Στο προηγούµενο φύλλο της «Ε.Α.», παρουσιάσαµε αναλυτικά την ξεχωριστή φύση της απειλής που αποτελεί ο Μπολσονάρο στη Βραζιλία, τη δυναµική που δηµιουργεί η επανενεργοποίηση του Λούλα αλλά και τη στρατηγική «ταξικής συνεργασίας» την οποία υιοθέτησε ο ηγέτης του PT, όπως και το διάλογο γύρω από την απόφαση του PSOL να µην επιχειρήσει να κατεβάσει µια δική του υποψηφιότητα στις εκλογές.
(Βλ. Ο Μπολσονάρο, ο Λούλα και η αντικαπιταλιστική Αριστερά)
Σε αυτό το άρθρο θα εξετάσουµε την κατάσταση που διαµορφώνεται στην τελική ευθεία προς τις κάλπες του Οκτώβρη.
Η εκλογική µάχη
Δηµοσκοπικά, ο Λούλα εξακολουθεί να διατηρεί σαφές προβάδισµα, ωστόσο αυτό µειώνεται. Από τα υψηλά 18-21%, στο 12-15% µέσα στο καλοκαίρι, ενώ οι τελευταίες δηµοσκοπήσεις του Αυγούστου έδιναν πλέον µονοψήφια διαφορά. Η νίκη του Λούλα από τον πρώτο γύρο εξακολουθεί να µην αποκλείεται, όµως εµφανίζεται πλέον ως πιο πιθανός ένας δεύτερος γύρος. Εκεί ο Λούλα παραµένει το φαβορί, κυρίως γιατί ο Μπολσονάρο αντιµετωπίζει ένα «ταβάνι»: Ο πληθωρισµός και η φτώχεια, η φονική πολιτική άρνησης/υποτίµησης της πανδηµίας, οι καταστροφές στον Αµαζόνιο, τα σκάνδαλα διαφθοράς, οι διαρκείς συγκρούσεις µε τους θεσµούς έχουν δηµιουργήσει ένα επίπεδο «απόρριψης» του Μπολσονάρο που εδώ και ένα χρόνο δεν έχει πέσει ποτέ κάτω από το 50%.
Ο Μπολσονάρο έχει προχωρήσει σε ενέργειες αντιστροφής της εικόνας (που εν µέρει ερµηνεύουν τη µείωση της διαφοράς). Στο επίπεδο της οικονοµίας, ενέκρινε ένα νέο, αυξηµένο πακέτο επιδοτήσεων στους φτωχότερους, του οποίου ο προεκλογικός του χαρακτήρας είναι κραυγαλέα εµφανής: η επιδότηση αφορά τους αµέσως επόµενους µήνες, µέχρι το Δεκέµβρη του 2022! Στο επίπεδο της πολιτικοϊδεολογικής µάχης, πήραν και πάλι µπρος (όπως το 2018) οι µηχανές ενεργοποίησης του «ηθικού πανικού»: Τα bot στο whatsapp διαχέουν «αποκαλύψεις» για το πώς ο «πρώην κατάδικος» Λούλα απειλεί τις χριστιανικές-οικογενειακές αξίες και την ιδιοκτησία και το PT υποστηρίζει την παιδοφιλία και θέλει να κάνει τα παιδιά γκέι, ενώ Ευαγελλιστές Πάστορες αναλαµβάνουν να πείσουν τα φτωχότερα (και άρα αµφίβολα) τµήµατα του ποιµνίου τους ότι «οι χριστιανοί δεν ψηφίζουν αριστερά». Αυτά λογικά δεν θα έχουν τον εντυπωσιακό αντίκτυπο που είχαν το 2018 (σε ένα γενικευµένο δεξιόστροφο «αντι-PT» κλίµα), αλλά µπορούν να συσπειρώσουν/ενεργοποιήσουν το συντηρητικό ακροατήριο.
