Ρωγμές στην ηγεμονία της σκληρής Δεξιάς

Ένα συγκλονιστικό κίνημα αντίστασης ξέσπασε στην Κολομβία. Ένας συνδυασμός «επίσημων» 24ωρων γενικών απεργιών και «αυθόρμητης» μαζικής παρατεταμένης δράσης από διάφορους χώρους θυμίζει τη «μαζική απεργία» όπως την όριζε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, με τη «μεγάλη πολλαπλότητα των πιο ποικίλων μορφών πάλης».

Το ξέσπασμα έρχεται σε συνέχεια προηγούμενων αγώνων των τελευταίων 2 χρόνων, αλλά αποτελεί και κορύφωσή του. Σύμφωνα με τον Νταβίντ Ρέγες, φοιτητή και αριστερό αγωνιστή: «Δεν έχει υπάρξει εξέγερση τέτοιας κλίμακας και μεγέθους από το 1977, όταν μια πανεθνική γενική απεργία κατέκτησε το 8ωρο».

Οι σπουδαίες αυτές ειδήσεις γίνονται ακόμα πιο σημαντικές αν αναλογιστούμε ότι έρχονται από την Κολομβία: Το «Ισραήλ της Λατινικής Αμερικής», το «κάστρο της αντίδρασης» στην υπο-ήπειρο, το οποίο δεν το είχε αγγίξει ιδιαίτερα ούτε η μεγάλη αντινεοφιλελεύθερη εξωκοινοβουλευτική εξέγερση στην περιοχή, κατά τη «στροφή» από τον 20ό στον 21ο αιώνα, ούτε το επακόλουθο εκλογικό αριστερόστροφο κύμα που έφερε στην εξουσία τις «ροζ κυβερνήσεις».

Το ξέσπασμα

Η αφορμή για το σημερινό ξέσπασμα ήταν μια φορολογική μεταρρύθμιση της δεξιάς κυβέρνησης Ντούκε. Επικαλούμενη την ανάγκη να ενισχυθούν τα δημόσια έσοδα, η κυβέρνηση επιβάρυνε ελάχιστα τις επιχειρήσεις (που είχαν εν τω μεταξύ απολαύσει θηριώδεις ελαφρύνσεις) και φόρτωσε τη μερίδα του λέοντος στα φυσικά πρόσωπα (73% του φορολογικού βάρος τα άτομα και 27% οι επιχειρήσεις). Ακόμα χειρότερα, επιβάρυνε ελάχιστα τους πλουσιότερους (επιβάρυνση κατά 1% οι πολύ πλούσιοι και κατά 2% οι υπερπλούσιοι) και φόρτωσε τη μερίδα του λέοντος στα φτωχότερα νοικοκυριά. Τα τελευταία θα επιβαρύνονταν ακόμα περισσότερο με την αύξηση του ΦΠΑ στο 19% σε βασικά είδη όπως νερό, ρεύμα, τηλέφωνο, ίντερνετ κλπ.

Στις 28 Απρίλη, η Εθνική Απεργιακή Επιτροπή (συντονισμός των συνδικαλιστικών οργανώσεων) κάλεσε σε γενική απεργία και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ανταποκρίθηκαν αψηφώντας και μια δικαστική εντολή που απαγόρευε τις διαδηλώσεις με πρόφαση τον κίνδυνο του Covid19. Από αυτό το σημείο και μετά, η απεργιακή δράση «ξηλώθηκε» από τα κάτω, μέσα από τη δραστηριότητα φοιτητών, νεαρών εργαζομένων και ιθαγενικών οργανώσεων που συνέχισαν να κινητοποιούνται στις 29- 30 Απρίλη.

