Πέθανε ο Γλέζος. Στα 97 χρόνια του, γεμάτος από την πείρα της ζωής και τον αδιάκοπο αγώνα 8 δεκαετιών.
Πέθανε μέσα σε συνθήκες όπου ο κόσμος μας δέχεται τεράστιες πιέσεις και έχει μπει, θέλοντας και μη, στο δρόμο προς κάποιου είδους σύγχρονα γουναράδικα…
Σε αυτήν την αναμέτρηση που ολοφάνερα έρχεται, ο Μανώλης δεν θα είναι αυτή τη φορά μέσα. Σε όλες τις προηγούμενες ήταν παρών και συνήθως στις μπροστινές γραμμές. Εκεί που η πολιτική ευθύνη συνδυάζεται κάποτε με τον προσωπικό κίνδυνο. Αυτό ήταν το μυστικό που τον κρατούσε νέο, αυτός ήταν ο τρόπος που είχε βρει για να εμποδίζει τα γηρατειά να τον μετατρέψουν σε ανούσια και βαρετή παρουσία.
Σε αυτόν τον μακρύ δρόμο έκανε λάθη. Δεν ήταν λίγα και κάποια δεν ήταν και μικρά. Όμως κάθε φορά που το σύστημα πήγαινε να τυλίξει γύρω του το κουκούλι της ενσωμάτωσης, ο πάντα νέος ακτιβιστής που έκρυβε μέσα του ο Γλέζος σήκωνε το κεφάλι, έβλεπε τις ευκαιρίες για δράση στον ορίζοντα και όρμαγε να κατεβάσει ξανά τη σβάστικα από την Ακρόπολη.
Ο Μανώλης δεν υπήρξε ένας απλός ακτιβιστής, ένας οποιοσδήποτε ριζοσπάστης. Η ζωή του, οι ιδέες του, τα χούγια του, καθορίστηκαν από την εμπειρία της διεκδίκησης του κομμουνισμού στον 20ό αιώνα. Η απόπειρα του Μητσοτάκη και της Γ. Αγγελοπούλου να τον οικειοποιηθούν (δια της μεθόδου της υποκλίσεως…) είναι κυριολεκτικά γελοία.
Ο Γλέζος ήταν ένας από τους τελευταίους μέχρι πρόσφατα επιζώντες μιας γενιάς κομμουνιστικών στελεχών, για τους οποίους η παράδοση του Οκτώβρη υπήρξε βίωμα και όχι μεταφορά. Από τους τελευταίους μιας γενιάς που πέρασε τη σχέση της με το «Κ» (όπως κομμουνισμός, όπως κίνημα, όπως κόμμα) μέσα από τη μεγάλη φωτιά της Αντίστασης, μέσα από τη «νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε».
Και αυτό σήμαινε ευλογίες, αλλά και κατάρες. Ο Μανώλης κράτησε σταθερή την «άγκυρα»: συνομιλούσε πράγματι μέσα του «με τα παλληκάρια» που εκτελέστηκαν. Όμως αυτό δεν τον οδηγούσε σε παθητικότητα και οκνηρία μπροστά στα «εσωτερικά» προβλήματα του κινήματος και της Αρστεράς. Μπορούσε να συζητήσει με πάθος για την Ισπανία, για τον Πουλιόπουλο και για τον Στίνα, για τη διαγραφή του Άρη, ενώ θεωρούσε υποτιμητική προσβολή την προτροπή «μην τα σκαλίζεις τώρα όλα αυτά»…
Το 1968 ο Γλέζος ήταν από τους λίγους που καταδίκασαν καθαρά την εισβολή των Ρώσων στη Τσεχοσλοβακία. Αποχωρώντας από την ΚΕ του ΚΚΕ δεν ακολούθησε το ρεύμα του ευρωκομμουνισμού, αναζητώντας μια πιο ριζική ρήξη με το «διεθνές κέντρο», μαζί με εκείνους κι εκείνες που στάθηκαν στη διάσπαση ως «τρίτη κατάσταση» ή (συκοφαντήθηκαν ως) «χάος». Αυτό δεν εμπόδισε πολλούς από αυτούς να ριχτούν στην περιπέτεια της πρώιμης αντίστασης ενάντια στη δικτατορία, όταν περισσότεροι (και πιο οργανωμένοι) θεωρούσαν ότι «ακόμα δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες…».
Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, η εδαΐτικη νοοτροπία τον άφησε «ανοιχτό» στα καλέσματα του Α. Παπανδρέου. Όμως ο Γλέζος ήταν ειλικρινής: η νοοτροπία του επέτρεπε τη συνεργασία, αλλά όχι την ταύτιση/ένταξη στη σοσιαλδημοκρατία, παρά τα οφίτσια που του προσέφεραν. Όταν διαπίστωσε το αδιέξοδο της τακτικής του, τα βρόντηξε κι έφυγε για τον Απείρανθο της Νάξου.
Στο μεταξύ, ο Μανώλης, ο κατά τον Ντε Γκολ «πρώτος παρτιζάνος της Ευρώπης» είχε παραβρεθεί στην κηδεία του Μπάαντερ, της Έσλιν, του Ράσπε, των ηγετικών στελεχών της ακροαριστερής ένοπλης RAF, που δολοφονήθηκαν από τις υπηρεσίες του γερμανικού κράτους. Το σκάνδαλο ήταν εκκωφαντικό, αλλά και ενδεικτικό για την ειλικρινή άποψη του Μανώλη για την Αριστερά, το εύρος και τα τμήματά της.
Ο Μανώλης επέστρεψε στην «κεντρική πολιτική» με το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, όπου η συμβολή του ήταν σημαντικότερη απ’ ότι αναγνωρίζουν σήμερα διάφορα περιφερόμενα κοστούμια (το όνομα ΣΥΡΙΖΑ, η δημιουργία μιας νέας λέξης από τα αρχικά των αμφιλεγόμενων παλιών, ήταν μια δικιά του «εφεύρεση»). Το 2013 ο Γλέζος ήταν από τους λίγους που κατανόησε έγκαιρα ότι η επίθεση του Τσίπρα «στις οργανώσεις και στις τάσεις» δεν ήταν μια κάποια στροφή στην οριζόντια δημοκρατία, αλλά η απαρχή της συγκρότησης ενός αδίστακτου αρχηγοκεντρικού μηχανισμού. Το Φλεβάρη του 2015, η άμεση δήλωση του Μανώλη ενάντια στη συμφωνία που μόλις είχαν γράψει οι Τσίπρας-Βαρουφάκης, ήταν η καμπάνα του συναγερμού στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Το φοβερό καλοκαίρι του 2015, ο Μανώλης δε χρειάστηκε κανένα «σπρώξιμο» για να γυρίσει την πλάτη στα ταξίματα, να καταδικάσει απερίφραστα το μνημόνιο 3 και να πάρει το δρόμο της μειοψηφικής, πλέον, υπεράσπισης του ΟΧΙ.
Απ’ όλη αυτή τη διαδρομή, εγώ δεν θα ξεχάσω ποτέ μιαν εικόνα: τον Μανώλη στο Σύνταγμα, τον Μανώλη καταπάνω στη φυσούνα του Ματατζή, τον βετεράνο αγωνιστή με το πνευμόνι σακατεμένο από την παλιά φυματίωση να μη διστάζει να παίξει τη ζωή κορώνα-γράμματα, παλεύοντας μαζί με τον κόσμο του, στην πρώτη γραμμή.
Το Σεπτέμβρη του ’15 ο Μ. Γλέζος θα είχε πολλές δικαιολογίες για να κάτσει φρόνιμα στη γωνιά του. Δεν το έκανε. Συμμετείχε ως επικεφαλής στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της ΛΑΕ, στην προσπάθεια να συνταχθεί πολιτικά και εκλογικά η αριστερή αντίρρηση στη μνημονιακή στροφή του Αλ. Τσίπρα. Με αυτήν την έννοια τα στελέχη του αστικού πολιτικού κόσμου δεν είχαν το μονοπώλιο της υποκρισίας στις νεκρολογίες τους για το Γλέζο.
Χάσαμε ένα σημαντικό αγωνιστή, ένα σημαντικό σύντροφο. Η επιμονή του, η ξεροκεφαλιά του, η τόλμη του, τον είχαν ήδη μετατρέψει σε σύμβολο. Σύμβολο των αξιών, των ιδεών, των αγώνων, που θα χρειαστούμε όλοι μας για να αντιμετωπίσουμε τις δοκιμασίες που έρχονται.