Όπως θυµίζει διαρκώς ο Βραζιλιάνος µαρξιστής Βαλέριο Αρκάρι, αν και δηλώνει γενικά αισιόδοξος: «[ο Μπολσονάρο] δεν είναι ένα πολιτικό πτώµα. Δεν έχει ταφεί ακόµα… διαθέτει πολιτική και κοινωνική δύναµη, όπως και θέληση να πολεµήσει για την εξουσία».
Το πραγµατικά µεγάλο ερώτηµα που πλανάται πάνω από τις φετινές εκλογές στη Βραζιλία, αφορά το πώς θα αντιδράσει ο Μπολσονάρο και ο «λαός του» στο πιθανότερο σενάριο της εκλογικής ήττας. Ακόµα και η αµιγώς εκλογική συζήτηση -οι ψήφοι και τα ποσοστά- αφορούν περισσότερο αυτά τα σενάρια: Πόσους «στρατιώτες» (κατά την προσφιλή του έκφραση) θα διαπιστώσει ότι διαθέτει, για να επιχειρήσει να αγωνιστεί για την ακύρωση του αποτελέσµατος και την παραµονή του στην εξουσία.
Βραζιλιάνοι σχολιαστές συνηθίζουν να λένε ότι «όλη η θητεία του Μπολσονάρο ήταν µια διαρκής προεκλογική καµπάνια». Αυτή η «καµπάνια» συνοδευόταν από µια συστηµατική συκοφαντική επίθεση στην αξιοπιστία του εκλογικού συστήµατος, η οποία έχει κατορθώσει να σπείρει µια διάχυτη αµφιβολία. Ο Μπολσονάρο έχει ήδη δηµιουργήσει το µύθο της «κλεµµένης νίκης», µε µια στρατηγική βγαλµένη από το εγχειρίδιο του Ντόναλντ Τραµπ, που οδήγησε στα γεγονότα της 6ης Γενάρη του 2020 (έφοδος στο Καπιτώλιο), που από τις σηµερινές έρευνες αποδεικνύονται η «χαοτική» κορυφή ενός πολύ πιο συστηµατικού «παγόβουνου».
Η σύγκρουση στο κράτος
Θεωρώντας ότι «σηκώνει το γάντι» που είχε ρίξει ο Μπολσονάρο, το Ανώτατο Εκλογικό Δικαστήριο (TSE) δέχτηκε να δώσει στο στρατό (!) εποπτικά δικαιώµατα στην τεχνική προετοιµασία των εκλογών. Αποδείχθηκε ότι υπάρχουν πολλοί καραβανάδες πρόθυµοι να συνδράµουν στη δηµιουργία κλίµατος καχυποψίας απέναντι στο εκλογικό σύστηµα, προκαλώντας µικρές και µεγάλες εντάσεις µεταξύ µελών του TSE και διάφορων αξιωµατικών. Με τον στρατό (που µεγάλο τµήµα του έχει στενότατους δεσµούς µε τον Μπολσονάρο) ήδη πιο «νοµιµοποιηµένο», έφτασε ο υπουργός Άµυνας (και στρατηγός) Σέρχιο ντε Ολιβέιρα να καταθέτει στο δηµόσιο διάλογο ιδέες όπως η «παράλληλη καταµέτρηση» από τις… Ένοπλες Δυνάµεις.
Σε αυτό το φόντο, µέσα στο καλοκαίρι, η επιλογή του νέου προέδρου του TSE αποτέλεσε ένα µήνυµα στον Μπολσονάρο: Διορίστηκε ο Αλεξάντρε ντε Μοράες, ένας δικαστής που έχει κηρύξει «πόλεµο» στους ακροδεξιούς µηχανισµούς οργανωµένης διασποράς fake news και επαναλαµβάνει ότι το σύστηµα ψηφοφορίας έχει αποδειχθεί επανειληµµένα αξιόπιστο στα πάνω από 25 χρόνια χρήσης του. Με δική του εντολή στα τέλη Αυγούστου η Οµοσπονδιακή Αστυνοµία έκανε εφόδους στα σπίτια συγκεκριµένων µεγαλοεπιχειρηµατιών που αποκαλύφτηκε ότι συζητούσαν µεταξύ σοβαρού και αστείου (;) ότι σε περίπτωση νίκης του Λούλα θα ήταν προτιµότερο ένα πραξικόπηµα.