Την 1η Μάη, παρότι ούτε τότε υπήρξε κάλεσμα από την Εθνική Απεργιακή Επιτροπή, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν στην μεγαλύτερη Πρωτομαγιάτικη κινητοποίηση εδώ και δεκαετίες. Υπό αυτή την πίεση, η Εθνική Απεργιακή Επιτροπή κάλεσε σε νέες γενικές απεργίες στις 5 και στις 12 Μάη, όπου κινητοποιήθηκαν ισχυροί οικονομικά κλάδοι όπως οι οδηγοί φορτηγών που προχώρησαν και σε αποκλεισμούς των μεγάλων οδικών αρτηριών. Στο «ενδιάμεσο», οι διαδηλώσεις και οι διάφορες απεργιακές δράσεις δεν σταμάτησαν καθόλου.

Νίκη και συνέχεια

Ο μεγάλος ξεσηκωμός αποδείχθηκε νικηφόρος. Στις 2 Μάη, ο Ντούκε απέσυρε το φορολογικό νομοσχέδιο ενώ παραιτήθηκε ο υπουργός Οικονομικών. Για μια ακόμα φορά τα τελευταία 2 χρόνια, η Λατινική Αμερική δείχνει ότι τα μαζικά μαχητικά κινήματα μπορούν να ανατρέπουν πολιτικές. Αλλά, επίσης για άλλη μια φορά, το κίνημα διεύρυνε τους ορίζοντές του πέρα από το αίτημα για το οποίο ξέσπασε αρχικά. Παρά την υποχώρηση Ντούκε, οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν. Είναι ενδεικτικό της έντασης και της έκτασης αυτών των κινητοποιήσεων που «συνέχιζαν» μετά την αρχική νίκη, ότι η Εθνική Απεργιακή Επιτροπή υποχρεώθηκε να καλέσει στις 2 νέες γενικές απεργίες αφότου ο αρχικός στόχος για τον οποίο είχε καλέσει στην πρώτη κινητοποίηση είχε ήδη επιτευχθεί.

Η συνέχεια των κινητοποιήσεων τροφοδοτήθηκε από τη συσσώρευση πολλών δυσφοριών. Αυτό που περιγράφεται ως «Πανεθνικό Απεργιακό Κίνημα» περιλαμβάνει συνδικαλιστικές οργανώσεις, οργανωμένα τμήματα των κοινωνικών κινημάτων, ανοργάνωτους εργάτες, γυναικείες οργανώσεις, ΛΟΑΤΚΙ συλλογικότητες, αγροτικές ενώσεις κ.ο.κ. Από τις 28 Απρίλη άλλωστε, είχε παρουσιαστεί το «ευρύ» σύνθημα «Για ζωή, ειρήνη, δημοκρατία κι ενάντια στο πακέτο [μέτρων] Ντούκε». Στις κινητοποιήσεις μετά την απόσυρση των φορολογικών μέτρων, έχει αυξηθεί η κυριαρχία του «Ντούκε – Φύγε!».

Καταστολή

Αν ο ένας λόγος που συνέχισε το κίνημα ήταν η συσσώρευση πολλών διαφορετικών δυσφοριών που οδηγούν σε «κεντρική» αμφισβήτηση της κυβέρνησης, ο άλλος αφορά την καταστολή. Ειδικά μετά την Πρωτομαγιά και αφότου η υποχώρηση στο φορολογικό δεν «εκτόνωσε» το κίνημα, ο Ντούκε κατέφυγε σε σκληρή καταστολή. Η «λατινοαμερικάνικη» καταστολή είναι εξαιρετικά άγρια με την κολομβιανή να αποτελεί «πρωτοπόρο». Η «παραδοσιακή» αστυνομία χτυπά τις διαδηλώσεις με δακρυγόνα, κρότου-λάμψης και πλαστικές σφαίρες. Η διαβόητη ESMAD, ένα στρατιωτικοποιημένο αστυνομικό σώμα που συγκροτήθηκε στα πλαίσια του «πολέμου κατά των ναρκωτικών» καταδιώκει και εκτελεί διαδηλωτές στα εργατικά προάστια της Μπογκοτά. Στο Καλί, ασφαλίτες πάνω σε μηχανές οργανώνουν δολοφονικές επιθέσεις μαφιόζικου τύπου (το λεγόμενο drive-by). Ακτιβιστές περιγράφουν συνθήκες «στρατιωτικής κατοχής» στις πόλεις. Σύμφωνα με την ΜΚΟ Temblores, ως τα μέσα Μάη υπήρχαν 39 δολοφονημένοι διαδηλωτές, 1055 αυθαίρετες συλλήψεις, 222 τραυματίες, 10 βιασμοί και μερικές εκατοντάδες «εξαφανίσεις».

