Πρόλογος του Rp

Το κείμενο που δημοσιεύουμε παρακάτω, η διάσημη ανοιχτή επιστολή του Λένιν «Προς τους εργάτες και τους αγρότες της Ουκρανίας», είναι ένα κείμενο που έπαιξε μεγάλο ρόλο, σε μια κρίσιμη συγκυρία, προκάλεσε μεγάλες συζητήσεις μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα της εποχής, αφήνοντας «χνάρια» σε όλες τις μετέπειτα αποφάσεις της Κομιντέρν σχετικά με το εθνικό ζήτημα και το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση.

Ο Λένιν γράφει σε μια δύσκολη στιγμή του Εμφυλίου Πολέμου, παρότι τότε διαφαίνεται, για πρώτη φορά, η δυνατότητα νίκης των επαναστατικών δυνάμεων ενάντια στο στρατό των Λευκών στην Ουκρανία, υπό την ηγεσία του Αντόν Ντενίκιν, που είχε την αμέριστη βοήθεια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Ο Λένιν επιλέγει αυτήν τη στιγμή για να ξεκαθαρίσει συγκεκριμένα τη γραμμή των Μπολσεβίκων στο εθνικό ζήτημα στην Ουκρανία. Θεωρεί αυτό το ξεκαθάρισμα απαραίτητο για να επιτευχθεί η τελική νίκη απέναντι στις δυνάμεις της αντεπανάστασης και για να σταθεροποιηθεί η εργατική εξουσία και στο εσωτερικό της Ρωσίας. Συνδέει το εθνικό ζήτημα με τη θεματολογία των δημοκρατικών απαιτήσεων των αγροτών («να ολοκληρωθεί η κατάργηση της μεγάλης ιδιοκτησίας στη γη») και της πάλης ενάντια στην καταπίεση από τους φεουδάρχες, επιδιώκοντας να εγκατασταθεί και την Ουκρανία η εργατο-αγροτική συμμαχία που υπήρξε ο κορμός των επαναστατικών εξελίξεων στη Ρωσία. Δεν κρύβει καθόλου τον σκοπό του, που είναι η κατάργηση των εθνικών διχασμών και των κρατικών συνόρων, μέσα από τη διεκδίκηση της ευρύτερης δυνατής συνένωσης εργατικών και λαϊκών δυνάμεων. Όμως στρέφει την προσοχή μας στο γεγονός ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει αυτόματα κι ακαριαία, αλλά μέσα από την κατάκτηση στην πράξη της συναδέλφωσης και με τη χρήση των συναινετικών μεθόδων. Η μοναδική ρωσική απόφαση, κρατικών και κομματικών δυνάμεων, που περιλαμβάνεται στο σχέδιο του Λένιν, είναι η απόφαση ότι το μέλλον της Ουκρανίας επαφίεται στους ίδιους τους Ουκρανούς, μέσα από το επερχόμενο παν-ουκρανικό συνέδριο των Σοβιέτ. Προς την κατεύθυνση αυτή, ορίζει με μεγάλη σαφήνεια τα διαφορετικά καθήκοντα των επαναστατών μέσα στο κυρίαρχο έθνος («αλύπητα ενάντια στο μεγαλορωσικό σωβινισμό») και μέσα στο κυριαρχούμενο και καταπιεσμένο έθνος (προσπάθεια για να ξεπεραστούν οι προκαταλήψεις και καχυποψίες που κληρονομήθηκαν από τους αιώνες καταπίεσης).

Η γραμμή αυτή δεν έμεινε στα λόγια. Τη στρατιωτική ηγεσία των επαναστατικών δυνάμεων ανέλαβε ο Αντόνοφ-Οβσέενκο, ο επικεφαλής της εφόδου στα Ανάκτορα τον Οκτώβρη του ’17, ένας μπολσεβίκος υψηλού κύρους, που είχε την πλήρη εμπιστοσύνη του Λένιν και του Τρότσκι. Την πολιτική ηγεσία των κομματικών και κρατικών υποθέσεων στην Ουκρανία ανέλαβε ο Κριστιάν Ρακόφσκι, ένας από τους πιο ένθερμους διεθνιστές στις γραμμές των Μπολσεβίκων.

