Εισαγωγή του Ένγκελς στην έκδοση του Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, Λονδίνο, 18 Μαρτίου 1891

Δεν πε­ρί­με­να να μου ζη­τη­θεί να ετοι­μά­σω μια νέα έκ­δο­ση της Δια­κοί­νω­σης του Γε­νι­κού Συμ­βου­λί­ου της Διε­θνούς Ο Εμ­φύ­λιος Πό­λε­μος στη Γαλ­λία [1], και να τη συ­νο­δέ­ψω με μια ει­σα­γω­γή. Έτσι μπορώ μόνο να θίξω εδώ σύ­ντο­μα τα πιο ση­μα­ντι­κά ση­μεία.

Προ­λο­γί­ζω το ως άνω έργο με τις δυο μι­κρό­τε­ρες Δια­κοι­νώ­σεις του Γε­νι­κού Συμ­βου­λί­ου για το Γαλ­λο­πρω­σι­κό Πό­λε­μο. Κατά πρώτο λόγο, επει­δή η δεύ­τε­ρη, η οποία δεν μπο­ρεί να κα­τα­νοη­θεί πλή­ρως χωρίς την πρώτη, ανα­φέ­ρε­ται στον Εμ­φύ­λιο Πό­λε­μο. Αλλά ακόμη επει­δή αυτές οι δυο Δια­κοι­νώ­σεις, επί­σης συ­νταγ­μέ­νες από τον Μαρξ, δεν είναι κα­τώ­τε­ρα πα­ρα­δείγ­μα­τα από τον Εμ­φύ­λιο Πό­λε­μο του θαυ­μα­στού, πρώτα απο­δειγ­μέ­νου στη 18η Μπρι­μέρ του Λου­δο­βί­κου Βο­να­πάρ­τη, χα­ρί­σμα­τος του συγ­γρα­φέα να συλ­λαμ­βά­νει ξε­κά­θα­ρα το χα­ρα­κτή­ρα, το εύρος και τις ανα­γκαί­ες συ­νέ­πειες των με­γά­λων ιστο­ρι­κών γε­γο­νό­των, σε μια στιγ­μή που αυτά τα γε­γο­νό­τα ακόμη δια­δρα­μα­τί­ζο­νται μπρο­στά στα μάτια μας ή μόλις έχουν συ­ντε­λε­στεί. Και τε­λι­κά, επει­δή εμείς στη Γερ­μα­νία ακόμη και σή­με­ρα πρέ­πει να υπο­μέ­νου­με τις συ­νέ­πειες των γε­γο­νό­των, τις οποί­ες είχε προ­εί­πει ο Μαρξ.

Μήπως δεν επι­βε­βαιώ­θη­κε αυτό που έλεγε η πρώτη Δια­κοί­νω­ση, ότι αν ο αμυ­ντι­κός πό­λε­μος της Γερ­μα­νί­ας ενά­ντια στο Λου­δο­βί­κο Βο­να­πάρ­τη εκ­φυ­λι­ζό­ταν σε έναν κα­τα­κτη­τι­κό πό­λε­μο ενά­ντια στο γαλ­λι­κό λαό, όλες οι δυ­στυ­χί­ες που έπε­σαν στη Γερ­μα­νία μετά τους επο­νο­μα­ζό­με­νους Πο­λέ­μους της Απε­λευ­θέ­ρω­σης [2], θα ανα­βί­ω­ναν ξανά με ανα­νε­ω­μέ­νη ορμή; Δεν υπο­στή­κα­με άλλα 20 χρό­νια της κυ­βέρ­νη­σης του Μπί­σμαρκ, τον Έκτα­κτο Νόμο και την αντι­σο­σια­λι­στι­κή εκ­στρα­τεία να παίρ­νουν τη θέση των διώ­ξε­ων των “δη­μα­γω­γών” [3], με τα ίδια αυ­θαί­ρε­τα αστυ­νο­μι­κά μέτρα και κυ­ριο­λε­κτι­κά τις ίδιες ανα­τρι­χια­στι­κές ερ­μη­νεί­ες του νόμου;

Και δεν επι­βε­βαιώ­θη­κε κατά γράμ­μα η πρό­βλε­ψη, ότι η προ­σάρ­τη­ση της Αλ­σα­τί­ας-Λο­ραί­νης [4] θα «έρι­χνε τη Γαλ­λία στην αγκα­λιά της Ρω­σί­ας», και ότι μετά από αυτή την προ­σάρ­τη­ση η Γερ­μα­νία ή θα γι­νό­ταν το εμ­φα­νές ερ­γα­λείο της Ρω­σί­ας, ή θα έπρε­πε, μετά από μια σύ­ντο­μη ανά­παυ­λα να προ­ε­τοι­μα­στεί για ένα νέο πό­λε­μο, και επι­πλέ­ον, «ένα φυ­λε­τι­κό πό­λε­μο ενά­ντια στις ενω­μέ­νες σλα­βι­κές και ρω­μαϊ­κές φυλές»; Δεν οδή­γη­σε η προ­σάρ­τη­ση των γαλ­λι­κών επαρ­χιών τη Γαλ­λία στην αγκα­λιά της Ρω­σί­ας; Δεν έχει ο Μπί­σμαρκ για 20 γε­μά­τα χρό­νια μά­ταια επι­ζη­τή­σει την εύ­νοια του τσά­ρου, με υπη­ρε­σί­ες ακόμη πιο πο­τα­πές από εκεί­νες που η μικρή Πρω­σία, προ­τού γίνει “η πρώτη δύ­να­μη της Ευ­ρώ­πης”, αρε­σκό­ταν να θέτει στα πόδια της Άγιας Ρω­σί­ας; Και δεν κρέ­με­ται ακόμη κα­θη­με­ρι­νά πάνω από τα κε­φά­λια μας η δα­μό­κλεια σπάθη ενός πο­λέ­μου, στην πρώτη μέρα του οποί­ου όλες οι κα­θιε­ρω­μέ­νες συμ­μα­χί­ες των πρι­γκί­πων θα σκορ­πί­σουν όπως το άχυρο· ενός πο­λέ­μου για τον οποίο τί­πο­τα δεν είναι βέ­βαιο εκτός από την πλήρη αβε­βαιό­τη­τα της έκ­βα­σής του· ενός φυ­λε­τι­κού πο­λέ­μου που θα υπο­βάλ­λει την Ευ­ρώ­πη στην ερή­μω­ση με 15 ή 20 εκα­τομ­μύ­ρια ενό­πλους, και δεν μαί­νε­ται ακόμη επει­δή τα ίδια τα πιο ισχυ­ρά από τα με­γά­λα στρα­τιω­τι­κά κράτη φο­βού­νται μπρο­στά στο ολο­κλη­ρω­τι­κό απρό­βλε­πτο του τε­λι­κού απο­τε­λέ­σμα­τος;

Τόσο πε­ρισ­σό­τε­ρο είναι κα­θή­κον μας να δώ­σου­με ξανά πρό­σβα­ση στους γερ­μα­νούς ερ­γά­τες σε αυτά τα δυο μι­σο­ξε­χα­σμέ­να λα­μπρά πει­στή­ρια της διο­ρα­τι­κό­τη­τας της διε­θνούς ερ­γα­τι­κής πο­λι­τι­κής το 1870.

Αυτό που ισχύ­ει για τις δυο αυτές Δια­κοι­νώ­σεις, ισχύ­ει επί­σης για το Ο Εμ­φύ­λιος Πό­λε­μος στη Γαλ­λία. Στις 28 Μάη, μπρο­στά στην υπε­ρο­χή των δυ­νά­με­ων του εχθρού, υπέ­κυ­ψαν στις πλα­γιές της Μπελ­βίλ οι τε­λευ­ταί­οι μα­χη­τές της Κομ­μού­νας και μόλις δυο μέρες μετά, στις 30 Μάη, ο Μαρξ ανέ­γνω­σε μπρο­στά στο Γε­νι­κό Συμ­βού­λιο την ερ­γα­σία του όπου σκια­γρα­φεί­ται η ιστο­ρι­κή ση­μα­σία της Κομ­μού­νας του Πα­ρι­σιού με σύ­ντο­μες, δυ­να­τές, αδρές πι­νε­λιές και πριν απ’ όλα τέ­τοια σα­φή­νεια και αλή­θεια, που δεν κα­τα­κτή­θη­καν ποτέ σε όλη τη μα­ζι­κή φι­λο­λο­γία που έχει γρα­φτεί για το θέμα.