Αυτά ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Η Εθνική Απεργιακή Επιτροπή ζητά τη διάλυση της ESMAD. Το ιθαγενικό κίνημα Minga οργανώνει ομάδες αυτοάμυνας για την προστασία των πολιορκημένων εργατικών προαστίων.

Προϊστορία

Υπάρχει άλλωστε πρόσφατη προϊστορία στο ζήτημα της καταστολής. Το σύνθημα για διάλυση της ESMAD είχε εμφανιστεί και υιοθετηθεί για πρώτη φορά από την Εθνική Απεργιακή Επιτροπή το φθινόπωρο του 2019. Ήταν το προηγούμενο μεγάλο ξέσπασμα -που έχει πολλές αναλογίες με το σημερινό: Μια 24ωρη γενική απεργία, που «ξεχείλωσε» από την επιμονή χιλιάδων να παραμείνουν στους δρόμους κι ενέπλεξε διάφορες κοινωνικές ομάδες με τις δυσφορίες τους, σε ένα κίνημα όπου συγκροτήθηκε για πρώτη φορά η «κεντρική» Εθνική Απεργιακή Επιτροπή, συνυπάρχοντας με διάφορες «τοπικοποιημένες ηγεσίες» που συχνά την ανταγωνίζονταν. Ήταν «το μεγαλύτερο κίνημα εδώ και δεκαετίες», μέχρι το σημερινό που το ξεπέρασε σε έκταση και διάρκεια. Τότε, ο 18χρονος Ντίλαν Κρουζ που δολοφονήθηκε στη διάρκεια διαδήλωσης «στο φως της ημέρας», είχε γίνει το «πρόσωπο» των θυμάτων του κολομβιανού κράτους που συνήθως εκτελούνταν «στο σκοτάδι».

Ακολούθησαν λίγοι μήνες ηρεμίας, αλλά η πρώτη μεγάλη ρωγμή στον «πάγο» της πανδημίας ήρθε το Σεπτέμβρη του 2020 -και πάλι με κέντρο την καταστολή. O δικηγόρος Χαβιέ Ορντόνεζ δολοφονήθηκε από αστυνομικούς, επειδή έπινε αλκοόλ με φίλους του σε ανοιχτό χώρο εν μέσω καραντίνας. Το βίντεο της δολοφονίας με την έκκληση «όχι άλλο, πνίγομαι» (τον στραγγάλισαν) κυκλοφόρησε και προκάλεσε μεγάλες αντι-αστυνομικές διαδηλώσεις, στη διάρκεια των οποίων δολοφονήθηκαν τουλάχιστον 10 νεαροί διαδηλωτές, ενώ 22 αστυνομικά τμήματα έγιναν στόχος επιθέσεων στην Μπογκοτά.

