Η ΕΕ-εκδικητής είναι εδώ!
Στις 28 Απρίλη, μέσα στο παγωμένο πολιτικό κλίμα που ζει η Γαλλία λόγω της πανδημίας, η κυβέρνηση Μακρόν ανακοίνωσε τη σύλληψη 7 βετεράνων αγωνιστών/στριών που αντιμετώπισαν κατηγορίες για συμμετοχή σε «αιματηρές ενέργειες» κατά την περίοδο της ένοπλης πάλης στην Ιταλία, διέφυγαν τότε στη Γαλλία, όπου έζησαν νόμιμα και στο φως της μέρας για πάνω από 40 χρόνια. Ακόμα 2 καταζητούνται και μέχρι τώρα αποφεύγουν τη σύλληψη. Οι ηλικίες τους κυμαίνονται από 63 ως 77 χρονών.
Η κυβέρνηση Μακρόν ανταποκρίνεται έτσι στο νέο αίτημα της κυβέρνησης Ντράγκι (αυτού του «πεφωτισμένου» τραπεζίτη) που ζήτησε να εκδοθούν στην Ιταλία οι πρόσφυγες του ’70, για να εκτίσουν τις βαριές ποινές που εκκρεμούν σε βάρος τους. Είναι προφανές ότι το κίνητρο του Ντράγκι είναι να καλοπιάσει την ακροδεξιά, τη Λέγκα του Σαλβίνι και τους νεοφασίστες Φρατέλι Ντ’ Ιτάλια. Είναι επίσης προφανές ότι οι 7 πολιτικοί πρόσφυγες, αν τελικά εκδοθούν στην Ιταλία, οδηγούνται στο να πεθάνουν στη φυλακή, παρότι όποια πολιτική τους δραστηριότητα έχει διακοπεί εδώ και δεκαετίες.
Η απόφαση του Μακρόν υπήρξε σοκ για τη Γαλλία.
Είναι μια ρήξη με το «δόγμα» του Μιτεράν, του σοσιαλδημοκράτη προέδρου μετά το 1981, που δέχθηκε στη Γαλλία τους Ιταλούς πολιτικούς πρόσφυγες της περιόδου της ένοπλης πάλης, τους έδωσε χαρτιά και δικαιώματα για να αρχίσουν μια νέα ζωή, υπό έναν όρο: την αποχή από παράνομες δραστηριότητες.
Στη βάση αυτής της πολιτικής του Μιτεράν -που κυβερνούσε σε συνεργασία ή με την ανοχή του ΚΚ Γαλλίας- πέρασαν τις Άλπεις πάνω από 300 καταζητούμενοι για συμμετοχή σε πράξεις «αριστερής τρομοκρατίας», που ξανάρχισαν τη ζωή τους στη Γαλλία.
Είναι επίσης μια ρήξη ακόμα και με την πολιτική παράδοση της συντηρητικής Δεξιάς. Ο Νικολά Σαρκοζί, στη διάρκεια της προεδρικής θητείας του, αντιμετώπισε επίσης το αίτημα της έκδοσης των φυγάδων στην Ιταλία. Ο Σαρκοζί, που δε φημιζόταν για φιλοαριστερά αισθήματα, είχε απαντήσει ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν τη δυνατότητα μιας «δίκαιης δίκης» (όπως κατ’ επανάληψη έχει αποφανθεί η Διεθνής Αμνηστία), ότι οι πράξεις τους δεν είναι δυνατόν να κριθούν αποσπασμένα από τις πολιτικές συνθήκες μιας περιόδου συγκρούσεων που έχει πλέον λήξει, και ότι τα πολιτικά κίνητρα στις ενέργειές τους ήταν παραπάνω από προφανή. Απέρριψε το αίτημα της έκδοσης, δηλώνοντας ότι ούτε τα εθνικά κράτη ούτε η ΕΕ μπορούν να λειτουργούν ως «εκδικητές».
