Η Αντίσταση, το ΕΑΜ, το ΚΚΕ

Αντί προλόγου

Λένε, και σωστά, ότι η ιστορία αποτελεί τη «μνήμη του μέλλοντος». Αυτό ισχύει περισσότερο για την ιστορία του κινήματος. Και ισχύει ακόμα περισσότερο για χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ισπανία, όπου η ιστορία του κινήματος έχει χαράξει βαθιές διαχωριστικές γραμμές, με αίμα, ιδρώτα και δάκρυα, με αποτέλεσμα τα ιστορικά συμπεράσματα να αποτελούν τμήμα της τρέχουσας πολιτικής συγκρότησης.

Για την παρούσα γενιά των στελεχών της Αριστεράς και του κομουνιστικού κινήματος, η ιστορία έχει «γραφτεί» με περιορισμένο σεβασμό στα δεδομένα και ακόμα λιγότερο σεβασμό στην υποχρέωση να «ταιριάξουν» τα ιστορικά δεδομένα μέσα σε μια συνεκτική αντίληψη που να εξηγεί το κομβικό ερώτημα: Γιατί ηττηθήκαμε στη «μεγάλη» δεκαετία του ’40;

Η προηγούμενη γενιά κομουνιστικών στελεχών, οι μανάδες και οι πατεράδες μας, γαλουχήθηκαν με τις απαντήσεις της δεκαετίας του ’50, που διαμόρφωσε η ηγεσία του ΚΚΕ που είχε τότε να διαχειριστεί την ήττα.

Μια καλή περιγραφή αυτών των απαντήσεων θα βρει κανείς στο «Βοήθημα για την Ιστορία του ΚΚΕ» (που εκδόθηκε το 1952 από την ΚΕ του ΚΚΕ, με βάση τις «Θέσεις για την Ιστορία του ΚΚΕ» του Ν. Ζαχαριάδη). Το κείμενο αυτό ξεκινά με το ερώτημα: «Πώς πρέπει να μελετάμε την ιστορία του ΚΚΕ;». Το πρώτο κριτήριο, από τα 8 που θέτει, είναι: «Σε σχέση με την ιστορία του ΚΚ (μπ) της ΕΣΣΔ, που είναι η πραγματική εγκυκλοπαίδεια των βασικών γνώσεων του μ-λ και αποτελεί τη βάση για την κατανόηση της ιστορίας του ΚΚΕ. Το ΚΚ (μπ) της ΕΣΣΔ είναι το καθοδηγητικό κόμμα». Και το τελικό, όγδοο, κριτήριο είναι: «Πρέπει σωστά να δούμε το ρόλο του σ. Ν. Ζαχαριάδη στο κόμμα μας… Να γιγαντώσει πιο πολύ μέσα μας η αγάπη και ο σεβασμός προς τον αρχηγό μας και να γίνει ατράνταχτη η πεποίθησή μας, η εμπιστοσύνη και η σιγουριά στη δοκιμασμένη καθοδήγησή του» (Βοήθημα, Κεφάλαιο 1ο, σελ. 8-12).

Την αφήγηση για την ιστορία του κινήματος που αναπτύσσει το «Βοήθημα» τη στήριξαν για πολλά χρόνια οι οργανωμένες δυνάμεις του ΚΚΕ, αλλά μετά τη Μεταπολίτευση και οι δυνάμεις των μεγάλων μαοϊκών οργανώσεων της εποχής, το ΕΚΚΕ και η ΟΜΛΕ (η τελευταία έκδοση του «Βοηθήματος» είναι μετά το 1974, από τις «Εκδόσεις του Λαού» που συνδέονταν με το ΕΚΚΕ). Αυτός ο όγκος υποστήριξης –που περιλάμβανε πολλά συνέδρια, πολλά αχτίφ στελεχών και δημόσιες εκδηλώσεις, χιλιάδες άρθρα και συζητήσεις– προσέδωσε σταδιακά στην αφήγηση αυτή το χαρακτήρα του αυτονόητου, του κοινού τόπου, έστω και αν η αφήγηση παρουσίαζε τεράστια κενά και εκρηκτικές αντιφάσεις.

Μετά τη διάσπαση του ’68, οι δυνάμεις της Ανανεωτικής Αριστεράς, γύρω από το ΚΚΕ Εσωτερικού, ξεδίπλωσαν μια περιορισμένη ρήξη με τη σταλινική παράδοση, μια στροφή κυρίως προς τη σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση του «εθνικού και δημοκρατικού δρόμου» προς τον σοσιαλισμό. Όμως ποτέ αυτή η ρήξη δεν στράφηκε προς την ιστορία με έναν συνεκτικό τρόπο, επιχειρώντας να δώσει μια συλλογική εκτίμηση για την ήττα.

Ο Άγγελος Ελεφάντης, στο σημαντικό για τη διαμόρφωση των νεολαίων του «ανανεωτικού ρεύματος» βιβλίο «Η Επαγγελία της Αδύνατης Επανάστασης», γράφει: «Στον αδιάλλακτο επαναστατικό ρομαντισμό των παλαιών πολεμιστών θα πρέπει να αναζητήσουμε την αιτία της πρώιμης αυτοαπομόνωσης του ΚΚΕ… ο σταλινισμός ήταν στις τοτινές συνθήκες η μόνη υπαρκτή επαναστατική προσπάθεια της εργαζόμενης ανθρωπότητας…» (Επαγγελία, εκδόσεις Ολκός). Η «ανανέωση» στάθηκε σε πολλά σημεία στο πλευρό της κυρίαρχης αφήγησης: «Το ΚΚΕ γεννήθηκε και γαλουχήθηκε… άντρωσε και αναπτύχθηκε σε μεγάλη λαϊκή δύναμη με τη διδασκαλία του Στάλιν».

Η αφήγηση αυτή μπορεί να συμπτυχθεί στο εξής σχήμα: α) Το ΚΚΕ βγήκε από την πρώιμη περίοδο της συγκρότησής του, «αναπτύχθηκε σε μεγάλη λαϊκή δύναμη», όταν με την επέμβαση της Διεθνούς εγκαταστάθηκε η ηγεσία του Ν.Ζ. (όπως γλαφυρά λέει ο Ελεφάντης, όταν «ήρθε η ώρα των Κούτβηδων»…). β) Η ηγεσία Ζαχαριάδη, με την «τομή» της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του 1934, συνέδεσε σταθερά τη στρατηγική και την τακτική του ΚΚΕ με το σταλινισμό («τη μόνη υπαρκτή επαναστατική προσπάθεια…») και τις νεότερες επεξεργασίες της Διεθνούς προς τα Λαϊκά Μέτωπα και τις αντιφασιστικές συμμαχίες. γ) Αυτή η ηγεσία, και ειδικά με το «Γράμμα» του Ζαχαριάδη σχετικά με τον ιταλοελληνικό πόλεμο, προσανατόλισε σωστά το ΚΚΕ και «έθεσε τις βάσεις για την εποποιία του ΕΑΜ».

Εδώ σταματά η ενότητα των οπαδών αυτού του αφηγήματος. Μπροστά στο κρίσιμο ερώτημα πώς και γιατί «χάθηκε» η νικηφόρα επανάσταση του 1941-1945, οι ερμηνείες που ξεκινούν από το έδαφος των παραπάνω απόψεων διασπώνται. Ας δούμε δύο διαμετρικούς πόλους: Ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης δηλώνει ότι η στρατηγική και η κατεύθυνση του κόμματος ήταν σωστή, αλλά υπονομεύτηκε από μια σειρά «λάθη» και «προδοσίες» (Λίβανος, Γκαζέρτα, Βάρκιζα), που η ηγεσία του κόμματος δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει, γιατί υποτίμησε την «κομματικότητα» και δεν αντέδρασε έγκαιρα στον «προβοκατόρικο ρόλο» του Γιώργη Σιάντου και άλλων («Βοήθημα», Αιτίες που χάσαμε την πρώτη επανάσταση, σελ. 212-219). Ο Θανάσης Χατζής (στο ογκώδες βιβλίο του «Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε») ισχυρίζεται το ακριβώς αντίθετο: ο ζαχαριαδικός μηχανισμός που, υπό τον Ιωαννίδη, αποκατέστησε σταδιακά τον έλεγχό του στο εσωτερικό του ΚΚΕ, είχε λάθος στρατηγική, υποτιμώντας την πάλη για την εξουσία, εγκλωβίστηκε στην επιδίωξη της εθνικής ενότητας και οδήγησε το κίνημα στην ουρά του Παπανδρέου και του Σκόμπι, παρά την ενστικτώδη αντίσταση του «αυθεντικού λαϊκού αγωνιστή» Γ. Σιάντου, πολλών στελεχών του ΚΚΕ και των καπεταναίων του ΕΛΑΣ.

Είναι φανερό ότι στη βάση του παραπάνω σχήματος δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί ουσιαστικά το ερώτημα του πώς και γιατί ηττήθηκε το μεγάλο κίνημα της Αντίστασης.

Εδώ γίνεται σημαντική η ιστορική παρέμβαση της σημερινής ηγεσίας του ΚΚΕ και οι «αναθεωρήσεις» της ΚΕ σχετικά με την ιστορία του κόμματος και του κινήματος. Είτε με τα αρχειακά δεδομένα που φέρνει στην επιφάνεια, είτε με τα συμπεράσματά της που στρέφουν τη συζήτηση σε μεγαλύτερο βάθος: Δείχνοντας, για πρώτη φορά στην ιστορία του ΚΚΕ, ως πηγή της κακοδαιμονίας τα στρατηγικά και προγραμματικά στοιχεία στην πολιτική του ΚΚΕ πριν τη μεγάλη δοκιμασία του ’40 (6η Ολομέλεια του 1934) και, ακόμα, τη σχέση αυτής της ιδεολογικοπολιτικής «στροφής» με τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνταν μέσα στην 3η Διεθνή και την ΕΣΣΔ.

Οι πολιτικοί λόγοι αυτής της «αναθεώρησης» από την πλευρά του ΚΚΕ δεν είναι αντικείμενο του παρόντος άρθρου. Κάποιοι «κουκουεδογενείς» μέσα στην Αριστερά έκαναν λόγο για μια «τροτσκιστική στροφή». Ο ισχυρισμός είναι πέρα για πέρα στον αέρα. Όμως το ΚΚΕ στρέφει πράγματι την προσοχή όλων των αριστερών σε κάποια ζητήματα που, μέχρι σήμερα, υπογράμμιζαν μόνο οι «αιρετικές φωνές», κυρίως οι οργανώσεις και οι διανοούμενοι που δεν καθορίζονταν από το αντι-τροτσκιστικό μένος που δημιούργησαν οι παλιότερες εποχές των «εκκαθαρίσεων»…

Δεν μπορούμε να συζητήσουμε σοβαρά για το ’40, αν δεν κατανοήσουμε τις ανατροπές που είχαν προηγηθεί.

Η μεγάλη δεκαετία του ’30

Το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’30 χαρακτηρίζεται στην Ελλάδα από μια σημαντική άνοδο της ταξικής πάλης και μια γενικευμένη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών, φαινόμενα που κορυφώθηκαν με την εξέγερση της Θεσσαλονίκης το Μάη του 1936.

Μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία, το ΚΚΕ αναπτύχθηκε παίρνοντας για πρώτη φορά διαστάσεις ενός (σχετικά) μαζικού εργατικού κόμματος. Τα στοιχεία δείχνουν ότι κινήθηκε μεταξύ των 4,5 και των 10 χιλιάδων μελών. Το φαινόμενο ήταν παγκόσμιο: Το κύρος της 3ης Διεθνούς –που πάνω της αντανακλούσε η αμείωτη ακόμα αίγλη της νικηφόρας Οκτωβριανής επανάστασης– λειτουργούσε ως μαγνήτης που έλκυε την εργατική ριζοσπαστικοποίηση της εποχής προς τα ΚΚ.

Στην Ελλάδα είχε προηγηθεί η παρέμβαση της Κομιντέρν για τον ορισμό καθοδηγητικής ομάδας στο ΚΚΕ. Το φαινόμενο αυτό υπήρξε πολύ πιο άναρχο και ασταθές από ό,τι φαντάζονται οι εκ των υστέρων θαυμαστές των «ατσάλινων» κούτβηδων που, τάχα, εγκατέστησαν δια μαγείας μια «μονολιθική» πειθαρχία και αφοσίωση.

Η πρώτη ηγετική ομάδα των «κούτβηδων» είχε ως επικεφαλής τους Ανδρόνικο Χαϊτά και Κ. Ευτυχιάδη. Παρά τα θρυλούμενα ηγετικά προσόντα του Χαϊτά, η ομάδα αυτή σύντομα αποπροσανατολίστηκε και βυθίστηκε στο φραξιονισμό και την κρίση. Μερικές δεκάδες στελεχών κλήθηκαν στη Μόσχα για «επανεκπαίδευση», διαδικασία από την οποία επέστρεψε μόνο ένα τμήμα τους. Ο Χαϊτάς και ο Ευτυχιάδης εκτελέστηκαν κατά τις εκκαθαρίσεις του 1937-38 ως μπουχαρινικοί.

Η δεύτερη ηγετική ομάδα, που εγκαταστάθηκε το 1931, είχε επικεφαλής την τριάδα: Ν. Ζαχαριάδης, Γ. Κωνσταντινίδης (Ασημίδης), Γ. Μιχαηλίδης (είναι η τριάδα της Γραμματείας του Πολιτικού Γραφείου που διορίστηκε από την Κομιντέρν). Ο Ασημίδης γρήγορα διαφώνησε με τον Ζαχαριάδη, κυρίως πάνω στην εκτίμηση ότι ο φασισμός στην Ελλάδα προετοιμαζόταν κυρίως από τους… βενιζελικούς («σοσιαλφασίστες») και απομονώθηκε ως τροτσκιστής. Ο Ασημίδης διαγράφτηκε, ιδιώτευσε και αν και ως δικηγόρος υπερασπίστηκε συχνά τα στελέχη του ΚΚΕ και τους διωκόμενους συνδικαλιστές, το 1944 εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ στου Γκύζη.

Ο Γ. Μιχαηλίδης παρέμεινε προσκολλημένος στον Ν. Ζαχαριάδη, που στο μεταξύ είχε λάβει τον τίτλο του «Αρχηγού» του κόμματος. Το 1938 πήρε την εντολή να βγει από τις φυλακές (υπογράφοντας δήλωση μετανοίας) για να βοηθήσει στην εξάρθρωση του δικτύου που ο Ν. Ζαχαριάδη θεωρούσε χαφιέδες. Έγινε χαφιές και συνεργάστηκε με τον Μανιαδάκη για την εγκατάσταση της διαβρωμένης Προσωρινής Διοίκησης του ΚΚΕ.