Χάρη στην οι­κο­νο­μι­κή και πο­λι­τι­κή ανά­πτυ­ξη της Γαλ­λί­ας από το 1789, το Πα­ρί­σι βρέ­θη­κε επί πε­νή­ντα χρό­νια σε μια κα­τά­στα­ση όπου καμιά επα­νά­στα­ση δεν μπο­ρού­σε να ξε­σπά­σει εκεί χωρίς να πάρει ένα προ­λε­τα­ρια­κό χα­ρα­κτή­ρα, έτσι που το προ­λε­τα­ριά­το που είχε αγο­ρά­σει τη νίκη με το αίμα του, εμ­φα­νί­στη­κε μετά από τη νίκη με τις δικές του διεκ­δι­κή­σεις. Αυτές οι διεκ­δι­κή­σεις ήταν λίγο πολύ ακα­θό­ρι­στες, ακόμα και συγ­χυ­σμέ­νες, ανά­λο­γα με τον κάθε φορά βαθμό ανά­πτυ­ξης των πα­ρι­σι­νών ερ­γα­τών. Τε­λι­κά όμως όλες έτει­ναν προς την κα­τάρ­γη­ση της τα­ξι­κής αντί­θε­σης ανά­με­σα στους κα­πι­τα­λι­στές και τους ερ­γά­τες. Είναι αλή­θεια ότι δεν ήξε­ραν πώς έπρε­πε να συμ­βεί αυτό. Αλλά η ίδια η διεκ­δί­κη­ση, όσο ακα­θό­ρι­στα κι αν τη συμ­με­ρί­ζο­νταν, έκλει­νε μέσα της μια απει­λή για την υφι­στά­με­νη κοι­νω­νι­κή τάξη. Οι ερ­γά­τες που την πρό­βα­λαν ήταν ακόμη οπλι­σμέ­νοι· για τους αστούς που κρα­τού­σαν το τι­μό­νι του κρά­τους, ήταν έτσι πρω­ταρ­χι­κή προ­στα­γή ο αφο­πλι­σμός των ερ­γα­τών. Κι έτσι, ύστε­ρα από κάθε επα­νά­στα­ση που κέρ­δι­ζαν οι ερ­γά­τες, ξε­σπά­ει ένας νέος αγώ­νας που τε­λειώ­νει με την ήττα των ερ­γα­τών.

Αυτό συ­νέ­βη­κε για πρώτη φορά στα 1848. Οι φι­λε­λεύ­θε­ροι αστοί της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής αντι­πο­λί­τευ­σης ορ­γά­νω­ναν συ­νε­στιά­σεις για να πε­τύ­χουν την εκλο­γι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση που θα εξα­σφά­λι­ζε την κυ­ριαρ­χία του κόμ­μα­τός τους. Στον αγώνα με την κυ­βέρ­νη­ση ανα­γκά­ζο­νταν όλο και πιο πολύ να κά­νουν έκ­κλη­ση στο λαό, και υπο­χρε­ώ­νο­νταν βαθ­μιαία να πα­ρα­χω­ρούν το προ­βά­δι­σμα στα ρι­ζο­σπα­στι­κά και δη­μο­κρα­τι­κά στρώ­μα­τα της αστι­κής τάξης και των μι­κρο­α­στών. Αλλά πίσω από αυ­τούς βρί­σκο­νταν οι επα­να­στά­τες ερ­γά­τες, και αυτοί είχαν απο­χτή­σει από το 18303 πολύ με­γα­λύ­τε­ρη πο­λι­τι­κή αυ­το­τέ­λεια απ’ ό,τι υπο­πτεύ­ο­νταν οι αστοί και ακόμη οι δη­μο­κρά­τες. Τη στιγ­μή της κρί­σης ανά­με­σα στην κυ­βέρ­νη­ση και στην αντι­πο­λί­τευ­ση, οι ερ­γά­τες άρ­χι­σαν τη μάχη στους δρό­μους· ο Λου­δο­βί­κος Φί­λιπ­πος εξα­φα­νί­στη­κε, μαζί του και η εκλο­γι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση, στη θέση της ξε­πρό­βα­λε η δη­μο­κρα­τία, την οποία μά­λι­στα οι ίδιοι νι­κη­τές ερ­γά­τες τη χα­ρα­κτή­ρι­σαν “κοι­νω­νι­κή” δη­μο­κρα­τία. Ωστό­σο κα­νείς δεν είχε ξε­κα­θα­ρί­σει τι σή­μαι­νε αυτή η κοι­νω­νι­κή δη­μο­κρα­τία, ούτε και οι ίδιοι οι ερ­γά­τες. Όμως τώρα είχαν όπλα και απο­τε­λού­σαν μια δύ­να­μη μέσα στο κρά­τος.

Γι’ αυτό μόλις οι αστοί δη­μο­κρά­τες που βρί­σκο­νταν στην εξου­σία ένιω­σαν λίγο πολύ στέ­ρεο το έδα­φος κάτω από τα πόδια τους, ήταν ο πρώ­τος σκο­πός τους να αφο­πλί­σουν τους ερ­γά­τες. Αυτό έγινε σπρώ­χνο­ντάς τους στην εξέ­γερ­ση του Ιούνη του 1848, με την άμεση αθέ­τη­ση του λόγου τους, με ανοι­χτή εξα­πά­τη­ση και την από­πει­ρα να εξο­ρί­σουν τους άνερ­γους σε μια από­με­ρη επαρ­χία. Η κυ­βέρ­νη­ση είχε φρο­ντί­σει να έχει συ­ντρι­πτι­κή υπε­ρο­χή δυ­νά­με­ων. Ύστε­ρα από πεν­θή­με­ρο ηρω­ι­κό αγώνα οι ερ­γά­τες νι­κή­θη­καν. Και τότε ακο­λού­θη­σε ένα λου­τρό αί­μα­τος των άο­πλων αιχ­μα­λώ­των, που πα­ρό­μοιο δεν είχε γίνει από την εποχή των εμ­φύ­λιων πο­λέ­μων που προ­ε­τοί­μα­σαν την πτώση της ρω­μαϊ­κής δη­μο­κρα­τί­ας. Ήταν η πρώτη φορά που η αστι­κή τάξη έδει­χνε σε τι ση­μείο έξαλ­λης σκλη­ρό­τη­τας μπο­ρεί να φτά­σει στην εκ­δί­κη­σή της, μόλις τολ­μή­σει το προ­λε­τα­ριά­το να ορ­θω­θεί απέ­να­ντί της σαν ξε­χω­ρι­στή τάξη με τα δικά του συμ­φέ­ρο­ντα και τις δικές του διεκ­δι­κή­σεις. Κι όμως, το 1848 δεν ήταν παρά παι­χνι­δά­κι μπρο­στά στη μανία της αστι­κής τάξης το 1871.

Η τι­μω­ρία ακο­λου­θού­σε κατά πόδας. Αν το προ­λε­τα­ριά­το δεν μπο­ρού­σε ακόμα να κυ­βερ­νή­σει τη Γαλ­λία, η αστι­κή τάξη δεν μπο­ρού­σε πια να την κυ­βερ­νά. Του­λά­χι­στον όχι τότε, που στην πλειο­ψη­φία της είχε ακόμη μο­ναρ­χι­κές δια­θέ­σεις κι ήταν χω­ρι­σμέ­νη σε τρία δυ­να­στι­κά κόμ­μα­τα και σ’ ένα τέ­ταρ­το, δη­μο­κρα­τι­κό. Οι εσω­τε­ρι­κές της δια­μά- χες έδω­σαν τη δυ­να­τό­τη­τα στον τυ­χο­διώ­χτη Λου­δο­βί­κο Βο­να­πάρ­τη να πάρει στα χέρια του όλα τα κλει­διά της εξου­σί­ας –στρα­τό, αστυ­νο­μία, διοι­κη­τι­κό μη­χα­νι­σμό– και στις 2 του Δε­κέμ­βρη 1851, να τι­νά­ξει στον αέρα το τε­λευ­ταίο στα­θε­ρό προ­πύρ­γιο της αστι­κής τάξης, την Εθνο­συ­νέ­λευ­ση. Η δεύ­τε­ρη αυ­το­κρα­το­ρία ξε­κί­νη­σε την εκ­με­τάλ­λευ­ση της Γαλ­λί­ας από μια σπεί­ρα πο­λι­τι­κών και οι­κο­νο­μι­κών τυ­χο­διω­χτών, αλλά ταυ­τό­χρο­να και μια βιο­μη­χα­νι­κή ανά­πτυ­ξη, που ποτέ δεν ήταν δυ­να­τή κάτω από το ανε­λεύ­θε­ρο και φο­βι­σμέ­νο σύ­στη­μα του Λου­δο­βί­κου Φι­λίπ­που [5], κάτω από την απο­κλει­στι­κή κυ­ριαρ­χία μόνο μιας μι­κρής με­ρί­δας της με­γα­λο­α­στι­κής τάξης. Ο Λου­δο­βί­κος Βο­να­πάρ­της υφάρ­πα­ξε από τους κε­φα­λαιο­κρά­τες την πο­λι­τι­κή εξου­σία τους με το πρό­σχη­μα ότι θα προ­στα­τέ­ψει αυ­τούς, τους αστούς, από τους ερ­γά­τες, και από την άλλη, ότι θα προ­στα­τέ­ψει τους ερ­γά­τες από αυ­τούς. Αλλά σε αντάλ­λαγ­μα η κυ­ριαρ­χία του ευ­νό­η­σε την κερ­δο­σκο­πία και τη βιο­μη­χα­νι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, κο­ντο­λο­γίς, την ευ­η­με­ρία και τον πλου­τι­σμό ολό­κλη­ρης της αστι­κής τάξης, σε πρω­τά­κου­στο ως τότε βαθμό. Ασφα­λώς σε ακόμα με­γα­λύ­τε­ρο βαθμό ανα­πτύ­χθη­κε η δια­φθο­ρά και η μα­ζι­κή κλε­ψιά που κέ­ντρο της ήταν η αυ­το­κρα­το­ρι­κή αυλή και που αντλού­σε υψηλά με­ρί­δια απ’ αυτόν τον πλου­τι­σμό.