Επειδή και εδώ, με αφορμή τον αγώνα του Δημήτρη Κουφοντίνα, λέχθηκαν πολλά και διάφορα, οφείλουμε να θυμίσουμε ορισμένα πράγματα για την Ιταλία των «μολύβδινων χρόνων». Ο κύκλος των δολοφονικών ένοπλων επιθέσεων άρχισε το Δεκέμβρη του 1969 με τη νεοφασιστική επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα και κορυφώθηκε τον Αύγουστο του 1980 με τη βομβιστική επίθεση των φασιστών στο σταθμό της Μπολόνια, στην καρδιά της «κόκκινης Ιταλίας». Ανάμεσα σε αυτά τα δύο εμβληματικά γεγονότα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ιταλικού υπουργείου Εσωτερικών, το 68% των πάσης φύσεως πολιτικών ένοπλων επιθέσεων οργανώθηκε από την ακροδεξιά, το 26% από την ακροαριστερά και το 6% από «διάφορους» με άγνωστα κίνητρα. Από τους 380 νεκρούς της «πολιτικής βίας», μόνο το 1/3 μπορεί να αποδοθεί στην ευθύνη της με οποιονδήποτε τρόπο θεωρούμενης ακροαριστεράς. Αυτά τα στοιχεία δείχνουν την πραγματική διάσταση της ακροδεξιάς-φασιστικής ένοπλης δράσης, που οργανώθηκε με τη συμμετοχή παρακρατικών θεσμών (όπως η Στοά P2), αλλά και των κρατικών υπηρεσιών του δικτύου Γκλάντιο, σε συνεργασία με νατοϊκές και αμερικανικές δυνάμεις. Για αυτή την ακροδεξιά δολοφονική δραστηριότητα κανένας δεν τιμωρήθηκε στα σοβαρά και κανένας δεν αντιμετωπίζει σήμερα προβλήματα δίωξης.
Στο μεταξύ, οι «ειδικοί νόμοι» του 1975, του ’78, του ’79, του ’80, έστρεψαν την «αντιτρομοκρατική» ορμή του κράτους κατά της ακροαριστεράς και του κινήματος. Η δυνατότητα κράτησης χωρίς κατηγορία διευρύνθηκε και επιμηκύνθηκε, ανακαλύφθηκαν νέα εγκλήματα όπως η «ηθική ευθύνη» που οδηγούσε σε καταδίκη άσχετα από όποια προσωπική ευθύνη ή φυσική συμμετοχή σε πράξη, κατασκευάστηκε ένα νέο είδος ανθρώπου, οι «μετανιωμένοι»: μια μαρτυρία τους για κάποιον άλλο, συνιστούσε επαρκές αποδεικτικό στοιχείο ενοχής, ενώ επέφερε μείωσης της δικής τους ποινής.
Αυτά οδήγησαν σε ένα τεράστιων διαστάσεων «κύκλο» κατηγορουμένων (υπολογίζεται ότι ξεπέρασαν τις 100.000). Ένας από τους 7 συλληφθέντες στις 28 Απρίλη στο Παρίσι, είναι ο Τζόρτζιο Πιετροστέφανι, μέλος της ιστορικής ηγεσίας της οργάνωσης Lotta Continua, μαζί με τους Αντριάνο Σόφρι και Ολίβιο Μπομπρέσι. Οι Πιετροστέφανι, Σόφρι και Μπομπρέσι κατηγορήθηκαν από έναν «μετανιωμένο» ότι σε κάποια συζήτηση είχαν υποστηρίξει ως δικαιολογημένη την εκτέλεση του αστυνομικού επιθεωρητή Καλαμπρέζι, το 1972. Αυτό ήταν αρκετό για να στηθεί μια τερατώδης δίκη κατά των ηγετικών στελεχών της Lotta Continua.
Πολλοί πολιτικοί αναλυτές στη Γαλλία υποστηρίζουν ότι το «δόγμα» του Μιτεράν δεν ήταν σε σύγκρουση με τον Ιταλό ομόλογό του, Μπετίνο Κράξι, αλλά σε συνεννόηση μαζί του, δημιουργώντας μια δικλείδα διαφυγής για κάποια από τα θύματα των διώξεων, όπου οι κατηγορίες είχαν ξεπεράσει κάθε όριο λογικής.
Το ιταλικό κράτος είχε από παλιότερα κάποια κουλτούρα αμνηστίας. Τα ιστορικά εγκλήματα των φασιστών του Μουσολίνι αμνηστεύτηκαν και την αμνηστία υπέγραψε το 1946 ο ίδιος ο ηγέτης του ΚΚ Ιταλίας, ο Παλμίρο Τολιάτι. Ακόμα και σήμερα μπορεί να βρει κανείς ίχνη αυτής της παράδοσης: οι «σκληροί» των Ερυθρών Ταξιαρχιών, που δεν «μετανόησαν» παρότι κήρυξαν οι ίδιοι το «τέλος του αντάρτικου», έχοντας εκτίσει πολυετείς ποινές, έχουν σήμερα τα δικαιώματα που έχουν άλλοι ισοβίτες κρατούμενοι. Ο Μάριο Μορέτι, ο «ανακριτής» του Μόρο, βγαίνει καθημερινά από τη φυλακή, εργάζεται, έχει τις κοινωνικές σχέσεις του και το βράδυ επιστρέφει στο κελί.
Όμως αυτό το κλίμα δεν επεκτείνεται στους φυγάδες. Η ακροδεξιά, με επικεφαλής τον ίδιο το Σαλβίνι, έκανε σημαία τη διεκδίκηση της έκδοσης των πολιτικών προσφύγων, παρουσιάζοντας το αίτημα αυτό ως απόδειξη της «κυριαρχίας» του ιταλικού κράτους έναντι των, τάχα, υπερβολικά φιλελεύθερων νόμων και συνηθειών στην ΕΕ.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι το γιατί τώρα υιοθέτησε αυτή την πολιτική ο Ντράγκι και γιατί τώρα αποδέχθηκε το αίτημα ο Μακρόν.
Η απάντηση βρίσκεται στα χαρακτηριστικά της νέας εποχής, μετά τις κρίσεις του 2008 και του 2020, αλλά και μετά την πανδημία Covid. Σήμερα, υπό το πρόσχημα της αντιμετώπισης της πανδημίας, βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία βιομετρικής καταγραφής πάσης φύσεως πληροφοριών που αφορούν τον πληθυσμό, μια διαδικασία χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Στην υπηρεσία των κρατικών υπηρεσιών ασφάλειας έχουν τεθεί απεριόριστοι πόροι και όλες οι δυνατότητες των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Στο κέντρο της Ευρώπης, στη χώρα-πατρίδα του Διαφωτισμού, ο στρατός αναλαμβάνει για πρώτη φορά στη Γαλλία σημαντικότατα τμήματα των πολιτικών επιτήρησης και ασφάλειας, απέναντι σε «εσωτερικούς» εχθρούς. Η Βουλή εγκρίνει νόμους που ορίζουν τα πανεπιστήμια και τα εργατικά προάστια ως χώρους πολεμικών επιχειρήσεων, υπό το πρόσχημα της αντιμετώπισης του «ισλαμοφασισμού», ακόμα και αποσχιστικών απειλών κατά της ενότητας και της κυριαρχίας του γαλλικού κράτους. Η υπουργός Εθνικής Άμυνας δηλώνει επισήμως ότι η Γαλλία οφείλει να καταστεί ικανή άμεσα να αντιμετωπίσει συνθήκες… πυρηνικού πολέμου.
Αυτό το αποπνικτικό και ελευθεριοκτόνο πολιτικό κλίμα είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις εκτιμήσεις της κυρίαρχης τάξης για τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που θα καθορίσουν την ερχόμενη περίοδο. Οι ελίτ γνωρίζουν ότι θα πρέπει να προσπαθήσουν να επιβάλουν ακραία κοινωνικοοικονομική ανισότητα και γι’ αυτό προετοιμάζονται για πόλεμο, ενισχύοντας και προβάλλοντας σε κοινή θέα τη δύναμη του κράτους.
Γι’ αυτό η προσπάθεια έκδοσης των Ιταλών αγωνιστών-στριών δεν αφορά κάποιους «παππούδες και γιαγιάδες» της ένοπλης πάλης, δεν αφορά κάποιους βετεράνους του παγκόσμιου ’68, δεν αφορά το ιστορικό παρελθόν. Αφορά το παρόν και το μέλλον, αφορά τα πολιτικά δικαιώματα και τις ελευθερίες όλων μας, αφορά τη μορφή που παίρνει πλέον η ΕΕ και το εθνικό κράτος των χωρών-μελών της.
Στεκόμαστε στο πλευρό των Ιταλών αγωνιστών-στριών, που αντιμετωπίζουν στη δύση της ζωής τους ένα μεγάλο κίνδυνο. Στεκόμαστε στο πλευρό των δυνάμεων της γαλλικής Αριστεράς και της δημοκρατικής Γαλλίας, που προσπαθούν να αποτρέψουν αυτή την εκδικητική και παράλογη έκδοση. Οφείλουμε να κάνουμε και εδώ ό,τι μπορούμε για να τους βοηθήσουμε. Ας το σκεφτούμε στην επόμενη συνάντηση των ελληνικών και γαλλικών κυβερνητικών επιτελείων σχετικά με την αγορά των πολεμικών αεροσκαφών Ραφάλ.
ΥΓ: Στη Γαλλία δεν ζουν μόνο ακροαριστεροί πολιτικοί πρόσφυγες. Από το «δόγμα» Μιτεράν επωφελήθηκαν και ακροδεξιοί φυγάδες, λατινοαμερικάνοι βασανιστές και αφρικανοί χασάπηδες, αποδεδειγμένα ένοχοι για άγρια εγκλήματα κατά των λαών τους. Αυτοί δεν μπαίνουν σε περιπέτειες. Όποτε ζητήθηκε η έκδοσή τους, το γαλλικό κράτος απάντησε αρνητικά. Η Δικαιοσύνη δεν είναι «τυφλή», είναι πολιτικά αλλοίθωρη.