Παρ’ όλα αυτά, η ηγεσία Ζαχαριάδη σταθεροποιήθηκε. Κομβική παρέμβασή της ήταν η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το 1934, που άλλαξε την ταξική ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας που διέθετε το ΚΚΕ και, συνακόλουθα, τη στρατηγική για την κοινωνική επανάσταση που το ΚΚΕ είχε κληρονομήσει από την Κομιντέρν της εποχής του Λένιν. Σύμφωνα με τη νέα ανάλυση, ο κοινωνικός σχηματισμός στην Ελλάδα καθοριζόταν από την καθυστέρηση («τσιφλικάδικα κατάλοιπα»), την οποία η αστική τάξη δεν μπορούσε να ξεπεράσει, από την εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο, η οποία δεν ήταν στοιχείο δυναμικής, αλλά εμπόδιο στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, ενώ –κατά συνέπεια– ο χαρακτήρας της επερχόμενης επανάστασης στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε παρά να είναι αστικοδημοκρατικός.

Πολλά χρόνια μετά, μέσα στη φωτιά της μάχης, ο Ν. Ζαχαριάδη γράφοντας για τον χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις της Αντίστασης (εισήγηση στην 12η Ολομέλεια της ΚΕ, Ιούνης 1945), υπογραμμίζει: «Ο χαρακτήρας της επανάστασης αυτής ήταν αστικοδημοκρατικός, γιατί αστικοδημοκρατικά ήταν τα καθήκοντα που είχε να λύσει. Ο δρόμος για τη νεοελληνική λαϊκή δημοκρατική αναδημιουργία περνούσε υποχρεωτικά και πρώτα απ’ όλα από τούτα τα ορόσημα: α) Την αποκατάσταση και ολοκλήρωση της εθνικής ανεξαρτησίας. β) Το σπάσιμο των μισοφεουδαρχικών σχέσεων στο χωριό, πράγμα που απαιτούσε να δημιουργηθεί στο χωριό λεύτερο, βιώσιμο, φτωχομεσαίο αγροτικό νοικοκυριό. γ) Την ανάπτυξη ορισμένων βασικών βιομηχανικών προϋποθέσεων. Η ανάπτυξη αυτή έπρεπε να στηριχθεί βασικά στην εσωτερική αγορά. δ) Την απαλλαγή της από τη ληστρική εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο. Όταν πραγματοποιούνταν οι προϋποθέσεις αυτές, δηλαδή όταν δημιουργούνταν η νεοελληνική λαϊκή δημοκρατία, θα φτιάχναμε και τις βάσεις για ένα μελλοντικό ανώτερο κοινωνικό-οικονομικό-πολιτικό ανέβασμα» («Βοήθημα», σελ. 202).

Το ΚΚΕ, σήμερα, υποδεικνύει με σαφήνεια αυτή τη στρατηγική αντίληψη για το χαρακτήρα της επανάστασης ως βασική αιτία για την ήττα του 1941-1945. Και έχει δίκιο. Ο ρεφορμισμός των σταδίων –γιατί περί αυτού πρόκειται– που έβλεπε μια μαζική ένοπλη εξέγερση να έχει ως στόχο την ολοκλήρωση της δημοκρατικής εξέλιξης, την ολοκλήρωση της καπιταλιστικής ανάπτυξης (στην πόλη και στο χωριό!) και την κατάκτηση μιας κάποιας χημικά καθαρής εθνικής ανεξαρτησίας (στην εποχή του ιμπεριαλισμού!) έδενε το κίνημα στην ουρά της ντόπιας αστικής τάξης, στην ουρά των ντόπιων αστικών πολιτικών δυνάμεων και δι’ αυτών στην ουρά των Άγγλων. Εγκλώβιζε την ηγεσία του στο δίλλημα μεταξύ της «εθνικής ενότητας» και της ορμής των μαζών, οδηγώντας με «σιδερένια πειθαρχία» στην… ήττα.

Οφείλουμε να θυμίσουμε ότι στην ανάλυση της 6ης Ολομέλειας απάντησε έγκαιρα ο Παντελής Πουλιόπουλος με το ιστορικό βιβλίο του «Σοσιαλιστική ή Δημοκρατική Επανάσταση στην Ελλάδα;». Σε αυτό το βιβλίο, ο Π. Πουλιόπουλος βάζει τα θεμέλια για μια σύγχρονη ταξική ανάλυση: Ο ελληνικός καπιταλισμός, έχοντας πάρει μέρος στους προηγούμενους πολέμους με την πλευρά των νικητών, είναι «ο πιο δυναμικός των Βαλκανίων», η σχέση εξάρτησης με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές είναι εθελούσια επιλογή της ντόπιας κυρίαρχης τάξης και βάση για μια ταχύτερη ανάπτυξη του καπιταλισμού, τα «τσιφλικάδικα» κατάλοιπα στην ύπαιθρο είναι υπό την ηγεμονία μιας σύγχρονης αστικής τάξης που βασίζει σε αυτή τη συμμαχία με τους μεγαλογαιοκτήμονες τον σταθερό έλεγχό της πάνω στις εξελίξεις της ανάπτυξης. Απαντώντας προδρομικά σε μια συκοφαντία (ότι, τάχα, οι τροτσκιστές πάντα υποτιμούν το αγροτικό ζήτημα), ο Παντελής Πουλιόπουλος, μέσα από την καθυστέρηση της αγροτικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα, βγάζει το συμπέρασμα ότι είναι απολύτως εφικτή και επίκαιρη μια μαζική αγροτική εξέγερση που, σε συμμαχία με την εργατική τάξη στις πόλεις, ενισχύει την προοπτική για μια κοινωνική επανάσταση, όπου το προλεταριάτο και οι κομουνιστές θα πρέπει να παλέψουν για να πάρει σοσιαλιστικό χαρακτήρα. Δεν πρόκειται κυρίως για μια νοσταλγία για το «τραγούδι του Οκτώβρη», αλλά περισσότερο για μια πρόβλεψη της μεγάλης κοινωνικής καταιγίδας που εκδηλώθηκε στη δεκαετία του ’40, σε αντίθεση με τα δογματικά «σχηματάκια» της 6ης Ολομέλειας.

Η ηγεσία Ζαχαριάδη, που σταθεροποιήθηκε με την 6η Ολομέλεια και τα επόμενα συνέδρια του ΚΚΕ, πολύ σύντομα δοκιμάστηκε, με αρνητικά αποτελέσματα, στην πραγματική πολιτική ζωή. Έμεινε άναυδη μπροστά στην έκρηξη της εργατικής πάλης το Μάη του ’36 και δεν κατόρθωσε να οργανώσει τίποτα ως αλληλεγγύη στην εξεγερμένη Θεσσαλονίκη. Μπροστά στον κίνδυνο της δικτατορίας επέλεξε (μετά από πολλές κωλοτούμπες που προκαλούσε η θεωρία του «σοσιαλφασισμού») τη συνεργασία με τους φιλελεύθερους (Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα), δίνοντάς τους ψήφο ανοχής στη Βουλή και παρακολουθώντας στη συνέχεια παθητικά την «κοινοβουλευτική» πορεία, που κάλεσε τον Ι. Μεταξά να αναλάβει την εξουσία…

Όμως το σημείο όπου η ηγεσία του Ν. Ζαχαριάδη δοκιμάστηκε σκληρότερα είναι ακριβώς αυτό που οι μετέπειτα «θρύλοι» έχτισαν ως, τάχα, το ισχυρότερο ατού των «κούτβηδων»: η οργανωτικότητα.

Ελάχιστες βδομάδες μετά το ξέσπασμα της δικτατορίας του Μεταξά, πιάστηκε ο Ν. Ζαχαριάδης Σε λιγότερο από έναν χρόνο μετά την 4η Αυγούστου του 1936, είχε συλληφθεί το σύνολο των καθοδηγητικών στελεχών του ΚΚΕ. Λίγο αργότερα, στις εξορίες αναπτυσσόταν η άποψη ότι «το Κόμμα ανασυγκροτείται μέσα στις φυλακές»! Το κόμμα που μαζικοποιήθηκε από το 1931 ως το 1936, σε ελάχιστο χρόνο συντρίφτηκε από τα χτυπήματα του Μανιαδάκη.

Αυτό, από μόνο του, δεν θα έλεγε κάτι καταδικαστικό. Δεν ήταν άλλωστε πρωτόγνωρο στη δεκαετία του ’30. Για παράδειγμα στη γειτονική Ιταλία το καθεστώς του Μουσολίνι είχε ήδη πετύχει την προσωρινή διάλυση του PCI.

Η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ προσθέτει στη συζήτηση κάτι ποιοτικά διαφορετικό: «Στα χρόνια 1939-1940 η Ασφάλεια πέτυχε κάτι πολύ πιο σημαντικό από το πέρασμα με το μέρος της κάποιων στελεχών του ΚΚΕ. Δημιούργησε “ανώτατο όργανο” καθοδηγούμενο από αυτήν, με όσα συνεπαγόταν η τέτοια εξέλιξη» («Το ΚΚΕ στον ιταλο-ελληνικό πόλεμο», έκδοση του τμήματος ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ).

Και πράγματι, ο Μανιαδάκης κατόρθωσε να συγκροτήσει μια ελεγχόμενη από την Ασφάλεια ΚΕ –τη διαβόητη «Προσωρινή Διοίκηση»– ακόμα και να εκδίδει τον δικό του «Ριζοσπάστη». Το χειρότερο όμως είναι ότι το «κέντρο» του κόμματος, μέσα στις φυλακές, –ο Ζαχαριάδης στην Κέρκυρα και ο Ιωαννίδης στην Ακροναυπλία– θεωρούσε ότι η χαφιέδικη ηγεσία της Προσωρινής Διοίκησης ήταν η αυθεντική, ενώ αντίστροφα, οι λίγοι κομουνιστές που πάλευαν να σώσουν το κόμμα μέσα από το δίκτυο της «Παλιάς ΚΕ» (ουσιαστικά με την καθοδήγηση του Πλουμπίδη)… ήταν οι χαφιέδες! Δεν είναι σε γνώση μας ανάλογος βαθμός διάβρωσης σε κανένα άλλο ΚΚ στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία.

Το ΚΚΕ έχει σήμερα ουσιαστικά αποκαταστήσει την Παλιά ΚΕ,1  συμπεριλαμβάνοντας τις απόψεις της στα επίσημα κομματικά ντοκουμέντα. Πέρα από αυτό, φροντίζει να μας υποδείξει το μίτο για να ερμηνεύσουμε τη διάβρωση πολιτικά, πέρα από τις αστυνομικές ιστορίες: «Ο εχθρός κινήθηκε στο έδαφος που εξ αντικειμένου είχε δημιουργηθεί με τις συνεχείς θέσεις της Κομουνιστικής Διεθνούς για τον πόλεμο. Δεν ήταν δυνατό (και δεν ήταν εύκολο) για πολλά μέλη και στελέχη του Κόμματος να ξεχωρίζουν αποχρώσεις θέσεων και να αντιλαμβάνονται σε κάθε περίπτωση την έντεχνη κρατική παρέμβαση. Το πολιτικό τους κριτήριο αδυνάτιζε εξαιτίας των αλληλοσυγκρουόμενων αποφάσεων της ΚΔ, που άλλαζαν σε ελάχιστο χρόνο». («Το ΚΚΕ στον ιταλοελληνικό πόλεμο», σελ. 117).

Και εδώ η σημερινή ΚΕ του ΚΚΕ έχει δίκιο. Μόνο που η παραπάνω φράση υστερεί σε σχέση με την πραγματικότητα της ιδεολογικοπολιτικής αποσύνθεσης που είχε προκληθεί. Για να την κατανοήσουμε, οφείλουμε να προσπαθήσουμε να ανασυνθέσουμε στο μυαλό μας τις συγκλονιστικές συνέπειες που είχαν για τα ΚΚ (αλλά και για τα μεμονωμένα στελέχη) οι διαδοχικές «στροφές» της Κομιντέρν:

Στην περίοδο του επαναστατικού κύματος του ’17, η 3η Διεθνής, στην εποχή του Λένιν, συμπύκνωσε την πολιτική πείρα του κινήματος στο «σώμα» των αποφάσεων των 4 πρώτων συνεδρίων της: Τελευταίο «μήνυμα» αυτής της μνημειώδους εργασίας, ένα «μήνυμα» με τη σφραγίδα του Λένιν, είναι οι αποφάσεις του 4ου Συνεδρίου: Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο, Μεταβατικό Πρόγραμμα, Μεταβατική Πολιτική. Μετά το θάνατο του Λένιν και το ξέσπασμα της εσωκομματικής πάλης στην ΕΣΣΔ, οι κομουνιστές ξαφνικά πληροφορούνταν, δια της Κομιντέρν, ότι όλα αυτά ήταν λάθος: ο καπιταλισμός διερχόταν την «3η και τελική περίοδο» καταστροφικής κρίσης του, τα ΚΚ βρίσκονταν περικυκλωμένα από μια θάλασσα «σοσιαλφασιστών», τα πολιτικά καθήκοντα ταυτίζονταν με τη διεκδίκηση της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Αυτό το σύντομο διάλλειμα «αριστερισμού», υπό την ηγεσία του Ζινόβιεφ, ως μοναδική χρησιμότητα είχε την κατεδάφιση της προηγούμενης πολιτικής και μαζί την κατεδάφιση των ηγετικών ομάδων που είχαν χτιστεί στο εσωτερικό των ΚΚ στην περίοδο του 3ου και 4ου Συνεδρίου της Κομιντέρν.

Και αίφνης, οι κομουνιστές πληροφορούνταν, ξανά δια της Κομιντέρν, ότι όλα αυτά ήταν λάθος. Το δίλημμα πλέον ήταν: «Φασισμός ή αστική δημοκρατία;» και τα ΚΚ όφειλαν να αναπτύξουν πλατιά Λαϊκά Μέτωπα, σε συνεργασία με τις αστικές δημοκρατικές δυνάμεις και να ανοιχθούν ακόμα και στο ενδεχόμενο της συμμετοχής σε αστικές δημοκρατικές κυβερνήσεις που θα στέκονταν, λέει, εμπόδιο στον φασισμό.