Μα η δεύ­τε­ρη αυ­το­κρα­το­ρία ήταν η έκ­κλη­ση στο γαλ­λι­κό εθνι­κι­σμό, ήταν η διεκ­δί­κη­ση για απο­κα­τά­στα­ση των συ­νό­ρων της πρώ­της αυ­το­κρα­το­ρί­ας που χά­θη­καν το 1814, του­λά­χι­στον των συ­νό­ρων της πρώ­της δη­μο­κρα­τί­ας. Μια γαλ­λι­κή αυ­το­κρα­το­ρία, μέσα στα σύ­νο­ρα της πα­λιάς μο­ναρ­χί­ας και μά­λι­στα μέσα στα πιο κου­τσου­ρε­μέ­να ακόμη σύ­νο­ρα του 1815 – ήταν μα­κρο­χρό­νια ανέ­φι­κτη. Απ’ όπου η ανά­γκη για πε­ριο­δι­κούς πο­λέ­μους και επέ­κτα­ση των συ­νό­ρων. Καμιά όμως συ­νο­ρια­κή επέ­κτα­ση δεν θά­μπω­νε τόσο τη φα­ντα­σία των γάλ­λων σο­βι­νι­στών, όσο η επέ­κτα­ση προς τη γερ­μα­νι­κή αρι­στε­ρή όχθη του Ρήνου. Ένα τε­τρα­γω­νι­κό μίλι στο Ρήνο είχε γι’ αυ­τούς με­γα­λύ­τε­ρη αξία από δέκα στις Άλ­πεις ή οπου­δή­πο­τε αλλού. Με δε­δο­μέ­νη τη δεύ­τε­ρη αυ­το­κρα­το­ρία η ανά­κτη­ση της αρι­στε­ρής όχθης του Ρήνου, είτε με­μιάς, είτε τμη­μα­τι­κά, δεν ήταν παρά ζή­τη­μα χρό­νου. Αυτή η ώρα έφτα­σε με τον Πρω­σο­αυ­στρια­κό Πό­λε­μο του 1866. Εξα­πα­τη­μέ­νος από τον Μπί­σμαρκ και εξαι­τί­ας της δικής του ρα­διούρ­γας δι­στα­χτι­κής πο­λι­τι­κής σχε­τι­κά με την “εδα­φι­κή απο­ζη­μί­ω­ση: που πε­ρί­με­νε, ο Βο­να­πάρ­της δεν είχε τί­πο­τα άλλο από τον πό­λε­μο, που ξέ­σπα­σε το 1870 και τον οδή­γη­σε πρώτα στο Σε­ντάν κι από κει στη Βίλ­χελμ­ζέε [φυ­λα­κή].

Ανα­πό­φευ­κτη συ­νέ­πεια ήταν η επα­νά­στα­ση του Πα­ρι­σιού στις 4 Σε­πτέμ­βρη 1870. Η αυ­το­κρα­το­ρία σω­ριά­στη­κε σαν χάρ­τι­νος πύρ­γος κι ανα­κη­ρύ­χτη­κε πάλι η δη­μο­κρα­τία. Ο εχθρός όμως βρι­σκό­ταν προ των πυλών· οι στρα­τιές της αυ­το­κρα­το­ρί­ας είτε ήταν χωρίς ελ­πί­δα κυ­κλω­μέ­νες στο Μετς, ή αιχ­μά­λω­τες στη Γερ­μα­νία. Στην έκτα­κτη αυτή κα­τά­στα­ση ο λαός επέ­τρε­ψε στους βου­λευ­τές του Πα­ρι­σιού στο προη­γού­με­νο νο­μο­θε­τι­κό σώμα να εμ­φα­νι­στούν σαν “κυ­βέρ­νη­ση εθνι­κής άμυ­νας”. Και το δέ­χτη­κε αυτό τόσο πιο εύ­κο­λα, αφού για το σκοπό της άμυ­νας όλοι οι ικα­νοί να κρα­τούν όπλα Πα­ρι­σι­νοί είχαν κα­τα­τα­χτεί τώρα στην εθνο­φρου­ρά και ήταν οπλι­σμέ­νοι, έτσι που τώρα οι ερ­γά­τες απο­τε­λού­σαν τη με­γά­λη πλειο­ψη­φία. Δεν άρ­γη­σε όμως να ξε­σπά­σει η αντί­θε­ση ανά­με­σα στη σχε­δόν απο­κλει­στι­κά από αστούς απο­τε­λού­με­νη κυ­βέρ­νη­ση, και στο οπλι­σμέ­νο προ­λε­τα­ριά­το. Στις 31 Οκτώ­βρη ερ­γα­τι­κά τάγ­μα­τα κα­τέ­λα­βαν με έφοδο το δη­μαρ­χείο και συ­νέ­λα­βαν με­ρι­κά μέλη της κυ­βέρ­νη­σης. Η προ­δο­σία, η άμεση αθέ­τη­ση του λόγου της από την κυ­βέρ­νη­ση και η πα­ρέμ­βα­ση με­ρι­κών μι­κρο­α­στι­κών ταγ­μά­των τους απε­λευ­θέ­ρω­σαν ξανά και για να μην ανά­ψουν τον εμ­φύ­λιο πό­λε­μο μέσα σε μια πόλη πο­λιορ­κη­μέ­νη από ξένες στρα­τιω­τι­κές δυ­νά­μεις, άφη­σαν στη θέση της την παλιά κυ­βέρ­νη­ση.

Τε­λι­κά, στις 28 Ια­νουα­ρί­ου 1871, συν­θη­κο­λό­γη­σε το πει­να­σμέ­νο Πα­ρί­σι, όμως με πρω­το­φα­νείς τιμές στην ως τότε ιστο­ρία των πο­λέ­μων. Τα φρού­ρια πα­ρα­δό­θη­καν, η οχυ­ρω­μα­τι­κή γραμ­μή αφο­πλί­στη­κε, τα συ­ντάγ­μα­τα και η κι­νη­τή φρου­ρά αφο­πλί­στη­καν και θε­ω­ρή­θη­καν αιχ­μά­λω­τοι πο­λέ­μου. Η εθνο­φρου­ρά όμως κρά­τη­σε τα όπλα και τα κα­νό­νια της κι έκλει­σε μόνο ανα­κω­χή με τους νι­κη­τές. Οι ίδιοι οι νι­κη­τές δεν τόλ­μη­σαν να μπουν θριαμ­βευ­τι­κά στο Πα­ρί­σι. Τόλ­μη­σαν μόνο να κα­τα­λά­βουν μια μικρή γωνιά του Πα­ρι­σιού, που κι αυτή απο­τε­λού­νταν κατά ένα μέρος από δη­μό­σια πάρκα, και αυτό επί­σης μόνο για λίγες μέρες! Και σε αυτό το διά­στη­μα αυτοί, που 131 ολό­κλη­ρες μέρες κρά­τη­σαν πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νο το Πα­ρί­σι, βρέ­θη­καν οι ίδιοι πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νοι απ’ τους οπλι­σμέ­νους ερ­γά­τες του Πα­ρι­σιού που πρό­σε­χαν επι­με­λώς να μην πε­ρά­σει κα­νέ­νας “Πρώ­σος” τα στενά όρια της γω­νιάς που είχε πα­ρα­χω­ρη­θεί στους ξέ­νους κα­τα­χτη­τές. Τέ­τοιος ήταν ο σε­βα­σμός που εμπνέ­α­νε οι ερ­γά­τες του Πα­ρι­σιού στο στρα­τό, που μπρο­στά του είχαν κα­τα­θέ­σει τα όπλα όλες οι στρα­τιές της αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Και οι πρώ­σοι γιούν­κερ που είχαν έρθει να εκ­δι­κη­θούν στην εστία της επα­νά­στα­σης, ανα­γκά­στη­καν να στα­θούν με σε­βα­σμό και να χαι­ρε­τί­σουν τούτη ακρι­βώς την ένο­πλη επα­νά­στα­ση.

Στη διάρ­κεια του πο­λέ­μου, οι ερ­γά­τες του Πα­ρι­σιού πε­ριο­ρί­στη­καν να ζη­τούν τη δρα­στή­ρια συ­νέ­χι­ση του αγώνα. Τώρα όμως, που με τη συν­θη­κο­λό­γη­ση του Πα­ρι­σιού είχε γίνει ει­ρή­νη, τώρα ο Θιέρ­σος [7], ο νέος επι­κε­φα­λής της κυ­βέρ­νη­σης, ανα­γκά­στη­κε να κα­τα­λά­βει ότι η κυ­ριαρ­χία των κα­τε­χου­σών τά­ξε­ων –των με­γά­λων γαιο­κτη­μό­νων και των κα­πι­τα­λι­στών– θα βρι­σκό­ταν σε αδιά­κο­πο κίν­δυ­νο όσο οι ερ­γά­τες του Πα­ρι­σιού κρα­τού­σαν τα όπλα στα χέρια τους. Η πρώτη του πράξη ήταν η από­πει­ρα αφο­πλι­σμού τους. Στις 18 Μάρτη έστει­λε δυ­νά­μεις του τα­χτι­κού στρα­τού με τη δια­τα­γή να αρ­πά­ξουν το πυ­ρο­βο­λι­κό που ανήκε στην εθνο­φρου­ρά, το οποίο είχε κα­τα­σκευα­στεί στη διάρ­κεια της πο­λιορ­κί­ας του Πα­ρι­σιού και είχε πλη­ρω­θεί με δη­μό­σιο έρανο. Η από­πει­ρα απέ­τυ­χε, το Πα­ρί­σι ξε­ση­κώ­θη­κε σαν ένας άν­θρω­πος σε αντί­στα­ση και κη­ρύ­χτη­κε ο πό­λε­μος ανά­με­σα στο Πα­ρί­σι και τη γαλ­λι­κή κυ­βέρ­νη­ση με έδρα της τις Βερ­σαλ­λί­ες.

Στις 26 του Μάρτη εκλέ­χτη­κε η Κομ­μού­να του Πα­ρι­σιού και στις 28 ανα­κη­ρύ­χτη­κε. Η Κε­ντρι­κή Επι­τρο­πή της εθνο­φρου­ρά που είχε ασκή­σει ως τότε την εξου­σία, υπέ­βα­λε την πα­ραί­τη­σή της στην Κομ­μού­να, αφού πρώτα κα­τάρ­γη­σε με διά­ταγ­μα τη σκαν­δα­λώ­δη “Αστυ­νο­μία ηθών” του Πα­ρι­σιού. Στις 30, η Κομ­μού­να κα­τάρ­γη­σε τη στρα­τιω­τι­κή θη­τεία και τον τα­χτι­κό στρα­τό και ανα­κή­ρυ­ξε σαν μο­να­δι­κή ένο­πλη δύ­να­μη την εθνο­φρου­ρά, στην οποία θα έπρε­πε να ανή­κουν όλοι οι ικα­νοί να κρα­τούν όπλα πο­λί­τες. Χά­ρι­σε όλα τα νοί­κια για τις κα­τοι­κί­ες από τον Οκτώ­βρη του 1870 ως τον Απρί­λη του 1871, συμ­ψη­φί­ζο­ντας στα ενοί­κια της πε­ριό­δου που θα ακο­λου­θού­σε τα ποσά που είχαν ήδη πλη­ρω­θεί, και ανά­στει­λε κάθε πώ­λη­ση ενε­χύ­ρων στο δη­μαρ­χια­κό ενε­χυ­ρο­δα­νει­στή­ριο. Την ίδια μέρα επι­κυ­ρώ­θη­κε η εκλο­γή των ξένων υπη­κό­ων σε αξιώ­μα­τα της Κομ­μού­νας, γιατί «η ση­μαία της Κομ­μού­νας είναι εκεί­νη της πα­γκό­σμιας δη­μο­κρα­τί­ας». Την 1η Απρί­λη απο­φα­σί­στη­κε, ο με­γα­λύ­τε­ρος μι­σθός οποιου­δή­πο­τε υπαλ­λή­λου της Κομ­μού­νας, όπως επί­σης και των ίδιων των μελών της, να μην ξε­περ­νά τις 6.000 φρά­γκα (4.800 μάρκα). Την επό­με­νη μέρα εκ­δό­θη­κε το διά­ταγ­μα για το χω­ρι­σμό της εκ­κλη­σί­ας από το κρά­τος και την κα­τάρ­γη­ση όλων των κρα­τι­κών επι­χο­ρη­γή­σε­ων για θρη­σκευ­τι­κούς σκο­πούς, καθώς και τη με­τα­τρο­πή όλων των εκ­κλη­σια­στι­κών κτη­μά­των σε εθνι­κή ιδιο­κτη­σία. Μετά από αυτό δια­τά­χθη­κε στις 8 Απρί­λη, κι εφαρ­μό­στη­κε βαθ­μιαία, η απα­γό­ρευ­ση όλων των θρη­σκευ­τι­κών συμ­βό­λων, ει­κό­νων, δογ­μά­των και προ­σευ­χών – με μια λέξη «όλων όσων ανά­γο­νται στη σφαί­ρα της ατο­μι­κής συ­νεί­δη­σης».

Μπρο­στά στις κα­θη­με­ρι­νές εκτε­λέ­σεις αιχ­μα­λώ­των αγω­νι­στών της Κομ­μού­νας από τα στρα­τεύ­μα­τα των Βερ­σαλ­λιών, εκ­δό­θη­κε στις 5 Απρί­λη ένα διά­ταγ­μα για τη σύλ­λη­ψη ομή­ρων, που ποτέ όμως δεν εφαρ­μό­στη­κε. Στις 6 το 137 τάγμα της εθνο­φρου­ράς έβγα­λε τη λαι­μη­τό­μο και την έκαψε δη­μό­σια μέσα σε εν­θου­σιώ­δεις λαϊ­κές επευ­φη­μί­ες. Στις 12, η Κομ­μού­να απο­φά­σι­σε να γκρε­μί­σει τη στήλη της νίκης στην Πλα­τεία Βα­ντόμ, χυ­μέ­νη από το μέ­ταλ­λο των κα­νο­νιών που είχε κυ­ριεύ­σει ο Να­πο­λέ­ων στον πό­λε­μο του 1809, ως σύμ­βο­λο εθνι­κι­σμού και μί­σους ανά­με­σα στους λαούς. Αυτό εκτε­λέ­στη­κε στις 16 Μάη. Στις 16 Απρί­λη η Κομ­μού­να διέ­τα­ξε μια στα­τι­στι­κή απο­γρα­φή των ερ­γο­στα­σί­ων που είχαν κλεί­σει οι ερ­γο­στα­σιάρ­χες και την επε­ξερ­γα­σία σχε­δί­ων για τη λει­τουρ­γία αυτών των ερ­γο­στα­σί­ων από τους ερ­γά­τες που ερ­γά­ζο­νταν πριν σε αυτά, ορ­γα­νω­μέ­νων τώρα σε συ­νερ­γα­τι­κούς συ­νε­ται­ρι­σμούς, καθώς και για την ορ­γά­νω­ση αυτών των συ­νε­ται­ρι­σμών σε μια με­γά­λη Ένωση. Στις 20, κα­τάρ­γη­σε τη νυ­χτε­ρι­νή δου­λειά των αρ­τερ­γα­τών, καθώς και τα γρα­φεία εξεύ­ρε­σης ερ­γα­σί­ας που από τον καιρό της δεύ­τε­ρης αυ­το­κρα­το­ρί­ας τα δια­χει­ρί­ζο­νταν μο­νο­πω­λια­κά διο­ρι­σμέ­νοι από την αστυ­νο­μία φο­ρείς – πρώ­της γραμ­μής εκ­με­ταλ­λευ­τές των ερ­γα­τών. Τα γρα­φεία αυτά με­τα­βι­βά­στη­καν στα δη­μαρ­χεία των εί­κο­σι δια­με­ρι­σμά­των του Πα­ρι­σιού. Στις 30 Απρί­λη η Κομ­μού­να διέ­τα­ξε το κλεί­σι­μο των ενε­χυ­ρο­δα­νει­στη­ρί­ων που απο­τε­λού­σαν μια ιδιω­τι­κή εκ­με­τάλ­λευ­ση των ερ­γα­τών, κι έρ­χο­νταν σε αντί­θε­ση με το δι­καί­ω­μα των ερ­γα­τών στα ερ­γα­λεία της δου­λειάς τους και σε πι­στώ­σεις. Στις 5 Μάη απο­φά­σι­σε να κα­τε­δα­φί­σει το πα­ρεκ­κλή­σι που είχε χτι­στεί σαν εξι­λέ­ω­ση για την εκτέ­λε­ση του Λου­δο­βί­κου του 16ου.

Έτσι από τις 18 Μάρτη πρό­βα­λε έντο­να και κα­θα­ρά ο τα­ξι­κός χα­ρα­κτή­ρας του πα­ρι­σι­νού κι­νή­μα­τος που, με τον πό­λε­μο ενά­ντια στην ξε­νι­κή επέμ­βα­ση, είχε ως τότε απω­θη­θεί στο βάθος της σκη­νής. Μια και στην Κομ­μού­να έπαιρ­ναν μέρος σχε­δόν μόνο ερ­γά­τες ή ανα­γνω­ρι­σμέ­νοι εκ­πρό­σω­ποι των ερ­γα­τών, οι απο­φά­σεις της είχαν επί­σης έναν απο­φα­σι­στι­κά προ­λε­τα­ρια­κό χα­ρα­κτή­ρα. Είτε ψή­φι­ζε με­ταρ­ρυθ­μί­σεις, που η δη­μο­κρα­τι­κή αστι­κή τάξη τις είχε πα­ρα­λεί­ψει μόνο από δει­λία, αλλά απο­τε­λού­σαν απα­ραί­τη­τη βάση για την ελεύ­θε­ρη δράση της ερ­γα­τι­κής τάξης, όπως η εφαρ­μο­γή της αρχής ότι ανα­φο­ρι­κά με το κρά­τος η θρη­σκεία είναι κα­θα­ρά ιδιω­τι­κή υπό­θε­ση· είτε έπαιρ­νε απο­φά­σεις άμεσα προς το συμ­φέ­ρον της ερ­γα­τι­κής τάξης και που εν μέρει έθι­γαν βαθιά την παλιά κοι­νω­νι­κή τάξη. Για όλα αυτά όμως μέσα σε μια πο­λιορ­κη­μέ­νη πόλη μπο­ρού­σαν να γί­νουν το πο­λύ-πο­λύ τα πρώτα μόνο βή­μα­τα εκ­πλή­ρω­σης. Και από τις αρχές του Μάη όλες τις δυ­νά­μεις τους τις απορ­ρο­φού­σε ο αγώ­νας ενά­ντια στα όλο και πιο πο­λυά­ριθ­μα στρα­τεύ­μα­τα που συ­γκέ­ντρω­νε η κυ­βέρ­νη­ση των Βερ­σαλ­λιών.

Στις 7 Απρί­λη, τα στρα­τεύ­μα­τα των Βερ­σαλ­λιών είχαν κα­τα­λά­βει το πέ­ρα­σμα του Ση­κουά­να στο Νεϊγί στο δυ­τι­κό μέ­τω­πο του Πα­ρι­σιού, αντί­θε­τα όμως, στις 11 σε μια επί­θε­ση του στρα­τη­γού Εντ [8] στο νότιο μέ­τω­πο απο­κρού­στη­καν με βα­ριές απώ­λειες. Το Πα­ρί­σι βομ­βαρ­δι­ζό­ταν συ­νε­χώς και μά­λι­στα από τους ίδιους αν­θρώ­πους που είχαν στιγ­μα­τί­σει σαν ιε­ρο­συ­λία το βομ­βαρ­δι­σμό της ίδιας πόλης από τους Πρώ­σους. Οι ίδιοι αυτοί άν­θρω­ποι εκλι­πα­ρού­σαν τώρα την πρω­σι­κή κυ­βέρ­νη­ση να επι­στρέ­ψει γρή­γο­ρα τους αιχ­μα­λώ­τους γάλ­λους στρα­τιώ­τες από το Σε­ντάν και το Μετς, για να ανα­κα­τα­λά­βουν το Πα­ρί­σι για λο­γα­ρια­σμό τους. Η βαθ­μιαία επι­στρο­φή αυτών των στρα­τευ­μά­των έδωσε από τις αρχές Μάη απο­φα­σι­στι­κή υπε­ρο­χή στις δυ­νά­μεις των Βερ­σαλ­λιών. Αυτό φά­νη­κε ήδη στις 23 του Απρί­λη, όταν ο Θιέρ­σος διέ­κο­ψε τις δια­πραγ­μα­τεύ­σεις για ανταλ­λα­γή, που πρό­τει­νε η Κομ­μού­να, του αρ­χιε­πι­σκό­που του Πα­ρι­σιού και πολ­λών άλλων πα­πά­δων που κρα­τιό­νταν όμη­ροι στο Πα­ρί­σι, με μόνο τον Μπλαν­κί, που είχε εκλε­γεί δυο φορές στην Κομ­μού­να, μα ήταν φυ­λα­κι­σμέ­νος στο Κλερ­βό. Και ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο στην αλ­λαγ­μέ­νη γλώσ­σα του Θιέρ­σου· ως τότε ανα­βλη­τι­κός και δι­φο­ρού­με­νος, τώρα έγινε ξαφ­νι­κά αυ­θά­δης, απει­λη­τι­κός, βά­ναυ­σος. Στις 3 του Μάη οι Βερ­σα­λιέ­ροι κα­τέ­λα­βαν το οχυρό του Μου­λέν Σακέ στο νότιο μέ­τω­πο, στις 9 το φρού­ριο του Ισί που κα­τα­στρά­φη­κε εντε­λώς από το κα­νο­νί­δι και στις 14 το φρού­ριο της Βανβ. Στο δυ­τι­κό μέ­τω­πο προ­χω­ρού­σαν σι­γά-σι­γά κυ­ριεύ­ο­ντας τα πο­λυά­ριθ­μα χωριά και τα κτί­ρια που απλώ­νο­νταν ως τα τείχη της πόλης, ώσπου έφτα­σαν στο κύριο τεί­χος. Στις 21 με προ­δο­σία και από αμέ­λεια του φυ­λα­κί­ου της εθνο­φρου­ράς στο ση­μείο αυτό, κα­τά­φε­ραν να μπουν στην πόλη. Οι Πρώ­σοι που κρα­τού­σαν τα βο­ρι­νά και ανα­το­λι­κά οχυρά επέ­τρε­ψαν στους Βερ­σα­λιέ­ρους να πε­ρά­σουν μέσα από την απα­γο­ρευ­μέ­νη, σύμ­φω­να με τους όρους της ανα­κω­χής, ζώνη στα βό­ρεια της πόλης, κι έτσι να προ­χω­ρή­σουν και να επι­τε­θούν σε ένα ευρύ μέ­τω­πο που οι Πα­ρι­σι­νοί πί­στευαν πως κα­λυ­πτό­ταν από την ανα­κω­χή και γι’ αυτό το φρου­ρού­σαν μόνο αδύ­να­τα. Ως συ­νέ­πεια αυτού προ­βλή­θη­κε μικρή μόνο αντί­στα­ση στο δυ­τι­κό μισό του Πα­ρι­σιού, στις κα­θαυ­τό πλού­σιες συ­νοι­κί­ες της πόλης· αυτή δυ­νά­μω­νε και πεί­σμω­νε όσο τα στρα­τεύ­μα­τα του ει­σβο­λέα πλη­σί­α­ζαν στο ανα­το­λι­κό τμήμα του Πα­ρι­σιού, στην κα­θαυ­τό ερ­γα­τού­πο­λη.

Μόνο ύστε­ρα από οχτα­ή­με­ρο αγώνα υπέ­κυ­ψαν στα υψώ­μα­τα της Μπελ­βίλ και του Με­νιλ­μο­ντάν οι τε­λευ­ταί­οι υπε­ρα­σπι­στές της Κομ­μού­νας και τότε έφτα­σε στο απο­κο­ρύ­φω­μά της η σφαγή των άο­πλων αν­δρών, γυ­ναι­κών και παι­διών, η οποία μά­νια­ζε όλη τη βδο­μά­δα σε διαρ­κώς αυ­ξα­νό­με­νη έκτα­ση. Το του­φέ­κι δε σκό­τω­νε πια αρ­κε­τά γρή­γο­ρα, γι’ αυτό οι νι­κη­μέ­νοι εκτε­λού­νταν μα­ζι­κά κατά εκα­το­ντά­δες με τα πο­λυ­βό­λα. Ο “Τοί­χος των Ομο­σπον­δια­κών” στο νε­κρο­τα­φείο του Περ-Λα­σέζ, όπου έγινε η τε­λευ­ταία μα­ζι­κή σφαγή, ορ­θώ­νε­ται ακόμα σή­με­ρα, βουβή μα εύ­γλωτ­τη μαρ­τυ­ρία για τη λύσσα που είναι ικανή να φτά­σει η κυ­ρί­αρ­χη τάξη, μόλις το προ­λε­τα­ριά­το τολ­μή­σει να εφορ­μή­σει για το δίκιο του. Μετά, όταν απο­δεί­χτη­κε ότι ήταν αδύ­να­το να τους σφά­ξουν όλους, ήρθαν οι μα­ζι­κές συλ­λή­ψεις, οι του­φε­κι­σμοί των θυ­μά­των που διά­λε­γαν αυ­θαί­ρε­τα από τις γραμ­μές των αιχ­μα­λώ­των, η με­τα­φο­ρά των υπό­λοι­πων σε με­γά­λα στρα­τό­πε­δα, όπου πε­ρί­με­ναν να δι­κα­στούν από στρα­το­δι­κεία [9]. Τα πρω­σι­κά στρα­τεύ­μα­τα που πε­ρι­κύ­κλω­ναν το βο­ρι­νό τμήμα του Πα­ρι­σιού είχαν δια­τα­γή να μην αφή­σουν κα­νέ­να φυ­γά­δα να πε­ρά­σει, μα οι αξιω­μα­τι­κοί έκα­ναν συχνά τα στρα­βά μάτια, όταν οι φα­ντά­ροι άκου­γαν πε­ρισ­σό­τε­ρο το πρό­σταγ­μα του αν­θρω­πι­σμού από τις δια­τα­γές του Γε­νι­κού Επι­τε­λεί­ου. Ιδιαί­τε­ρη τιμή ανή­κει στο σα­ξο­νι­κό σώμα στρα­τού, επει­δή φέρ­θη­κε με πολύ αν­θρω­πι­σμό κι άφησε να πε­ρά­σουν πολ­λοί που η ιδιό­τη­τά τους των μα­χη­τών της Κομ­μού­νας ήταν ολο­φά­νε­ρη.

* * *

Αν σή­με­ρα, μετά από εί­κο­σι χρό­νια, ρί­ξου­με μια ματιά πίσω στη δρα­στη­ριό­τη­τα και στην ιστο­ρι­κή ση­μα­σία της Πα­ρι­σι­νής Κομ­μού­νας του 1871, θα δούμε ότι είναι ανά­γκη να κά­νου­με αρ­κε­τές ακόμη προ­σθή­κες στην πα­ρου­σί­α­σή της που δό­θη­κε στο Ο Εμ­φύ­λιος Πό­λε­μος στη Γαλ­λία.

Τα μέλη της Κομ­μού­νας χω­ρί­ζο­νταν σε μια πλειο­ψη­φία, τους μπλαν­κι­στές, που επι­κρα­τού­σαν επί­σης στην Κε­ντρι­κή Επι­τρο­πή της Εθνο­φρου­ράς, και σε μια μειο­ψη­φία: τα υπάρ­χο­ντα μέλη της Διε­θνούς Ένω­σης των Ερ­γα­τών, κυ­ρί­ως από οπα­δούς της σο­σια­λι­στι­κής σχο­λής του Πρου­ντόν [10]. Οι μπλαν­κι­στές, στη με­γά­λη τους πλειο­ψη­φία, ήταν τότε σο­σια­λι­στές μόνο από επα­να­στα­τι­κό, προ­λε­τα­ρια­κό έν­στι­κτο· λίγοι μόνο είχαν απο­χτή­σει με­γα­λύ­τε­ρη σα­φή­νεια αρχών, μέσω του Βα­γιάν, που γνώ­ρι­ζε το γερ­μα­νι­κό επι­στη­μο­νι­κό σο­σια­λι­σμό. Κα­τα­λα­βαί­νει κα­νείς, λοι­πόν, ότι στον οι­κο­νο­μι­κό τομέα η Κομ­μού­να πα­ρέ­λει­ψε αρ­κε­τά πράγ­μα­τα που, κατά τη ση­με­ρι­νή μας άποψη, έπρε­πε να τα είχε κάνει. Δυ­σκο­λό­τε­ρα, ωστό­σο, από όλα μπο­ρεί να κα­τα­νοη­θεί ο ιερός σε­βα­σμός με τον οποίο στά­θη­κε ευ­λα­βι­κά μπρο­στά στις πόρ­τες της Τρά­πε­ζας της Γαλ­λί­ας. Αυτό ήταν επί­σης ένα σο­βα­ρό πο­λι­τι­κό λάθος.

Η τρά­πε­ζα στα χέρια της Κομ­μού­νας – αυτό θα άξιζε πε­ρισ­σό­τε­ρο από δέκα χι­λιά­δες ομή­ρους. Θα σή­μαι­νε την πίεση ολό­κλη­ρης της αστι­κής τάξης πάνω στην κυ­βέρ­νη­ση των Βερ­σαλ­λιών, για να κλεί­σει ει­ρή­νη με την Κομ­μού­να. Αυτό που είναι πιο αξιο­θαύ­μα­στο όμως, είναι τα πολλά σωστά πράγ­μα­τα που παρ’ όλα αυτά έκανε η απο­τε­λού­με­νη από μπλαν­κι­στές και πρου­ντο­νι­στές Κομ­μού­να. Αυ­το­νό­η­τα, οι πρου­ντο­νι­στές ήταν πρω­τί­στως υπεύ­θυ­νοι για τα οι­κο­νο­μι­κά δια­τάγ­μα­τα της Κομ­μού­νας, τόσο για τις αξιέ­παι­νες, όσο και για τις μη αξιέ­παι­νες πλευ­ρές τους, όπως οι μπλαν­κι­στές ήταν υπεύ­θυ­νοι για τις πο­λι­τι­κές της πρά­ξεις και πα­ρα­λεί­ψεις. Και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, η ει­ρω­νεία της Ιστο­ρί­ας θέ­λη­σε –όπως συ­νή­θως όταν έρ­χο­νται στο τι­μό­νι οι δογ­μα­τι­κοί– να κά­νουν και οι μεν όπως και οι δε το αντί­θε­το απ’ ό,τι υπα­γό­ρευε το δόγμα της σχο­λής τους.

Ο Πρου­ντόν, ο σο­σια­λι­στής του μι­κρο­χω­ρι­κού και του χει­ρο­τέ­χνη μά­στο­ρα, αντι­με­τώ­πι­ζε τη συ­νέ­νω­ση με θε­τι­κό μίσος. Έλεγε γι’ αυτήν ότι πε­ρι­κλεί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο κακό παρά καλό, ότι από τη φύση της είναι άγονη, ακόμα και επι­ζή­μια, γιατί απο­τε­λεί ένα είδος δε­σμών στην ελευ­θε­ρία του ερ­γά­τη, ότι είναι ένα σκέτο δόγμα, στεί­ρο και ενο­χλη­τι­κό δόγμα, ευ­ρι­σκό­με­νο σε διά­στα­ση τόσο με την ελευ­θε­ρία του ερ­γά­τη, όσο και με την εξοι­κο­νό­μη­ση της ερ­γα­σί­ας, και τα μειο­νε­κτή­μα­τά της με­γά­λω­ναν γρη­γο­ρό­τε­ρα από τα πλε­ο­νε­κτή­μα­τά της· απέ­να­ντί της ο αντα­γω­νι­σμός, ο κα­τα­με­ρι­σμός της ερ­γα­σί­ας, η ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία, απο­τε­λούν οι­κο­νο­μι­κές δυ­νά­μεις. Μόνο στις εξαι­ρέ­σεις –όπως τις απο­κα­λού­σε ο Πρου­ντόν– της με­γά­λης βιο­μη­χα­νί­ας και των με­γά­λων επι­χει­ρή­σε­ων, όπως οι σι­δη­ρό­δρο­μοι, έχει θέση η συ­νέ­νω­ση των ερ­γα­τών (βλέπε: Idee generale de la revolution, 3eme etude. [Γε­νι­κή ιδέα της επα­νά­στα­σης, 3η με­λέ­τη]).

Στα 1871, η με­γά­λη βιο­μη­χα­νία, ακόμη και στο Πα­ρί­σι, το κέ­ντρο της χει­ρο­τε­χνί­ας, είχε τόσο πολύ πάψει να απο­τε­λεί εξαί­ρε­ση, ώστε το κατά πολύ πιο ση­μα­ντι­κό διά­ταγ­μα της Κομ­μού­νας θέ­σπι­ζε μια ορ­γά­νω­ση της με­γά­λης βιο­μη­χα­νί­ας, ακόμα και της μα­νι­φα­τού­ρας, που δεν βα­σι­ζό­ταν μόνο στη συ­νέ­νω­ση των ερ­γα­τών μέσα σε κάθε ερ­γο­στά­σιο, μα και έπρε­πε να συ­νε­νώ­σει όλους αυ­τούς τους συ­νε­ται­ρι­σμούς σε μια με­γά­λη ένωση· κο­ντο­λο­γίς, μια ορ­γά­νω­ση που, όπως πολύ σωστά λέει ο Μαρξ στον Εμ­φύ­λιο Πό­λε­μο, τε­λι­κά θα έπρε­πε να κα­τα­λή­ξει στον κομ­μου­νι­σμό, δη­λα­δή ακρι­βώς το αντί­θε­το της πρου­ντο­νι­κής δι­δα­σκα­λί­ας. Και γι’ αυτό η Κομ­μού­να έγινε επί­σης ο τάφος της πρου­ντο­νι­κής σχο­λής του σο­σια­λι­σμού. Σή­με­ρα, η σχολή αυτή έχει εξα­φα­νι­στεί από τους γαλ­λι­κούς ερ­γα­τι­κούς κύ­κλους· τώρα επι­κρα­τεί ανά­με­σά τους αναμ­φι­σβή­τη­τα η θε­ω­ρία του Μαρξ, όχι λι­γό­τε­ρο ανά­με­σα στους πο­σι­μπι­λι­στές [11] απ’ ό,τι ανά­με­σα στους “μαρ­ξι­στές”. Μόνο ανά­με­σα στη “ρι­ζο­σπα­στι­κή” αστι­κή τάξη υπάρ­χουν ακόμα πρου­ντο­νι­στές.

Οι μπλαν­κι­στές δεν είχαν κα­λύ­τε­ρη τύχη. Ανα­θρεμ­μέ­νοι στη σχολή της συ­νω­μο­σί­ας κι ενω­μέ­νοι με την αυ­στη­ρή πει­θαρ­χία που αντα­πο­κρί­νε­ται σ’ αυτήν, ξε­κι­νού­σαν από την άποψη, ότι ένας σχε­τι­κά μι­κρός αριθ­μός από απο­φα­σι­σμέ­νους, καλά ορ­γα­νω­μέ­νους αν­θρώ­πους θα ήταν ικα­νοί σε μια δο­σμέ­νη ευ­νοϊ­κή στιγ­μή όχι μόνο να αρ­πά­ξουν το πη­δά­λιο του κρά­τους, μα ακόμα και, με επί­δει­ξη με­γά­λης και ανε­λέ­η­της ενέρ­γειας, να το κρα­τή­σουν τόσο, ώσπου να κα­τορ­θώ­σουν να τρα­βή­ξουν τη μάζα του λαού στην επα­νά­στα­ση και να τη συ­σπει­ρώ­σουν γύρω από την κα­θο­δη­γη­τι­κή μικρή ομάδα. Αυτό περι- λάμ­βα­νε πάνω απ’ όλα την πιο ισχυ­ρή δι­κτα­το­ρι­κή συ­γκέ­ντρω­ση όλης της εξου­σί­ας στα χέρια της νέας επα­να­στα­τι­κής κυ­βέρ­νη­σης.

Και τι έκανε η Κομ­μού­να, που στην πλειο­ψη­φία της απο­τε­λού­νταν ακρι­βώς από αυ­τούς τους μπλαν­κι­στές; Σ’ όλες της τις δια­κη­ρύ­ξεις προς τους Γάλ­λους των επαρ­χιών, τους κα­λού­σε να σχη­μα­τί­σουν μια ελεύ­θε­ρη ομο­σπον­δία όλων των γαλ­λι­κών κοι­νο­τή­των με το Πα­ρί­σι, σε μια εθνι­κή ορ­γά­νω­ση που για πρώτη φορά θα δη­μιουρ­γού­νταν πραγ­μα­τι­κά από το ίδιο το έθνος. Ήταν ακρι­βώς η κα­τα­πιε­στι­κή δύ­να­μη της προη­γού­με­νης συ­γκε­ντρω­τι­κής κυ­βέρ­νη­σης –στρα­τός, πο­λι­τι­κή αστυ­νο­μία και γρα­φειο­κρα­τία– που είχε δη­μιουρ­γή­σει ο Να­πο­λέ­ων στα 1798 και που από τότε την πα­ρα­λά­βαι­νε σαν κα­λό­δε­χτο όρ­γα­νο κάθε νέα κυ­βέρ­νη­ση και την αξιο­ποιού­σε ενά­ντια στους αντι­πά­λους της, ακρι­βώς αυτή η δύ­να­μη έπρε­πε πα­ντού να πέσει, όπως είχε ήδη πέσει στο Πα­ρί­σι.

Η Κομ­μού­να ανα­γκά­στη­κε εξί­σου από την αρχή να ανα­γνω­ρί­σει ότι η ερ­γα­τι­κή τάξη, όταν έρθει πια στην εξου­σία, δεν μπο­ρεί να συ­νε­χί­σει να διοι­κεί με την παλιά κρα­τι­κή μη­χα­νή· ότι η ερ­γα­τι­κή αυτή τάξη, για να μη χάσει πάλι την κυ­ριαρ­χία που μόλις έχει κα­τα­κτή­σει, πρέ­πει, από τη μια, να πα­ρα­με­ρί­σει όλη την παλιά κα­τα­πιε­στι­κή μη­χα­νή που ως τότε είχε χρη­σι­μο­ποι­η­θεί ενά­ντια στην ίδια, αλλά από την άλλη να εξα­σφα­λί­σει τον εαυτό της απέ­να­ντι στους ίδιους της τους εκ­προ­σώ­πους και τους υπαλ­λή­λους, ορί­ζο­ντας ότι όλοι ανε­ξαί­ρε­τα μπο­ρούν οπο­τε­δή­πο­τε να ανα­κλη­θούν. Ποιο ήταν το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα του ως τα τώρα κρά­τους; Για να με­ρι­μνούν για τα κοινά της συμ­φέ­ρο­ντα, η κοι­νω­νία είχε αρ­χι­κά δη­μιουρ­γή­σει δικά της όρ­γα­να με τον απλό κα­τα­με­ρι­σμό της ερ­γα­σί­ας. Τα όρ­γα­να όμως αυτά, που η κο­ρυ­φή τους είναι η κρα­τι­κή εξου­σία, επι­διώ­κο­ντας τα δικά τους ει­δι­κά συμ­φέ­ρο­ντα, είχαν με τον καιρό με­τα­τρα­πεί από υπη­ρέ­τες της κοι­νω­νί­ας σε αφέ­ντες της. Αυτό το βλέ­που­με, π.χ., όχι μόνο στην κλη­ρο­νο­μι­κή μο­ναρ­χία, μα και στην αστι­κή δη­μο­κρα­τία. Που­θε­νά οι “πο­λι­τι­κοί” δεν απο­τε­λούν ένα πιο ξε­χω­ρι­στό και πιο ισχυ­ρό τμήμα του έθνους, όσο ακρι­βώς στη Βό­ρεια Αμε­ρι­κή. Εδώ το κα­θέ­να από τα δύο με­γά­λα κόμ­μα­τα, που εναλ­λάσ­σο­νται δια­δο­χι­κά στην εξου­σία, διευ­θύ­νε­ται με τη σειρά του από αν­θρώ­πους που κά­νουν την πο­λι­τι­κή προ­σο­δο­φό­ρα επι­χεί­ρη­ση, που κερ­δο­σκο­πούν πάνω στις έδρες των νο­μο­θε­τι­κών σω­μά­των, τόσο της Ομο­σπον­δί­ας όσο και των ξε­χω­ρι­στών Πο­λι­τειών, ή που ζουν από την προ­πα­γάν­δα που κά­νουν για το κόμμα τους και που μετά τη νίκη του αμεί­βο­νται με θέ­σεις.

Είναι γνω­στό πώς οι Αμε­ρι­κα­νοί τριά­ντα χρό­νια τώρα προ­σπα­θούν να απο­τι­νά­ξουν αυτό τον ανυ­πό­φο­ρο πλέον ζυγό, και πώς, παρ’ όλα αυτά, βου­λιά­ζουν όλο και πιο βαθιά σε τούτο το βάλτο της δια­φθο­ράς. Ακρι­βώς στην Αμε­ρι­κή μπο­ρού­με να δούμε κα­λύ­τε­ρα πώς συ­ντε­λεί­ται αυτή η ανε­ξαρ­τη­το­ποί­η­ση της κρα­τι­κής εξου­σί­ας απέ­να­ντι στην κοι­νω­νία, της οποί­ας αρ­χι­κά προ­ο­ρι­ζό­ταν να είναι το απλό όρ­γα­νο. Εδώ δεν υπάρ­χει καμιά δυ­να­στεία, ούτε ευ­γε­νείς, ούτε μό­νι­μος στρα­τός, εκτός από τους λί­γους άν­δρες για την επί­βλε­ψη των Ιν­διά­νων, δεν υπάρ­χει ούτε γρα­φειο­κρα­τία με μό­νι­μες θέ­σεις ή με δι­καί­ω­μα σύ­ντα­ξης. Κι όμως, έχου­με εδώ δυο με­γά­λες συμ­μο­ρί­ες από πο­λι­τι­κούς κερ­δο­σκό­πους, που παίρ­νουν δια­δο­χι­κά στα χέρια τους την κρα­τι­κή εξου­σία και την εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νται με τα πιο διε­φθαρ­μέ­να μέσα και για τους πιο διε­φθαρ­μέ­νους σκο­πούς – και το έθνος είναι ανί­σχυ­ρο μπρο­στά στους δυο με­γά­λους αυ­τούς συ­να­σπι­σμούς πο­λι­τι­κών, που βρί­σκο­νται δήθεν στην υπη­ρε­σία του, αλλά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το εξου­σιά­ζουν και το λε­η­λα­τούν.

Ενά­ντια σ’ αυτή την ανα­πό­φευ­κτη σε όλα τα ως τώρα κράτη με­τα­τρο­πή του κρά­τους και των κρα­τι­κών ορ­γά­νων από υπη­ρέ­τες της κοι­νω­νί­ας σε αφέ­ντες της κοι­νω­νί­ας, η Κομ­μού­να χρη­σι­μο­ποί­η­σε δυο αλάν­θα­στα μέσα. Πρώτα, επάν­δρω­σε όλες τις θέ­σεις –διοι­κη­τι­κές, δι­κα­στι­κές και εκ­παι­δευ­τι­κές– με υπαλ­λή­λους εκλεγ­μέ­νους με βάση την κα­θο­λι­κή ψη­φο­φο­ρία όλων των εν­δια­φε­ρο­μέ­νων, και μά­λι­στα με την ανά πάσα στιγ­μή ανά­κλη­ση των αντι­προ­σώ­πων από τους ίδιους τους εν­δια­φε­ρό­με­νους. Και δεύ­τε­ρο, πλή­ρω­νε όλους τους υπαλ­λή­λους της, ανώ­τε­ρους και κα­τώ­τε­ρους, μο­νά­χα με το μισθό που έπαιρ­ναν οι άλλοι ερ­γά­τες. Ο με­γα­λύ­τε­ρος μι­σθός που γε­νι­κά πλή­ρω­νε η Κομ­μού­να ήταν 6.000 φρά­γκα. Έτσι μπήκε ένα σί­γου­ρο εμπό­διο στη θε­σι­θη­ρία και τον κα­ριε­ρι­σμό, ακόμα και χώρια από τις δε­σμευ­τι­κές εντο­λές που έπαιρ­ναν, επι­πρό­σθε­τα από τα άλλα, οι εκλεγ­μέ­νοι στα αντι­προ­σω­πευ­τι­κά σώ­μα­τα.

Αυτό το τσά­κι­σμα της πα­λιάς κρα­τι­κής εξου­σί­ας και η αντι­κα­τά­στα­σή της από μια νέα, αλη­θι­νά δη­μο­κρα­τι­κή, πε­ρι­γρά­φε­ται διε­ξο­δι­κά στο τρίτο μέρος του Εμ­φυ­λί­ου Πο­λέ­μου. Ήταν όμως ανα­γκαίο να στα­θού­με εδώ σύ­ντο­μα άλλη μια φορά σε ορι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του, γιατί ακρι­βώς στη Γερ­μα­νία η δει­σι­δαι­μο­νία για το κρά­τος πέ­ρα­σε από τη φι­λο­σο­φία στην κοινή συ­νεί­δη­ση της αστι­κής τάξης και ακόμα και σε πολ­λούς ερ­γά­τες. Κατά τη φι­λο­σο­φι­κή άποψη, το κρά­τος είναι η “πραγ­μά­τω­ση της ιδέας” ή η φι­λο­σο­φι­κά με­τα­γλωτ­τι­σμέ­νη βα­σι­λεία του Θεού πάνω στη γη, το πεδίο όπου η αιώ­νια αλή­θεια και η δι­καιο­σύ­νη πραγ­μα­το­ποιού­νται ή πρό­κει­ται να πραγ­μα­το­ποι­η­θούν. Κι από δω απορ­ρέ­ει ένας δει­σι­δαι­μο­νι­κός σε­βα­σμός προς το κρά­τος και προς το κα­θε­τί που συν­δέ­ε­ται με το κρά­τος, ο οποί­ος ρι­ζώ­νει τόσο πιο εύ­κο­λα, όσο έχου­με συ­νη­θί­σει από την παι­δι­κή ηλι­κία να φα­ντα­ζό­μα­στε ότι όλες οι υπο­θέ­σεις και τα συμ­φέ­ρο­ντα που είναι κοινά για όλη την κοι­νω­νία δεν μπο­ρούν να εξυ­πη­ρε­τη­θούν αλ­λιώς, παρά όπως εξυ­πη­ρε­τού­νταν ως τώρα, δη­λα­δή μέσω του κρά­τους και των κα­λο­βο­λε­μέ­νων ορ­γά­νων του. Και οι άν­θρω­ποι φα­ντά­ζο­νται ότι έχουν κάνει κιό­λας ένα εξαι­ρε­τι­κά τολ­μη­ρό βήμα προς τα εμπρός όταν απε­λευ­θε­ρώ­νο­νται από την πίστη στην κλη­ρο­νο­μι­κή μο­ναρ­χία κι ορ­κί­ζο­νται στο όνομα της ρε­που­μπλι­κα­νι­κής δη­μο­κρα­τί­ας.

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως, το κρά­τος δεν είναι τί­πο­τε άλλο παρά μια μη­χα­νή για την κα­τα­πί­ε­ση μιας τάξης από μια άλλη και μά­λι­στα όχι λι­γό­τε­ρο στην αστι­κή δη­μο­κρα­τία απ’ ό,τι στη μο­ναρ­χία· και στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση ένα κακό που κλη­ρο­δο­τεί­ται στο νι­κη­φό­ρο στον αγώνα για την τα­ξι­κή κυ­ριαρ­χία προ­λε­τα­ριά­το, και που τις χει­ρό­τε­ρες πλευ­ρές του, όπως το έκανε η Κομ­μού­να, δεν μπο­ρεί να μην τις πε­ρι­κό­ψει όσο το δυ­να­τό γρη­γο­ρό­τε­ρα, ωσό­του μια γενιά, με­γα­λω­μέ­νη μέσα σε νέες, ελεύ­θε­ρες κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες, θα είναι σε θέση να ξε­φορ­τω­θεί όλα αυτά τα σκου­πί­δια που απο­τε­λούν το κρά­τος.

Τον τε­λευ­ταίο καιρό, το γερ­μα­νό φι­λι­σταίο τον πιά­νει ξανά ένας ιερός τρό­μος όταν ακού­ει τις λέ­ξεις “δι­κτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του”. Ε, λοι­πόν, κύ­ριοι, θέ­λε­τε να μά­θε­τε πώς είναι αυτή δι­κτα­το­ρία; Κοι­τάξ­τε την πα­ρι­σι­νή Κομ­μού­να. Αυτή ήταν η δι­κτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του.

 

Ση­μειώ­σεις

1. Ο Μαρξ έγρα­ψε αυτή την κλα­σι­κή υπε­ρά­σπι­σή του της Πα­ρι­σι­νής Κομ­μού­νας με­τα­ξύ 6-30 Μάη 1871, ενώ οι συ­γκρού­σεις στο Πα­ρί­σι συ­νε­χί­ζο­νταν. Η πρώτη έκ­δο­ση κυ­κλο­φό­ρη­σε στο Λον­δί­νο, στις 13 Ιούνη 1871.

2. Μια ανα­φο­ρά στον πό­λε­μο των Γερ­μα­νών ενά­ντια στον Να­πο­λέ­ο­ντα στα 1813-14.

3. Στη δε­κα­ε­τία του 1820 χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν ως «δη­μα­γω­γοί» τα μέλη του αντι­πο­λι­τευ­τι­κού κι­νή­μα­τος στη γερ­μα­νι­κή δια­νό­η­ση, τα οποία αγω­νί­ζο­νταν ενά­ντια στο αντι­δρα­στι­κό πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα και για την ενο­ποί­η­ση της Γερ­μα­νί­ας. Αντι­με­τώ­πι­ζαν ανη­λε­είς διώ­ξεις από τη μεριά των αρχών. Ο Ότο Μπί­σμαρκ (1815-1898) ήταν κα­γκε­λά­ριος της Γερ­μα­νί­ας στα 1871-1890, πρω­τερ­γά­της της γερ­μα­νι­κής ενο­ποί­η­σης. Το 1878 ει­σή­γα­γε τους Αντι­σο­σια­λι­στι­κούς Νό­μους, απα­γο­ρεύ­ο­ντας τις ορ­γα­νώ­σεις και τις συ­γκε­ντρώ­σεις των σο­σια­λι­στών.

4. Μετά τη συ­ντρι­πτι­κή ήττα της Γαλ­λί­ας στον Γαλ­λο­γερ­μα­νι­κό Πό­λε­μο του Ιού­λη-Σε­πτέμ­βρη 1870 η Γαλ­λία ανα­γκά­στη­κε να πα­ρα­χω­ρή­σει στη Γερ­μα­νία την Αλ­σα­τία και μέρος της Λω­ραί­νης.

5. Ανα­φο­ρά στην επα­νά­στα­ση του Ιου­λί­ου 1830 στη Γαλ­λία.

6. O Λου­δο­βί­κος Φί­λιπ­πος (1773-1850) ήταν βα­σι­λιάς της Γαλ­λί­ας στα 1830-48, όταν παύ­τη­κε από την επα­νά­στα­ση. Ο Λου­δο­βί­κος-Να­πο­λέ­ων Βο­να­πάρ­της (1808-73) ήταν πρό­ε­δρος της Δεύ­τε­ρης Γαλ­λι­κής Δη­μο­κρα­τί­ας και, μετά το πρα­ξι­κό­πη­μα της 2 Δε­κεμ­βρί­ου του 1851, ως Να­πο­λέ­ων ο Γ΄, βα­σι­λιάς της Β΄ Γαλ­λι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Απο­μα­κρύν­θη­κε μετά την ήττα της Γαλ­λί­ας στον πό­λε­μο του 1870 με την Πρω­σία, όταν ανα­κη­ρύ­χτη­κε η Γ΄ Γαλ­λι­κή Δη­μο­κρα­τία. Εκ­φρα­στής της κρα­τι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας, ο Λου­δο­βί­κος εκ­με­ταλ­λεύ­τη­κε την εξά­ντλη­ση των άλλων τά­ξε­ων για να εδραιώ­σει την εξου­σία του, ένα φαι­νό­με­νο που ανέ­λυ­σε ο Μαρξ στο Η 18η Μπρι­μέρ και έμει­νε γνω­στό ως βο­να­παρ­τι­σμός.

7. O Θιέρ­σος (1797-1877), απο­κλη­μέ­νος “νάνος” από τον Μαρξ, κα­τέ­πνι­ξε την Πα­ρι­σι­νή Κομ­μού­να και ήταν προ­σω­ρι­νός πρό­ε­δρος της Γαλ­λι­κής Δη­μο­κρα­τί­ας στα 1871-73. Η συν­θή­κη ει­ρή­νης ανά­με­σα στη Γαλ­λία και τη Γερ­μα­νία υπο­γρά­φη­κε στις Βερ­σαλ­λί­ες στις 26 Φε­βρουα­ρί­ου 1871.

8. Ο Εμίλ Εντ (1843-1888), μπλαν­κι­στής σο­σια­λι­στής, ήταν στρα­τη­γός της Κομ­μού­νας, μέλος της Εκτε­λε­στι­κής Επι­τρο­πής και της Επι­τρο­πής Πο­λέ­μου.

9. Οι νε­κροί της Κομ­μού­νας υπο­λο­γί­ζο­νται σε 20.000-30.000, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι δο­λο­φο­νη­μέ­νοι μετά τη νίκη της αντε­πα­νά­στα­σης. Χι­λιά­δες άλλοι κλεί­στη­καν στις φυ­λα­κές ή εξο­ρί­στη­καν.

10. Ο Ογκίστ Μπλαν­κί (1805-81) ήταν γάλ­λος επα­να­στά­της και σο­σια­λι­στής. Ικα­νός πο­λι­τι­κός ηγέ­της και προ­πα­γαν­δι­στής, ήταν οπα­δός της κα­τά­λη­ψης της εξου­σί­ας από μια μικρή απο­φα­σι­σμέ­νη μειο­ψη­φία επα­να­στα­τών – άποψη που έμει­νε γνω­στή ως μπλαν­κι­σμός. Ο Πιερ Ζοζέφ Πρου­ντόν (1809-65) ήταν γάλ­λος μι­κρο­α­στός σο­σια­λι­στής. Επη­ρέ­α­σε τον αναρ­χι­σμό, κύ­ριως λόγω της άρ­νη­σής του του πο­λι­τι­κού και συν­δι­κα­λι­στι­κού αγώνα, ενώ υπο­στή­ρι­ξε αντι­ση­μι­τι­κές και “αντι­φε­μι­νι­στι­κές” θέ­σεις. Οι θε­ω­ρί­ες του, ένα μείγ­μα ου­το­πι­κού σο­σια­λι­σμού και συ­νερ­γα­τι­σμού, δέ­χτη­καν τη σκλη­ρή κρι­τι­κή του Μαρξ.

11. Ρε­φορ­μι­στι­κό ρεύμα στο γαλ­λι­κό ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα, πρέ­σβευε την πο­λι­τι­κή του “εφι­κτού” (possible).

Πηγή: Μαρ­ξι­στι­κή Σκέψη, τόμος 2, σελ. 68-79

Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση: Η ανα­δη­μο­σί­ευ­ση του πα­ρό­ντος είναι ελεύ­θε­ρη, με την πα­ρά­κλη­ση να γί­νε­ται πα­ρα­πο­μπή στο ελ­λη­νι­κό ΜΙΑ και στη Μαρ­ξι­στι­κή Σκέψη.

Πηγή: «Μαρξ - Έν­γκελς - Για τον Ρε­φορ­μι­σμό», εκ­δό­σεις Σύγ­χρο­νη Εποχή

Ετικέτες