Τα γεγονότα που οδήγησαν στην ανακήρυξη της Κομμούνας
Παρίσι, 18 Μαρτίου 1871, η Εθνοφρουρά της πόλης, που αποτελείται από εργάτες στην πλειοψηφία της, ωθεί την επίσημη κυβέρνηση σε άτακτη φυγή, καταλαμβάνει το Δημαρχείο και την πολιτική εξουσία στο όνομα του παρισινού λαού και τον καλεί να κυβερνήσει. Ο λαός, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, πέρα από κάθε ελπίδα, κάνει ακριβώς αυτό. Επί 72 μέρες δεν υπήρχε άλλη κυβέρνηση στο Παρίσι πέρα από την κυβέρνηση του φτωχού λαού, του εργαζόμενου λαού, μια κυβέρνηση ανώνυμων και ταπεινών αντρών και γυναικών που τόλμησαν να ονειρευτούν και να κάνουν πραγματικότητα μια νέα, διαφορετική κοινωνία. Αυτό το «θράσος» τους το πλήρωσαν με τις ζωές τους, αλλά το αίμα τους πότισε τους αγώνες των φτωχών και των κατατρεγμένων σε όλη την υφήλιο ώστε να καρποφορήσουν.
Η αστική τάξη της Γαλλίας, καταλαβαίνοντας έντρομη τις τεράστιες για την ίδια συνέπειες αυτού του γεγονότος, προσπάθησε από την πρώτη στιγμή να συκοφαντήσει και να διαστρεβλώσει τόσο τον αυθόρμητο όσο και τον μαζικό χαρακτήρα της Κομμούνας. Οι αστικές εφημερίδες κατήγγειλαν τόσο τους μαρξιστές και την Πρώτη Διεθνή όσο και αναρχικούς αγωνιστές για συνωμοτικές εγκληματικές ενέργειες εναντίον του γαλλικού λαού και καλούσαν τις αρχές να επιβάλουν το νόμο και την τάξη στον «ανήθικο» όχλο του Παρισιού. Τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Η επανάσταση της 18ης Μάρτη ξάφνιασε τους αριστερούς και αναρχικούς όσο και τους αστούς. Κανένας από τους πιο γνωστούς επαναστάτες δεν βρισκόταν εκείνες τις μέρες στο Παρίσι, ενώ η Διεθνής Ένωση Εργατών ήταν τόσο μπερδεμένη από τις εξελίξεις που έβγαλε την πρώτη της ανακοίνωση μόλις στις 23 Μαρτίου. Οι διακηρύξεις της Κομμούνας υπογράφονταν από άγνωστους εργάτες και μικροαστούς που είχαν αναδειχθεί όχι από πολιτικά σαλόνια αλλά από τις βιοτεχνίες όπου δούλευαν, από τα τάγματά τους και από τις λέσχες των γειτονιών τους.
Από τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 το Παρίσι ήταν η καρδιά των πολιτικών εξελίξεων και ζυμώσεων της Ευρώπης. Ειδικά από το πραξικόπημα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη Γ΄ το 1851 και την παλινόρθωση της αυτοκρατορίας, η ενασχόληση του λαού και της εργατικής τάξης με τα ζητήματα της πολιτικής ήταν όλο και μεγαλύτερη. Ταυτόχρονα, αυξανόταν και η οργάνωση της τάξης σε σωματεία, εργατικές λέσχες και εργατικές εταιρείες που παρά το ημιπαράνομο καθεστώς τους ξεπετιούνταν διαρκώς στις συνοικίες του Παρισιού, κυρίως μετά την εξέγερση του 1848. Στις αρχές του 1871 τρία ριζοσπαστικά ρεύματα επηρέαζαν την πολιτική συζήτηση και σκέψη των Παριζιάνων, οι προυντονικοί, οι μπλανκιστές και οι νεοϊακωβίνοι, χωρίς να λείπουν βέβαια και οι οπαδοί της Πρώτης Διεθνούς. Και ενώ κανένα από αυτά τα ρεύματα δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι κατάφερε την ιδεολογική καθοδήγηση της Κομμούνας, όλα αγκάλιασαν την αυθεντική αυτενέργεια του εργαζόμενου λαού από ταξικό, επαναστατικό ένστικτο και όλα συνέβαλαν τόσο θετικά όσο και αρνητικά στην πορεία της, όπως θα δούμε παρακάτω.
Πώς φτάσαμε στην Κομμούνα
Στις 19 Ιουλίου 1870, ο Ναπολέων Γ΄ κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον των ενωμένων υπό την πρωσική ηγεσία γερμανικών κρατών. Σύντομα όμως ο γαλλικός στρατός βρέθηκε να χάνει τις μάχες τη μία μετά την άλλη ενάντια στον σαφώς ανώτερο τόσο οργανωτικά όσο και αριθμητικά στρατό του Βίσμαρκ. Λιγότερο από ενάμιση μήνα αργότερα, στις 2 Σεπτεμβρίου, ο αυτοκράτορας, έχοντας ηττηθεί στη μάχη του Σεντάν, παραδίδεται στους Πρώσους και είναι πλέον αιχμάλωτος, όπως και περίπου 200.000 Γάλλοι στρατιώτες.
Η συντριπτική ήττα αυτής της κακοσχεδιασμένης εκστρατείας είχε καταστροφικές συνέπειες για τον γαλλικό λαό. Εκτός από το τραγικό κόστος σε ανθρώπινες ζωές και τους χιλιάδες αιχμαλώτους πολέμου, οι περιοχές της Αλσατίας και της Λορένης βρίσκονταν πλέον υπό πρωσική κατοχή, ενώ η επέλαση των γερμανικών στρατευμάτων συνεχιζόταν σχεδόν ανεμπόδιστη στη γαλλική επικράτεια. Ήδη από τα τέλη Αυγούστου είχαν ξεσπάσει εξεγέρσεις στη Μασσαλία και τη Λιόν, που ζητούσαν την παραίτηση του αυτοκράτορα και τον εξοπλισμό του λαού. Στις 4 Σεπτεμβρίου, ο λαός του Παρισιού μαζί με την Εθνοφρουρά της πόλης περικυκλώνει την Εθνοσυνέλευση (Βουλή) και αναγκάζει τους δημάρχους και τους βουλευτές του Παρισιού να σχηματίσουν μια δημοκρατική κυβέρνηση για να οργανώσουν την άμυνα της πόλης και της χώρας. Η Δεύτερη Αυτοκρατορία καταρρέει και αντικαθίσταται από μια απρόθυμη προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας (KEA) με αρχηγό τον στρατηγό Τροσί.
Αυτοί οι μεγαλοαστοί που βρέθηκαν στην εξουσία από τη μαζική κινητοποίηση των λαϊκών στρωμάτων αντιμετώπισαν ξαφνικά ένα τρομακτικό δίλημμα. Αντικειμενικά, ο μόνος τρόπος να ανακοπεί η επέλαση του πρωσικού στρατού και να κερδηθεί ο πόλεμος ήταν να εξοπλίσουν μαζικά το λαό. Η πρόσφατη ιστορία της Γαλλίας όμως είχε δείξει ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σίγουρα σε επαναστατικές διαδικασίες, που θα απειλούσαν και την πολιτική και την οικονομική εξουσία της αστικής τάξης. Πολλοί από αυτούς άλλωστε, όπως ο Ζιλ Φαβρ, ο Ζιλ Φερί και ο Αδόλφος Θιέρσος, είχαν δείξει το βάθος των δημοκρατικών τους πεποιθήσεων όταν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην άγρια καταστολή της εξέγερσης του 1848. Ο ίδιος ο Τροσί, μοναρχικός και αρχηγός του στρατού του Παρισιού υπό τον Βοναπάρτη, δέχτηκε το ρόλο του επικεφαλής της κυβέρνησης μόνο εφόσον έλαβε υποσχέσεις πως θα δεν γινόταν καμία επίθεση εναντίον του θεού, της οικογένειας και της ιδιωτικής περιουσίας.
Με αυτές τις προτεραιότητες, η ΚΕΑ αξιοποίησε τον πατριωτισμό και την εθνική ενότητα όχι για να οργανώσει οποιαδήποτε αποτελεσματική άμυνα, αλλά για να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις για συνθηκολόγηση και να τσακίσει κάθε επαναστατική διάθεση των εργαζομένων. Τα πρωσικά στρατεύματα αφέθηκαν να προελαύνουν στη Γαλλία και στις 19 Σεπτεμβρίου άρχισε η πολιορκία του Παρισιού και τον Δεκέμβριο ο βομβαρδισμός του.
Η πολιορκία του Παρισιού
Η πολιορκία του Παρισιού διέλυσε μέσα στους επόμενους έξι μήνες κάθε αυταπάτη περί εθνικής ομοψυχίας. Την ώρα που συνέρρεαν στο Παρίσι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τις γύρω επαρχίες, οι πλούσιοι αστοί εγκατέλειπαν την πόλη σφραγίζοντας και τα σπίτια τους. Τα τρένα σταμάτησαν να ανεφοδιάζουν με τρόφιμα την πρωτεύουσα, αφήνοντας εκατοντάδες χιλιάδες φτωχούς να παλεύουν μόνοι τους ενάντια στην πείνα. Δεν ελήφθη κανένα μέτρο για τη διανομή των τροφίμων και των ειδών πρώτης ανάγκης, οι γυναίκες στέκονταν για ώρες σε ουρές για να προμηθευτούν λίγο ψωμί ή κάρβουνο θέρμανσης και έβαζαν ενέχυρο τα λιγοστά τους υπάρχοντα για να επιβιώσουν. Την ώρα που το μέσο εισόδημα μιας οικογένειας ήταν 2,25 φράγκα την ημέρα, δεν μπήκε κανένα φρένο στην αισχροκέρδεια. Η τιμή της γάτας έφτασε στα 6 φράγκα, τα ποντίκια κόστιζαν 1 φράγκο και οι σκύλοι πωλούνταν προς 1,5 φράγκο ανά λίβρα (περίπου 450 γραμμάρια). Οι επίσημοι άποροι που στηρίζονταν στην κρατική πρόνοια για να ζήσουν έφτασαν τους 500.000. Οι πρωσικές οβίδες σκότωσαν λίγους σε σχέση με το κρύο ενός ιδιαίτερα δριμύ χειμώνα και τις αρρώστιες όπως η ευλογιά και ο τύφος που άφησαν χιλιάδες νεκρούς.
Δεν υπέφεραν φυσικά όλοι το ίδιο. Το ποσοστό θνησιμότητας ήταν το διπλάσιο στις φτωχότερες συνοικίες. Από τους περίπου 65.000 νεκρούς της πολιορκίας (τριπλάσιοι σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο) οι περισσότεροι ανήκαν στις εργατικές και λαϊκές τάξεις. Οι πλούσιοι μπορούσαν πάντα να βρουν τα εκλεκτότερα εδέσματα και οι μαυραγορίτες έβλεπαν τα πλούτη τους να αυξάνουν μέρα με τη μέρα. Τα ζώα του ζωολογικού πουλήθηκαν ακριβά στα πολυτελή εστιατόρια και όλοι έβλεπαν ποιοι ωφελούνταν από τον πόλεμο. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα ενός Γάλλου ναυάρχου που δύο βδομάδες πριν από τη συνθηκολόγηση παρέθεσε δείπνο προς τιμήν της καινούργιας του ερωμένης με φουά γκρα, με φιλέτα από μοσχάρι και ιπποπόταμο (όχι του ζωολογικού), εκλεκτά σπαράγγια και σταφύλια και φυσικά άφθονη σαμπάνια.