Η γραμμή αυτή έφτασε στη νίκη, τσακίζοντας τους Λευκούς, ξεπερνώντας στην πράξη τους δισταγμούς του εθνικιστικού «μικροαστικού σοσιαλισμού» μέρους της ουκρανικής Αριστεράς, χτίζοντας τη σοβιετική Ουκρανία. Μια, όχι ασήμαντη, ιστορική υπενθύμιση: Τόσο ο Αντόνοφ-Οβσέενκο, όσο και ο Κριστιάν Ρακόφσκι χάθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’30, μέσα στις σταλινικές «εκκαθαρίσεις».

Αυτή τη γραμμή, ακόμα και τη γλώσσα του Λένιν, τη χωρίζει άβυσσος με τη γραμμή, τη γλώσσα, και τις μεθόδους της σημερινής ρωσικής ηγεσίας.

Ο Πούτιν στο διαβόητο διάγγελμα, που προανάγγειλε την εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία, αισθάνθηκε την ανάγκη να επιτεθεί στον Λένιν κατηγορώντας τον ως «αρχιτέκτονα και πραγματικό εμπνευστή» της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας. Αισθάνθηκε την ανάγκη να επιτεθεί γενικότερα στην πολιτική των Μπολσεβίκων στην άμεσα μετεπαναστατική περίοδο, στην πολιτική που αναγνώρισε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των εθνών που είχαν εγκλωβιστεί στην Τσαρική «φυλακή των λαών», κάνοντας λόγο για «ρομαντικές, ουτοπικές κι ανέφικτες, όμως επικίνδυνες και καταστροφικές ιδέες της εποχής της επανάστασης». Έκανε προσεκτικά τη διάκριση μεταξύ Λένιν και Στάλιν, αναγνωρίζοντας στον δεύτερο ότι «στην πράξη εφάρμοσε τις δικές του ιδέες, κι όχι του Λένιν, αποκαθιστώντας την ενότητα του κράτους μέσα από την αυταρχική λειτουργία του…», όμως του άσκησε την κριτική ότι δεν τόλμησε να καταργήσει και στα χαρτιά, «στα συνταγματικά θεμέλια της ΕΣΣΔ» τις «επικίνδυνες ιδέες του Λένιν».

Μια ακόμα, όχι ασήμαντη, ιστορική υπενθύμιση: Ο αρχηγός της Λευκής αντεπανάστασης στην Ουκρανία, ο Αντόν Ντενίκιν, μετά την ήττα του διέφυγε στις ΗΠΑ. Πέθανε εκεί, στη δεκαετία του 1940, και τάφηκε με στρατιωτικές τιμές. Η Ρωσία του Πούτιν ζήτησε το 2005 επισήμως τα λείψανά του, που τάφηκαν στο ρωσικό έδαφος με τιμές ήρωα του κράτους. Το 2009, ο Πούτιν δήλωσε ότι η αυτοβιογραφία του Ντενίκιν, το «Ημερολόγιό» του, είναι ένα πολύτιμο βιβλίο, ειδικά στα κεφάλαια που επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψης ότι το ουκρανικό έδαφος είναι αναπόσπαστο κομμάτι του ρωσικού κράτους.

Τη μετάφραση του κειμένου του Λένιν, από το marxists.org, έκανε ο Πάνος Πέτρου.

-Rp

--------

Επιστολή στους εργάτες και αγρότες της Ουκρανίας

Με αφορμή τις νίκες επί του Ντενίκιν

Σύντροφοι, πριν 4 μήνες, στα τέλη Αυγούστου του 1919, είχα την ευκαιρία να απευθύνω μια επιστολή στους εργάτες και τους αγρότες, με αφορμή τη νίκη επί του Κολτσάκ.

Σήμερα δίνω για μαζική εκτύπωση το πλήρες κείμενο αυτής της επιστολής, προς τους εργάτες και τους αγρότες της Ουκρανίας, με αφορμή τις νίκες μας εκεί, επί του στρατού του Ντενίκιν.

