Εισαγωγή του Ένγκελς στην έκδοση του Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, Λονδίνο, 18 Μαρτίου 1891

Δεν περίμενα να μου ζητηθεί να ετοιμάσω μια νέα έκδοση της Διακοίνωσης του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία [1], και να τη συνοδέψω με μια εισαγωγή. Έτσι μπορώ μόνο να θίξω εδώ σύντομα τα πιο σημαντικά σημεία.

Προλογίζω το ως άνω έργο με τις δυο μικρότερες Διακοινώσεις του Γενικού Συμβουλίου για το Γαλλοπρωσικό Πόλεμο. Κατά πρώτο λόγο, επειδή η δεύτερη, η οποία δεν μπορεί να κατανοηθεί πλήρως χωρίς την πρώτη, αναφέρεται στον Εμφύλιο Πόλεμο. Αλλά ακόμη επειδή αυτές οι δυο Διακοινώσεις, επίσης συνταγμένες από τον Μαρξ, δεν είναι κατώτερα παραδείγματα από τον Εμφύλιο Πόλεμο του θαυμαστού, πρώτα αποδειγμένου στη 18η Μπριμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, χαρίσματος του συγγραφέα να συλλαμβάνει ξεκάθαρα το χαρακτήρα, το εύρος και τις αναγκαίες συνέπειες των μεγάλων ιστορικών γεγονότων, σε μια στιγμή που αυτά τα γεγονότα ακόμη διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια μας ή μόλις έχουν συντελεστεί. Και τελικά, επειδή εμείς στη Γερμανία ακόμη και σήμερα πρέπει να υπομένουμε τις συνέπειες των γεγονότων, τις οποίες είχε προείπει ο Μαρξ.

Μήπως δεν επιβεβαιώθηκε αυτό που έλεγε η πρώτη Διακοίνωση, ότι αν ο αμυντικός πόλεμος της Γερμανίας ενάντια στο Λουδοβίκο Βοναπάρτη εκφυλιζόταν σε έναν κατακτητικό πόλεμο ενάντια στο γαλλικό λαό, όλες οι δυστυχίες που έπεσαν στη Γερμανία μετά τους επονομαζόμενους Πολέμους της Απελευθέρωσης [2], θα αναβίωναν ξανά με ανανεωμένη ορμή; Δεν υποστήκαμε άλλα 20 χρόνια της κυβέρνησης του Μπίσμαρκ, τον Έκτακτο Νόμο και την αντισοσιαλιστική εκστρατεία να παίρνουν τη θέση των διώξεων των “δημαγωγών” [3], με τα ίδια αυθαίρετα αστυνομικά μέτρα και κυριολεκτικά τις ίδιες ανατριχιαστικές ερμηνείες του νόμου;

Και δεν επιβεβαιώθηκε κατά γράμμα η πρόβλεψη, ότι η προσάρτηση της Αλσατίας-Λοραίνης [4] θα «έριχνε τη Γαλλία στην αγκαλιά της Ρωσίας», και ότι μετά από αυτή την προσάρτηση η Γερμανία ή θα γινόταν το εμφανές εργαλείο της Ρωσίας, ή θα έπρεπε, μετά από μια σύντομη ανάπαυλα να προετοιμαστεί για ένα νέο πόλεμο, και επιπλέον, «ένα φυλετικό πόλεμο ενάντια στις ενωμένες σλαβικές και ρωμαϊκές φυλές»; Δεν οδήγησε η προσάρτηση των γαλλικών επαρχιών τη Γαλλία στην αγκαλιά της Ρωσίας; Δεν έχει ο Μπίσμαρκ για 20 γεμάτα χρόνια μάταια επιζητήσει την εύνοια του τσάρου, με υπηρεσίες ακόμη πιο ποταπές από εκείνες που η μικρή Πρωσία, προτού γίνει “η πρώτη δύναμη της Ευρώπης”, αρεσκόταν να θέτει στα πόδια της Άγιας Ρωσίας; Και δεν κρέμεται ακόμη καθημερινά πάνω από τα κεφάλια μας η δαμόκλεια σπάθη ενός πολέμου, στην πρώτη μέρα του οποίου όλες οι καθιερωμένες συμμαχίες των πριγκίπων θα σκορπίσουν όπως το άχυρο· ενός πολέμου για τον οποίο τίποτα δεν είναι βέβαιο εκτός από την πλήρη αβεβαιότητα της έκβασής του· ενός φυλετικού πολέμου που θα υποβάλλει την Ευρώπη στην ερήμωση με 15 ή 20 εκατομμύρια ενόπλους, και δεν μαίνεται ακόμη επειδή τα ίδια τα πιο ισχυρά από τα μεγάλα στρατιωτικά κράτη φοβούνται μπροστά στο ολοκληρωτικό απρόβλεπτο του τελικού αποτελέσματος;

Τόσο περισσότερο είναι καθήκον μας να δώσουμε ξανά πρόσβαση στους γερμανούς εργάτες σε αυτά τα δυο μισοξεχασμένα λαμπρά πειστήρια της διορατικότητας της διεθνούς εργατικής πολιτικής το 1870.

Αυτό που ισχύει για τις δυο αυτές Διακοινώσεις, ισχύει επίσης για το Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία. Στις 28 Μάη, μπροστά στην υπεροχή των δυνάμεων του εχθρού, υπέκυψαν στις πλαγιές της Μπελβίλ οι τελευταίοι μαχητές της Κομμούνας και μόλις δυο μέρες μετά, στις 30 Μάη, ο Μαρξ ανέγνωσε μπροστά στο Γενικό Συμβούλιο την εργασία του όπου σκιαγραφείται η ιστορική σημασία της Κομμούνας του Παρισιού με σύντομες, δυνατές, αδρές πινελιές και πριν απ’ όλα τέτοια σαφήνεια και αλήθεια, που δεν κατακτήθηκαν ποτέ σε όλη τη μαζική φιλολογία που έχει γραφτεί για το θέμα.