Πολιτική

Όλες αυτές οι εμπειρίες, μαζί με επιμέρους αγώνες της ίδιας περιόδου (εκπαιδευτικοί ενάντια στο άνοιγμα των σχολείων ενώ ο ιός κυκλοφορεί, υγειονομικοί για την κατάσταση του ΕΣΥ, φοιτητές για την κατάσταση της ανώτατης εκπαίδευσης, ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων για κρατικά εγκλήματα) ενοποιήθηκαν κι εκφράστηκαν στο σημερινό ξεσηκωμό. Σύμφωνα με τον Πιέτρο Λόρα Αλαρκόν, καθηγητή πανεπιστημίου και μέλος της ηγεσίας της Πατριωτικής Ένωσης (ένα αριστερό κόμμα που επανιδρύθηκε πρόσφατα, καθώς από την αρχική του συγκρότηση τη δεκαετία του ’80 και μετά έχει υποστεί δεκαετίες διώξεων), τα τελευταία γεγονότα αποτελούν: «Ένδειξη της κρίσης και της κυβέρνησης Ντούκε και της ηγεμονίας του Ουριμπίσμο στην Κολομβία [από τον πρώην πρόεδρο Ουρίμπε]. Αυτή είχε τη λογική της αντιμετώπισης κάθε κοινωνικής διαμαρτυρίας ως πρόβλημα δημόσιας τάξης και της μεταχείρισης οποιουδήποτε διαφωνούσε με το υπαρκτό οικονομικό μοντέλο ως εχθρό του κράτους. Ήταν η ιδέα, που συμμερίζεται η σημερινή κυβέρνηση, ότι πρέπει να ζούμε σε μια διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Σήμερα, αυτή η λογική φτάνει στο τέλος της διαδρομής της».

Μετά την ειρηνευτική συμφωνία

Στο υπόβαθρο βρίσκεται το τοπίο μετά την ειρηνευτική συμφωνία με τους αντάρτες των FARC, μετά από σχεδόν 50 χρόνια εμφυλίου πολέμου. Η συμφωνία του δεξιού προέδρου Σάντος δεν έλυνε κανένα από τα κοινωνικά ζητήματα που «τροφοδοτούσαν» τις γραμμές των FARC, ενώ προωθούταν από την αστική μερίδα που ήθελε να «απαλλαγεί» από την παρουσία των FARC στα βουνά και την ύπαιθρο για να προχωρήσει η εκμετάλλευση αυτών των απάτητων ως τότε εδαφών.

Αλλά το στρατόπεδο της απόρριψής της (που κέρδισε το σχετικό δημοψήφισμα με το οριακό 50,2%) καθοδηγήθηκε από τη σκληρή Δεξιά του πρώην προέδρου Ουρίμπε, που την κατηγορούσε ως «ενδοτική» απέναντι στους αντάρτες (που θα κέρδιζαν αμνηστία και την εγγυημένη δυνατότητα ενεργής συμμετοχής στην πολιτική ζωή) και την αστική μερίδα που έχει συνδεθεί απόλυτα με την «παραστρατιωτική οικονομία».

Μετά την ήττα στο δημοψήφισμα, ο Σάντος συναντήθηκε με τους εχθρούς της ειρήνης, πήρε υπόψη δεκάδες «προτάσεις για αλλαγές» και προχώρησε σε μια «αναθεωρημένη συνθήκη ειρήνης» που έγινε αποδεκτή από τις FARC και εγκρίθηκε από το κοινοβούλιο το Νοέμβρη του 2016.

Ακολούθησε η εκλογή του Ιβάν Ντούκε, στενού συνεργάτη του Αλβάρο Ουρίμπε κι εκφραστή της «σκληρής Δεξιάς». Έγινε γρήγορα σαφές ότι η ειρήνη υπήρξε «μονομερής». Μπορεί να μην υπήρχαν πλέον οι FARC, αλλά οι δεξιές παραστρατιωτικές οργανώσεις συνέχισαν να υπάρχουν -και στα βουνά και την ύπαιθρο της Κολομβίας κλιμακώθηκε ένα καθεστώς «Λευκής Τρομοκρατίας».