Ο Κόκκινος Στρατός έχει καταλάβει το Κίεβο, την Πολτάβα και το Χάρκοβο και προελαύνει νικηφόρα προς το Ροστόφ. Η Ουκρανία βράζει, με μια εξέγερση ενάντια στον Ντενίκιν. Όλες οι δυνάμεις πρέπει να συγκεντρωθούν προς την τελική συντριβή του στρατού του Ντενίκιν, ο οποίος προσπαθεί να αποκαταστήσει την εξουσία των γαιοκτημόνων και των καπιταλιστών. Πρέπει να συντρίψουμε τον Ντενίκιν, για να προστατευτούμε ακόμα και από την παραμικρή πιθανότητα μιας νέας στρατιωτικής αντεπίθεσης.

Οι εργάτες και οι αγρότες της Ουκρανίας οφείλουν να κατανοήσουν τα συμπεράσματα που άντλησαν όλοι οι Ρώσοι εργάτες και αγρότες, μετά την κατάκτηση της Σιβηρίας από τον Κολτσάκ, αλλά και μετά την απελευθέρωσή της από τον Κόκκινο Στρατό, μετά από πολλούς μήνες τυραννίας των γαιοκτημόνων και των καπιταλιστών.

Η εξουσία του Ντενίκιν στην Ουκρανία υπήρξε μια σκληρή δοκιμασία, ανάλογη με την εξουσία του Κολτσάκ στη Σιβηρία. Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι τα διδάγματα από αυτήν τη σκληρή δοκιμασία θα δώσουν στους Ουκρανούς εργάτες κι αγρότες -όπως συνέβη με τους εργάτες κι αγρότες στα Ουράλια και τη Σιβηρία- μια πιο καθαρή κατανόηση των καθηκόντων της Σοβιετικής εξουσίας και θα τους ωθήσουν να την υπερασπιστούν ακόμα πιο παθιασμένα.

Στη Ρωσία η εξουσία των γαιοκτημόνων έχει πλέον καταργηθεί. Το ίδιο πρέπει να γίνει και στην Ουκρανία. Η Σοβιετική εξουσία των Ουκρανών εργατών κι αγροτών οφείλει να ολοκληρώσει την κατάργηση της μεγάλης ιδιοκτησίας στη γη, την πλήρη απελευθέρωση των Ουκρανών εργατών κι αγροτών από την καταπίεση των γαιοκτημόνων, την απελευθέρωση από τους γαιοκτήμονες.

Αλλά πέρα από αυτό το καθήκον, όπως και άλλα καθήκοντα που αντιμετώπισαν και εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενες μάζες τόσο στη Ρωσία όσο και στην Ουκρανία, η Σοβιετική εξουσία στην Ουκρανία έχει και κάποια δικά της, ιδιαίτερα καθήκοντα. Ένα από αυτά τα ειδικά καθήκοντα αξίζει τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή μας αυτή τη στιγμή. Είναι το εθνικό ζήτημα, ή –με άλλα λόγια– το ζήτημα του αν η Ουκρανία θα πρέπει να γίνει μια χωριστή κι ανεξάρτητη Ουκρανική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία που θα βρεθεί σε συμμαχία (ομοσπονδία) με τη Ρωσική Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Σοβιετική Δημοκρατία, ή αν η Ουκρανία θα πρέπει να συγχωνευτεί με τη Ρωσία για να δημιουργηθεί μια ενιαία Σοβιετική Δημοκρατία. Κάθε μπολσεβίκος, και κάθε πολιτικά συνειδητός εργάτης κι αγρότης, οφείλει να σκεφτεί με ιδιαίτερη προσοχή αυτό το ζήτημα.

Η ανεξαρτησία της Ουκρανίας έχει αναγνωριστεί από την Πανρωσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της ΡΣΟΣΔ (Ρωσική Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Σοβιετική Δημοκρατία), αλλά και από το Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Μπολσεβίκοι). Είναι συνεπώς αυταπόδεικτο και γενικά παραδεκτό, ότι μόνο οι ίδιοι οι Ουκρανοί εργάτες κι αγρότες θα πρέπει να αποφασίσουν, και θα αποφασίσουν στο δικό τους Πανουκρανικό Συνέδριο των Σοβιέτ, για το αν η Ουκρανία θα συγχωνευτεί με τη Ρωσία, ή αν θα παραμείνει ως μια χωριστή και ανεξάρτητη Δημοκρατία -και αν συμβεί το δεύτερο, για το τι είδους ομόσπονδοι δεσμοί θα δημιουργηθούν ανάμεσα σε αυτή τη Δημοκρατία και τη Ρωσία.

Ποια απόφαση σε αυτό το ζήτημα θα ήταν η καλύτερη όσον αφορά τα συμφέροντα των εργαζομένων και της προώθησης του αγώνα τους για πλήρη απελευθέρωση της εργασίας από τον ζυγό του κεφαλαίου;

Πρώτον, τα συμφέροντα της εργασίας εξυπηρετούνται από την πληρέστερη εμπιστοσύνη και τη στενότερη συμμαχία ανάμεσα στους εργαζόμενους διαφορετικών χωρών και εθνών. Οι υποστηρικτές των γαιοκτημόνων και των καπιταλιστών, της αστικής τάξης, πασχίζουν να διχάζουν τους εργάτες, να εντείνουν την εθνική δυσφορία και εχθρότητα, προκειμένου να αποδυναμώνουν τους εργάτες και να ενισχύουν την εξουσία του κεφαλαίου.

Το κεφάλαιο είναι μια διεθνής δύναμη. Για την απάλειψή του, απαιτείται μια διεθνής εργατική συμμαχία, μια διεθνής εργατική αδελφοσύνη.

Στεκόμαστε ενάντια στις εθνικές εχθρότητες και διαφορές, ενάντια στην εθνική αποκλειστικότητα. Είμαστε διεθνιστές. Υποστηρίζουμε τη στενή ενότητα και την πλήρη συγχώνευση των εργατών και των αγροτών, όλων των εθνών, σε μια κοινή παγκόσμια Σοβιετική Δημοκρατία.

Δεύτερον, οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να ξεχνούν ότι ο καπιταλισμός έχει διαιρέσει τα έθνη, σε έναν μικρό αριθμό καταπιεστικών, μεγάλων (ιμπεριαλιστικών), κυρίαρχων και προνομιούχων εθνών, από τη μια, και από την άλλη, μια μεγάλη πλειοψηφία καταπιεσμένων, εξαρτημένων και ημι-εξαρτημένων, μη-κυρίαρχων εθνών. Ο εγκληματικός και αντιδραστικός πόλεμος του 1914-18 παρόξυνε αυτή τη διαίρεση και κατά συνέπεια ενίσχυσε τις μνησικακίες και τα μίση. Επί αιώνες συσσωρεύεται η αγανάκτηση και η καχυποψία των μη-κυρίαρχων και εξαρτημένων εθνών απέναντι στα κυρίαρχα και καταπιεστικά έθνη, η αγανάκτηση και η καχυποψία εθνών όπως το Ουκρανικό απέναντι σε έθνη όπως το Μεγαλο-Ρωσικό.

Θέλουμε μια εθελοντική ένωση των εθνών -μια ένωση που αποκλείει κάθε εξαναγκασμό ενός έθνους από ένα άλλο- μια ένωση που θα έχει ως θεμέλιο την πληρέστερη εμπιστοσύνη, την καθαρή αναγνώριση της αδελφικής ενότητας, πάνω σε μια απολύτως εθελοντική συναίνεση.

Μια τέτοια ένωση δεν μπορεί να επιτευχθεί ακαριαία. Οφείλουμε να εργαστούμε προς αυτόν το στόχο με τη μεγαλύτερη δυνατή υπομονή και προσοχή, ώστε να μην διαταράσσουμε σχέσεις και να μην ξεσηκώνουμε δυσπιστία. Για να μπορέσει να υπάρξει μια ευκαιρία να εξασθενήσει η δυσπιστία που κληρονομούμε από τους αιώνες καταπίεσης από τους γαιοκτήμονες και τους καπιταλιστές, τους αιώνες ατομικής ιδιοκτησίας, να εξασθενήσει η εχθρότητα που έχει αναπτυχθεί μέσα από τα μοιράσματα και τα ξανα-μοιράσματα του κόσμου.

Συνεπώς, πρέπει να πασχίζουμε επίμονα για την ενότητα των εθνών και να πολεμάμε, χωρίς δισταγμό, οτιδήποτε ενισχύει τη διαίρεσή τους. Και κάνοντας αυτό, πρέπει παράλληλα να είμαστε πολύ προσεκτικοί και υπομονετικοί, και να κάνουμε υποχωρήσεις απέναντι στα κατάλοιπα εθνικής δυσπιστίας που επιβιώνουν.

Πρέπει να είμαστε πεντακάθαροι και αδιάλλακτοι απέναντι σε ό,τι θίγει τα θεμελιώδη συμφέροντα της εργασίας, στον αγώνα της για απελευθέρωση από το ζυγό του κεφαλαίου. Το ζήτημα της οριοθέτησης των συνόρων σήμερα -προς το παρόν, γιατί τελικά παλεύουμε για την πλήρη κατάργηση των συνόρων- δεν είναι ούτε θεμελιώδες, ούτε σημαντικό. Σε αυτό το ζήτημα έχουμε τη δυνατότητα να δείξουμε υπομονή, και πρέπει να δείξουμε υπομονή, γιατί η εθνική δυσπιστία ανάμεσα στις πλατιές μάζες των αγροτών και των μικροϊδιοκτητών είναι συχνά πολύ ανθεκτική, και η βιασύνη μπορεί μόνο να την ενισχύσει, με άλλα λόγια να θέσει σε κίνδυνο την υπόθεση της πλήρους και τελικής ενότητας. 

Η εμπειρία της επανάστασης των εργατών και των αγροτών στη Ρωσία, της επανάστασης του Οκτώβρη-Νοέμβρη 1917, αλλά και των δύο χρόνων νικηφόρου πολέμου ενάντια στην ολομέτωπη επίθεση των διεθνών και Ρώσων καπιταλιστών, έκαναν απολύτως καθαρό ότι οι καπιταλιστές είχαν κατορθώσει, για ένα διάστημα, να αξιοποιούν την εθνική καχυποψία που αισθάνονταν απέναντι στους Μεγαλο-Ρώσους οι Πολωνοί, Λετονοί, Εσθονοί και Φινλανδοί αγρότες και μικροϊδιοκτήτες, και ότι είχαν κατορθώσει για ένα διάστημα να υποκινούν διχόνοιες μεταξύ μας πάνω στη βάση αυτής της εθνικής καχυποψίας.

Η εμπειρία έχει δείξει ότι αυτή η καχυποψία εξασθενεί και εξαφανίζεται με αργό ρυθμό, και ότι όσο περισσότερη προσοχή και υπομονή δείχνουν οι Μεγαλο-Ρώσοι, που υπήρξαν για πολύ καιρό το έθνος καταπιεστής, τόσο πιο αποτελεσματικά μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτήν την  καχυποψία.

Μόνο αναγνωρίζοντας την ανεξαρτησία του Πολωνικού, του Λετονικού, του Λιθουανικού, του Εσθονικού και του Φινλαδικού κράτους, κερδίζουμε αργά, αλλά σταθερά, την εμπιστοσύνη των εργαζομένων μαζών των γειτονικών μικρών κρατών, που ήταν πιο καθυστερημένα και πιο εξαπατημένα και καταπιεσμένα από τους καπιταλιστές. Αυτός είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να τους αποσπάσουμε από την επιρροή των «δικών τους» εθνικών καπιταλιστών και να τους οδηγήσουμε με πλήρη εμπιστοσύνη, στη μελλοντική ενωμένη διεθνή Σοβιετική Δημοκρατία.

Όσο η Ουκρανία δεν έχει απελευθερωθεί ολόκληρη από τον Ντενίκιν, και μέχρι να συγκληθεί το παν-ουκρανικό συνέδριο των σοβιέτ, τα χρέη της κυβέρνησης έχει αναλάβει η Παν-ουκρανική Επαναστατική Επιτροπή. Εκτός από τους Ουκρανούς Μπολσεβίκους Κομμουνιστές, εκεί υπάρχουν και οι Ουκρανοί Κομμουνιστές της Μπορότμπα, που εργάζονται σε αυτή την Επαναστατική Επιτροπή ως μέλη της κυβέρνησης.

Ένα από τα σημεία που διαφοροποιούν τους Μποροτμπιστές από τους Μπολσεβίκους, είναι ότι επιμένουν στην άνευ όρων ανεξαρτησία της Ουκρανίας. Οι Μπολσεβίκοι δεν θα αναβαθμίσουν αυτό το ζήτημα, σε ζήτημα γενικής διαφοροποίησης και διάλυσης της ενότητας, δεν το θεωρούν εμπόδιο στην κοινή προλεταριακή προσπάθεια. Πρέπει να υπάρξει ενότητα στον αγώνα ενάντια στο ζυγό του κεφαλαίου και για τη δικτατορία του προλεταριάτου, και δεν θα πρέπει να χωρίσουν οι δρόμοι μεταξύ Κομμουνιστών πάνω στο ζήτημα των εθνικών συνόρων, ή στο ζήτημα του αν θα υπάρξει ομόσπονδος ή άλλου είδους δεσμός ανάμεσα στα κράτη. Στις γραμμές των Μπολσεβίκων θα βρει κανείς υποστηρικτές της πλήρους ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, υποστηρικτές ενός λιγότερο ή περισσότερο στενού ομοσπονδιακού δεσμού με τη Ρωσία, αλλά και υποστηρικτές της πλήρους συγχώνευσης της Ουκρανίας με τη Ρωσία. 

Δεν πρέπει να ενισχύουμε τις διαφορές πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Αυτά θα αποφασιστούν από το Παν-Ουκρανικό Συνέδριο των Σοβιέτ.

Αν ένας Ρώσος κομμουνιστής επιμένει στη συγχώνευση της Ουκρανίας με τη Ρωσία, τότε οι Ουκρανοί μπορούν εύκολα να υποπτευτούν ότι δεν υποστηρίζει αυτή την πολιτική με κίνητρο να ενώσει τους προλετάριους στην πάλη ενάντια στο κεφάλαιο, αλλά λόγω των προκαταλήψεων του παλιού Μεγαλο-Ρωσικού εθνικισμού, του ιμπεριαλισμού. Αυτή η καχυποψία θα είναι φυσιολογική και σε ένα βαθμό αναπόφευκτη και δικαιολογημένη, καθώς οι Μεγαλο-Ρώσοι, υπό τον ζυγό των γαιοκτημόνων και των καπιταλιστών, διαποτίστηκαν για αιώνες με τις ντροπιαστικές και αποκρουστικές προκαταλήψεις του Μεγαλορωσικού σωβινισμού.  

Αν ένας Ουκρανός Κομμουνιστής επιμένει στην άνευ όρων ανεξαρτησία της Ουκρανίας, μένει εκτεθειμένος στην καχυποψία ότι δεν υποστηρίζει αυτή την πολιτική λόγω των προσωρινών συμφερόντων των Ουκρανών εργατών κι αγροτών στην πάλη τους ενάντια στο ζυγό του κεφαλαίου, αλλά για λογαριασμό των μικροαστικών εθνικών προκαταλήψεων που χαρακτηρίζουν τους μικρο-ιδιοκτήτες.

Η εμπειρία μας έχει δείξει εκατοντάδες περιπτώσεις μικροαστών «σοσιαλιστών» διάφορων χωρών -όλοι οι διάφοροι Πολωνοί, Λετονοί και Λιθουανοί ψευτοσοσιαλιστές, οι Γεωργιανοί Μενσεβίκοι και Σοσιαλεπαναστάτες και άλλοι- που μεταμφιέζονται σε υποστηρικτές του προλεταριάτου, με μοναδικό σκοπό να προωθήσουν ύπουλα μια πολιτική συμβιβασμού με τη «δική τους» εθνική αστική τάξη ενάντια στους επαναστατημένους εργάτες. Το είδαμε στην περίπτωση της κυβέρνησης Κερένσκι την περίοδο Φλεβάρη-Οκτώβρη 1917, και το έχουμε δει και το βλέπουμε και σε άλλες χώρες.

Η αμοιβαία καχυποψία μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών Κομμουνιστών μπορεί, συνεπώς, να προκύψει πολύ εύκολα. Πώς καταπολεμιέται αυτή η καχυποψία; Πώς μπορεί αυτή να ξεπεραστεί και να αποκατασταθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη;

Ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχουμε αυτό, είναι η συνεργασία στην υπεράσπιση της δικτατορίας του προλεταριάτου και της σοβιετικής εξουσίας, η συνεργασία στον αγώνα ενάντια στους γαιοκτήμονες και τους καπιταλιστές όλων των χωρών και ενάντια στις προσπάθειες να παλινορθώσουν την κυριαρχία τους. Αυτός ο κοινός αγώνας θα δείξει καθαρά στην πράξη ότι όποια απόφαση κι αν προκύψει όσον αφορά την κρατική ανεξαρτησία και τα σύνορα, θα χρειαστεί μια στενή στρατιωτική και οικονομική συμμαχία ανάμεσα στους Ρώσους και τους Ουκρανούς εργάτες, γιατί αλλιώς οι καπιταλιστές της Αντάντ, με άλλα λόγια η συμμαχία των πλουσιότερων καπιταλιστικών κρατών -Βρετανία, Γαλλία, Αμερική, Ιαπωνία και Ιταλία- θα μας συντρίψουν και θα μας στραγγαλίσουν τον καθένα ξεχωριστά. Η πάλη μας ενάντια στον Κολτσάκ και στον Ντενίκιν, τους οποίους οι καπιταλιστές στηρίζουν με χρήμα και όπλα, είναι μια εμφανής απόδειξη αυτού του κινδύνου. 

Όποιος υπονομεύει την ενότητα και τη στενή συνεργασία ανάμεσα στους Ρώσους και Ουκρανούς εργάτες κι αγρότες, βοηθάει τους Κολτσάκ, τους Ντενίκιν, τους καπιταλιστές ληστές όλων των χωρών.

Συνεπώς, εμείς οι Μεγαλο-Ρώσοι Κομμουνιστές πρέπει να καταστείλουμε με τη μέγιστη σκληρότητα την παραμικρή εκδήλωση Μεγαλορωσικού εθνικισμού στις γραμμές μας, γιατί τέτοιες εκδηλώσεις, που αποτελούν προδοσία του κομμουνισμού γενικότερα, προκαλούν τη μεγαλύτερη άμεση ζημιά, καθώς μας διαχωρίζουν από τους Ουκρανούς συντρόφους μας και διευκολύνουν τον Ντενίκιν και το καθεστώς του.

Συνεπώς, εμείς οι Μεγαλο-Ρώσοι Κομμουνιστές πρέπει να κάνουμε υποχωρήσεις, όταν προκύπτουν διαφορές με τους Ουκρανούς Μπολσεβίκους Κομμουνιστές και τους Μποροτμπιστές, και αυτές οι διαφορές αφορούν την κρατική ανεξαρτησία της Ουκρανίας, ή τις μορφές της συμμαχίας της με την Ρωσία, αλλά και το εθνικό ζήτημα γενικότερα. Όμως όλοι μας, Μεγαλο-Ρώσοι Κομμουνιστές, Ουκρανοί Κομμουνιστές και Κομμουνιστές κάθε άλλου έθνους, πρέπει να είμαστε αλύγιστοι και αδιάλλακτοι στα θεμελιώδη ζητήματα που είναι κοινά για όλα τα έθνη, στα ζητήματα του προλεταριακού αγώνα, της προλεταριακής εξουσίας. Δεν πρέπει να ανεχθούμε συμβιβασμούς με την αστική τάξη ή οποιαδήποτε διαίρεση των δυνάμεων που μας προστατεύουν ενάντια στον Ντενίκιν.

Ο Ντενίκιν πρέπει να συντριβεί και να καταστραφεί και τέτοιες στρατιωτικές επιθέσεις, όπως η δική του, δεν πρέπει να επιτραπεί να ξανασυμβούν. Αυτό είναι το θεμελιώδες συμφέρον και των Μεγαλο-Ρώσων και των Ουκρανών εργατών κι αγροτών. Αυτός ο αγώνας θα είναι παρατεταμένος και σκληρός, καθώς οι καπιταλιστές όλου του πλανήτη δίνουν βοήθεια στον Ντενίκιν και θα βοηθήσουν και όλους τους άλλους ομοίους του.

Σε αυτόν το μακρύ και σκληρό αγώνα, εμείς οι Μεγαλο-Ρώσοι και Ουκρανοί εργάτες πρέπει να διατηρήσουμε την πιο στενή συμμαχία, γιατί ο καθένας μόνος του είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα είναι ανίκανος να αντιμετωπίσει αυτό το καθήκον. Όποια κι αν θα είναι τα σύνορα μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, όποιες κι αν θα είναι οι μορφές των διμερών κρατικών σχέσεών τους, αυτά δεν έχουν τόση σημασία. Αυτά είναι ζητήματα πάνω στα οποία μπορεί και πρέπει να γίνουν υποχωρήσεις, ζητήματα πάνω στα οποία μπορεί να δοκιμαστεί μια λύση, ή μια άλλη, ή μια τρίτη. Η υπόθεση των εργατών και των αγροτών, η νίκη ενάντια στον καπιταλισμό, δεν θα χαθεί εξαιτίας τους.

Αλλά αν δεν καταφέρουμε να διατηρήσουμε τη στενότερη συμμαχία ενάντια στον Ντενίκιν, τη συμμαχία ενάντια στους καπιταλιστές και τους κουλάκους των χωρών μας και όλων των χωρών, η υπόθεση της εργατικής τάξης κατά πάσα πιθανότητα θα χαθεί για πολλά χρόνια, με την έννοια ότι οι καπιταλιστές θα μπορέσουν να συντρίψουν και να στραγγαλίσουν και τη Σοβιετική Ουκρανία και τη Σοβιετική Ρωσία.

Αυτό που προσπαθεί πάνω από όλα να πετύχει η αστική τάξη όλων των χωρών, με όλων των ειδών τα μικροαστικά κόμματα, δηλαδή τα «συμβιβαστικά» κόμματα που επιτρέπουν τις συμμαχίες με την αστική τάξη ενάντια στους εργάτες, είναι να διχάσουν τους εργάτες διαφορετικών εθνοτήτων, να ανακινήσουν τη καχυποψία και να εμποδίσουν τη στενή διεθνή συμμαχία και διεθνή αδελφοσύνη των εργατών. Όποτε η αστική τάξη το καταφέρνει αυτό, η υπόθεση των εργατών οδηγείται στην ήττα. Οι Κομμουνιστές της Ρωσίας και της Ουκρανίας πρέπει λοιπόν με υπομονετική, επίμονη, πεισματάρικη και συντονισμένη προσπάθεια, να ματαιώσουν τις εθνικιστικές μηχανορραφίες της αστικής τάξης και να εξαλείψουν τις εθνικιστικές προκαταλήψεις κάθε είδους, δημιουργώντας για τους εργαζόμενους όλου του κόσμου ένα παράδειγμα πραγματικά στέρεης συμμαχίας εργατών και αγροτών διαφορετικών εθνών, στον αγώνα για τη σοβιετική εξουσία, για την ανατροπή του ζυγού των γαιοκτημόνων και των καπιταλιστών, για μια παγκόσμια ομόσπονδη σοβιετική δημοκρατία.

Ν. Λένιν

28 Δεκέμβρη, 1919

Ετικέτες