Για τους εργάτες και τον φτωχό λαό η ταξική φύση του πολέμου έγινε οδυνηρά φανερή. Μόνη σανίδα σωτηρίας ήταν η Εθνοφρουρά, ένα ιδιαίτερο σώμα πολιτών-στρατιωτών, το μόνο σώμα στρατού που είχε απομείνει να υπερασπίζεται το Παρίσι. Το 1,5 φράγκο την ήμερα που λάμβαναν ως μισθό οι εθνοφρουροί αποτελούσε το μοναδικό εισόδημα για μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας και έτσι από τον Νοέμβριο είχαν καταταγεί περισσότεροι από 300.000 εργάτες. Ταυτόχρονα, η πολιορκία είχε ανοίξει με διαφορετικούς όρους την πολιτική συζήτηση στις λέσχες που ανθούσαν στις φτωχές συνοικίες. Όταν η κυβέρνηση έκλεισε τα θέατρα, χιλιάδες κόσμου άρχισε να μαζεύεται σε αυτά ζητώντας καταφύγιο από το κρύο και τα μετέτρεψε σε κέντρα συζήτησης και οργάνωσης. Σε αυτές τις κόκκινες λέσχες, όπως ονομάστηκαν, η ιδέα της Κομμούνας άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Η ορολογία υπήρχε από νωρίτερα, αλλά μέχρι τον πόλεμο και την πολιορκία ήταν ένα ασαφές θεωρητικό σχήμα που ελάχιστη σημασία είχε για την πλειοψηφία του κόσμου. Σε αυτές τις συνθήκες όμως έγινε το όχημα που επέτρεψε στους απλούς ανθρώπους να ωριμάσουν πολιτικά και να αναλάβουν οι ίδιοι την οργάνωση των ζωών τους. Οι απλοί και ταπεινοί άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, άρχισαν να συζητούν και να αντιπαρατίθενται με τις ώρες για την άμυνα της πόλης, την τροφοδοσία, για όλα τα θέματα που τους αφορούσαν. Σε αυτές τις λέσχες, οι εργάτες και οι μικροαστοί άρχισαν να οργανώνουν τη μεταξύ τους αλληλεγγύη και την προστασία των πιο αδύναμων, ενώ ταυτόχρονα έκαναν εράνους για να εξοπλίσουν την Εθνοφρουρά. Περίμεναν ακόμα κάποιο σχέδιο του Τροσί για την απελευθέρωση του Παρισιού από τον γερμανικό κλοιό, αλλά η υπομονή τους όλο και λιγόστευε.
Η κυβέρνηση φυσικά δεν είχε καμία πρόθεση να υπερασπίσει το Παρίσι. Ο ίδιος ο Τροσί έλεγε πως το να υπερασπιστούν το Παρίσι θα ήταν τρέλα. Ο πρωσικός στρατός στρατοπεδεύει στις Βερσαλίες και από εθνικός εχθρός έχει γίνει πια ταξικός σύμμαχος. Μπροστά στον πολύ ορατό πλέον κίνδυνο μιας επανάστασης, η κυβέρνηση συνθηκολογεί άνευ όρων. Στις 28 Ιανουαρίου ανακοινώνονται η υπογραφή της ανακωχής και οι όροι της: καταβολή εντός 15 ημερών 200 εκατομμυρίων φράγκων, αφοπλισμός του Παρισιού και παράδοση των οχυρών. Με δεδομένο ότι τόσο η Αυλή όσο και οι τραπεζίτες και χρηματιστές είχαν βγάλει τα κεφάλαιά τους από τη χώρα, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για το ποιος θα έπρεπε να πληρώσει αυτές τις πολεμικές αποζημιώσεις: οι εργάτες και οι μικροαστοί.
Αυτή η ανακωχή προκαλεί την αγανάκτηση και την οργή του λαού του Παρισιού και το μέγεθος της προδοσίας είναι πλέον φανερό. Στις 7 Φλεβάρη, ένα δημοψήφισμα σχηματίζει μια νέα Εθνοσυνέλευση με μοναρχική και συντηρητική πλειοψηφία, κυρίως με την ψήφο των γαιοκτημόνων και των χωρικών που παρασύρονται από τις υποσχέσεις για ειρήνη. Αυτή η νέα κυβέρνηση με επικεφαλής τον Θιέρσο μεταφέρει τις εργασίες της στις Βερσαλίες, προσπαθώντας να εντείνει την απομόνωση του Παρισιού. Αρχίζει τις προσπάθειες για τον αφοπλισμό της πόλης, οι μισθοί της Εθνοφρουράς μειώνονται, απαγορεύεται η λειτουργία των λεσχών και η κυκλοφορία των εφημερίδων του Παρισιού και απαιτείται η άμεση καταβολή των ενοικίων, η πληρωμή των οποίων είχε σταματήσει όταν άρχισε η πολιορκία.