Χάρη στην οικονομική και πολιτική ανάπτυξη της Γαλλίας από το 1789, το Παρίσι βρέθηκε επί πενήντα χρόνια σε μια κατάσταση όπου καμιά επανάσταση δεν μπορούσε να ξεσπάσει εκεί χωρίς να πάρει ένα προλεταριακό χαρακτήρα, έτσι που το προλεταριάτο που είχε αγοράσει τη νίκη με το αίμα του, εμφανίστηκε μετά από τη νίκη με τις δικές του διεκδικήσεις. Αυτές οι διεκδικήσεις ήταν λίγο πολύ ακαθόριστες, ακόμα και συγχυσμένες, ανάλογα με τον κάθε φορά βαθμό ανάπτυξης των παρισινών εργατών. Τελικά όμως όλες έτειναν προς την κατάργηση της ταξικής αντίθεσης ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους εργάτες. Είναι αλήθεια ότι δεν ήξεραν πώς έπρεπε να συμβεί αυτό. Αλλά η ίδια η διεκδίκηση, όσο ακαθόριστα κι αν τη συμμερίζονταν, έκλεινε μέσα της μια απειλή για την υφιστάμενη κοινωνική τάξη. Οι εργάτες που την πρόβαλαν ήταν ακόμη οπλισμένοι· για τους αστούς που κρατούσαν το τιμόνι του κράτους, ήταν έτσι πρωταρχική προσταγή ο αφοπλισμός των εργατών. Κι έτσι, ύστερα από κάθε επανάσταση που κέρδιζαν οι εργάτες, ξεσπάει ένας νέος αγώνας που τελειώνει με την ήττα των εργατών.

Αυτό συνέβηκε για πρώτη φορά στα 1848. Οι φιλελεύθεροι αστοί της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης οργάνωναν συνεστιάσεις για να πετύχουν την εκλογική μεταρρύθμιση που θα εξασφάλιζε την κυριαρχία του κόμματός τους. Στον αγώνα με την κυβέρνηση αναγκάζονταν όλο και πιο πολύ να κάνουν έκκληση στο λαό, και υποχρεώνονταν βαθμιαία να παραχωρούν το προβάδισμα στα ριζοσπαστικά και δημοκρατικά στρώματα της αστικής τάξης και των μικροαστών. Αλλά πίσω από αυτούς βρίσκονταν οι επαναστάτες εργάτες, και αυτοί είχαν αποχτήσει από το 18303 πολύ μεγαλύτερη πολιτική αυτοτέλεια απ’ ό,τι υποπτεύονταν οι αστοί και ακόμη οι δημοκράτες. Τη στιγμή της κρίσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση, οι εργάτες άρχισαν τη μάχη στους δρόμους· ο Λουδοβίκος Φίλιππος εξαφανίστηκε, μαζί του και η εκλογική μεταρρύθμιση, στη θέση της ξεπρόβαλε η δημοκρατία, την οποία μάλιστα οι ίδιοι νικητές εργάτες τη χαρακτήρισαν “κοινωνική” δημοκρατία. Ωστόσο κανείς δεν είχε ξεκαθαρίσει τι σήμαινε αυτή η κοινωνική δημοκρατία, ούτε και οι ίδιοι οι εργάτες. Όμως τώρα είχαν όπλα και αποτελούσαν μια δύναμη μέσα στο κράτος.

Γι’ αυτό μόλις οι αστοί δημοκράτες που βρίσκονταν στην εξουσία ένιωσαν λίγο πολύ στέρεο το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, ήταν ο πρώτος σκοπός τους να αφοπλίσουν τους εργάτες. Αυτό έγινε σπρώχνοντάς τους στην εξέγερση του Ιούνη του 1848, με την άμεση αθέτηση του λόγου τους, με ανοιχτή εξαπάτηση και την απόπειρα να εξορίσουν τους άνεργους σε μια απόμερη επαρχία. Η κυβέρνηση είχε φροντίσει να έχει συντριπτική υπεροχή δυνάμεων. Ύστερα από πενθήμερο ηρωικό αγώνα οι εργάτες νικήθηκαν. Και τότε ακολούθησε ένα λουτρό αίματος των άοπλων αιχμαλώτων, που παρόμοιο δεν είχε γίνει από την εποχή των εμφύλιων πολέμων που προετοίμασαν την πτώση της ρωμαϊκής δημοκρατίας. Ήταν η πρώτη φορά που η αστική τάξη έδειχνε σε τι σημείο έξαλλης σκληρότητας μπορεί να φτάσει στην εκδίκησή της, μόλις τολμήσει το προλεταριάτο να ορθωθεί απέναντί της σαν ξεχωριστή τάξη με τα δικά του συμφέροντα και τις δικές του διεκδικήσεις. Κι όμως, το 1848 δεν ήταν παρά παιχνιδάκι μπροστά στη μανία της αστικής τάξης το 1871.

Η τιμωρία ακολουθούσε κατά πόδας. Αν το προλεταριάτο δεν μπορούσε ακόμα να κυβερνήσει τη Γαλλία, η αστική τάξη δεν μπορούσε πια να την κυβερνά. Τουλάχιστον όχι τότε, που στην πλειοψηφία της είχε ακόμη μοναρχικές διαθέσεις κι ήταν χωρισμένη σε τρία δυναστικά κόμματα και σ’ ένα τέταρτο, δημοκρατικό. Οι εσωτερικές της διαμά- χες έδωσαν τη δυνατότητα στον τυχοδιώχτη Λουδοβίκο Βοναπάρτη να πάρει στα χέρια του όλα τα κλειδιά της εξουσίας –στρατό, αστυνομία, διοικητικό μηχανισμό– και στις 2 του Δεκέμβρη 1851, να τινάξει στον αέρα το τελευταίο σταθερό προπύργιο της αστικής τάξης, την Εθνοσυνέλευση. Η δεύτερη αυτοκρατορία ξεκίνησε την εκμετάλλευση της Γαλλίας από μια σπείρα πολιτικών και οικονομικών τυχοδιωχτών, αλλά ταυτόχρονα και μια βιομηχανική ανάπτυξη, που ποτέ δεν ήταν δυνατή κάτω από το ανελεύθερο και φοβισμένο σύστημα του Λουδοβίκου Φιλίππου [5], κάτω από την αποκλειστική κυριαρχία μόνο μιας μικρής μερίδας της μεγαλοαστικής τάξης. Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης υφάρπαξε από τους κεφαλαιοκράτες την πολιτική εξουσία τους με το πρόσχημα ότι θα προστατέψει αυτούς, τους αστούς, από τους εργάτες, και από την άλλη, ότι θα προστατέψει τους εργάτες από αυτούς. Αλλά σε αντάλλαγμα η κυριαρχία του ευνόησε την κερδοσκοπία και τη βιομηχανική δραστηριότητα, κοντολογίς, την ευημερία και τον πλουτισμό ολόκληρης της αστικής τάξης, σε πρωτάκουστο ως τότε βαθμό. Ασφαλώς σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό αναπτύχθηκε η διαφθορά και η μαζική κλεψιά που κέντρο της ήταν η αυτοκρατορική αυλή και που αντλούσε υψηλά μερίδια απ’ αυτόν τον πλουτισμό.

Μα η δεύτερη αυτοκρατορία ήταν η έκκληση στο γαλλικό εθνικισμό, ήταν η διεκδίκηση για αποκατάσταση των συνόρων της πρώτης αυτοκρατορίας που χάθηκαν το 1814, τουλάχιστον των συνόρων της πρώτης δημοκρατίας. Μια γαλλική αυτοκρατορία, μέσα στα σύνορα της παλιάς μοναρχίας και μάλιστα μέσα στα πιο κουτσουρεμένα ακόμη σύνορα του 1815 – ήταν μακροχρόνια ανέφικτη. Απ’ όπου η ανάγκη για περιοδικούς πολέμους και επέκταση των συνόρων. Καμιά όμως συνοριακή επέκταση δεν θάμπωνε τόσο τη φαντασία των γάλλων σοβινιστών, όσο η επέκταση προς τη γερμανική αριστερή όχθη του Ρήνου. Ένα τετραγωνικό μίλι στο Ρήνο είχε γι’ αυτούς μεγαλύτερη αξία από δέκα στις Άλπεις ή οπουδήποτε αλλού. Με δεδομένη τη δεύτερη αυτοκρατορία η ανάκτηση της αριστερής όχθης του Ρήνου, είτε μεμιάς, είτε τμηματικά, δεν ήταν παρά ζήτημα χρόνου. Αυτή η ώρα έφτασε με τον Πρωσοαυστριακό Πόλεμο του 1866. Εξαπατημένος από τον Μπίσμαρκ και εξαιτίας της δικής του ραδιούργας δισταχτικής πολιτικής σχετικά με την “εδαφική αποζημίωση: που περίμενε, ο Βοναπάρτης δεν είχε τίποτα άλλο από τον πόλεμο, που ξέσπασε το 1870 και τον οδήγησε πρώτα στο Σεντάν κι από κει στη Βίλχελμζέε [φυλακή].

Αναπόφευκτη συνέπεια ήταν η επανάσταση του Παρισιού στις 4 Σεπτέμβρη 1870. Η αυτοκρατορία σωριάστηκε σαν χάρτινος πύργος κι ανακηρύχτηκε πάλι η δημοκρατία. Ο εχθρός όμως βρισκόταν προ των πυλών· οι στρατιές της αυτοκρατορίας είτε ήταν χωρίς ελπίδα κυκλωμένες στο Μετς, ή αιχμάλωτες στη Γερμανία. Στην έκτακτη αυτή κατάσταση ο λαός επέτρεψε στους βουλευτές του Παρισιού στο προηγούμενο νομοθετικό σώμα να εμφανιστούν σαν “κυβέρνηση εθνικής άμυνας”. Και το δέχτηκε αυτό τόσο πιο εύκολα, αφού για το σκοπό της άμυνας όλοι οι ικανοί να κρατούν όπλα Παρισινοί είχαν καταταχτεί τώρα στην εθνοφρουρά και ήταν οπλισμένοι, έτσι που τώρα οι εργάτες αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία. Δεν άργησε όμως να ξεσπάσει η αντίθεση ανάμεσα στη σχεδόν αποκλειστικά από αστούς αποτελούμενη κυβέρνηση, και στο οπλισμένο προλεταριάτο. Στις 31 Οκτώβρη εργατικά τάγματα κατέλαβαν με έφοδο το δημαρχείο και συνέλαβαν μερικά μέλη της κυβέρνησης. Η προδοσία, η άμεση αθέτηση του λόγου της από την κυβέρνηση και η παρέμβαση μερικών μικροαστικών ταγμάτων τους απελευθέρωσαν ξανά και για να μην ανάψουν τον εμφύλιο πόλεμο μέσα σε μια πόλη πολιορκημένη από ξένες στρατιωτικές δυνάμεις, άφησαν στη θέση της την παλιά κυβέρνηση.

Τελικά, στις 28 Ιανουαρίου 1871, συνθηκολόγησε το πεινασμένο Παρίσι, όμως με πρωτοφανείς τιμές στην ως τότε ιστορία των πολέμων. Τα φρούρια παραδόθηκαν, η οχυρωματική γραμμή αφοπλίστηκε, τα συντάγματα και η κινητή φρουρά αφοπλίστηκαν και θεωρήθηκαν αιχμάλωτοι πολέμου. Η εθνοφρουρά όμως κράτησε τα όπλα και τα κανόνια της κι έκλεισε μόνο ανακωχή με τους νικητές. Οι ίδιοι οι νικητές δεν τόλμησαν να μπουν θριαμβευτικά στο Παρίσι. Τόλμησαν μόνο να καταλάβουν μια μικρή γωνιά του Παρισιού, που κι αυτή αποτελούνταν κατά ένα μέρος από δημόσια πάρκα, και αυτό επίσης μόνο για λίγες μέρες! Και σε αυτό το διάστημα αυτοί, που 131 ολόκληρες μέρες κράτησαν περικυκλωμένο το Παρίσι, βρέθηκαν οι ίδιοι περικυκλωμένοι απ’ τους οπλισμένους εργάτες του Παρισιού που πρόσεχαν επιμελώς να μην περάσει κανένας “Πρώσος” τα στενά όρια της γωνιάς που είχε παραχωρηθεί στους ξένους καταχτητές. Τέτοιος ήταν ο σεβασμός που εμπνέανε οι εργάτες του Παρισιού στο στρατό, που μπροστά του είχαν καταθέσει τα όπλα όλες οι στρατιές της αυτοκρατορίας. Και οι πρώσοι γιούνκερ που είχαν έρθει να εκδικηθούν στην εστία της επανάστασης, αναγκάστηκαν να σταθούν με σεβασμό και να χαιρετίσουν τούτη ακριβώς την ένοπλη επανάσταση.

Στη διάρκεια του πολέμου, οι εργάτες του Παρισιού περιορίστηκαν να ζητούν τη δραστήρια συνέχιση του αγώνα. Τώρα όμως, που με τη συνθηκολόγηση του Παρισιού είχε γίνει ειρήνη, τώρα ο Θιέρσος [7], ο νέος επικεφαλής της κυβέρνησης, αναγκάστηκε να καταλάβει ότι η κυριαρχία των κατεχουσών τάξεων –των μεγάλων γαιοκτημόνων και των καπιταλιστών– θα βρισκόταν σε αδιάκοπο κίνδυνο όσο οι εργάτες του Παρισιού κρατούσαν τα όπλα στα χέρια τους. Η πρώτη του πράξη ήταν η απόπειρα αφοπλισμού τους. Στις 18 Μάρτη έστειλε δυνάμεις του ταχτικού στρατού με τη διαταγή να αρπάξουν το πυροβολικό που ανήκε στην εθνοφρουρά, το οποίο είχε κατασκευαστεί στη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού και είχε πληρωθεί με δημόσιο έρανο. Η απόπειρα απέτυχε, το Παρίσι ξεσηκώθηκε σαν ένας άνθρωπος σε αντίσταση και κηρύχτηκε ο πόλεμος ανάμεσα στο Παρίσι και τη γαλλική κυβέρνηση με έδρα της τις Βερσαλλίες.

Στις 26 του Μάρτη εκλέχτηκε η Κομμούνα του Παρισιού και στις 28 ανακηρύχτηκε. Η Κεντρική Επιτροπή της εθνοφρουρά που είχε ασκήσει ως τότε την εξουσία, υπέβαλε την παραίτησή της στην Κομμούνα, αφού πρώτα κατάργησε με διάταγμα τη σκανδαλώδη “Αστυνομία ηθών” του Παρισιού. Στις 30, η Κομμούνα κατάργησε τη στρατιωτική θητεία και τον ταχτικό στρατό και ανακήρυξε σαν μοναδική ένοπλη δύναμη την εθνοφρουρά, στην οποία θα έπρεπε να ανήκουν όλοι οι ικανοί να κρατούν όπλα πολίτες. Χάρισε όλα τα νοίκια για τις κατοικίες από τον Οκτώβρη του 1870 ως τον Απρίλη του 1871, συμψηφίζοντας στα ενοίκια της περιόδου που θα ακολουθούσε τα ποσά που είχαν ήδη πληρωθεί, και ανάστειλε κάθε πώληση ενεχύρων στο δημαρχιακό ενεχυροδανειστήριο. Την ίδια μέρα επικυρώθηκε η εκλογή των ξένων υπηκόων σε αξιώματα της Κομμούνας, γιατί «η σημαία της Κομμούνας είναι εκείνη της παγκόσμιας δημοκρατίας». Την 1η Απρίλη αποφασίστηκε, ο μεγαλύτερος μισθός οποιουδήποτε υπαλλήλου της Κομμούνας, όπως επίσης και των ίδιων των μελών της, να μην ξεπερνά τις 6.000 φράγκα (4.800 μάρκα). Την επόμενη μέρα εκδόθηκε το διάταγμα για το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος και την κατάργηση όλων των κρατικών επιχορηγήσεων για θρησκευτικούς σκοπούς, καθώς και τη μετατροπή όλων των εκκλησιαστικών κτημάτων σε εθνική ιδιοκτησία. Μετά από αυτό διατάχθηκε στις 8 Απρίλη, κι εφαρμόστηκε βαθμιαία, η απαγόρευση όλων των θρησκευτικών συμβόλων, εικόνων, δογμάτων και προσευχών – με μια λέξη «όλων όσων ανάγονται στη σφαίρα της ατομικής συνείδησης».

Μπροστά στις καθημερινές εκτελέσεις αιχμαλώτων αγωνιστών της Κομμούνας από τα στρατεύματα των Βερσαλλιών, εκδόθηκε στις 5 Απρίλη ένα διάταγμα για τη σύλληψη ομήρων, που ποτέ όμως δεν εφαρμόστηκε. Στις 6 το 137 τάγμα της εθνοφρουράς έβγαλε τη λαιμητόμο και την έκαψε δημόσια μέσα σε ενθουσιώδεις λαϊκές επευφημίες. Στις 12, η Κομμούνα αποφάσισε να γκρεμίσει τη στήλη της νίκης στην Πλατεία Βαντόμ, χυμένη από το μέταλλο των κανονιών που είχε κυριεύσει ο Ναπολέων στον πόλεμο του 1809, ως σύμβολο εθνικισμού και μίσους ανάμεσα στους λαούς. Αυτό εκτελέστηκε στις 16 Μάη. Στις 16 Απρίλη η Κομμούνα διέταξε μια στατιστική απογραφή των εργοστασίων που είχαν κλείσει οι εργοστασιάρχες και την επεξεργασία σχεδίων για τη λειτουργία αυτών των εργοστασίων από τους εργάτες που εργάζονταν πριν σε αυτά, οργανωμένων τώρα σε συνεργατικούς συνεταιρισμούς, καθώς και για την οργάνωση αυτών των συνεταιρισμών σε μια μεγάλη Ένωση. Στις 20, κατάργησε τη νυχτερινή δουλειά των αρτεργατών, καθώς και τα γραφεία εξεύρεσης εργασίας που από τον καιρό της δεύτερης αυτοκρατορίας τα διαχειρίζονταν μονοπωλιακά διορισμένοι από την αστυνομία φορείς – πρώτης γραμμής εκμεταλλευτές των εργατών. Τα γραφεία αυτά μεταβιβάστηκαν στα δημαρχεία των είκοσι διαμερισμάτων του Παρισιού. Στις 30 Απρίλη η Κομμούνα διέταξε το κλείσιμο των ενεχυροδανειστηρίων που αποτελούσαν μια ιδιωτική εκμετάλλευση των εργατών, κι έρχονταν σε αντίθεση με το δικαίωμα των εργατών στα εργαλεία της δουλειάς τους και σε πιστώσεις. Στις 5 Μάη αποφάσισε να κατεδαφίσει το παρεκκλήσι που είχε χτιστεί σαν εξιλέωση για την εκτέλεση του Λουδοβίκου του 16ου.

Έτσι από τις 18 Μάρτη πρόβαλε έντονα και καθαρά ο ταξικός χαρακτήρας του παρισινού κινήματος που, με τον πόλεμο ενάντια στην ξενική επέμβαση, είχε ως τότε απωθηθεί στο βάθος της σκηνής. Μια και στην Κομμούνα έπαιρναν μέρος σχεδόν μόνο εργάτες ή αναγνωρισμένοι εκπρόσωποι των εργατών, οι αποφάσεις της είχαν επίσης έναν αποφασιστικά προλεταριακό χαρακτήρα. Είτε ψήφιζε μεταρρυθμίσεις, που η δημοκρατική αστική τάξη τις είχε παραλείψει μόνο από δειλία, αλλά αποτελούσαν απαραίτητη βάση για την ελεύθερη δράση της εργατικής τάξης, όπως η εφαρμογή της αρχής ότι αναφορικά με το κράτος η θρησκεία είναι καθαρά ιδιωτική υπόθεση· είτε έπαιρνε αποφάσεις άμεσα προς το συμφέρον της εργατικής τάξης και που εν μέρει έθιγαν βαθιά την παλιά κοινωνική τάξη. Για όλα αυτά όμως μέσα σε μια πολιορκημένη πόλη μπορούσαν να γίνουν το πολύ-πολύ τα πρώτα μόνο βήματα εκπλήρωσης. Και από τις αρχές του Μάη όλες τις δυνάμεις τους τις απορροφούσε ο αγώνας ενάντια στα όλο και πιο πολυάριθμα στρατεύματα που συγκέντρωνε η κυβέρνηση των Βερσαλλιών.

Στις 7 Απρίλη, τα στρατεύματα των Βερσαλλιών είχαν καταλάβει το πέρασμα του Σηκουάνα στο Νεϊγί στο δυτικό μέτωπο του Παρισιού, αντίθετα όμως, στις 11 σε μια επίθεση του στρατηγού Εντ [8] στο νότιο μέτωπο αποκρούστηκαν με βαριές απώλειες. Το Παρίσι βομβαρδιζόταν συνεχώς και μάλιστα από τους ίδιους ανθρώπους που είχαν στιγματίσει σαν ιεροσυλία το βομβαρδισμό της ίδιας πόλης από τους Πρώσους. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι εκλιπαρούσαν τώρα την πρωσική κυβέρνηση να επιστρέψει γρήγορα τους αιχμαλώτους γάλλους στρατιώτες από το Σεντάν και το Μετς, για να ανακαταλάβουν το Παρίσι για λογαριασμό τους. Η βαθμιαία επιστροφή αυτών των στρατευμάτων έδωσε από τις αρχές Μάη αποφασιστική υπεροχή στις δυνάμεις των Βερσαλλιών. Αυτό φάνηκε ήδη στις 23 του Απρίλη, όταν ο Θιέρσος διέκοψε τις διαπραγματεύσεις για ανταλλαγή, που πρότεινε η Κομμούνα, του αρχιεπισκόπου του Παρισιού και πολλών άλλων παπάδων που κρατιόνταν όμηροι στο Παρίσι, με μόνο τον Μπλανκί, που είχε εκλεγεί δυο φορές στην Κομμούνα, μα ήταν φυλακισμένος στο Κλερβό. Και ακόμα περισσότερο στην αλλαγμένη γλώσσα του Θιέρσου· ως τότε αναβλητικός και διφορούμενος, τώρα έγινε ξαφνικά αυθάδης, απειλητικός, βάναυσος. Στις 3 του Μάη οι Βερσαλιέροι κατέλαβαν το οχυρό του Μουλέν Σακέ στο νότιο μέτωπο, στις 9 το φρούριο του Ισί που καταστράφηκε εντελώς από το κανονίδι και στις 14 το φρούριο της Βανβ. Στο δυτικό μέτωπο προχωρούσαν σιγά-σιγά κυριεύοντας τα πολυάριθμα χωριά και τα κτίρια που απλώνονταν ως τα τείχη της πόλης, ώσπου έφτασαν στο κύριο τείχος. Στις 21 με προδοσία και από αμέλεια του φυλακίου της εθνοφρουράς στο σημείο αυτό, κατάφεραν να μπουν στην πόλη. Οι Πρώσοι που κρατούσαν τα βορινά και ανατολικά οχυρά επέτρεψαν στους Βερσαλιέρους να περάσουν μέσα από την απαγορευμένη, σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής, ζώνη στα βόρεια της πόλης, κι έτσι να προχωρήσουν και να επιτεθούν σε ένα ευρύ μέτωπο που οι Παρισινοί πίστευαν πως καλυπτόταν από την ανακωχή και γι’ αυτό το φρουρούσαν μόνο αδύνατα. Ως συνέπεια αυτού προβλήθηκε μικρή μόνο αντίσταση στο δυτικό μισό του Παρισιού, στις καθαυτό πλούσιες συνοικίες της πόλης· αυτή δυνάμωνε και πείσμωνε όσο τα στρατεύματα του εισβολέα πλησίαζαν στο ανατολικό τμήμα του Παρισιού, στην καθαυτό εργατούπολη.

Μόνο ύστερα από οχταήμερο αγώνα υπέκυψαν στα υψώματα της Μπελβίλ και του Μενιλμοντάν οι τελευταίοι υπερασπιστές της Κομμούνας και τότε έφτασε στο αποκορύφωμά της η σφαγή των άοπλων ανδρών, γυναικών και παιδιών, η οποία μάνιαζε όλη τη βδομάδα σε διαρκώς αυξανόμενη έκταση. Το τουφέκι δε σκότωνε πια αρκετά γρήγορα, γι’ αυτό οι νικημένοι εκτελούνταν μαζικά κατά εκατοντάδες με τα πολυβόλα. Ο “Τοίχος των Ομοσπονδιακών” στο νεκροταφείο του Περ-Λασέζ, όπου έγινε η τελευταία μαζική σφαγή, ορθώνεται ακόμα σήμερα, βουβή μα εύγλωττη μαρτυρία για τη λύσσα που είναι ικανή να φτάσει η κυρίαρχη τάξη, μόλις το προλεταριάτο τολμήσει να εφορμήσει για το δίκιο του. Μετά, όταν αποδείχτηκε ότι ήταν αδύνατο να τους σφάξουν όλους, ήρθαν οι μαζικές συλλήψεις, οι τουφεκισμοί των θυμάτων που διάλεγαν αυθαίρετα από τις γραμμές των αιχμαλώτων, η μεταφορά των υπόλοιπων σε μεγάλα στρατόπεδα, όπου περίμεναν να δικαστούν από στρατοδικεία [9]. Τα πρωσικά στρατεύματα που περικύκλωναν το βορινό τμήμα του Παρισιού είχαν διαταγή να μην αφήσουν κανένα φυγάδα να περάσει, μα οι αξιωματικοί έκαναν συχνά τα στραβά μάτια, όταν οι φαντάροι άκουγαν περισσότερο το πρόσταγμα του ανθρωπισμού από τις διαταγές του Γενικού Επιτελείου. Ιδιαίτερη τιμή ανήκει στο σαξονικό σώμα στρατού, επειδή φέρθηκε με πολύ ανθρωπισμό κι άφησε να περάσουν πολλοί που η ιδιότητά τους των μαχητών της Κομμούνας ήταν ολοφάνερη.

* * *

Αν σήμερα, μετά από είκοσι χρόνια, ρίξουμε μια ματιά πίσω στη δραστηριότητα και στην ιστορική σημασία της Παρισινής Κομμούνας του 1871, θα δούμε ότι είναι ανάγκη να κάνουμε αρκετές ακόμη προσθήκες στην παρουσίασή της που δόθηκε στο Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία.

Τα μέλη της Κομμούνας χωρίζονταν σε μια πλειοψηφία, τους μπλανκιστές, που επικρατούσαν επίσης στην Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς, και σε μια μειοψηφία: τα υπάρχοντα μέλη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών, κυρίως από οπαδούς της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν [10]. Οι μπλανκιστές, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ήταν τότε σοσιαλιστές μόνο από επαναστατικό, προλεταριακό ένστικτο· λίγοι μόνο είχαν αποχτήσει μεγαλύτερη σαφήνεια αρχών, μέσω του Βαγιάν, που γνώριζε το γερμανικό επιστημονικό σοσιαλισμό. Καταλαβαίνει κανείς, λοιπόν, ότι στον οικονομικό τομέα η Κομμούνα παρέλειψε αρκετά πράγματα που, κατά τη σημερινή μας άποψη, έπρεπε να τα είχε κάνει. Δυσκολότερα, ωστόσο, από όλα μπορεί να κατανοηθεί ο ιερός σεβασμός με τον οποίο στάθηκε ευλαβικά μπροστά στις πόρτες της Τράπεζας της Γαλλίας. Αυτό ήταν επίσης ένα σοβαρό πολιτικό λάθος.

Η τράπεζα στα χέρια της Κομμούνας – αυτό θα άξιζε περισσότερο από δέκα χιλιάδες ομήρους. Θα σήμαινε την πίεση ολόκληρης της αστικής τάξης πάνω στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών, για να κλείσει ειρήνη με την Κομμούνα. Αυτό που είναι πιο αξιοθαύμαστο όμως, είναι τα πολλά σωστά πράγματα που παρ’ όλα αυτά έκανε η αποτελούμενη από μπλανκιστές και προυντονιστές Κομμούνα. Αυτονόητα, οι προυντονιστές ήταν πρωτίστως υπεύθυνοι για τα οικονομικά διατάγματα της Κομμούνας, τόσο για τις αξιέπαινες, όσο και για τις μη αξιέπαινες πλευρές τους, όπως οι μπλανκιστές ήταν υπεύθυνοι για τις πολιτικές της πράξεις και παραλείψεις. Και στις δυο περιπτώσεις, η ειρωνεία της Ιστορίας θέλησε –όπως συνήθως όταν έρχονται στο τιμόνι οι δογματικοί– να κάνουν και οι μεν όπως και οι δε το αντίθετο απ’ ό,τι υπαγόρευε το δόγμα της σχολής τους.

Ο Προυντόν, ο σοσιαλιστής του μικροχωρικού και του χειροτέχνη μάστορα, αντιμετώπιζε τη συνένωση με θετικό μίσος. Έλεγε γι’ αυτήν ότι περικλείνει περισσότερο κακό παρά καλό, ότι από τη φύση της είναι άγονη, ακόμα και επιζήμια, γιατί αποτελεί ένα είδος δεσμών στην ελευθερία του εργάτη, ότι είναι ένα σκέτο δόγμα, στείρο και ενοχλητικό δόγμα, ευρισκόμενο σε διάσταση τόσο με την ελευθερία του εργάτη, όσο και με την εξοικονόμηση της εργασίας, και τα μειονεκτήματά της μεγάλωναν γρηγορότερα από τα πλεονεκτήματά της· απέναντί της ο ανταγωνισμός, ο καταμερισμός της εργασίας, η ατομική ιδιοκτησία, αποτελούν οικονομικές δυνάμεις. Μόνο στις εξαιρέσεις –όπως τις αποκαλούσε ο Προυντόν– της μεγάλης βιομηχανίας και των μεγάλων επιχειρήσεων, όπως οι σιδηρόδρομοι, έχει θέση η συνένωση των εργατών (βλέπε: Idee generale de la revolution, 3eme etude. [Γενική ιδέα της επανάστασης, 3η μελέτη]).

Στα 1871, η μεγάλη βιομηχανία, ακόμη και στο Παρίσι, το κέντρο της χειροτεχνίας, είχε τόσο πολύ πάψει να αποτελεί εξαίρεση, ώστε το κατά πολύ πιο σημαντικό διάταγμα της Κομμούνας θέσπιζε μια οργάνωση της μεγάλης βιομηχανίας, ακόμα και της μανιφατούρας, που δεν βασιζόταν μόνο στη συνένωση των εργατών μέσα σε κάθε εργοστάσιο, μα και έπρεπε να συνενώσει όλους αυτούς τους συνεταιρισμούς σε μια μεγάλη ένωση· κοντολογίς, μια οργάνωση που, όπως πολύ σωστά λέει ο Μαρξ στον Εμφύλιο Πόλεμο, τελικά θα έπρεπε να καταλήξει στον κομμουνισμό, δηλαδή ακριβώς το αντίθετο της προυντονικής διδασκαλίας. Και γι’ αυτό η Κομμούνα έγινε επίσης ο τάφος της προυντονικής σχολής του σοσιαλισμού. Σήμερα, η σχολή αυτή έχει εξαφανιστεί από τους γαλλικούς εργατικούς κύκλους· τώρα επικρατεί ανάμεσά τους αναμφισβήτητα η θεωρία του Μαρξ, όχι λιγότερο ανάμεσα στους ποσιμπιλιστές [11] απ’ ό,τι ανάμεσα στους “μαρξιστές”. Μόνο ανάμεσα στη “ριζοσπαστική” αστική τάξη υπάρχουν ακόμα προυντονιστές.

Οι μπλανκιστές δεν είχαν καλύτερη τύχη. Αναθρεμμένοι στη σχολή της συνωμοσίας κι ενωμένοι με την αυστηρή πειθαρχία που ανταποκρίνεται σ’ αυτήν, ξεκινούσαν από την άποψη, ότι ένας σχετικά μικρός αριθμός από αποφασισμένους, καλά οργανωμένους ανθρώπους θα ήταν ικανοί σε μια δοσμένη ευνοϊκή στιγμή όχι μόνο να αρπάξουν το πηδάλιο του κράτους, μα ακόμα και, με επίδειξη μεγάλης και ανελέητης ενέργειας, να το κρατήσουν τόσο, ώσπου να κατορθώσουν να τραβήξουν τη μάζα του λαού στην επανάσταση και να τη συσπειρώσουν γύρω από την καθοδηγητική μικρή ομάδα. Αυτό περι- λάμβανε πάνω απ’ όλα την πιο ισχυρή δικτατορική συγκέντρωση όλης της εξουσίας στα χέρια της νέας επαναστατικής κυβέρνησης.

Και τι έκανε η Κομμούνα, που στην πλειοψηφία της αποτελούνταν ακριβώς από αυτούς τους μπλανκιστές; Σ’ όλες της τις διακηρύξεις προς τους Γάλλους των επαρχιών, τους καλούσε να σχηματίσουν μια ελεύθερη ομοσπονδία όλων των γαλλικών κοινοτήτων με το Παρίσι, σε μια εθνική οργάνωση που για πρώτη φορά θα δημιουργούνταν πραγματικά από το ίδιο το έθνος. Ήταν ακριβώς η καταπιεστική δύναμη της προηγούμενης συγκεντρωτικής κυβέρνησης –στρατός, πολιτική αστυνομία και γραφειοκρατία– που είχε δημιουργήσει ο Ναπολέων στα 1798 και που από τότε την παραλάβαινε σαν καλόδεχτο όργανο κάθε νέα κυβέρνηση και την αξιοποιούσε ενάντια στους αντιπάλους της, ακριβώς αυτή η δύναμη έπρεπε παντού να πέσει, όπως είχε ήδη πέσει στο Παρίσι.

Η Κομμούνα αναγκάστηκε εξίσου από την αρχή να αναγνωρίσει ότι η εργατική τάξη, όταν έρθει πια στην εξουσία, δεν μπορεί να συνεχίσει να διοικεί με την παλιά κρατική μηχανή· ότι η εργατική αυτή τάξη, για να μη χάσει πάλι την κυριαρχία που μόλις έχει κατακτήσει, πρέπει, από τη μια, να παραμερίσει όλη την παλιά καταπιεστική μηχανή που ως τότε είχε χρησιμοποιηθεί ενάντια στην ίδια, αλλά από την άλλη να εξασφαλίσει τον εαυτό της απέναντι στους ίδιους της τους εκπροσώπους και τους υπαλλήλους, ορίζοντας ότι όλοι ανεξαίρετα μπορούν οποτεδήποτε να ανακληθούν. Ποιο ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ως τα τώρα κράτους; Για να μεριμνούν για τα κοινά της συμφέροντα, η κοινωνία είχε αρχικά δημιουργήσει δικά της όργανα με τον απλό καταμερισμό της εργασίας. Τα όργανα όμως αυτά, που η κορυφή τους είναι η κρατική εξουσία, επιδιώκοντας τα δικά τους ειδικά συμφέροντα, είχαν με τον καιρό μετατραπεί από υπηρέτες της κοινωνίας σε αφέντες της. Αυτό το βλέπουμε, π.χ., όχι μόνο στην κληρονομική μοναρχία, μα και στην αστική δημοκρατία. Πουθενά οι “πολιτικοί” δεν αποτελούν ένα πιο ξεχωριστό και πιο ισχυρό τμήμα του έθνους, όσο ακριβώς στη Βόρεια Αμερική. Εδώ το καθένα από τα δύο μεγάλα κόμματα, που εναλλάσσονται διαδοχικά στην εξουσία, διευθύνεται με τη σειρά του από ανθρώπους που κάνουν την πολιτική προσοδοφόρα επιχείρηση, που κερδοσκοπούν πάνω στις έδρες των νομοθετικών σωμάτων, τόσο της Ομοσπονδίας όσο και των ξεχωριστών Πολιτειών, ή που ζουν από την προπαγάνδα που κάνουν για το κόμμα τους και που μετά τη νίκη του αμείβονται με θέσεις.

Είναι γνωστό πώς οι Αμερικανοί τριάντα χρόνια τώρα προσπαθούν να αποτινάξουν αυτό τον ανυπόφορο πλέον ζυγό, και πώς, παρ’ όλα αυτά, βουλιάζουν όλο και πιο βαθιά σε τούτο το βάλτο της διαφθοράς. Ακριβώς στην Αμερική μπορούμε να δούμε καλύτερα πώς συντελείται αυτή η ανεξαρτητοποίηση της κρατικής εξουσίας απέναντι στην κοινωνία, της οποίας αρχικά προοριζόταν να είναι το απλό όργανο. Εδώ δεν υπάρχει καμιά δυναστεία, ούτε ευγενείς, ούτε μόνιμος στρατός, εκτός από τους λίγους άνδρες για την επίβλεψη των Ινδιάνων, δεν υπάρχει ούτε γραφειοκρατία με μόνιμες θέσεις ή με δικαίωμα σύνταξης. Κι όμως, έχουμε εδώ δυο μεγάλες συμμορίες από πολιτικούς κερδοσκόπους, που παίρνουν διαδοχικά στα χέρια τους την κρατική εξουσία και την εκμεταλλεύονται με τα πιο διεφθαρμένα μέσα και για τους πιο διεφθαρμένους σκοπούς – και το έθνος είναι ανίσχυρο μπροστά στους δυο μεγάλους αυτούς συνασπισμούς πολιτικών, που βρίσκονται δήθεν στην υπηρεσία του, αλλά στην πραγματικότητα το εξουσιάζουν και το λεηλατούν.

Ενάντια σ’ αυτή την αναπόφευκτη σε όλα τα ως τώρα κράτη μετατροπή του κράτους και των κρατικών οργάνων από υπηρέτες της κοινωνίας σε αφέντες της κοινωνίας, η Κομμούνα χρησιμοποίησε δυο αλάνθαστα μέσα. Πρώτα, επάνδρωσε όλες τις θέσεις –διοικητικές, δικαστικές και εκπαιδευτικές– με υπαλλήλους εκλεγμένους με βάση την καθολική ψηφοφορία όλων των ενδιαφερομένων, και μάλιστα με την ανά πάσα στιγμή ανάκληση των αντιπροσώπων από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους. Και δεύτερο, πλήρωνε όλους τους υπαλλήλους της, ανώτερους και κατώτερους, μονάχα με το μισθό που έπαιρναν οι άλλοι εργάτες. Ο μεγαλύτερος μισθός που γενικά πλήρωνε η Κομμούνα ήταν 6.000 φράγκα. Έτσι μπήκε ένα σίγουρο εμπόδιο στη θεσιθηρία και τον καριερισμό, ακόμα και χώρια από τις δεσμευτικές εντολές που έπαιρναν, επιπρόσθετα από τα άλλα, οι εκλεγμένοι στα αντιπροσωπευτικά σώματα.

Αυτό το τσάκισμα της παλιάς κρατικής εξουσίας και η αντικατάστασή της από μια νέα, αληθινά δημοκρατική, περιγράφεται διεξοδικά στο τρίτο μέρος του Εμφυλίου Πολέμου. Ήταν όμως αναγκαίο να σταθούμε εδώ σύντομα άλλη μια φορά σε ορισμένα χαρακτηριστικά του, γιατί ακριβώς στη Γερμανία η δεισιδαιμονία για το κράτος πέρασε από τη φιλοσοφία στην κοινή συνείδηση της αστικής τάξης και ακόμα και σε πολλούς εργάτες. Κατά τη φιλοσοφική άποψη, το κράτος είναι η “πραγμάτωση της ιδέας” ή η φιλοσοφικά μεταγλωττισμένη βασιλεία του Θεού πάνω στη γη, το πεδίο όπου η αιώνια αλήθεια και η δικαιοσύνη πραγματοποιούνται ή πρόκειται να πραγματοποιηθούν. Κι από δω απορρέει ένας δεισιδαιμονικός σεβασμός προς το κράτος και προς το καθετί που συνδέεται με το κράτος, ο οποίος ριζώνει τόσο πιο εύκολα, όσο έχουμε συνηθίσει από την παιδική ηλικία να φανταζόμαστε ότι όλες οι υποθέσεις και τα συμφέροντα που είναι κοινά για όλη την κοινωνία δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν αλλιώς, παρά όπως εξυπηρετούνταν ως τώρα, δηλαδή μέσω του κράτους και των καλοβολεμένων οργάνων του. Και οι άνθρωποι φαντάζονται ότι έχουν κάνει κιόλας ένα εξαιρετικά τολμηρό βήμα προς τα εμπρός όταν απελευθερώνονται από την πίστη στην κληρονομική μοναρχία κι ορκίζονται στο όνομα της ρεπουμπλικανικής δημοκρατίας.

Στην πραγματικότητα όμως, το κράτος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μηχανή για την καταπίεση μιας τάξης από μια άλλη και μάλιστα όχι λιγότερο στην αστική δημοκρατία απ’ ό,τι στη μοναρχία· και στην καλύτερη περίπτωση ένα κακό που κληροδοτείται στο νικηφόρο στον αγώνα για την ταξική κυριαρχία προλεταριάτο, και που τις χειρότερες πλευρές του, όπως το έκανε η Κομμούνα, δεν μπορεί να μην τις περικόψει όσο το δυνατό γρηγορότερα, ωσότου μια γενιά, μεγαλωμένη μέσα σε νέες, ελεύθερες κοινωνικές συνθήκες, θα είναι σε θέση να ξεφορτωθεί όλα αυτά τα σκουπίδια που αποτελούν το κράτος.

Τον τελευταίο καιρό, το γερμανό φιλισταίο τον πιάνει ξανά ένας ιερός τρόμος όταν ακούει τις λέξεις “δικτατορία του προλεταριάτου”. Ε, λοιπόν, κύριοι, θέλετε να μάθετε πώς είναι αυτή δικτατορία; Κοιτάξτε την παρισινή Κομμούνα. Αυτή ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου.

 

Σημειώσεις

1. Ο Μαρξ έγραψε αυτή την κλασική υπεράσπισή του της Παρισινής Κομμούνας μεταξύ 6-30 Μάη 1871, ενώ οι συγκρούσεις στο Παρίσι συνεχίζονταν. Η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε στο Λονδίνο, στις 13 Ιούνη 1871.

2. Μια αναφορά στον πόλεμο των Γερμανών ενάντια στον Ναπολέοντα στα 1813-14.

3. Στη δεκαετία του 1820 χαρακτηρίζονταν ως «δημαγωγοί» τα μέλη του αντιπολιτευτικού κινήματος στη γερμανική διανόηση, τα οποία αγωνίζονταν ενάντια στο αντιδραστικό πολιτικό σύστημα και για την ενοποίηση της Γερμανίας. Αντιμετώπιζαν ανηλεείς διώξεις από τη μεριά των αρχών. Ο Ότο Μπίσμαρκ (1815-1898) ήταν καγκελάριος της Γερμανίας στα 1871-1890, πρωτεργάτης της γερμανικής ενοποίησης. Το 1878 εισήγαγε τους Αντισοσιαλιστικούς Νόμους, απαγορεύοντας τις οργανώσεις και τις συγκεντρώσεις των σοσιαλιστών.

4. Μετά τη συντριπτική ήττα της Γαλλίας στον Γαλλογερμανικό Πόλεμο του Ιούλη-Σεπτέμβρη 1870 η Γαλλία αναγκάστηκε να παραχωρήσει στη Γερμανία την Αλσατία και μέρος της Λωραίνης.

5. Αναφορά στην επανάσταση του Ιουλίου 1830 στη Γαλλία.

6. O Λουδοβίκος Φίλιππος (1773-1850) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας στα 1830-48, όταν παύτηκε από την επανάσταση. Ο Λουδοβίκος-Ναπολέων Βοναπάρτης (1808-73) ήταν πρόεδρος της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας και, μετά το πραξικόπημα της 2 Δεκεμβρίου του 1851, ως Ναπολέων ο Γ΄, βασιλιάς της Β΄ Γαλλικής Αυτοκρατορίας. Απομακρύνθηκε μετά την ήττα της Γαλλίας στον πόλεμο του 1870 με την Πρωσία, όταν ανακηρύχτηκε η Γ΄ Γαλλική Δημοκρατία. Εκφραστής της κρατικής γραφειοκρατίας, ο Λουδοβίκος εκμεταλλεύτηκε την εξάντληση των άλλων τάξεων για να εδραιώσει την εξουσία του, ένα φαινόμενο που ανέλυσε ο Μαρξ στο Η 18η Μπριμέρ και έμεινε γνωστό ως βοναπαρτισμός.

7. O Θιέρσος (1797-1877), αποκλημένος “νάνος” από τον Μαρξ, κατέπνιξε την Παρισινή Κομμούνα και ήταν προσωρινός πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας στα 1871-73. Η συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία υπογράφηκε στις Βερσαλλίες στις 26 Φεβρουαρίου 1871.

8. Ο Εμίλ Εντ (1843-1888), μπλανκιστής σοσιαλιστής, ήταν στρατηγός της Κομμούνας, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής και της Επιτροπής Πολέμου.

9. Οι νεκροί της Κομμούνας υπολογίζονται σε 20.000-30.000, οι περισσότεροι δολοφονημένοι μετά τη νίκη της αντεπανάστασης. Χιλιάδες άλλοι κλείστηκαν στις φυλακές ή εξορίστηκαν.

10. Ο Ογκίστ Μπλανκί (1805-81) ήταν γάλλος επαναστάτης και σοσιαλιστής. Ικανός πολιτικός ηγέτης και προπαγανδιστής, ήταν οπαδός της κατάληψης της εξουσίας από μια μικρή αποφασισμένη μειοψηφία επαναστατών – άποψη που έμεινε γνωστή ως μπλανκισμός. Ο Πιερ Ζοζέφ Προυντόν (1809-65) ήταν γάλλος μικροαστός σοσιαλιστής. Επηρέασε τον αναρχισμό, κύριως λόγω της άρνησής του του πολιτικού και συνδικαλιστικού αγώνα, ενώ υποστήριξε αντισημιτικές και “αντιφεμινιστικές” θέσεις. Οι θεωρίες του, ένα μείγμα ουτοπικού σοσιαλισμού και συνεργατισμού, δέχτηκαν τη σκληρή κριτική του Μαρξ.

11. Ρεφορμιστικό ρεύμα στο γαλλικό εργατικό κίνημα, πρέσβευε την πολιτική του “εφικτού” (possible).

Πηγή: Μαρξιστική Σκέψη, τόμος 2, σελ. 68-79

Αναδημοσίευση: Η αναδημοσίευση του παρόντος είναι ελεύθερη, με την παράκληση να γίνεται παραπομπή στο ελληνικό ΜΙΑ και στη Μαρξιστική Σκέψη.

Πηγή: «Μαρξ - Ένγκελς - Για τον Ρεφορμισμό», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή

Ετικέτες