Σε αυτό το υπέδαφος διαρκών αλλαγών στρατηγικής, με μοναδικό πλέον κριτήριο τα συμφέροντα και τους διπλωματικούς προσανατολισμούς της ρωσικής ηγεσίας, η είδηση του Συμφώνου μη-επίθεσης μεταξύ της χιτλερικής Γερμανίας και της ΕΣΣΔ, του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, είχε διαλυτικές συνέπειες. Πολλοί αγωνιστές-στριες στη σημερινή Αριστερά έχουν αποδεχθεί ότι το σύμφωνο ήταν ένας «τακτικός ελιγμός» που ήταν αναγκαίος για να «κερδηθεί χρόνος» κ.ο.κ. Όμως η σκέψη αυτή δεν αντέχει στη δοκιμασία των γεγονότων και των αρχειακών δεδομένων. Είναι π.χ. δεδομένο για όλους τους ιστορικούς του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής της άμυνας του Στάλινγκραντ, Ν. Χρουτσόφ) ότι η ΕΣΣΔ αιφνιδιάστηκε από τη γερμανική επίθεση κι ότι είχε αξιοποιήσει το «χρόνο που κέρδισε» με το Σύμφωνο για κάθε άλλου είδους υποθέσεις, παρά για προετοιμασία της από μια επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας.

Πολύ περισσότερο, η σκέψη αυτή υποτιμά τις τεράστιες πολιτικές δυσκολίες που το Σύμφωνο πρόσθεσε πάνω στις πλάτες των ηγεσιών και των στελεχών των ΚΚ στην Ευρώπη, που ήδη παρέπαιαν μπροστά σε τεράστιας κλίμακας δοκιμασίες.2

Η διαδικασία αυτή δεν εξελίχθηκε ως μια αφηρημένη ιδεολογικοπολιτική συζήτηση. Οι «στροφές» συνδυάζονταν με αλλαγές προσώπων, με ανατροπές συσχετισμών, με εκκαθαρίσεις.

Η ηγεσία Ζαχαριάδη παρακολούθησε όλες αυτές τις «στροφές», φροντίζοντας να παραμένει μέσα στο πλειοψηφικό ρεύμα των «νικητών» στην Κομιντέρν. Εγκατέστησε μέσα στην πολιτική του ΚΚΕ το ρεφορμισμό των σταδίων, αλλά όχι με οποιαδήποτε μορφή αυτής της μεταρρυθμιστικής στρατηγικής: Εγκατέστησε τον σταλινικό ρεφορμισμό των σταδίων. Και σε αυτόν το χαρακτηρισμό κάθε λέξη έχει τη σημασία της, όπως αποδείχθηκε με τραγικό τρόπο στη δεκαετία που ακολούθησε.

Το ΚΚΕ μπροστά στον πόλεμο

Οι κομουνιστές της εποχής βάδιζαν προς τη μεγάλη δοκιμασία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έχοντας ένα ιδεολογικό δεδομένο, αυτό της ανάλυσης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου από τον Λένιν, την Αριστερά του Τσίμερβαλντ και, τελικά, την 3η Διεθνή. Αυτό το δεδομένο δεν έλυνε όλα τα κρίσιμα ζητήματα τακτικής που θα αντιμετώπιζαν τα ΚΚ, έθετε όμως με σαφήνεια τα όρια μέσα στα οποία θα μπορούσε να κινηθεί η τακτική: α) Ο χαρακτήρας το πολέμου δεν κρίνεται από τα «επεισόδια» της αρχής του, από το ποιος έριξε την πρώτη τουφεκιά ή από το ποιος κίνησε πρώτος το στρατό του. Κρίνεται από το ποιες τάξεις καθοδηγούν τον πόλεμο, για ποιους λόγους και με ποιους σκοπούς. β) Κατά συνέπεια, η καθοδηγητική αρχή για την τακτική των κομουνιστών είναι η προσπάθεια της μετατροπής της κρίσης, που δημιουργεί ένας διεθνής πόλεμος, σε κοινωνική επανάσταση, σε αγώνα για τη σοσιαλιστική απελευθέρωση της εργατικής τάξης. γ) Σε αντίθεση με τις απόψεις των παλιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, αυτή η στρατηγική δεν είναι σωστό να τεμαχιστεί σε στάδια: Πρώτα η άμυνα, ή πρώτα η νίκη, και μελλοντικά βλέπουμε. Αντίθετα, το επαναστατικό κίνημα οφείλει, μέσα στην τρομερή κρίση του πολέμου, να χαράξει το δικό του δρόμο προς τη δική του «έξοδο» από την πολεμική κρίση, όπως έκαναν οι Μπολσεβίκοι το ’17. Το ζήτημα της ανεξαρτησίας των ΚΚ απέναντι στα διλλήματα μεταξύ «χορτάτων» και «πεινασμένων» ιμπεριαλιστών θεωρούνταν αναντικατάστατη προϋπόθεση για τη δράση.

Παρότι (όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω) μεταξύ του Α΄ και του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου υπάρχουν διαφορές, οι αναλογίες μεταξύ τους είναι δεδομένες και δεν επιτρέπουν αλλαγή στρατηγικής: η σύγκρουση που ξέσπασε στα 1939-1940 είναι η σύγκρουση μεταξύ των «πεινασμένων» και «χορτάτων» ιμπεριαλισμών, όπως αυτοί διαμορφώθηκαν από την κατάληξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Όμως αυτό το πλαίσιο ανάλυσης είχε υποβαθμιστεί και εξασθενήσει μέσα από τις μετατοπίσεις της Διεθνούς κατά τη δεκαετία του ’30.

Παρ’ όλα αυτά, η στάση του ΚΚΕ, όπως συγκεκριμενοποιήθηκε με το γνωστό «γράμμα» του Νίκου Ζαχαριάδη πάνω στο ξέσπασμα του ιταλοελληνικού πολέμου, αποτελεί «υπέρβαση»: Ο γραμματέας του ΚΚΕ ορίζει τον πόλεμο ως «εθνικοαπελευθερωτικό» και κάνει το παραπάνω βήμα να καλέσει: «Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως καμιά επιφύλαξη» (31 Οκτώβρη 1940, οι υπογραμμίσεις δικές μας).

Την πολιτική προς την οποία προσανατολίζεται ο Ν. Ζαχαριάδης φωτίζει καλύτερα το «σημείωμα» που έστειλε για διαπραγμάτευση προς τη δικτατορία του Μεταξά και που το ΚΚΕ επιλέγει σήμερα να υπενθυμίσει, συμπεριλαμβάνοντάς το στον τόμο για τον ιταλοελληνικό πόλεμο. Αυτό το σημείωμα περιλάμβανε 4 προτάσεις:

1) Το ΚΚΕ αναλαμβάνει τη γραμμή του «Ανοιχτού Γράμματος» να την κρατήσει ως το τέλος του πολέμου (υπογράμμιση δική μας).

2) Η κυβέρνηση δίνει γενική αμνηστία.

3) Ξαναβγαίνει ο «Ριζοσπάστης».

4) Όποιο μέλος του ΚΚΕ διαφωνήσει με τη γραμμή του «Ανοιχτού Γράμματος» θα διαγραφεί από το ΚΚΕ (η υπογράμμιση δική μας).

(«Το ΚΚΕ στον ιταλοελληνκό πόλεμο», σελ. 138).

Στο σημείωμα αυτό ο Ν. Ζαχαριάδης αναλαμβάνει να κρατήσει μια πολιτική («υπό τη διεύθυνση της κυβέρνησης Μεταξά… δίχως καμιά επιφύλαξη») μέχρι το τέλος του πολέμου! Ταυτόχρονα αποδεικνύει τεράστιες αυταπάτες για τις προθέσεις της «κυβέρνησης» (δηλαδή της δικτατορίας) Μεταξά (αμνηστία, επανακυκλοφορία «Ριζοσπάστη»), ενώ προτιμάμε να αφήσουμε ασχολίαστη τη δέσμευση για τη διαγραφή όποιου διαφωνήσει με αυτή την πρωτοφανή «διαπραγμάτευση» με ένα φασιστικό/δικτατορικό καθεστώς.3

Πολλοί σήμερα μέσα στην Αριστερά εξακολουθούν να πιστεύουν και να αναπαράγουν την άποψη ότι το ΕΑΜ χτίστηκε πάνω στην πολιτική που προδιαγράφει το Ανοιχτό Γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη. Είναι μια αντίληψη που χτίστηκε μέσα στις ανώμαλες για την Αριστερά συνθήκες της δεκαετίας του ’50 και δεν έχει καμιά σχέση με τις πραγματικότητες του 1940 και τις συνέπειες του Γράμματος ακόμα και μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ.

Στην πραγματικότητα η δημοσίευση του Γράμματος οδήγησε σε παροξυσμό την πολιτική σύγχυση που προϋπήρχε.

Το «Γράμμα» έγινε σημαία της χαφιέδικης Προσωρινής Διοίκησης. Ο «Ριζοσπάστης» που εξέδιδε ο Μανιαδάκης, κάνει έκκληση στα μέλη του ΚΚΕ «να τσακίσουν τους άτιμους χαφιέδες που πάνε να διαστρεβλώσουν τη γραμμή του κόμματος… τη γραμμή που έβαλε ο σ. Ζαχαριάδης με το Ανοιχτό Γράμμα… ο πόλεμός μας είναι επαναστατικός-αντιιμπεριαλιστικός… γι’ αυτό το λόγο τις διαφορές μας με τη διχτατορία τις θέσαμε στην μπάντα… Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας υπό τον Μεταξά». Τη γραμμή αυτή έτρεξε να στηρίξει από την Ακροναυπλία ο Γ. Ιωαννίδης: «Αναγνωρίζουμε για μοναδική πραγματική καθοδήγηση του ΚΚΕ την Προσωρινή Διοίκηση. Υιοθετούμε πέρα για πέρα την πολιτική γραμμή που αυτή χάραξε για την υπεράσπιση των ζωτικών συμφερόντων του ελληνικού λαού και την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της χώρας μας».

Αντίθετα, η Παλιά ΚΕ καταγγέλλει το Γράμμα ως πλαστό, επιμένει στη θέση ότι ο πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός και εξακολουθεί να υποστηρίζει την ανατροπή του Μεταξά. Ο Πλουμπίδης αρθρογραφεί στον παράνομο «Ριζοσπάστη», δηλώνοντας ενυπόγραφα ότι το Γράμμα είναι κατασκευή του Μανιαδάκη και ότι όσοι το ακολουθήσουν, «παίρνουν λαθεμένη πορεία, προς τα δεξιά». Ανάλογη στάση κρατούν οι εξόριστοι στη Φολέγανδρο (Στ. Αναστασιάδης), στην Ανάφη, ενώ ο Θαν. Χατζής, από το Μακεδονικό Γραφείο, έγραφε στην αναφορά του: «Χάος επικρατούσε στις γραμμές των κομμουνιστών. Δεν υπήρχε ούτε ένας που να υποστήριζε στο σύνολο κι ανεπιφύλακτα το γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη. Όσοι δεν γνώριζαν το γραφικό χαρακτήρα του, υποστήριζαν πως όλο είναι πλαστό…».

Ακόμα και έξω από τις γραμμές του κόμματος το Γράμμα δεν ήταν πειστικό. Όταν ο Σαράφης κλήθηκε να πολεμήσει στο αλβανικό μέτωπο, έθεσε ως προϋπόθεση την προηγούμενη ανατροπή της κυβέρνησης Μεταξά!

Μπροστά σε αυτές τις επιπτώσεις, ο Ν. Ζαχαριάδης φρόντισε γρήγορα να αναδιπλωθεί. Στο δεύτερο και στο τρίτο γράμμα του (που μετά το ’50 οδηγήθηκαν στην αφάνεια…) αλλάζει γραμμή και για τον πόλεμο και για τον Μεταξά. Φροντίζει μάλιστα να δηλώσει ότι το πρώτο γράμμα, «αν διαβαστεί από μόνο του», τότε καταντά ένα σοσιαλσοβινιστικό κείμενο που μπορεί να… λερώσει την τιμή του ΚΚΕ!

Όσοι επιμένουν στη θέση ότι ένα μεγάλο μαζικό κίνημα χτίστηκε στη βάση αυτού του σαθρού ντοκουμέντου, υποστηρίζουν μια λαθεμένη στρατηγική επιλογή και υιοθετούν μια αντι-ιστορική, μια σχεδόν μεταφυσική, ερμηνεία για τα θεμέλια του ΕΑΜ.

Η στροφή σήμερα του ΚΚΕ σε αυτή την υπόθεση, αντικειμενικά βοηθάει να σπάσουν τα δεξιόστροφα στερεότυπα, που εμπεδώθηκαν μέσα στον κόσμο της Αριστεράς κατά τις ανώμαλες συνθήκες της δεκαετίας του ’50, όταν η κρατική καταστολή εδώ εμπόδιζε κάθε αυθεντική ιστορική συζήτηση, ενώ στο εσωτερικό του ΚΚΕ το φαινόμενο που ονομάστηκε (λαθεμένα και περιοριστικά κατά τη γνώμη μου…) «προσωπολατρεία», μπορούσε να διαστρεβλώσει τα πάντα…

Πώς χτίστηκε το ΕΑΜ;

Η είσοδος των Ναζί στην Αθήνα, τον Απρίλη του ’41, βρίσκει το ΚΚΕ σε κατάσταση μεγάλης αδυναμίας: Με ελάχιστες οργανωμένες δυνάμεις, με το κληρονομημένο πρόβλημα της διάβρωσης από το μηχανισμό του Μεταξά, με μεγάλα προβλήματα πολιτικού προσανατολισμού ως προς τα κεντρικά καθήκοντα της συγκυρίας, με μεγάλα προβλήματα καχυποψίας μεταξύ των ηγετικών στελεχών που θα έπρεπε να πάρουν τις κεντρικές πρωτοβουλίες.

Η κατάσταση αυτή θα παραταθεί, τουλάχιστον, ως τα τέλη του ’41. Χαρακτηριστικό αυτής της αδυναμίας είναι το γεγονός ότι στην περίοδο αυτή τα καθήκοντα του Γραμματέα της ΚΕ αναλαμβάνει, με υπόδειξη του μηχανισμού της Ακροναυπλίας, ο Α. Τσίπας. Κατά τον Θ. Χατζή, ποτέ άλλοτε στην ιστορία του ΚΚΕ δεν υπήρξε τόσο μεγάλη αντίφαση ανάμεσα στην κρισιμότητα των καθηκόντων και τις αδυναμίες του προσώπου που τα αναλάμβανε.4

Η άποψη ότι ένα κόμμα που βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση –και μάλιστα με βάση μια «γραμμή» που δεν ήταν ενιαία ακόμα και στο εσωτερικό της υπό συγκρότηση ηγετικής ομάδας– έχτισε ένα κολοσσιαίο μαζικό κίνημα, δείχνει ελάχιστο σεβασμό στην ιστορία του κινήματος, αναποδογυρίζει τα ιστορικά δεδομένα, βάζοντας τα πόδια απάνω και το κεφάλι κάτω.