Η Εθνοφρουρά αντιστέκεται. Κατά τη διάρκεια του Φλεβάρη οργανώνονται κινητοποιήσεις και ένοπλες διαδηλώσεις. Τα τάγματα αρχίζουν να εκλέγουν τα ίδια τους αρχηγούς τους και σχηματίζεται μια Κεντρική Επιτροπή, που αποτελείται από εργάτες και απολαμβάνει τη στήριξη του συνόλου του πληθυσμού. Με αφίσες ανακοινώνει τις προθέσεις της για συνέχιση του αγώνα, οργανώνει τη σίτιση και τον εξοπλισμό του πληθυσμού. Αυτές οι αφίσες που φέρουν τις υπογραφές αγνώστων και ξαναδίνουν ελπίδα στις ένοπλες μάζες εξοργίζουν τον Θιέρσο και την κυβέρνηση.
Η μάχη για τα κανόνια
Την 1η Μαρτίου ο πρωσικός στρατός εισέρχεται στο Παρίσι και στρατοπεδεύει σε ένα μέρος της πόλης που είχε, χάρη στις προσπάθειες της Εθνοφρουράς, εκκενωθεί και απομονωθεί. Στις 18 Μαρτίου, στις 3 τα ξημερώματα, ο Θιέρσος διατάζει ένα τμήμα του τακτικού στρατού με τη βοήθεια της αστυνομίας να αρπάξει τα περίπου 250 κανόνια που είχαν αγοράσει με πολλές στερήσεις οι εργάτες του Παρισιού για την άμυνα της πόλης. Η κατάληψη των κανονιών της Μονμάρτρης και της Μπελβίλ γίνεται σχετικά εύκολα, αλλά τα άλογα που χρειάζονται για τη μεταφορά τους έχουν καθυστερήσει. Το Παρίσι έχει αρχίσει να ξυπνάει και οι γυναίκες μόλις συνειδητοποιούν τι συμβαίνει ορμούν στα υψώματα για να προστατέψουν τα κανόνια, ενώ ταυτόχρονα αρχίζουν να ειδοποιούν με φωνές και καμπανοκρουσίες τους άντρες και την Εθνοφρουρά. Με το φως του ήλιου ο στρατός βρίσκεται περικυκλωμένος από χιλιάδες οπλισμένους εργάτες. Οι στρατηγοί Λεκόντ και Τομά διατάζουν χωρίς δισταγμό το στρατό να ανοίξει πυρ εναντίον του λαού. Οι στρατιώτες αρνούνται να πυροβολήσουν τις γυναίκες και τα παιδιά που έχουν καβαλήσει κυριολεκτικά τα κανόνια και συλλαμβάνουν τους στρατηγούς και τους αξιωματικούς. Κομμάτια του στρατού τάσσονται αμέσως στο πλευρό της Εθνοφρουράς και το εξεγερμένο πλήθος καταλαμβάνει το Δημαρχείο και υψώνει την κόκκινη σημαία. Η εξουσία παραδίδεται στην Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς και μέχρι το βράδυ της ίδιας μέρας ελέγχει όλο το Παρίσι.
Προς τις εκλογές
Από το βράδυ της 18ης Μάρτη η ατμόσφαιρα στο απελευθερωμένο Παρίσι γίνεται γιορτινή. Ο λαός του Παρισιού νιώθει μια πρωτόγνωρη πνοή ζωντάνιας και ξεχύνεται στους δρόμους. Το Παρίσι ανήκει πλέον στους ίδιους τους εργάτες και τις εργάτριες, που ανυπομονούν να αναλάβουν τα ηνία. Κανείς δεν το καταλαβαίνει αυτό καλύτερα από την ίδια την Εθνοφρουρά, που παρά τον ηγετικό ρόλο που είχε παίξει στα γεγονότα έβλεπε τον εαυτό της μόνο ως αγγελιοφόρο και εργαλείο των ανθρώπων και όχι ως αρχηγό τους. Από την πρώτη στιγμή ανακοινώνει την πρόθεσή της να οργανώσει εκλογές, ώστε να εκλεγεί μια δημοκρατική κυβέρνηση που θα υπηρετήσει το λαό.
Αν αυτό ακούγεται σήμερα περίεργο, μια κυβέρνηση να μειώνει αντί να αυξάνει τα προνόμιά της και να μη θέλει να κρατήσει την εξουσία της, τότε ήταν ρηξικέλευθη πραγματικότητα. Ο Θιέρσος, ανίκανος να αντιληφθεί το μεγαλείο αυτής της ιδέας, διατάζει τον κρατικό μηχανισμό και τους δημοσίους υπαλλήλους να αποχωρήσουν από την πόλη, πιστεύοντας ότι ο όχλος θα παρέλυε από την έλλειψη νόμου και τάξης. Υπό οποιοδήποτε άλλο καθεστώς αυτό θα ήταν ένα πιθανό σενάριο, όμως σε αυτή την επαναστατική κατάσταση η εργατική τάξη άλλαξε όχι μόνο τον κόσμο αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό. Σε λίγες μέρες, η Εθνοφρουρά, οι λέσχες, τα σωματεία, ανέλαβαν όλες τις διοικητικές λειτουργίες του κράτους και με την ενεργή συμμετοχή των εργατών/-ριων όλα λειτούργησαν κανονικά ή, σύμφωνα με μαρτυρίες, πιο αποτελεσματικά από ποτέ. Οι δρόμοι ήταν καθαροί, τα θέατρα άνοιξαν και λειτουργούσαν κανονικά, τα πάρκα ήταν γεμάτα με χαρούμενους ανθρώπους, πληρώθηκαν οι μισθοί των εθνοφρουρών, αγοράστηκαν τρόφιμα και μοιράστηκαν στους ανθρώπους όπως και άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Εκκλησίες και ξενοδοχεία μετατράπηκαν σε σχολεία, νοσοκομεία και χώρους στέγασης αστέγων. Επιδιορθώθηκαν και ενισχύθηκαν τα οχυρά.
Φυσικά δεν ήταν όλα ρόδινα και αρμονικά. Τα προβλήματα ήταν καθημερινά και πολλά θα ήταν ανυπέρβλητα ακόμα και χωρίς τη διαρκή απειλή της αντεπίθεσης του Θιέρσου και των Πρώσων. Οι εργάτες/-ριες όμως, σε ένα πραγματικά δημοκρατικό και συμμετοχικό κλίμα, καλλιεργούσαν συνειδητά τη νοοτροπία της ειλικρινούς συζήτησης και αντιπαράθεσης. Τα ψέματα και οι δικαιολογίες των δημάρχων, για παράδειγμα, που προσπαθούσαν να καθυστερήσουν τις εκλογές όχι μόνο δεν ήταν ικανά να τους ξεγελάσουν, όπως έγινε το Σεπτέμβριο, αλλά τους έκαναν ακόμα πιο αποφασιστικούς. Η Εθνοφρουρά ενώ εκτελούσε τα καθήκοντά της ήταν σε συνεχή διάλογο με όλες τις επιτροπές.
Οι εκλογές έγιναν στις 26 Μάρτη σε εορταστικό κλίμα με τη μεγαλύτερη μέχρι τότε συμμετοχή κόσμου. Όταν δύο μέρες μετά, στις 28 Μάρτη, ανακοινώθηκε η σύσταση του Κοινοτικού Συμβουλίου της Κομμούνας, χιλιάδες κόσμου είχαν κατακλύσει την πλατεία και τους δρόμους γύρω από το Δημαρχείο και πανηγύριζαν τη νίκη της δημοκρατίας, τη νίκη της Κομμούνας.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά