Το Κέντρο Stigler στο Booth Business School του Πανεπιστημίου του Σικάγο δημοσίευσε τις προάλλες ένα e-book[1] που τιμά τη δήλωση του Μίλτον Φρίντμαν σχετικά με τον πολύτιμο και ενάρετο ρόλο των σύγχρονων καπιταλιστικών εταιρειών. Το Κέντρο Stigler, το οποίο πήρε το όνομά του από τον κορυφαίο νεοκλασικό οικονομολόγο Τζορτζ Στίγκλερ, ήθελε να τιμήσει το έργο του Φρίντμαν στη δικαιολόγηση των καπιταλιστικών εταιρειών ως δυνάμεων του καλού.

Για όσους δεν γνωρίζουν, ο Μίλτον Φρίντμαν ήταν ο κορυφαίος οικονομολόγος της «Σχολής του Σικάγο» στη μεταπολεμική περίοδο και ο διάσημος εισηγητής του «μονεταρισμού», δηλαδή της ιδέας ότι ο πληθωρισμός στις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών προκαλείται από τις ποσοτικές αλλαγές της κυκλοφορίας του χρήματος σε μία οικονομία. Ο Φρίντμαν ήταν διαβόητος υποστηρικτής της «ελεύθερης αγοράς», της ελάχιστης κρατικής παρεμβατικότητας και των δικτατοριών (είχε δώσει συμβουλές στη δικτατορία του Πινοσέτ στη Χιλή τη δεκαετία του 1970).

Το ενδιαφέρον του Κέντρου Stigler εστιάζει στην άποψη του Friedman για τις εταιρείες, τη μορφή, δηλαδή, που έχουν πάρει οι σύγχρονες καπιταλιστικές εταιρείες από τα τέλη του 19ου αιώνα, η οποία αντικατέστησε τις περισσότερες επιχειρήσεις που ανήκαν άμεσα στους διαχειριστές τους (οικογενειακές ή συνεργατικές). Το «δόγμα Φρίντμαν», όπως αποκαλείται, λέει ότι η αποκλειστική ευθύνη μίας εταιρείας είναι οι μέτοχοί της. Ως εκ τούτου, στόχος των εταιριών είναι να μεγιστοποιούν τις αποδόσεις των μετόχων. Μοναδικός τους σκοπός είναι η μεγιστοποίηση των κερδών χωρίς περισπασμούς από «κοινωνική ευθύνη» ή άλλες «εξωτερικές» ανησυχίες. Πράγματι, στον κόσμο της ελεύθερης αγοράς, υποτίθεται ότι, εάν ο σκοπός των επιχειρήσεων ή των εταιρειών είναι ακριβώς αυτός, θα ακολουθήσουν κέρδη για ολόκληρη την κοινότητα. Σύμφωνα με τον Φρίντμαν: «Υπάρχει μόνο μία κοινωνική ευθύνη της επιχείρησης: να χρησιμοποιεί τους πόρους της και να συμμετέχει σε δραστηριότητες που έχουν σχεδιαστεί για να αυξήσουν τα κέρδη της, αρκεί να παραμένει εντός των κανόνων του παιχνιδιού, δηλαδή να συμμετέχει σε ανοιχτό και ελεύθερο ανταγωνισμό χωρίς απάτες και νοθείες».

Το συγκεκριμένο e-book στοχεύει στην υπεράσπιση και προώθηση της δήλωσης του Φρίντμαν για τον σκοπό των καπιταλιστικών εταιρειών. Περιέχει όμως και δοκίμια από κάποιους που διαφωνούν. Δεν θα αναφερθώ στις λεπτομέρειες των δοκιμίων που υπερασπίζονται το δόγμα Φρίντμαν. Προτιμώ να εξετάσω τα επιχειρήματα εκείνων που διαφωνούν. Αλλά ας πούμε αρχικά ότι ο Φρίντμαν έχει δίκιο: σκοπός των καπιταλιστικών επιχειρήσεων ή εταιρειών είναι να μεγιστοποιούν τα κέρδη των ιδιοκτητών τους, είτε αυτές ανήκουν άμεσα σε εκείνους, είτε σε μετόχους. Και έχει δίκιο να λέει ότι οποιαδήποτε άλλα κίνητρα ή σκοποί υιοθετούνται, το μόνο που κάνουν είναι να εμποδίζουν την επίτευξη αυτού του κέρδους.

Φυσικά, ο Φρίντμαν, υποθέτοντας ότι η επιδίωξη του καπιταλισμού για το κέρδος σε μια «ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά» δεν θα ωφελήσει μόνο τους καπιταλιστές, αλλά το σύνολο, τους εργαζόμενους και τον πλανήτη, κάνει λάθος. Είναι ανοησία για τους υποστηρικτές του Φρίντμαν, όπως ο Κάπλαν, να συμπεραίνουν ότι: «ο Φρίντμαν είχε και συνεχίζει να έχει δίκιο. Ένας κόσμος, στον οποίο οι επιχειρήσεις μεγιστοποιούν την αξία των μετόχων, έχει υπάρξει εξαιρετικά παραγωγικός και επιτυχής τα τελευταία πενήντα χρόνια. Κατά συνέπεια, η επιχείρηση θα πρέπει να συνεχίσει να μεγιστοποιεί την αξία των μετόχων όσο παραμένει στους κανόνες του παιχνιδιού. Οποιοσδήποτε άλλος στόχος οδηγεί σε αναταραχή, σε αποεπένδυση, σε κρατική παρέμβαση και, τελικά, στην παρακμή».

Ωστόσο, οι κεϋνσιανοί/ετερόδοξοι επικριτές του δόγματος Φρίντμαν  πέφτουν σε μία παγίδα. Η γραμμή τους, όπως υποστηρίζεται από τους Μάρτιν Γουλφ και Λουίτζι Τζινγκάλες, είναι ότι το δόγμα Φρίντμαν αποτυγχάνει επειδή δεν υπάρχει ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά στον σύγχρονο καπιταλισμό. Οι εταιρείες έχουν γίνει τόσο μεγάλες, ώστε καθίστανται «διαμορφωτές τιμών», όχι «αποδέκτες τιμών». Όπως το θέτει ο Γουλφ, οι μεγάλες εταιρίες δεν τηρούν τους κανόνες για ένα «ισότιμο πεδίο ανταγωνισμού» στην αγορά: «Οι εταιρείες δεν αποδέχονται τους κανόνες αλλά μάλλον τους διαμορφώνουν. Παίζουν παιχνίδια, των οποίων οι κανόνες δημιουργούνται από τις ίδιες μέσω της πολιτικής».

Η συνέπεια αυτής της κριτικής είναι ότι, εάν οι εταιρείες τηρούσαν τους κανόνες, τότε ο καπιταλισμός θα λειτουργούσε για όλους. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει πρόβλημα με το ότι οι ιδιωτικές εταιρείες παράγουν για το κέρδος και εκμεταλλεύονται τους εργαζομένους τους. Το πρόβλημα είναι ότι έχουν τραβήξει πολύ το σκοινί. Πρέπει να τις ρυθμίσουμε, ώστε να κοιτάνε βέβαια τα κέρδη τους, αλλά να ανταγωνίζονται δίκαια μεταξύ τους και να λαμβάνουν υπόψη τις «εξωτερικές συνθήκες», δηλαδή τις κοινωνικές συνέπειες των δραστηριοτήτων τους.

Αυτή η κριτική προϋποθέτει ότι ο ανταγωνιστικός καπιταλισμός είναι «καλό πράγμα» και ωφελεί. Αλλά θα μπορούσε ο ανταγωνιστικός καπιταλισμός, εάν του επιβάλλονταν κρατικοί κανόνες, να προσφέρει μία «δίκαιη κοινωνία»; Στην εποχή που υποτίθεται ότι υπήρχε «ανταγωνιστικός καπιταλισμός», δηλαδή στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Φρίντριχ Ένγκελς επεσήμανε ότι το ελεύθερο εμπόριο και ο ανταγωνισμός, σε καμία περίπτωση δεν παρείχαν μία δίκαιη και αρμονική ανάπτυξη της παραγωγής προς όφελος όλων. Σύμφωνα με τον Ένγκελς, οι κλασικοί οικονομολόγοι αντιτείνουν στα κακά του μονοπωλίου τον ανταγωνισμό και το ελεύθερο εμπόριο αλλά αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν το μεγαλύτερο μονοπώλιο όλων: την απόκτηση ιδιωτικής ιδιοκτησίας από λίγους και τη στέρησή της από τους υπόλοιπους. Ο ανταγωνιστικός καπιταλισμός δεν απέφυγε την αυξημένη ανισότητα, τη ζημία στο περιβάλλον, την ακραία εκμετάλλευση των εργαζομένων και τις τακτικές και επαναλαμβανόμενες κρίσεις στις επενδύσεις και στην παραγωγή. Αυτό συμβαίνει επειδή ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής οφείλεται ακριβώς στο κέρδος (όπως λέει ο Friedman) και όλα τα άλλα είναι συνέπειές του.

Ναι, είπε, ο Ένγκελς: «Ο ανταγωνισμός βασίζεται στο προσωπικό συμφέρον και το προσωπικό συμφέρον οδηγεί στο μονοπώλιο. Με λίγα λόγια, ο ανταγωνισμός εξελίσσεται σε μονοπώλιο». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το μονοπώλιο είναι το κακό που πρέπει να αποβληθεί και ότι μία επιστροφή στην ελεύθερη αγορά και στον ανταγωνισμό εντός κανόνων θα ωφελήσει. Αυτή είναι η παγίδα στην οποία πέφτουν ορισμένοι αριστεροί οικονομολόγοι όταν μιλούν για τα κακά του «κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού». Δεν είναι τα μονοπώλια ή η κρατική τους «σύλληψη» που βρίσκεται στο επίκεντρο του επιχειρήματος ενάντια στο δόγμα Φρίντμαν. Είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός: η ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής με σκοπό το κέρδος. Αυτή είναι η ισχυρότερη κριτική απέναντι στον Φρίντμαν.

Αντ' αυτής, οι οπαδοί του Γουλφ ή του Στίγκλιτς θέλουν απλώς να διορθώσουν τους «κανόνες του παιχνιδιού». Ο Γουλφ επιδιώκει αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «έντιμο παιχνίδι», κατά το οποίο «οι εταιρείες δεν θα προωθούν μία ασήμαντη επιστήμη για το κλίμα και το περιβάλλον, δεν θα σκοτώνουν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων προωθώντας τον εθισμό στα ναρκωτικά, δεν θα συνωμοτούν για φορολογικά συστήματα ώστε να σταθμεύουν τεράστια ποσοστά των κερδών τους σε φορολογικούς παραδείσους, δεν θα ωθούν παρασκηνιακά τον χρηματοπιστωτικό τομέα σε ανεπαρκή κεφαλαιοποίηση που προκαλεί τεράστιες κρίσεις, δεν θα επεκτείνουν διαρκώς τα πνευματικά τους δικαιώματα, δεν θα επιδιώκουν να εμποδίζουν μία αποτελεσματική πολιτική ανταγωνισμού,  δεν θα ασκούν πίεση ενάντια σε προσπάθειες περιορισμού των αρνητικών κοινωνικών συνεπειών της επισφαλούς εργασίας κ.τ.λ.». Για τον Γουλφ, το ζήτημα είναι «πώς να δημιουργηθούν έντιμοι κανόνες για τον ανταγωνισμό, την εργασία, το περιβάλλον, τη φορολογία και ούτω καθεξής».

Αυτή δεν είναι μόνο μία λανθασμένη ανάλυση του σύγχρονου καπιταλισμού, είναι και εξαιρετικά ουτοπική. Πώς μπορεί να τερματιστεί οποιαδήποτε από τις παραπάνω ανισότητες που περιγράφει ο Γουλφ και να διατηρηθούν παράλληλα ο καπιταλισμός και οι εταιρίες; Αρκεί να εξετάσουμε την ατελείωτη ιστορία της τραπεζικής παράδοσης και τη σχέση της με τις εταιρείες, ώστε να κρύψουν τα κέρδη τους από τις εθνικές κυβερνήσεις. Σύμφωνα με το Δίκτυο Φορολογικής Δικαιοσύνης, οι πολυεθνικές εταιρείες μετακίνησαν κέρδη άνω των 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε φορολογικούς παραδείσους το 2017 και αυτή η μετακίνηση μείωσε τα παγκόσμια φορολογικά έσοδα για τις εθνικές κυβερνήσεις περίπου κατά 10%.

Έπειτα υπάρχουν οι FAANGS, οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας που έχουν συγκεντρώσει τεράστια κέρδη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ πολλές μικρές εταιρείες κολλάνε στον τοίχο. Κυριαρχούν στην τεχνολογία λογισμικού και διανομής μέσω της ιδιοκτησίας πνευματικών δικαιωμάτων και απορροφούν κάθε ανταγωνισμό. Κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο εξετάζουν τώρα πώς να διαχειριστούν αυτούς τους κολοσσούς και να τους φέρουν εντός των «κανόνων του παιχνιδιού». Το ζήτημα είναι να σπάσουν αυτά τα «μονοπώλια» σε μικρότερες ανταγωνιστικές μονάδες. Είμαι βέβαιος ότι ο Φρίντμαν θα είχε εγκρίνει αυτήν τη λύση ως μέρος του «δόγματός» του.

Θα υπάρξει όμως πραγματική λύση; Πάνω από έναν αιώνα πριν, οι αντιμονοπωλιακές ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ διέταξαν το σπάσιμο της Standard Oil. Η εταιρεία είχε εξελιχθεί σε βιομηχανική αυτοκρατορία που παρήγαγε περισσότερο από το 90% της παραγωγής καθαρού πετρελαίου στην Αμερική. Η εταιρεία χωρίστηκε σε 34 «μικρότερες» εταιρείες, οι οποίες εξακολουθούν να υπάρχουν σήμερα. Ονομάζονται Exxon Mobil, BP και Chevron. Ο Γουλφ, ο Στίγκλιτς και οι αντίπαλοι του «μονοπωλιακού καπιταλισμού» εκτιμούν πραγματικά ότι με τη λύση της Standard Oil τερματίστηκαν οι «παρατυπίες» των πετρελαϊκών εταιρειών και βελτιώθηκαν η «κοινωνική υπευθυνότητα» και οι διασφαλίσεις για το περιβάλλον παγκοσμίως; Πιστεύουν πραγματικά ότι ο «καπιταλισμός των ενδιαφερόμενων μερών» αρκεί για την αντικατάσταση του εταιρικού καπιταλισμού; Η ρύθμιση και η αποκατάσταση του ανταγωνισμού δεν θα ωφελήσουν γιατί το δόγμα Φρίντμαν θα συνεχίζει να λειτουργεί.

Παραπομπές:

1. Το e-book εδω: https://promarket.org/category/friedman50/

Ετικέτες