Αντίθετα, τόσο μέσα από τα ιστορικά στοιχεία, όσο και μέσα από τις «αναμνήσεις» των αγωνιστών της εποχής, προκύπτει αβίαστα η εικόνα ότι η κίνηση των πρωτοπόρων στοιχείων αρχικά και των μεγάλων τμημάτων των λαϊκών μαζών στη συνέχεια, μια κίνηση μαζική που πυροδοτείται από τον άμεσο κίνδυνο της πείνας, αλλά, στην ουσία, συνιστά γενικευμένη παρέμβαση του κόσμου μπροστά στα προβλήματα μιας πρωτοφανούς εθνικής/κοινωνικής κρίσης, ήταν η κινητήρια δύναμη που έχτισε το κίνημα της περιόδου της Αντίστασης. Το ξέσπασμα αυτού του κινήματος έδωσε τη δυνατότητα στο ΚΚΕ να ανασυγκροτηθεί και να μαζικοποιηθεί και όχι το αντίστροφο.

Στις συνθήκες της πρώιμης κατοχής εμφανίζονται συχνά κάποια «στελέχη» της φυσικής πρωτοπορίας του πληθυσμού, συνήθως φαντάροι που γυρνούν εξαγριωμένοι και ριζοσπαστικοποιημένοι από το μέτωπο, που δηλώνουν στους συντοπίτες τους ότι είναι «εκπρόσωποι» του ΚΚΕ (ακόμα και της ηγεσίας του), και αρχίζουν να παίρνουν πρωτοβουλίες οργάνωσης της αντίστασης. Χαρακτηριστικό γεγονός των διαστάσεων που μπορούσε να πάρει η δράση αυτών των «ασύντακτων» στοιχείων είναι το ξέσπασμα της πρόωρης εξέγερσης στη Δράμα (Σεπτέμβρη του ’41) που πνίγηκε στο αίμα από το βουλγαρικό στρατό κατοχής.5

Η γενίκευση της κίνησης του πληθυσμού προς την αντίσταση είχε δύο κεντρικούς πυλώνες:

α) Τη δράση της εργατικής τάξης μέσα στις πόλεις, με τα «κλασικά» όπλα του εργατικού κινήματος –την απεργία, τη γενική απεργία, τη διαδήλωση και τα μεγάλα κεντρικοποιημένα συλλαλητήρια– που χρησιμοποιήθηκαν με σθένος, παρά το μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, ενάντια σε έναν πάνοπλο αντίπαλο. Το γεγονός ότι οι εργάτες στις πόλεις αντιμετώπισαν με αυτόν τον τρόπο τον κίνδυνο της πείνας και της επιστράτευσης, είχε τεράστια πολιτική σημασία. Καθόριζε την κοινωνική ραχοκοκαλιά, τον κοινωνικό χαρακτήρα της αντίστασης. Και ταυτόχρονα δημιουργούσε μια ολόκληρη «γενιά» αγωνιστών, μια νέα γενιά πολιτικών στελεχών, που θα μπορούσαν στη συνέχεια να στελεχώσουν το ευρύτερο κίνημα που ξέσπαγε.

Το γεγονός ότι οι πόλεις αντιμετώπισαν έτσι τους κινδύνους της κατοχής, ήταν ένα σάλπισμα που γινόταν ιδιαίτερα αντιληπτό στην ύπαιθρο.

β) Την ορμητική είσοδο των αγροτών στον αγώνα. Ο Θοδωρής Κουτσουμπός, στο καλό βιβλίο του για το 1941-1945, δίνει τον τίτλο: «Πόλεμος των χωρικών και κοινωνική επανάσταση», εξηγώντας μέσα από το σχήμα του «πολέμου των χωρικών» τη μαζική βάση του ένοπλου αγώνα στο πρώτο Αντάρτικο.

Η καθυστέρηση της αγροτικής μεταρρύθμισης στον ελληνικό καπιταλισμό είχε ως άμεση συνέπεια ότι η ύπαιθρος δεν εξαιρούνταν από τον κίνδυνο της πείνας. Η αντίσταση στις διαταγές για συγκέντρωση της σοδειάς, η αντίσταση στη βαριά φορολόγηση της σοδειάς για να τραφεί ο στρατός κατοχής, η αντίσταση στις λεηλασίες από τους ντόπιους συνεργάτες των κατακτητών και τους μαυραγορίτες, γίνονται οι σκληρές κοινωνικές αιτίες που στηρίζουν το ξεκίνημα της ένοπλης αντίστασης στην ύπαιθρο.

Ο κατάλογος των εν δράσει ανταρτοομάδων, πριν ο Άρης βγει στο βουνό και πολύ πριν το ΚΚΕ υιοθετήσει αυτή τη μορφή αγώνα, είναι κυριολεκτικά εκπληκτικός για τις συνθήκες μιας κατεχόμενης χώρας.6

Ο Θ. Κουτσουμπός σωστά σημειώνει ότι οι ομάδες αυτές θα μπορούσαν να εκτραπούν σε άλλες πορείες, ακόμα και να γίνουν μάστιγα για τα χωριά. Η τιμή που ανήκει στον Άρη και στα στελέχη του πρώιμου ΕΛΑΣ είναι ότι όχι μόνο συνένωσαν αυτές τις μάχιμες ομάδες, αλλά τις συνένωσαν πάνω στη συγκεκριμένη κοινωνική κατεύθυνση, που έκανε το αντάρτικο να αναγνωριστεί από τους χωρικούς σαν πολύτιμη δύναμη υπεράσπισης και απελευθέρωσής τους. Δεν είναι τυχαίο ότι στο βουνό ή στον κάμπο, σε όλη τη διάρκεια του πρώτου αντάρτικου, ο ΕΛΑΣ κολυμπά σαν το ψάρι «μέσα στο νερό», που δημιουργεί γύρω του η ενεργός υποστήριξη των αγροτών.

Η είσοδος του χωριού στον αγώνα είχε, με τη σειρά της, τεράστιες πολιτικές συνέπειες. Οι γυναίκες κάνουν ένα ιστορικό άλμα, ξεπερνώντας σε ελάχιστο χρόνο την συντηρητική αγροτική ή κτηνοτροφική παράδοση, βγαίνουν από τα δεσμά του νοικοκυριού και της οικογένειας και αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικούς ρόλους στην οργάνωση της κοινωνίας και του αγώνα. Η ριζοσπαστικοποίηση των μαζών αποκρυσταλλώνεται σε νέες μορφές οργάνωσης –τις Λαϊκές Επιτροπές και τις Λαϊκές Συνελεύσεις– που παίρνουν στα χέρια τους όλο και περισσότερα καθήκοντα, υποκαθιστώντας τον παλιό κρατικό μηχανισμό, που βρίσκεται υπό κατάρρευση. Οι αντιλήψεις με τις οποίες εκπληρώνονται αυτά τα βασικά καθήκοντα της νέας οργάνωσης της κοινωνίας, σταδιακά, αρχίζουν να παίρνουν τη μορφή της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης και της Λαϊκής Δικαιοσύνης. (βλ. Χρήστος Τυροβούζης, «Αυτοδιοίκηση και Λαϊκή Δικαιοσύνη», εκδόσεις Προσκήνιο).

Στην περίοδο της ανάπτυξης της Αντίστασης τίθενται στο στόχαστρο της λαϊκής δράσης ορισμένα από τα «ιερά και όσια» του αστισμού, όπως η οικογένεια και η ιδιοκτησία: Τα διαζύγια και γενικότερα οι οικογενειακές διαφορές/συγκρούσεις αρχίζουν να κρίνονται στη Συνέλευση του χωριού, υπό το άγρυπνο μάτι της απελευθερωμένης κι απελευθερωτικής συμμετοχής των γυναικών. Οι αγρότες, για να αντιμετωπίσουν την πείνα, βάζουν χέρι στα τσιφλίκια και στα μοναστηριακά κτήματα, προβάλλοντας το ιστορικό αίτημα του αγροτικού κινήματος: Η γη ανήκει σε αυτούς που τη δουλεύουν!7 Στις πόλεις, οι εργάτες και οι φτωχοί, πέρα από την οργανωμένη διεκδίκηση αυξήσεων στο μισθό και στο δελτίο τροφίμων, για να αντιμετωπίσουν την πείνα, υποχρεώνονται να καταφύγουν συχνά στη λεηλασία των αποθηκών τροφίμων και των μαγαζιών των μαυραγοριτών.

Η ανάπτυξη αυτού του μεγάλου κινήματος, με ρυθμούς ταχύτερους από κάθε άλλη χώρα στην Ευρώπη (με μοναδική εξαίρεση, ίσως, τη Γιουγκοσλαβία), έβαζε επιτακτικά το ζήτημα της πολιτικής συγκρότησης κι εκπροσώπησής του.

Αυτό απαντήθηκε με την ταχύτατη ανάπτυξη του ΚΚΕ. Οι αδυναμίες του «ισοφαρίζονταν» από τη διαλυτική κρίση όλων των άλλων υποψήφιων να παίξουν αυτό το ρόλο. Στα δεξιά του ΚΚΕ, τα παλιά αστικά κόμματα έμειναν παράλυτα μέχρι να «φανεί το φως» για την κατάληξη του πολέμου. Στα αριστερά του (με την εξαίρεση των μικρών τροτσκιστικών ομάδων, για τις οποίες θα αναφερθώ παρακάτω) δεν υπήρχε τίποτα. Αυτό είναι επίσης ένα τμήμα των εξελίξεων στις δεκαετίες του ’20 και του ’30, ενώ μόνο όποιος δεν έχει καθόλου αίσθηση του βάρους της ιστορίας μπορεί να θέτει το ερώτημα γιατί στην Ελλάδα (ή και στη Γαλλία, την Ιταλία κ.ο.κ.) δεν υπήρξε μαζική οργανωτική εναλλακτική πέρα από τα ΚΚ.

Όμως έχει σημασία να επιμείνουμε στην αντίφαση ανάμεσα στον πολιτικό ρόλο που οι μάζες ανέθεταν στο ΚΚΕ και στην πολιτική γραμμή που επικρατούσε στο εσωτερικό της ηγεσίας του.

Τη γραμμή αυτή περιγράφει αναλυτικά ο Δημ. Γληνός στη «διακηρυκτική» μπροσούρα του «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ». Σε όσους επιμένουν στην άποψη ότι με αυτήν «τέθηκαν τα θεμέλια της αντίστασης», να θυμίσουμε ότι τυπώθηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβρη του 1942 (όταν το κίνημα στις πόλεις και στα βουνά ήταν ήδη μια συγκλονιστική πραγματικότητα) και κυκλοφόρησε σε περίπου 5.000 αντίτυπα (Χατζής).

Όμως είναι φανερό ότι η πολιτική που περιγράφει ο Γληνός είχε γίνει μέχρι το τέλος του ’42 κυρίαρχη στο εσωτερικό της ηγεσίας του ΚΚΕ και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συνέχεια. Τα βασικά της στοιχεία ήταν: α) Η εκτίμηση ότι ο αγώνας είναι εθνικοαπελευθερωτικός. β) Ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνει «παλλαϊκός», με τη συμμετοχή της αστικής τάξης και των κομμάτων της. γ) Η πεποίθηση ότι η ταξική πάλη αναστέλλεται μέχρι το τέλος του πολέμου. δ)) Το «έπαθλο» για τις λαϊκές μάζες θα διεκδικηθεί «μετά», αφού θα έχει προηγηθεί η επίτευξη του στόχου της εθνικής απελευθέρωσης και το έπαθλο θα πάρει τη μορφή μιας κάποιας «λαϊκής δημοκρατίας».

Σήμερα γνωρίζουμε ότι καμιά από αυτές τις προβλέψεις δεν ήταν σωστή. Το ΚΚΕ υπογραμμίζει –και σωστά– ότι στην περίοδο της κατοχής η ταξική πάλη όχι μόνο δεν ανεστάλη, αλλά «έφτασε σε παροξυσμό». Ως εκ τούτου τα εθνικοαπελευθερωτικά καθήκοντα υπήρξαν άρρηκτα δεμένα με τα ταξικά. Γι’ αυτό άλλωστε η αστική τάξη και τα κόμματά της δεν πήραν μέρος στον «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα».8 Αντίθετα, ο αστικός κόσμος διασπάστηκε: Ένα τμήμα «δραπέτευσε» στο εξωτερικό (Λονδίνο και Μέση Ανατολή), ένα τμήμα συνεργάστηκε αρμονικά με τους Ναζί, ένα τμήμα «λούφαξε» και συνομιλούσε με το ΚΚΕ, φροντίζοντας κυρίως να επηρεάζει τη γραμμή του, με το μάτι πάντα στις μεταπολεμικές εξελίξεις. Κυρίως, όμως, γνωρίζουμε ότι η αστική τάξη και οι Σύμμαχοι δεν αποδέχθηκαν ποτέ το διαχωρισμό με το «μετά»: Αντιμετώπισαν τις εξελίξεις του πολέμου και της κατοχής με αποφασιστικό κριτήριο να χτίσουν τις προϋποθέσεις για τη συντριβή του εργατικού και του λαϊκού κινήματος μετά το τέλος του πολέμου. Αυτό το καθαρό ταξικό κριτήριο των ντόπιων καπιταλιστών και των Συμμάχων ήταν αυτό που έλλειψε από τη στρατηγική του ΚΚΕ.

Γνώμη μου είναι ότι η πολιτική που περιγράφει ο Γληνός, ενώ δεν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην περίοδο της ανάπτυξης του κινήματος της αντίστασης, υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας που ερμηνεύει την ήττα.

Πώς ηττήθηκε το ΕΑΜ;

Συχνά ακούγεται ο ισχυρισμός, συνήθως από τους συντρόφους που υποστηρίζουν μια «πατριωτική» γραμμή μέσα στην Αριστερά, ότι «υπάρχει σχέση ανάμεσα στο εθνικό και στο ταξικό», ισχυρισμός που συνήθως συνοδεύεται από μια ομιχλώδη αναφορά στα γραπτά του Λένιν για την Παρισινή Κομμούνα.

Αν αυτό ήταν αρκετό, θα μπορούσαμε να δεχθούμε ως αυτονόητο αυτόν τον ισχυρισμό. Πράγματι κάθε μεγάλη επαναστατική κρίση είναι συνήθως η σύνθεση μιας βαθιάς κοινωνικής κρίσης με μια εθνική κρίση που προκαλείται από πολέμους ή άλλες καταστροφές. Αυτό ήταν αλήθεια στην Κομμούνα, στη Ρωσία του ’17 κ.ο.κ.

Όμως το ερώτημα δεν είναι το αν υπάρχει σχέση μεταξύ εθνικού και ταξικού, αλλά το ποια είναι η σχέση ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία. Ο Λένιν έγραφε για την Παρισινή Κομμούνα: «Εξεγειρόμενο ενάντια στο παλιό καθεστώς, το προλεταριάτο αναλάμβανε δύο καθήκοντα, το ένα εθνικό, το άλλο κοινωνικό: την απελευθέρωση της Γαλλίας από τη γερμανική εισβολή και τη σοσιαλιστική απελευθέρωση του προλεταριάτου από το ζυγό του καπιταλισμού. Η συνένωση αυτών των δύο καθηκόντων αποτελεί το πιο πρωτότυπο χαρακτηριστικό της Κομμούνας».

Ακριβώς επειδή «η συνένωση αυτών των δύο καθηκόντων» είναι η απάντηση της Κομμούνας, οι κομμουνάροι δεν επιδίωξαν την εθνική ενότητα με τους Βερσαγιέζους για να αντιμετωπίσουν τους Πρώσους, και δεν ανέστειλαν για «μετά» τα καθήκοντα σοσιαλιστικής απελευθέρωσης του προλεταριάτου από το ζυγό του καπιταλισμού. Αντίστοιχα, η γαλλική αστική τάξη δεν σκέφτηκε ποτέ το ενδεχόμενο να συμμετάσχει σε «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα» μαζί με τους κομμουνάρους, αλλά συνεργάστηκε με τους Πρώσους για να κατασφάξει την Κομμούνα.

Αν αυτό το μάθημα μας το κληροδότησε η Κομμούνα με αρνητικό τρόπο, μέσα από την αιματηρή ήττα της, λίγο αργότερα η Ρώσικη Επανάσταση μας το έδωσε με τον θετικό, με τον νικηφόρο τρόπο: η εθνική κρίση που προκαλούσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η κατάρρευση του τσαρισμού, δεν αντιμετωπίστηκε από τους Μπολσεβίκους μέσω της «ενότητας» με τους δημοκράτες αστούς, αλλά με το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!» και την εξέγερση του Οκτώβρη.

Η Ελλάδα του 1941-1945 είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα για το πόσο ακριβά μπορεί να πληρωθεί μια πολιτική που επιχειρεί να διαχωρίσει, αντί για να συνενώσει, τα «εθνικά» από τα «ταξικά» καθήκοντα, μέσα σε μια επαναστατική διαδικασία που από τη φύση της είναι μια ενιαία διαδικασία.

Είναι κοινός τόπος, ακόμα και για τους πιο άπειρους αγωνιστές-στριες, η θέση ότι το μεγάλο κίνημα της Αντίστασης, αυτή η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, οδηγήθηκε σε μια, επιφανειακά, ανεξήγητη αλυσίδα από «γκάφες» ή «προδοσίες»: η συμφωνία στο Λίβανο, η αποκήρυξη του κινήματος στη Μέση Ανατολή, η συμφωνία στην Καζέρτα, η αποφυγή της κατάληψης της Αθήνας, η υποδοχή των στρατευμάτων του Σκόμπι ως απελευθερωτών, η αυτοκτονική στρατιωτική τακτική στο Δεκέμβρη, η Βάρκιζα, η διαγραφή και η εγκληματική απομόνωση του Άρη, είναι «λάθη» που στοίχειωσαν στις ψυχές των μανάδων και των πατεράδων μας.

Σε αυτή τη λίστα θα προσθέσω δύο ακόμα «σημεία» που, κατά τη γνώμη μου, έχουν μεγάλη σημασία, αν και έχουν υποτιμηθεί στη δημόσια συζήτηση:

1) Στα τέλη του ’43 και τις αρχές του ’44, την περίοδο που ο αγώνας μπαίνει στην αποφασιστική καμπή προς τις μεταπολεμικές εξελίξεις, την περίοδο όπου το ΚΚΕ έχει ήδη συγκροτήσει στις γραμμές του μια μεγάλη λαϊκή δύναμη, η ηγεσία του ΚΚΕ αποφασίζει να στρέψει τη δύναμη του κόμματος όχι προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των ριζοσπαστικών λαϊκών οργανώσεων, αλλά προς την πίεση μέσα σε αυτές για μια πιο συντηρητική «εθνικοενωτική» πολιτική. Το ΠΓ του ΚΚΕ στέλνει «εγκύκλιο» προς τις κομματικές οργανώσεις, με την οποία απαιτεί «να αποφεύγουν την καταπάτηση θεσμών, που πρέπει να παραμείνουν σεβαστοί» και συνιστά ιδιαίτερη προσοχή στις σχέσεις με την εκκλησία. Σε πολλά χωριά και κωμοπόλεις επανέρχονται οι παλιοί «εκλεγμένοι» (επί Μεταξά!) αυτοδιοικητικοί «άρχοντες». Ο Κώδικας της Λαϊκής Δικαιοσύνης υφίσταται σοβαρές τροποποιήσεις σε συντηρητική κατεύθυνση (Τυροβούζης). Η 10η Ολομέλεια της ΚΕ (Γενάρης 1944) υπογραμμίζει την αντίθεσή της: «στα αριστερά λάθη, που φάνηκαν σαν αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας των εχθρών, με διαθέσεις για αντιαγγλική πολεμική [σσ: !], για εχτίμηση του ΕΛΑΣ σαν μελλοντικού στρατού [σσ: !!] και σοβαρά στραπατσαρίσματα της πολιτικής γραμμής του κόμματος, ιδίως στην ελεύθερη Ελλάδα, όπου εχθρικά στοιχεία ζήτησαν να ικανοποιήσουν ατομικά συμφέροντα σε βάρος του λαού…».

Το τελευταίο μέρος αυτής της φοβερής φράσης («εχθρικά στοιχεία») αφορά σε μεγάλο βαθμό εκείνο το τμήμα του κινήματος (συμπεριλαμβανομένων στελεχών και οργανώσεων του ΚΚΕ) που σε πολλές περιοχές στήριζε τις απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών και των μοναστηριακών κτημάτων, πρακτική ενάντια στην οποία το ΚΚΕ πήρε πολιτικά, αλλά και οργανωτικά μέτρα. Με τη συγκρότηση της «Κυβέρνησης του Βουνού», της ΠΕΕΑ, οι πρακτικές αυτές τέθηκαν τελικά «εκτός νόμου»:

«Η Πράξη 12 της ΠΕΕΑ, που αναφερόταν στις διατάξεις για τη Λαϊκή Δικαιοσύνη ξανάφερνε σε ισχύ το πριν την κατοχή ιδιωτικό και ποινικό Δίκαιο. Περιοριζόταν η δικαιοδοσία των Λαϊκών Δικαστηρίων. Δεν θα μπορούσαν να δικάζουν, προς το παρόν, υποθέσεις κληρονομικές, κυριότητας [σσ: δηλαδή ιδιοκτησίας, που ήταν το βασικό «αίτημα» των γαιοκτημόνων], διαζυγίου και ακύρωσης γάμου [σσ: που ήταν το βασικό «αίτημα» της Εκκλησίας]». (Χατζής)

Αυτή η υποχώρηση είχε σημαντικές πολιτικές συνέπειες: στο τέλος του πολέμου οι αγρότες διαπίστωσαν ότι οι μεγάλες θυσίες τους στην περίοδο της αντίστασης, έμειναν χωρίς υλικό αντίκρισμα στη βελτίωση της ζωής τους. Η παραμονή της γης στην κυριότητα των μεγαλοκτηματιών και των μοναστηριών (με τη «βούλα» της ΠΕΕΑ, δηλαδή του ΚΚΕ) είναι η βάση που ερμηνεύει τη διαφορετική στάση της αγροτιάς στο Δεύτερο Αντάρτικο.

2) Είναι φυσιολογικό η προσοχή, ιδίως των νέων αγωνιστών-στριών, να στρέφεται κυρίως στα «ένδοξα» γεγονότα, στις μεγάλες μάχες, στα στρατιωτικά ζητήματα κ.ο.κ. Όμως για την έκβαση των επαναστάσεων η πολιτική γραμμή έχει καθοριστική σημασία. Και ένα ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό γεγονός για την πραγματική πολιτική του ΚΚΕ είναι η συμμετοχή στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, υπό τον Γ. Παπανδρέου, στις μέρες της «σιδερένιας πραγματικότητας της απελευθέρωσης». (Το βιβλίο του Δημ. Μαριόλη «Η αδύνατη ταξική ανακωχή», για την πολιτική του ΕΑΜ στα υπουργεία Οικονομικών, Εργασίας και στα συνδικάτα μέχρι τα Δεκεμβριανά, από τις εκδόσεις ΚΨΜ, αποτελεί ένα αναντικατάστατο διάβασμα).

Η ντόπια κυρίαρχη τάξη και οι Εγγλέζοι όχι απλώς δέχτηκαν, αλλά τράβηξαν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ μέσα στην κυβέρνηση Παπανδρέου, που ως αποστολή είχε την «εθνική ανασυγκρότηση». Το ΕΑΜ ανέλαβε τα υπουργεία Οικονομικών (Σβώλος), Γεωργίας (Ζέβγος), Εργασίας (Πορφυρογένης), Δημοσίων Έργων (Ασκούτσης) και τη θέση του υφυπουργού Οικονομικών (Αγγελόπουλος), ενώ νωρίτερα του είχε ανατεθεί ο έλεγχος της διοίκησης της ΓΣΕΕ. Ουσιαστικά «ελέγχει» το σύνολο των οικονομικών και παραγωγικών υπουργείων και τα συνδικάτα.

Τι έκαναν οι Εαμικοί υπουργοί μέσα σε αυτή την κυβέρνηση «ανασυγκρότησης»; Με τη σημερινή πολιτική γλώσσα, η απάντηση είναι μονολεκτική. Μνημόνιο: Μειώσεις μισθών (Μπαρτζώτας: «Τραγική ειρωνία! Οι εργάτες σήμερα πληρώνονται λιγότερο απ’ ό,τι επί Γερμανών»!), απολύσεις «πλεοναζόντων» δημοσίων υπαλλήλων, κίνητρα στους βιομήχανους για να βάλουν, τάχα, «μπροστά την παραγωγή», απίστευτη ρεμούλα με τους πόρους της διεθνούς βοήθειας. Το χειρότερο όμως ήταν ότι οι Εαμικοί υπουργοί ανέχτηκαν τη νομισματική μεταρρύθμιση του Ζολώτα, μέσω της οποίας εξαερώθηκαν οι λαϊκές αποταμιεύσεις, αλλά και τα προπολεμικά χρέη των καπιταλιστών. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα αυτή η πολιτική εξαπέλυσε έναν απίστευτο υπερπληθωρισμό, «με αποτέλεσμα να εξανεμίζονται οι μισθοί και να απλώνεται επικίνδυνα το φάσμα της πείνας πάνω από τις μεγάλες πόλεις» (Μαριόλης).

Η ντόπια κυρίαρχη τάξη και οι πολύπειροι Εγγλέζοι, πριν φτάσουν στη στρατιωτική λύση, φρόντιζαν να εκθέσουν το ΚΚΕ μέσα στο σκληρό πυρήνα της κοινωνικής επιρροής του, μέσα στην εργατική τάξη και τους φτωχούς των πόλεων:

«Οι πιο σημαντικές και μαζικές αντιδράσεις στην οικονομική πολιτική των Εαμικών υπουργών προήλθαν από την εργατική και λαϊκή βάση του ΕΑΜ… Οι κοινωνικές συμμαχίες της κατοχικής περιόδου κλονίζονται, τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα ταλαντεύονται, αναζητώντας πολιτικές λύσεις και στηρίζοντας την πολιτική επιλογή της εθνικής ενότητας, ενώ η εργατική τάξη… βλέπει τις πολιτικές και κοινωνικές προσδοκίες της να διαψεύδονται…» (Μαριόλης).

Το ΚΚΕ σήμερα υποδεικνύει ότι σε αυτή την απαράδεκτη πολιτική επιλογή, το τότε ΚΚΕ δεν ήταν μόνο. Παρά τη διάλυση της Κομιντέρν, το «διεθνές κέντρο» της Μόσχας είχε τη δυνατότητα να στρέψει πολλά Κομουνιστικά Κόμματα προς τη συμμετοχή στις αστικές κυβερνήσεις «ανασυγκρότησης» του καπιταλισμού, με κορυφαία παραδείγματα το Γαλλικό και το Ιταλικό ΚΚ. Η στρατηγική της «ειρηνικής συνύπαρξης» στη βάση του σεβασμού των συμφωνιών της Γιάλτας και η πολιτική του «κοινοβουλευτικού δρόμου» (τάχα) προς τον σοσιαλισμό είχαν τεθεί σε εφαρμογή πολλά-πολλά χρόνια πριν το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ.

Όμως στην Ελλάδα το μέγεθος του κινήματος ήταν τόσο σημαντικό, που δεν άφηνε τους καπιταλιστές και τους Συμμάχους να ησυχάσουν με την προοπτική ενός κοινοβουλευτικού εκφυλισμού του. Η τελική λύση του δράματος θα δινόταν με τον στρατιωτικό-πολεμικό τρόπο.

Δεν υπάρχει λόγος να επιμείνουμε στην ανάλυση των Συμφωνιών που σηματοδοτούν το δρόμο προς την ήττα του κινήματος της Αντίστασης (Λίβανος, Καζέρτα, Βάρκιζα). Έχουν καταγραφεί στη συνείδηση του κόσμου της Αριστεράς ως καταστροφικά λάθη. Αυτό που αξίζει να αναζητήσουμε είναι το κόκκινο νήμα που συνδέει και εξηγεί τα λάθη της ηγεσίας του ΚΚΕ. Κατά τη γνώμη μου, το συνθέτουν τρία βασικά στοιχεία:

α) Η εμπέδωση της ρεφορμιστικής στρατηγικής των σταδίων στην πολιτική του ΚΚΕ από το 1934 και μετά. Αυτή η στρατηγική εκφράστηκε στα 1941-1945 με την αυταπάτη ότι είναι δυνατόν να διαχωριστεί ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας από την ταξική πάλη, με την υποτίμηση του ζητήματος της εξουσίας, με τη ροπή προς τις πολιτικές εθνικής ενότητας.

β) Αυτή η μεταρρυθμιστική εθνικοενωτική στρατηγική, όμως, ξεδιπλωνόταν σε συνθήκες παγκοσμίου πολέμου, όπου η αστική τάξη της χώρας είχε επιλέξει «στρατόπεδο», αυτό των Αγγλοαμερικάνων. Το ΚΚΕ, υποχωρώντας από την εκτίμηση του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού, υποχωρώντας από τη θέση της αδιαπραγμάτευτης ανεξαρτησίας του κινήματος απέναντι και στα δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, έμπαινε στην επιρροή ενός πανίσχυρου μαγνήτη που το έλκυε προς φιλοαγγλική πολιτική και στην υποτίμηση του κινδύνου της μεταπολεμικής επέμβασης του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα. Μόνο έτσι μπορούν να εξηγηθούν τα «λάθη» του Λιβάνου και της Καζέρτας, η ένταξη του ΕΛΑΣ υπό την καθοδήγηση του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, η αποδοχή και η υποδοχή του Σκόμπι, αλλά και η κατασταλτική αντιμετώπιση του Πολιτικού Γραφείου απέναντι στις προειδοποιήσεις όχι μόνο των καπεταναίων, αλλά και των στρατιωτικών στελεχών της ΚΕ που (από το 1943!) ζητούσαν να διακοπεί η σχέση με τη Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή στο Βουνό.

γ) Είναι αδύνατον να γίνει κατανοητή όλη αυτή η ιστορία, αν δεν συνυπολογιστεί η κατεύθυνση που έδινε η ΕΣΣΔ.

Για δεκαετίες γινόταν προσπάθεια να συγκαλυφθεί αυτός ο παράγοντας. Το ΚΚΕ παραδέχεται σήμερα, κυρίως, τις έμμεσες συνέπειες: τη σύγχυση που προκαλούσαν στα ΚΚ οι εναλλασσόμενες θέσεις των σοβιετικών και οι αλληλοσυγκρουόμενες οδηγίες της Κομιντέρν. Όμως όποιος έχει αποκτήσει στοιχειώδη ιστορική αίσθηση για τις σχέσεις μεταξύ των ηγετικών ομάδων των ΚΚ και της Μόσχας, είναι αδύνατον να δεχθεί ότι το ΚΚΕ πήρε όλες αυτές τις κρίσιμες αποφάσεις χωρίς λεπτομερέστερες οδηγίες.

Ο Δημ. Βλαντάς, επί χρόνια στενός συνεργάτης του Ζαχαριάδη, γράφει στις αναμνήσεις του ότι η αντιπροσωπεία του ΚΚΕ στο Λίβανο πήρε από τη ρωσική πρεσβεία στο Κάιρο τις εξής κατευθύνσεις για τη συνέχεια: «α) Η συμφωνία του Λιβάνου ανταποκρίνεται προς τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων. β) Η στάση της αντιπροσωπείας σας ήταν σωστή. γ) Πρέπει να μπείτε στην κυβέρνηση, και δ) Να φροντίσετε να γίνει γνωστή η γνώμη αυτή στα βουνά» (Δημ. Βλαντά, «Ο Ζαχαριάδης και οι συνεργάτες του», εκδόσεις Γλάρος). Πρόκειται για επιβεβαίωση της μαρτυρίας του Π. Ρούσου, μέλους του ΠΓ και της αντιπροσωπείας του ΚΚΕ στο Λίβανο, στο βιβλίο του «Η Μεγάλη Τετραετία».

Ο Θ. Χατζής περιγράφει αναλυτικά την κρίσιμη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ, που συγκλήθηκε τον Αύγουστο του ’44 για να εκτιμήσει τη συμφωνία του Λιβάνου, με την αίσθηση ότι αυτή αποτελούσε σημείο ιστορικής καμπής (ο Βλαντάς συνοψίζει το κλίμα μεταξύ των μελών της ΚΕ ως εξής: «Καταγγελία της συμφωνίας του Λιβάνου. Ανάκληση της αντιπροσωπείας μας. Μόλις αυτή γυρίσει στην Ελεύθερη Ελλάδα, να παραπεμφθεί σε ανταρτοδικείο»). Ο Χατζής σημειώνει ότι η συνεδρίαση αυτή διακόπηκε από την άφιξη της Σοβιετικής Αποστολής (υπό το συνταγματάρχη Ποπόφ), που ζήτησε συνάντηση με το ΠΓ του ΚΚΕ. Η τελική απόφαση ήταν όχι μόνο να εγκριθεί η συμφωνία του Λιβάνου, αλλά και να βάλει το ΕΑΜ υπουργούς στην «εξόριστη» κυβέρνηση στο Κάιρο.

Κατά τη γνώμη μου, είναι βέβαια η παρέμβαση των σοβιετικών υπέρ της πολιτικής που τελικά ακολούθησε το ΚΚΕ. Και η παρέμβαση αυτή είχε ως μοναδικό κριτήριο τα διπλωματικά συμφέροντα της ΕΣΣΔ, που ήδη βρισκόταν σε διαπραγμάτευση με τους αγγλοαμερικάνους για τις ζώνες επιρροής στον μεταπολεμικό κόσμο. Με την άκομψη γλώσσα του Βλαντά: «Ο Στάλιν μας έριξε στο αγγλικό σακί, κατά τα πειρατικά παζάρια του με τον Τσόρτσιλ στην Τεχεράνη το 1943».9

Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, εκδηλώθηκε η διαφωνία του Άρη. Στην ιστορική επιστολή του «προς τα μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ» (24/3/45), ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ εμφανίζεται ενήμερος για το ζήτημα αυτό, όπως και για τη σημασία του: «Μπορεί όπως μου παράγγειλε ρητά ο σ. Γιάννης [σσ: Ιωαννίδης] δια του Ζήση [σσ: Ζωγράφος] να υπάρχει “σαφής παραίνεση” των Ρώσων συντρόφων προς το ΚΚΕ για το κλείσιμο της συμφωνίας της Βάρκιζας. Όμως αυτό δεν αλλάζει τίποτα… Η διάσκεψη και η συμφωνία της Γιάλτας δεν πρέπει να έχετε καμιά αυταπάτη πως είναι δυνατό να επιδράσει σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε να στρέψει το τιμόνι της χώρας που αφήσατε να κρατούν γερά στα χέρια τους οι Άγγλοι… Η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να επέμβει “ενεργότερα”… αν εμείς –εσείς δηλαδή– ήσασταν ικανοί να δημιουργήσετε στην Ελλάδα διαφορετική κατάσταση, ανάλογη περίπου με της Γιουγκοσλαβίας και ίσως και καλύτερη, με μια ορθή και συνεπή πολιτική και όχι γεμάτη “αριστερά” και δεξιά οπορτουνιστικά λάθη στα βασικότερα προβλήματα της χώρας…». Αν διαβαστεί, πέρα από τις συμβατικότητες της κομματικής γλώσσας της εποχής, η επιστολή αυτή προτείνει στην ΚΕ του ΚΚΕ: α) Να αδιαφορήσει για τις «σαφείς παραινέσεις» των Ρώσων για υποταγή στο καθεστώς που δρομολογούσε η Βάρκιζα, και β) Να αδιαφορήσει για τα όρια της Γιάλτας, επιχειρώντας να τα σπάσει «με μια κατάσταση ανάλογη με της Γιουγκοσλαβίας και ίσως καλύτερη».

Ανάλογη θέση υποστήριξε, αργότερα, ο Ερνέστ Μαντέλ: «Νομίζω ότι οι επαναστάτες έπρεπε να προσπαθήσουν να κάνουν σε όλες τις κατεχόμενες χώρες ό,τι έκαναν οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές στη Γιουγκοσλαβία –ασφαλώς με καλύτερες μεθόδους και καλύτερα αποτελέσματα, που να οδηγούν σε εργατική δημοκρατία και εργατική εξουσία, που θα ασκείται απευθείας από εργατικά συμβούλια και όχι από ένα γραφειοκρατικοποιημένο εργατικό κόμμα και μια προνομιούχο γραφειοκρατία…». (Ερνέστ Μαντέλ, «Οι Τροτσκιστές και η Αντίσταση στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», παρατίθεται από την ιστοσελίδα E La Liberta).

Αυτή η επιλογή, της ρήξης με τις οδηγίες που έρχονταν από το «διεθνές κέντρο», οδηγίες που ενίσχυαν την αδιέξοδη μεταρρυθμιστική γραμμή της δεκαετίας του ’30, έχοντας πλέον ως αποφασιστικό κριτήριο τη μοιρασιά του μεταπολεμικού κόσμου, δεν έγινε ποτέ από την ηγεσία του ΚΚΕ. Και ένα τεράστιο κίνημα πήρε το δρόμο προς μια απρόσμενη βαριά ήττα.

Οι τροτσκιστικές οργανώσεις και το κίνημα της Αντίστασης

Η σκληρή δεκαετία του ’30 ήταν πολύ περισσότερο σκληρή για τους τροτσκιστές.

Είχαν να αντιμετωπίσουν τη «διπλή καταστολή». Από τη μια, τα χτυπήματα του ταξικού εχθρού, γιατί, παρά το απίστευτο κύμα συκοφάντησής τους, παρέμειναν αφοσιωμένοι αγωνιστές-στριες του εργατικού κινήματος και της σοσιαλιστικής επανάστασης. Από την άλλη, τα δολοφονικά χτυπήματα του σταλινικού μηχανισμού που τους καταδίωξε συστηματικά, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του ίδιου του Τρότσκι, στο Μεξικό, το 1940.

Όμως το πολιτικό πρόβλημα ήταν ακόμα σκληρότερο. Οι ήττες του διεθνούς κινήματος (στη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία κ.ο.κ.) έμοιαζαν να «επιβεβαιώνουν» τις λαμπρές κριτικές του Τρότσκι. Οι λιγότερο έμπειροι οπαδοί του αισθάνονταν ότι έρχεται η ώρα της αντεπίθεσης. Ο ίδιος ο Τρότσκι προειδοποιούσε ενάντια σε αυτές τις ψευδαισθήσεις: «Για τις μάζες, δεν υπάρχει χειρότερο δηλητήριο από τις ήττες…». Προσπάθησε να προετοιμάσει τις μικρές οργανώσεις που αναφέρονταν στις απόψεις του για μια παρατεταμένη πορεία «ενάντια στο ρεύμα». Είχε δίκιο.

Όμως η παρατεταμένη πορεία «ενάντια στο ρεύμα», ακόμα κι όταν είναι επιβεβλημένη, έχει τον κίνδυνο για σοβαρές παρενέργειες. Οι απομονωμένες ομάδες αναπτύσσουν νοοτροπία «αίρεσης», δογματισμό και αυτάρκεια, που συνήθως εκδηλώνονται με την υπερ-αριστερή, σεχταριστική απόκλιση.

Πριν το ξέσπασμα του Πολέμου, το τροτσκιστικό ρεύμα διατρεχόταν από δυο «μεγάλες συζητήσεις»:

α) Σχετικά με το χαρακτήρα του καθεστώτος στην ΕΣΣΔ. Η άποψη του Τρότσκι (που επιμένει στη θέση του «γραφειοκρατικά εκφυλισμένου εργατικού κράτους» και κατά συνέπεια στην υπεράσπιση της ΕΣΣΔ στο ενδεχόμενο ιμπεριαλιστικής επίθεσης εναντίον της) παρέμενε κυρίαρχη, αν και εντάθηκαν οι αμφισβητήσεις από τη σκοπιά της ανάλυσης του «κρατικού καπιταλισμού» (Σάχτμαν, Ντουναϊέφσκαγια, Σ.Λ.Ρ. Τζέιμς κ.ά.). β) Σχετικά με τη δυνατότητα «ίδρυσης» μιας νέας Διεθνούς, της 4ης Διεθνούς, από το αδύναμο και απομονωμένο δίκτυο των τροτσκιστικών οργανώσεων.

Η δολοφονία του Τρότσκι αφαίρεσε από αυτό το ήδη ασθενικό δίκτυο το μοναδικό «κέντρο» που είχε την πείρα και το κύρος για να τους προσανατολίζει. Και αυτό συμβαίνει την ώρα που ερχόταν η μεγάλη δοκιμασία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Η νεοϊδρυμένη «4η Διεθνής» δεν μπόρεσε να καθοδηγήσει κατά τη διάρκεια του πολέμου τις ασθενικές οργανώσεις που εμφανίζονταν ως τμήματά της.

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος σύμφωνα με τις αναλύσεις του Τρότσκι ήταν μια «συνέχεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου». Όπως, όμως, τονίζει ο ίδιος ο Τρότσκι: «…συνέχεια δεν σημαίνει επανάληψη. Συνέχεια σημαίνει ανάπτυξη, βάθεμα, όξυνση. Η πολιτική μας… απέναντι στο δεύτερο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο είναι συνέχεια της πολιτικής που διαμορφώθηκε κατά τον τελευταίο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, πρωταρχικά υπό την ηγεσία του Λένιν. Αλλά συνέχεια δεν σημαίνει επανάληψη. Και σε αυτήν την περίπτωση επίσης σημαίνει ανάπτυξη, βάθεμα, όξυνση…». (Τρότσκι, «Βοναπαρτισμός, Φασισμός και Πόλεμος», κείμενα 1939-1940).

Ποια ήταν τα βασικά διαφορετικά χαρακτηριστικά του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, μέσα στη συνέχειά του με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;

Το πρώτο ήταν το ζήτημα της κατοχής, το γεγονός ότι πολλές χώρες στην Ευρώπη βρέθηκαν κάτω από τη στρατιωτική κατοχή των δυνάμεων του Άξονα. Έθετε αυτό το ζήτημα ειδικά καθήκοντα; Ο πιο «αρμόδιος» για την απάντηση είναι ο ίδιος ο Τρότσκι:

«Στις ηττημένες χώρες, η θέση των μαζών θα επιδεινωθεί αμέσως στο έπακρο. Στην κοινωνική καταπίεση προστίθεται η εθνική καταπίεση, που το κύριο βάρος της θα κληθούν να σηκώσουν οι εργάτες. Από όλες τις μορφές δικτατορίας, η ολοκληρωτική δικτατορία ενός ξένου κατακτητή είναι η πιο ανυπόφορη.

Ταυτόχρονα, στο βαθμό που οι Ναζί θα προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τους φυσικούς πόρους και το βιομηχανικό δυναμικό των ηττημένων εθνών, οι ίδιοι οι Ναζί θα εξαρτώνται αναπόφευκτα από τους ντόπιους εργάτες. Μετά τη στρατιωτική νίκη αρχίζουν πάντα οι οικονομικές δυσκολίες. Είναι αδύνατο να βάλουν έναν φαντάρο πλάι σε κάθε Πολωνό, Νορβηγό, Δανό, Ολλανδό, Βέλγο και Γάλλο εργάτη και αγρότη. Ο εθνικοσοσιαλισμός δεν έχει καμιά δυνατότητα για να μετατρέψει τους ηττημένους λαούς από εχθρούς σε φίλους… Μπορεί να περιμένει κανείς με βεβαιότητα τη γοργή μετατροπή όλων των κατακτημένων χωρών σε πυριτιδαποθήκες…» (Τρότσκι, «Δεν θα αλλάξουμε πορεία», κείμενα 1939-40).   

Η ανάλυση του Τρότσκι δείχνει ως αυτονόητη την πάλη ενάντια στην κατοχική καταπίεση («την πιο ανυπόφορη από όλες τις μορφές δικτατορίας»), αλλά ταυτόχρονα τη δείχνει και ως «ευκαιρία», ως δυνατότητα νίκης απέναντι σε έναν πανίσχυρο αντίπαλο, που στο μεταξύ είχε επιβληθεί στρατιωτικά πάνω στις δυνάμεις της «ιμπεριαλιστικής δημοκρατίας» στην Ευρώπη.

Το δεύτερο ζήτημα ήταν το ζήτημα του Ναζισμού, το γεγονός ότι οι στρατιές της Βέρμαχτ δεν επέβαλαν μόνο μια «ξενική κατοχή», αλλά και ένα πολιτικό πρόγραμμα, αυτό του Εθνικοσοσιαλισμού. Ο Γιώργος Βιτσώρης10 γράφει σχετικά με αυτό:

«Ο Εθνικοσοσιαλισμός που βρέθηκε επικεφαλής των δυνάμεων του Άξονα, καθόρισε σαν στόχο του όχι μόνο να συντρίψει τους αντίπαλους ιμπεριαλισμούς, αλλά επίσης να αναδιοργανώσει την Ευρώπη σύμφωνα με τις φιλοσοφικές και πολιτικές του αντιλήψεις. Δεν περιορίστηκε μόνο σε στρατιωτική κατοχή. Χρησιμοποιώντας τα ντόπια αντιδραστικά στοιχεία, ανέλαβε την εγκατάσταση φασιστικού καθεστώτος. Επέβαλε το κορπορατιστικό σύστημα. Οι εργατικές οργανώσεις απαγορεύτηκαν τελείως. Οι ρατσιστικοί διωγμοί πήραν ανήκουστες διαστάσεις: οι Εβραίοι εξολοθρεύτηκαν… και αυτά δεν είχαν έναν προσωρινό χαρακτήρα: ήταν η εθνικοσοσιαλιστική “νέα Ευρώπη” που θα έπρεπε να συνεχίσει να υπάρχει μετά τον πόλεμο, αν αυτός ο πόλεμος κερδιζόταν από τον φασισμό…» (Παρατίθεται από τον Θ. Κουτσουμπό, στο «Πόλεμος των Χωρικών»)

Οι τροτσκιστές στην Ελλάδα, στην πλειοψηφία τους, δεν έβγαλαν τα ανάλογα συμπεράσματα. Έμειναν σταθεροί στην άποψη ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένας πόλεμος ιμπεριαλιστικός και κατά συνέπεια το βασικό καθήκον ήταν η μετατροπή του πολέμου σε κοινωνική επανάσταση. Σ’ αυτό είχαν απολύτως δίκιο. Όμως η θέση αυτή είναι μια «ιδεολογική αρχή» που έπρεπε να καθοδηγεί τους επαναστάτες μαρξιστές στην προσπάθεια να επεξεργαστούν τη συγκεκριμένη πολιτική γραμμή, μέσω της οποίας θα μπορούσαν να συμβάλουν στη μετατροπή του πολέμου σε κοινωνική επανάσταση. Η υποκατάσταση της συγκεκριμένης πολιτικής γραμμής από την ιδεολογική κατεύθυνση είναι ένα μεγάλο λάθος με, συνήθως, βαριές συνέπειες.

Οι τροτσκιστές στην Ελλάδα δεν κράτησαν όλοι ακριβώς την ίδια στάση. Οι οπαδοί του Άγι Στίνα (ΚΔΕΕ/ΚΔΚΕ) προσανατολίστηκαν σε ένα σκληρό «ντεφετισμό»11 που έβλεπε το ΕΑΜ με απόλυτα απορριπτικό τρόπο. Η θέση αυτή επηρρεαζόταν από τον γενικότερο προσανατολισμό του Στίνα, που απομακρυνόταν από τον τροτσκισμό προς την κατεύθυνση, αρχικά, ενός ομιχλώδους «λουξεμπουργκισμού» και στη συνέχεια προς απόψεις ανάλογες με αυτές που διαμόρφωσε ο Κ. Καστοριάδης. Οι οπαδοί του Πουλιόπουλου (ΕΟΚΔΕ, ΚΚΔΕ) κράτησαν σταθερά τη θέση ότι ο πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός, επέμειναν στην άποψη ότι η ΕΣΣΔ εξακολουθεί να είναι ένα εργατικό κράτος και κατά συνέπεια υπήρχε το καθήκον υπεράσπισής της απέναντι στη ναζιστική επίθεση, αλλά απέτυχαν να αναγνωρίσουν το επαναστατικό δυναμικό του κινήματος Αντίστασης και να επεξεργαστούν μια τακτική σύνδεσής τους με αυτό. Απέτυχαν να δουν ότι το κεντρικό καθήκον στο οποίο αφιέρωναν τη ζωή τους, η μετατροπή του πολέμου σε κοινωνική επανάσταση, ήταν ακριβώς αυτό που εξελισσόταν γύρω τους με την εκπληκτικών διαστάσεων ενεργοποίηση των εργατικών και λαϊκών μαζών. Αντίθετα, τάσεις που προέρχονταν από τον Αρχειομαρξισμό, αλλά και μικρότερες ομάδες που δρούσαν μέσα στο ΕΣΚΕ (Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας, του Θ. Αποστολίδη) και αργότερα στην ΕΛΔ-ΣΚΕ (Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας – Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας) θα ενταχθούν στο κίνημα αντίστασης και κυρίως στον ΕΛΑΣ. (Για περισσότερα βλέπε στο αναλυτικό βιβλίο του Μ. Εμμανουηλίδη, «Αιρετικές Διαδρομές, ο ελληνικός τροτσκισμός και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδόσεις Φιλίστωρ).

Στα 1946 η Ευρωπαϊκή Γραμματεία της 4ης Διεθνούς, σε απόφασή της για την κριτική της πολιτικής των Ελλήνων τροτσκιστών, υπογραμμίζει ότι η στάση τους ήταν «υπεραριστερίστικη και σεχταριστική», που «δεν κατόρθωσε να διακρίνει και να αναγνωρίσει τον αντιιμπεριαλιστικό και αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα που περιείχε, σε τελευταία ανάλυση, αυτό το κίνημα, καθώς και το επαναστατικό δυναμικό του», για να καταλήξει στην προειδοποίηση ότι «ο μεγαλύτερος κίνδυνος που απειλεί το ελληνικό μας τμήμα, είναι αυτός του σεχταρισμού». Αυτή η σωστή κριτική και αυτή η σωστή θέση ήρθαν, όμως, αργά. (Παρατίθεται από τον Θ. Κουτσουμπό, στο παράρτημά του «Ο Πόλεμος των Χωρικών»).

Ο Πιερ Μπρουέ, ο παθιασμένος τροτσκιστής ιστορικός, γράφει στο «Πώς ο Τρότσκι και οι τροτσκιστές αντιμετώπισαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο»: «Οι Έλληνες τροτσκιστές καταδίκασαν τον εαυτό τους σε θάνατο, περιοριζόμενοι στις αρνητικές προοπτικές και μη παίρνοντας μέρος στο μαζικό κίνημα».

Παρότι η οργάνωσή μας δεν προέρχεται από τον χώρο της τροτσκιστικής «ορθοδοξίας» –των διακλαδώσεων της 4ης Διεθνούς– αλλά περισσότερο από τις διαδικασίες διαμόρφωσης της μετά το 1968 «Νέας Αριστεράς», η αναφορά μας στον Τρότσκι, η αναγνώριση της κορυφαίας συμβολής του στη διαμόρφωση και στην υπεράσπιση του επαναστατικού μαρξισμού, υποχρεώνει να θέσουμε στον εαυτό μας με ευθύτητα το ερώτημα: Τι θα έπρεπε να κάνουν;

Η γνώμη μου είναι ότι θα έπρεπε να αναγνωρίσουν τον αντικατοχικό-αντιφασιστικό αγώνα των μαζών στην Αντίσταση και να αναλάβουν το μερίδιο του βάρους που τους αντιστοιχούσε. Θα έπρεπε να εκτιμήσουν ότι ο αγώνας αυτός και οι οργανώσεις του –το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ– ήταν το πραγματικό (όχι το φαντασιακό και θεωρητικά «καθαρό») «μονοπάτι» που μετέτρεπε τη φοβερή κρίση, στην οποία είχε οδηγήσει ο πόλεμος, σε ευκαιρία κοινωνικής επανάστασης. Θα έπρεπε να προσπαθήσουν –μέσα σε πρωτοφανείς δυσκολίες– να μείνουν μέσα σε αυτό το κίνημα με το πρόγραμμά τους, με τις προβλέψεις τους, με τις προτάσεις τους. Και στην κρίσιμη ώρα των καθοριστικών αποφάσεων, στα 1944-1945, να είναι εκεί, μαζί με τα στελέχη και τον απλό κόσμο που αντέδρασε στο Λίβανο και στη Βάρκιζα, που μπήκε σε κίνηση ενάντια στην κυβέρνηση Εθνικής Ανασυγκρότησης του Παπανδρέου, παρά τη συμμετοχή των Εαμικών υπουργών. Είναι εξαιρετικά απίθανο ότι θα κατόρθωναν να αλλάξουν την πορεία των πραγμάτων, όμως θα είχαν θέσει τον εαυτό τους και τις οργανώσεις τους στο ίδιο «κάδρο» που οι μανάδες και οι πατεράδες μας έθεσαν τον Άρη. Και θα είχαν χτίσει τα θεμέλια για μια διαφορετική προοπτική του τροτσκισμού στις επόμενες δεκαετίες.

Γιατί, όπως υπογραμμίζει ο Μαντέλ, όταν καταδικάζεσαι «να σηκώνεις το ηθικό βάρος της παθητικότητας και της αποχής από ένα μεγάλο εμφύλιο πόλεμο… (τότε) οδηγείσαι σήμερα σε μια, τουλάχιστον, πολύ δύσκολη θέση» («Οι Τροτσκιστές και η Αντίσταση στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», E La Liberta, ό.π.).

Έχοντας πει αυτά, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι δεν αποτελούν κανενός είδους δικαιολογία για το όργιο δολοφονικής βίας που εξαπόλυσε εναντίον τους το ΚΚΕ στις μέρες λίγο πριν και λίγο μετά τα Δεκεμβριανά.

Ο Μ. Εμμανουηλίδης έχει συγκεντρώσει τον κατάλογο των 84 βεβαιωμένων δολοφονιών τροτσκιστών και αρχειομαρξιστών. Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι αυτός ο αριθμός είναι μικρός: δεν περιλαμβάνει τα θύματα που η δολοφονία τους δεν καταγγέλθηκε (καθώς οι τροτσκιστικές οργανώσεις επέλεγαν να μην προκαλέσουν την επέμβαση του αστικού κράτους στο «εσωτερικό» του εργατικού κινήματος), αλλά και τους τροτσκιστές που πέθαναν υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες ως αντάρτες του ΕΛΑΣ.

Ο Στίνας μιλά για «εκατοντάδες δολοφονίες». Ο Πιέρ Μπρουέ έχει «ξεθάψει» μια αναφορά του Μπαρτζώτα, όπου ο υπεύθυνος της ΟΠΛΑ κοκορεύεται για περισσότερες από «800 εκτελέσεις τροτσκιστών». Ο αριθμός αυτός είναι πολύ μεγάλος. Προφανώς ο Μπαρτζώτας, κατά τις συνήθειες της εποχής, περιλαμβάνει στην κατηγορία «τροτσκιστής» κάθε αγωνιστή –μέλος ή όχι του ΚΚΕ– που διαφώνησε με τις επιλογές της ηγεσίας.

Η ένταση αυτής της «εσωτερικής βίας» που, αν και δεν είχε φτάσει ποτέ στην κορύφωση ενός οργανωμένου κύματος δολοφονιών όπως στα 1944-45-46, όμως προϋπήρχε από τις αρχές της δεκαετίας του ’30, εξηγεί, σε έναν βαθμό, τα «λάθη» των ηγεσιών των τροτσκιστικών οργανώσεων το ’40.

Και θα πρέπει να προσθέσουμε κάτι ακόμα. Παρά το λάθος τους σχετικά με το ΕΑΜ, δεν πέρασαν «απέναντι», όπως με χυδαίο τρόπο συχνά κατηγορήθηκαν. Μέσα σε πρωτοφανείς δυσκολίες, που κανένας από εμάς δεν έχει αντιμετωπίσει, προσπάθησαν να συνεχίσουν να δρουν, πληρώνοντας το αντίτιμο. Στον τοίχο των εκτελέσεων, στην Καισαριανή ή στο Κούρνοβο, η «συμμετοχή» των τροτσκιστών που έπεσαν φωνάζοντας «Ζήτω η παγκόσμια επανάσταση!» είναι μια από τις αποδείξεις.

Όμως, όπως γράφει ο Βιτσιώρης, συνοψίζοντας την κριτική του στους Έλληνες συντρόφους του: «Το καθήκον μας ήταν όχι να γυρίσουμε την πλάτη στις μάζες και να μείνουμε “πάνω από το ρεύμα”, αλλά να μπούμε μέσα στον αγώνα με το πρόγραμμα και τα συνθήματά μας… “Ενάντια στο ρεύμα” δεν σημαίνει “πάνω από το ρεύμα”…».

Σημειώσεις

1. Γράφει το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ: «Τα στελέχη του ΚΚΕ που πήραν την πρωτοβουλία να συγκροτήσουν την Παλιά ΚΕ, έπραξαν σωστά και υπεύθυνα… Στην πορεία της διαπάλης εκείνης της περιόδου, η Παλιά ΚΕ ήταν το μοναδικό εμπόδιο στη δράση της Προσωρινής Διοίκησης» («Το ΚΚΕ στον ιταλοελληνικό πόλεμο», σελ. 113). Αυτή η θέση, κατά τη γνώμη μου, αφήνει έκθετους τους Ν. Ζαχαριάδη και Γ. Ιωαννίδη ως προς την αντιμετώπιση της «διείσδυσης» του Μανιαδάκη στις γραμμές του ΚΚΕ (ενώ ρίχνει κι ένα πρόσθετο φως στις δραματικές συνθήκες της μετέπειτα εκτέλεσης του Ν. Πλουμπίδη υπό την κατηγορία σε βάρος του για χαφιέδικο ρόλο).

2. Ο Βλαντάς στις αναμνήσεις του αναφέρει ότι η Κομιντέρν είχε στείλει μήνυμα στο ΚΚΕ, μετά την υπογραφή του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, να υποβαθμίσει την πάλη ενάντια στην κυβέρνηση Μεταξά. Το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ δημοσιεύει πλέον τη γραπτή οδηγία της Κομιντέρν τον Ιούλη του ’39 (πριν την έναρξη του ιταλοελληνικού πολέμου!) που περιλαμβάνει τη φράση: «…δεν υπάρχει λόγος να επιδιώκεται πρώτα απ’ όλα την ανατροπή της».

3. Έχει σημασία το γεγονός ότι το ΚΚΕ σήμερα θέτει το ερώτημα αν «ο Ν. Ζαχαριάδης γνώριζε, και σε ποιο βαθμό, τις αλλεπάλληλες, εξελισσόμενες κι αλληλοσυγκρουόμενες αποφάσεις-οδηγίες της ΚΔ». Το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ υιοθετεί το συμπέρασμα ότι «κατά βάση ο Ζαχαριάδης γενικά ήταν ενημερωμένος… είχε υπόψη του τη γενική κατεύθυνση της Κομ. Διεθνούς πριν το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ και τη θέση της μετά από αυτό..». Αυτό, κατά τη γνώμη μου, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ανεξήγητη κατά τα άλλα «φιλικότητα» του Γράμματος προς το καθεστώς Μεταξά εδράζεται στην εκτίμηση ότι η ιδεολογική συγγένεια του Μεταξά με τους Ναζί θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να εξελιχθεί σε μια ρήξη με το στρατόπεδο των Αγγλογάλλων, ρήξη που, πριν τη γερμανική επίθεση στην ΕΣΣΔ, «ταιριάζει» στις επιθυμίες της ρωσικής διπλωματίας στα Βαλκάνια.

4. Ο Α. Τσίπας κατέρρευσε κι αντικαταστάθηκε από τον Γ. Σιάντο, όταν, κατά τον Θ. Χατζή, σε ένα από τα πολλά μεθύσια του έστειλε τον ταβερνιάρη να ζητήσει να πληρωθεί για το λογαριασμό, στο σπίτι όπου συνεδρίαζαν τα υπόλοιπα μέλη του ΠΓ, σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας.

5. Ο Αντρέας Τζήμας, σε μια μετέπειτα αναφορά του σχετικά με τα γεγονότα της Δράμας, αφού περιγράφει την «αριστερίστικη» πολιτική της ηγεσίας των εξεγερμένων (με αιτήματα για λύσεις «σοβιετικού τύπου»), σημειώνει ότι τα γεγονότα αυτά έχτισαν στην περιοχή μια πολιτική παράδοση, που τα καθοδηγητικά στελέχη του ΚΚΕ έβρισκαν μπροστά τους για πολλά χρόνια μετά. Αυτή είναι, πιστεύω, η ιστορική βάση για την καχυποψία με την οποία αντιμετωπίστηκαν οι δυνάμεις του αντάρτικου στον Έβρο σε όλη τη μεγάλη δεκαετία.

6. Ο Χατζής αναφέρει: τους «κλαρίτες» στη Ρούμελη, τους «Λαϊκούς Εκδικητές» στην Ανατολική Μακεδονία, τις «Ένοπλες Ομάδες για την Ελευθερία» στο Κιλκίς και στη Νιγρίτα, τις «Ομάδες Αυτοάμυνας» στη Δυτική Μακεδονία, τους «Ελεύθερους Σκοπευτές» στον Όλυμπο, τις «Ομάδες Αιφνιδιασμού» στη Θεσσαλία, τους «Ελευθερωτές» στην Ήπειρο, τους «Αυτοαμυνίτες» στην Πελοπόννησο, τη «Νέα Φιλική Εταιρία» στην Καλαμάτα, το «Μέτωπο Ελεύθερης Ελλάδας» στην Κρήτη κ.ο.κ. Στη Νιγρίτα και στο Κιλκίς εμφανίστηκαν επίσης  οι πιο συνδεδεμένες με το ΚΚΕ ανταρτοομάδες «Οδυσσέας Ανδρούτσος» και «Αθανάσιος Διάκος».

7. Το φαινόμενο της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών είχε μεγαλύτερη έκταση απ’ ό,τι αφέθηκε να «επιβιώσει» στην ιστορική ανάμνηση, ενώ απασχόλησε έντονα το ΚΚΕ. Έχει σημασία να υπενθυμίσουμε ότι αυτή την τάση την υποστήριξε το Άρης και γενικότερα οι Καπεταναίοι: η πρώτη ένοπλη «ενέργεια» του Βελουχιώτη είναι η επίθεση στο κτήμα του τσιφλικά Μαραθιά και η εκτέλεσή του για παραδειγματισμό των ομοίων του. Η πράξη αυτή προκάλεσε σκάνδαλο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ του ΚΚΕ και των αστικών κομμάτων για τη συγκρότηση του εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου και η ηγεσία του ΚΚΕ δεν την αποδέχθηκε (Χατζής). Η «αμαρτία» αυτή δεν ήταν η μοναδική του Βελουχιώτη. Τα λεγόμενα «παραστρατήματα» του αντάρτικου στη Ρούμελη κάνουν το ΠΓ του ΚΚΕ, το 1942, να στείλει τον Βαγγέλη Παπαδάκη στο βουνό, με εντολή να παραλάβει αυτός την ηγεσία των ενόπλων και να διατάξει τον Άρη να επιστρέψει στην Αθήνα για «να αναλάβει άλλα καθήκοντα». Βλέποντας τις πραγματικότητες στο βουνό, ο Παπαδάκης παραβίασε την απόφαση, δεν έδωσε στον Άρη την εντολή της επιστροφής στην Αθήνα και αντίθετα «μετατράπηκε», ο ίδιος, στον Καπετάν Λευτεριά.

8. Ως εξαίρεση εδώ, εμφανίζεται η συμμετοχή ενός αριθμού αξιωματικών –με εμβληματική τη μορφή του Σαράφη– από κάποια στιγμή και μετά στον ένοπλο αγώνα. Δεν αντικατοπτρίζει μια «εθνικοαπελευθερωτική» μειοψηφία του αστικού δυναμικού. Είναι αποτέλεσμα της προηγούμενης βαθιάς κρίσης στο στρατό, μέσα από τη σύγκρουση βενιζελικών-μοναρχικών. Στη δεκαετία του ’30 αποστρατεύτηκαν εκατοντάδες βενιζελικοί αξιωματικοί, που οδηγήθηκαν στην ανεργία και την περιθωριοποίηση, με αποτέλεσμα κάποιοι από αυτούς να ριζοσπαστικοποιηθούν ιδιαίτερα. Είναι χαρακτηριστικό το ότι πολλοί από αυτούς κράτησαν στις μετέπειτα αντιπαραθέσεις μια γραμμή στα «αριστερά» του ΠΓ, κυρίως στα στρατιωτικά ζητήματα.

9. Ο Βλαντάς αναφέρεται σε μια ακόμα «επαφή» με την ηγεσία του ΚΚΣΕ, που αφορά τη γραμμή για το δεύτερο Αντάρτικο: «Στα μέσα του Μάρτη του ’46, ο Ν. Ζαχαριάδης έκανε ένα ταξίδι αστραπή στη Μόσχα. Συνάντησε τον Στάλιν και του έκθεσε όλη την προπαρασκευή για μια αστραπιαία πολιτικοστρατιωτική εξέγερση. Ο Στάλιν απόρριψε κατηγορηματικά την πρότασή του. Όμως επειδή ένας μίζερος ένοπλος αγώνας στην Ελλάδα θα βοηθούσε τη ρωσική ηγεσία να δημιουργήσει την εντύπωση κινδύνου ενός τρίτου παγκοσμίου πολέμου, που θα της έδινε τη δυνατότητα της συντριβής των αντιρωσικών δυνάμεων στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, και κυρίως στην Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία, χάραξε στον Ζαχαριάδη μια στρατηγική μίζερου και σποραδικού ανταρτοπολέμου… Από τα χωριά προς τις πόλεις βαθμιαία, με σκοπό αναζήτηση πολιτικής λύσης. Ο πολύπειρος Στάλιν ήξερε ότι με τέτοια στρατηγική ήταν σίγουρη η ήττα μας… Μας έπαιξε σαν πιόνι στη διεθνή σκακιέρα». Κατά τη γνώμη μου, ο Βλαντάς δεν είναι αξιόπιστος, ιδίως ως προς τα πολιτικά συμπεράσματά του: όσο αδίστακτος και βίαιος υπήρξε ως δεξί χέρι του Ν. Ζαχαριάδη, τόσο χοντροκομμένος και αφοριστικός παρουσιάζεται, όταν βρέθηκε «εκτός». Παρ’ όλα αυτά κάποιες από τις αναφορές του σε γεγονότα έχουν επιβεβαιωθεί και από άλλες πηγές. Η συγκεκριμένη αναφορά σχετικά με τη «γραμμή» για το δεύτερο Αντάρτικο «ταιριάζει» με τις εκθέσεις του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας και τις μαρτυρίες άλλων στελεχών, που ήρθαν αργότερα στη δημοσιότητα.

10. Ο Γιώργος Βιτσώρης (1899-1954) ξεκίνησε ως Αρχειομαρξιστής. Στη σύγκρουση μεταξύ του Τρότσκι και του Δ. Γιωτόπουλου, ακολούθησε τη γραμμή υπέρ της ίδρυσης της 4ης Διεθνούς. Λαμπρός ηθοποιός στο επάγγελμα, μετά από παρέμβαση της Κοτοπούλη, βρέθηκε από τις φυλακές του Μεταξά, εξόριστος στο Παρίσι. Αναδείχθηκε Οργανωτικός Γραμματέας της 4ης Διεθνούς.

Στη διάρκεια του πολέμου υποστήριξε τη συμμετοχή στο κίνημα της Αντίστασης και ανέπτυξε σημαντική ένοπλη δράση ως δυναμιτιστής/σαμποτέρ. Υπήρξε ο σύνδεσμος του τροτσκιστικού POI (Διεθνιστικό Εργατικό Κόμμα) και του «Εθνικού Συμβουλίου» των αντιστασιακών οργανώσεων στη Γαλλία. Για τη δράση του αυτή τιμήθηκε και παρασημοφορήθηκε μεταπολεμικά.

Πέθανε από καρκίνο το 1954 και τάφηκε τιμητικά στο νεκροταφείο Περ Λεσέζ, όπου βρίσκεται το «μνήμα» των εκτελεσμένων κομμουνάρων, δίπλα στον τάφο του Λεόν Σεντόφ, του δολοφονημένου γιου του Τρότσκι.

11. Ο «επαναστατικός ντεφετισμός» (επαναστατική ηττοπάθεια) αναβαθμίστηκε στις συζητήσεις στην Ακροναυπλία, μεταξύ κυρίως των Π. Πουλιόπουλου και Α. Στίνα, σε «αρχή», σχεδόν σε ιδεολογικό θεμέλιο του επαναστατικού μαρξισμού.

Αντίθετα, ο ίδιος ο Τρότσκι είναι πολύ πιο προσεκτικός, περιγράφοντας την εμπειρία των μπολσεβίκων: «…στο ζήτημα της υπεράσπισης της καπιταλιστικής πατρίδας οι επαναστάτες, φυσιολογικά, απάντησαν αρνητικά… Αυτή η ξεκάθαρη αρνητική απάντηση λειτούργησε ως βάση για προπαγάνδα και για εκπαίδευση στελεχών. Αλλά δεν μπορούσε να κερδίσει τις μάζες, που δεν ήθελαν τον ξένο κατακτητή… Οι Μπολσεβίκοι στο διάστημα των 8 μηνών [σσ: μετά την επανάσταση του Φλεβάρη του ’17] κατέκτησαν την πλατιά πλειοψηφία των εργατών. Αλλά τον αποφασιστικό ρόλο σε αυτή την κατάκτηση δεν τον έπαιξε το σύνθημα άρνησης υπεράσπισης της αστικής πατρίδας, αλλά το σύνθημα “Όλη η εξουσία στα σοβιέτ!”. Και μόνο αυτό! Η κριτική στον ιμπεριαλισμό και στο μιλιταρισμό του, η αποποίηση της υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας κ.ο.κ. ποτέ δεν θα μπορούσαν να κερδίσουν τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού στο πλευρό των Μπολσεβίκων. Σε όλες τις άλλες εμπόλεμες χώρες, με εξαίρεση τη Ρωσία, η επαναστατική πτέρυγα συνέχισε μέχρι το τέλος του πολέμου να προβάλλει μόνο αρνητικά συνθήματα…» («Βοναπαρτισμός, Φασισμός και Πόλεμος, Κείμενα 1939-1940, Pathfinder 1972).

Ο Αμερικανός επαναστάτης μαρξιστής Χαλ Ντράπερ, κεντρικός θεωρητικός της αντίληψης «σοσιαλισμός από τα κάτω», ανέπτυξε την άποψη ότι ο «επαναστατικός ντεφετισμός» ως θέση αρχής, είναι μια κατασκευή του Ζινόβιεφ, μετά το 1924 («War and Revolution: Lenin and the Myth of Revolutionary Defeatism», Hal Draper, 1996).

*Αναδημοσίευση από το τεύχος Νο 12 του περιοδικού "Κόκκινο"

Ετικέτες