Ασφαλώς ούτε στις πόλεις υπήρξε κάποιος «εκδημοκρατισμός» της πολιτικής ζωής. Είναι ενδεικτικό ότι τον Αύγουστο του 2019, στελέχη των FARC, μεταξύ των οποίων και ένας από τους διαπραγματευτές της ειρηνευτικής συμφωνίας, ανακοίνωσαν την επιστροφή στην παρανομία, όχι με μια επιθετική φιλοδοξία «νέου αντάρτικου» με στόχο τη νίκη, αλλά ως καταφυγή σε «άμυνα» απέναντι σε ένα κράτος που δεν τηρούσε τα συμφωνημένα. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Το αντάρτικο των FARC είχε πάψει από πολλά χρόνια να αποτελεί πηγή μαζικής έμπνευσης ή να στρατεύει στην προοπτική μιας ορατής νικηφόρας κοινωνικής-πολιτικής ανατροπής. Συνέχισε να υπάρχει με σχετική δύναμη στα βουνά της Κολομβίας, ως «υποχρεωτική επιλογή» ντόπιων αγροτών που κινδύνευαν από τις δεξιές ένοπλες συμμορίες ή αγωνιστών που όποτε επιχείρησαν να στραφούν στον πολιτικό αγώνα αντιμετώπισαν δολοφονική βία. Η προϊστορία της «Πατριωτικής Ένωσης», της οργάνωσης που προαναφέρθηκε, είναι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα. Υπήρξε η πρώτη απόπειρα «ανοιχτής» πολιτικής δράσης που αντιμετώπισε μια πολύνεκρη καταστολή που εξώθησε τις FARC να καταλήξουν στο συμπέρασμα «μόνο ένοπλοι στα βουνά είμαστε ασφαλείς».

Απέναντι στις συμφωνίες του 2016, πολλοί-ες αγωνιστές-στριες της Αριστεράς στάθηκαν μεταξύ «συγκρατημένης στήριξης» και «ευμενούς ουδετερότητας». Το περιεχόμενο και τα κίνητρα της συμφωνίας του Σάντος δεν είχαν τίποτε το προοδευτικό, αλλά υπήρχε η εκτίμηση ότι η απαλλαγή της πολιτικής-κοινωνικής ζωής στη χώρα από τη «στρέβλωση» ενός χαμηλής έντασης εμφυλίου πολέμου χωρίς πιθανό νικητή θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από τα κινήματα (ενώ και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι FARC, είχαν αποδεχθεί τη συμφωνία).

Όσον αφορά την καθημερινότητα που διαμόρφωσε η συμφωνία, όλες οι κριτικές αποδείχθηκαν σωστές. Το κολομβιανό κράτος συνέχισε να λειτουργεί «εμφυλιοπολεμικά», τάση που ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από την επιστροφή των σκληρών του «ουριμπίσμο» στην κυβερνητική εξουσία, των πλέον απρόθυμων να αποδεχτούν τις όποιες θετικές «εγγυήσεις» περιλάμβανε η ειρηνευτική συμφωνία.

Αλλά ταυτόχρονα αναδείχθηκε η δυνατότητα που μπορούσε να δημιουργήσει η αφαίρεση του «βραχνά» της πολεμικής συνθήκης μεταξύ FARC και κυβέρνησης. Σε σχέση με το παρελθόν φαίνεται ότι ο κοινωνικός συσχετισμός έχει βελτιωθεί και δεν κάνει «μονόδρομο» την καταφυγή στην παρανομία. Πολύ περισσότερο που πνέει πλέον άνεμος αντίστασης κι ανατροπής ξανά σε όλη τη Λατινική Αμερική, δίνοντας χειροπιαστά παραδείγματα νικηφόρων αγώνων κι εμπνέει χιλιάδες ανθρώπους να βαδίσουν στο δρόμο της μαζικής εξέγερσης.

Αυτό το μίγμα, μιας σκληρής Δεξιάς που συμπεριφέρεται όπως είχε μάθει στα χρόνια του εμφυλίου και μιας κοινωνικής «Αριστεράς» (κινήματα κλπ) που αισθάνεται έτοιμη κι ικανή να αγωνιστεί μαζικά για τα κοινωνικά-δημοκρατικά-αντιμιλιταριστικά ζητήματα δημιούργησαν τελικά το τοπίο του 2018-2021, που συνοψίζει ο Αλαρκόν ως «τέλος διαδρομής» και ρωγμής στην ηγεμονία του «Ουριμπίσμο».

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες