, 26 χρό­νια μετά την αι­μα­τη­ρή κα­τα­στο­λή του με­ξι­κα­νι­κού 1968, οι τε­λευ­ταί­οι των «ητ­τη­μέ­νων» εκεί­νης της γε­νιάς επέ­στρε­φαν με μια νέα κοι­νω­νι­κή δύ­να­μη στο πλευ­ρό τους να ξα­να­νοί­ξουν τους λο­γα­ρια­σμούς με το με­ξι­κα­νι­κό κρά­τος.

Είναι μια δια­δρο­μή που αντι­κα­το­πτρί­ζει μια «διερ­γα­σία» που από πολύ δια­φο­ρε­τι­κούς δρό­μους και με πολύ δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους, όχι τόσο «χει­ρο­πια­στά» εν­δε­χο­μέ­νως, συ­νέ­βαι­νε πα­γκό­σμια.

Η εξέ­γερ­ση δεν άγ­γι­ξε ευαί­σθη­τες χορ­δές μόνο «βε­τε­ρά­νων» της κοι­νω­νι­κής αντί­στα­σης. Άγ­γι­ξε ίσως πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο μια νε­ό­τε­ρη γενιά ακτι­βι­στών. Για όσους από εμάς με­γα­λώ­σα­με (βιο­λο­γι­κά ή πο­λι­τι­κά) μέσα στο νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο χει­μώ­να, χωρίς ζω­ντα­νή ανά­μνη­ση των επο­χών πριν «το Τέλος της Ιστο­ρί­ας», ο ισχυ­ρι­σμός ότι οι με­γά­λες κοι­νω­νι­κές συ­γκρού­σεις, οι επα­να­στά­σεις κι οι εξε­γέρ­σεις ανή­καν στο πα­ρελ­θόν, ήταν πολύ πιο πει­στι­κός. Δια­βά­ζα­με για το ηρω­ι­κό πα­ρελ­θόν και το νο­σταλ­γού­σα­με χωρίς να το έχου­με ζήσει. Η έμπνευ­ση που μας προ­κα­λού­σε πε­ριο­ρι­ζό­ταν σε μια «ηθική δέ­σμευ­ση» στην αμ­φι­σβή­τη­ση της κοι­νω­νι­κής αδι­κί­ας, χωρίς προσ­δο­κί­ες να την ανα­τρέ­ψου­με, χωρίς προ­σμο­νή να ζή­σου­με κι εμείς με­γά­λα γε­γο­νό­τα. Η επι­λο­γή μας ήταν να «γυ­ρί­ζου­με τις πλά­τες μας στο μέλ­λον».

Το πρό­σω­πο του Τσε στα φοι­τη­τι­κά μας δω­μά­τια ήταν φόρος τιμής σε ένα ηρω­ι­κό πα­ρελ­θόν -σή­μαι­νε πολύ λι­γό­τε­ρα πράγ­μα­τα από όσα σή­μαι­νε σε ένα φοι­τη­τι­κό δω­μά­τιο το 1967. Για όλους εμάς, ο EZLN ήταν μια νέα, τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κή έμπνευ­ση. Ο Υπο­διοι­κη­τής Μάρ­κος ήταν ο δικός μας «Τσε». Ένα σύμ­βο­λο ολο­ζώ­ντα­νο. Να αγω­νί­ζε­ται σε μια γωνιά του πλα­νή­τη την ώρα που μι­λά­με, και να καλεί στα κεί­με­νά του να αγω­νι­στού­με κι εμείς, όπου κι αν βρι­σκό­μα­στε.

«Φτά­νει πια!». Το «Ya Basta!», η πο­λε­μι­κή κραυ­γή των Ζα­πα­τί­στας, έγινε γρή­γο­ρα διε­θνής κραυ­γή. Στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή, ξε­κι­νού­σε η εξέ­γερ­ση ενά­ντια στο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό. Στις ΗΠΑ και την Ευ­ρώ­πη, έπαιρ­νε μπρος το αντι­πα­γκο­σμιο­ποι­η­τι­κό κί­νη­μα, που επα­νέ­φε­ρε την αντί­στα­ση και την προ­ο­πτι­κή «ενός άλλου κό­σμου» που «είναι εφι­κτός» στο προ­σκή­νιο μα­ζι­κά. «Δρό­μοι της Ευ­ρώ­πης, βουνά του Με­ξι­κού…». Η θε­ω­ρη­τι­κή δια­μά­χη που συ­νό­δευ­σε αυτό το κί­νη­μα, γύρω και από τις ιδέες και τις πρα­κτι­κές των Ζα­πα­τί­στας και αν αυτές απο­τε­λούν νέο στρα­τη­γι­κό μο­ντέ­λο για την αλ­λα­γή του κό­σμου, υπήρ­ξε πλού­σια αλλά δεν αφορά αυτό το άρθρο. Αυτό που κρα­τού­σα­με όλοι μας, σε όποια «πλευ­ρά» της θε­ω­ρη­τι­κής δια­μά­χης βρι­σκό­μα­σταν, ήταν η εμπλο­κή μας στην προ­σπά­θεια να χα­ρά­ξου­με δρό­μους αντί­στα­σης, με οδηγό το διά­ση­μο «από τα κάτω και από τα αρι­στε­ρά».

Μια επό­με­νη γενιά από αυτήν του αντι­πα­γκο­σμιο­ποι­η­τι­κού, αυτή που εξε­γέρ­θη­κε ως μα­θη­τές-τριες το Δε­κέμ­βρη του 2008, άκου­σε μια μέρα τον ευ­γε­νι­κό ένο­πλο μα­σκο­φό­ρο της αρχής της ιστο­ρί­ας μας, να στέλ­νει ένα ηχη­τι­κό μή­νυ­μα σε σπα­στά ελ­λη­νι­κά: «Συ­ντρό­φισ­σα, σύ­ντρο­φε. Εξε­γερ­μέ­νη Ελ­λά­δα. Εμείς, οι πιο μι­κροί, από αυτή τη γωνιά του κό­σμου, σε χαι­ρε­τά­με. Δέξου το σε­βα­σμό μας και το θαυ­μα­σμό μας γι' αυτό που σκέ­φτε­σαι και κά­νεις. Από μα­κριά μα­θαί­νου­με από σένα. Ευ­χα­ρι­στού­με». Για όσους-ες εί­χα­με εμπνευ­στεί από τους Ζα­πα­τί­στας, αυτή η «αντα­πό­δο­ση» είχε ξε­χω­ρι­στή αξία.

Από τότε πέ­ρα­σαν πολλά χρό­νια. Στη διε­θνή συ­ζή­τη­ση, οι Ζα­πα­τί­στας έπα­ψαν να απα­σχο­λούν ως υπό­δειγ­μα, του­λά­χι­στον με την ίδια έντα­ση που απα­σχό­λη­σαν την εποχή του αντι­πα­γκο­σμιο­ποι­η­τι­κού κι­νή­μα­τος. Με­σο­λά­βη­σαν πολ­λοί αγώ­νες διε­θνώς, που ίσως εξά­πτουν λι­γό­τε­ρο την «επα­να­στα­τι­κή φα­ντα­σία» αλλά είναι εξί­σου ή και πε­ρισ­σό­τε­ρο ση­μα­ντι­κοί. Ο ίδιος ο Μάρ­κος δεν έχει υπάρ­χει πια: Πριν με­ρι­κά χρό­νια, ο άν­θρω­πος πίσω από τη μάσκα απο­φά­σι­σε να με­το­νο­μα­στεί σε «εξε­γερ­μέ­νο Γκα­λε­ά­νο», να βάλει τέλος στην «περ­σό­να» Μάρ­κος και να απο­συρ­θεί από την πρώτη γραμ­μή της εκ­προ­σώ­πη­σης του EZLN. Για μια νέα γενιά αγω­νι­στών ο EZLN ίσως ανή­κει ήδη στην «κι­νη­μα­τι­κή προϊ­στο­ρία». Ο Μάρ­κος ίσως είναι πλέον ό,τι υπήρ­ξε για μια προη­γού­με­νη γενιά ο Τσε –μια μα­κρι­νή «ιστο­ρι­κή» φι­γού­ρα.

Αλλά είναι πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρα. Τον καιρό που η διε­θνής προ­σο­χή ήταν στην Τσιά­πας, τα διε­θνή ΜΜΕ ανα­ρω­τιού­νταν «Ποιος είναι ο Μάρ­κος;». Ποιος είναι ο άν­θρω­πος πίσω από την μάσκα; «Η μάσκα μου είναι κα­θρέ­φτης» έλεγε ο ίδιος, για να εξη­γή­σει ότι «όλοι εί­μα­στε ο Μάρ­κος».

Όταν κά­πο­τε απά­ντη­σε στη διά­δο­ση της φήμης ότι είναι γκέι, έδει­ξε και στις νε­ό­τε­ρες γε­νιές πού να κοι­τά­νε όταν ψά­χνουν για «ήρωες» και «σύμ­βο­λα»:

«Για όσους ανα­ρω­τιού­νται αν ο Μάρ­κος είναι ομο­φυ­λό­φι­λος… Ναι. Ο Μάρ­κος είναι γκέι στο Σαν Φραν­σί­σκο, μαύ­ρος στη Νότια Αφρι­κή, ασιά­της στην Ευ­ρώ­πη, με­ξι­κά­νι­κης κα­τα­γω­γής στο συ­νο­ρια­κό πέ­ρα­σμα του Σαν Ισί­δρο, αναρ­χι­κός στην Ισπα­νία, Πα­λαι­στί­νιος στο Ισ­ρα­ήλ, ιθα­γε­νής στους δρό­μους του Σαν Κρι­στο­μπάλ, αλη­το­πα­ρέα στη Νέζα, ροκάς στην πα­νε­πι­στη­μιού­πο­λη, εβραί­ος στη να­ζι­στι­κή Γερ­μα­νία, τσιγ­γά­νος στην Πο­λω­νία, Μοϊ­κα­νός στο Κε­μπέκ, συ­νή­γο­ρος του πο­λί­τη στο Υπουρ­γείο Άμυ­νας, φε­μι­νι­στής σε πο­λι­τι­κό κόμμα, κομ­μου­νι­στής στη με­τα­ψυ­χρο­πο­λε­μι­κή εποχή, κρα­τού­με­νος στη Σι­ντα­λά­πα, ει­ρη­νι­στής στη Βοσ­νία, ιθα­γε­νής Μα­πού­τσε στις Άν­δεις, δά­σκα­λος του συν­δι­κά­του CNTE, καλ­λι­τέ­χνης χωρίς γκα­λε­ρί ή πορ­το­φό­λι, νοι­κο­κυ­ρά ένα Σάβ­βα­το βράδυ σε κάθε γει­το­νιά κάθε πόλης κάθε Με­ξι­κού, αντάρ­της στο Με­ξι­κό στο τέλος του 20ου αιώνα, απερ­γός στο χρη­μα­τι­στή­ριο της Νέας Υόρ­κης, ρε­πόρ­τερ που κλεί­νει ‘τρύ­πε­ς’ στις με­σαί­ες σε­λί­δες, μάτσο στο φε­μι­νι­στι­κό κί­νη­μα, γυ­ναί­κα μόνη στο μετρό μετά τις 10 το βράδυ, συ­ντα­ξιού­χος που κάνει κα­θι­στι­κή δια­μαρ­τυ­ρία στην κε­ντρι­κή πλα­τεία του Σό­κα­λο, αγρό­της χωρίς γη, πε­ρι­θω­ρια­κός εκ­δό­της, άνερ­γος ερ­γά­της, για­τρός χωρίς κλι­νι­κή, αντι­κομ­φορ­μι­στής φοι­τη­τής, δια­φω­νών με το νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό, συγ­γρα­φέ­ας χωρίς βι­βλία ή ανα­γνώ­στες, και βέ­βαια Ζα­πα­τί­στα στο Νο­τιο­α­να­το­λι­κό Με­ξι­κό».

Ει­κο­σι­πέ­ντε χρό­νια μετά, αυτό που αξί­ζει να κρα­τή­σου­με στις ση­με­ρι­νές συν­θή­κες, πολύ δια­φο­ρε­τι­κές, αλλά επί­σης «σκο­τει­νές», είναι ο στί­χος που έγρα­ψε ο Ζακ Ντε Λα Ρόσα των Rage Against The Machine, εμπνευ­σμέ­νος από την ζα­πα­τι­στι­κή εξέ­γερ­ση, την εποχή που η δη­μο­φι­λία του συ­γκρο­τή­μα­τος εκτο­ξευό­ταν διε­θνώς σε μια νε­ο­λαία που δι­ψού­σε για «ορ­γι­σμέ­νο» ήχο και πο­λι­τι­κό στίχο: Everything can change, on a New Year’s Day… (τα πάντα μπο­ρούν να αλ­λά­ξουν μια Πρω­το­χρο­νιά…).    

*Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από την Ερ­γα­τι­κή Αρι­στε­ρά

Ετικέτες