Με όρους ενεργοποίησης της κοινωνικής του βάσης πάντως, ο Μπολσονάρο έχει βρει στο πρόσωπο του ντε Μοράες τον «τέλειο κακό». Αυτόν που προσωποποιεί την «απόπειρα δικτατορίας» (βλ. νίκη του Λούλα) στην οποία αναφέρεται συχνά, δηλώνοντας στα συγκεντρωµένα πλήθη ότι απελευθέρωσε την οπλοκατοχή ώστε «κάθε καλός πολίτης να διαθέτει όπλο να αντισταθεί, αν χρειαστεί». Ο ίδιος έχει δηλώσει σε µια συνάντησή του µε τους ηγέτες των Ευαγγελιστών ότι βλέπει τρία πεπρωµένα για τον ίδιο: «Ή νεκρός, ή συλληφθέντας, ή νικητής», συµπληρώνοντας «και δεν θα µε συλλάβουν ποτέ».
Ασφαλώς µπορεί τελικά να καταπιεί αυτές τις µεγάλες κουβέντες και να αρκεστεί -ζωντανός και ηττηµένος- στη διασφάλιση του «δεν θα µε συλλάβουν»: Δηλαδή την οµαλή αποδοχή του αποτελέσµατος µε αντάλλαγµα την ασυλία, καθώς σε περίπτωση ήττας ο ίδιος και ο κύκλος του κινδυνεύουν µε αναρίθµητες διώξεις για οικονοµικά-πολιτικά-ποινικά εγκλήµατα. Όµως ο τρόπος που ανελίχθηκε στην εξουσία, η θητεία του στην προεδρία και η πολιτικοκοινωνική κατάσταση στη Βραζιλία δεν επιτρέπουν σε κανένα να πάρει ελαφρά τη καρδία όλες αυτές τις δηλώσεις ως σκέτο «θέατρο». Η υλοποίηση των όχι-και-τόσο-έµµεσων απειλών θα κριθεί από τη διερεύνηση των ερεισµάτων του: Στην άρχουσα τάξη, στο κράτος (και κυρίως στο στρατό), στην κοινωνία.
Το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσµα θα παίξει το ρόλο του, ως «διερεύνηση». Με άλλη αυτοπεποίθηση θα κινηθεί αν διαπιστώσει µαζική στήριξη, µε άλλη αν υποστεί µια ηχηρή ήττα (πχ από τον πρώτο γύρο, µε µεγάλη διαφορά). Από αυτά µπορεί να κριθεί και το εύρος της στήριξης ή εναντίωσης που θα συναντήσει στους κύκλους (άρχουσα τάξη, κράτος) που έχουν την πολυτέλεια να «ποντάρουν» σε διαφορετικά «άλογα» για τη διαιώνιση της κυριαρχίας τους.
Η µάχη στους δρόµους
Ωστόσο, µπροστά σε τέτοια σενάρια, αποκτά τεράστια σηµασία η υπόθεση των δρόµων. Το µέτρηµα των πρόθυµων να κινητοποιηθούν κι όχι απλά να ψηφίσουν. Γι’ αυτό και µέσα στο Σεπτέµβρη, οφείλουµε να στρέψουµε τα βλέµµατά µας σε δύο ηµεροµηνίες.*
Στις 7 Σεπτέµβρη, θα γιορταστούν µε στρατιωτική παρέλαση τα 200 χρόνια της ανεξαρτησίας της Βραζιλίας. Φέτος, ο Μπολσονάρο ανακοίνωσε ότι θα κάνει «µια καινοτοµία»: Θα παραστεί το πρωί στις επίσηµες εκδηλώσεις στην Μπραζίλια, αλλά θα οργανώσει το απόγευµα και µια µεγάλη στρατιωτική παρέλαση στην παραλία Κόπα Καµπάνα του Ρίο. Στην Αβενίδα Ατλάντικα, την παραλιακή λεωφόρο, γίνονται παραδοσιακά οι διαδηλώσεις των «µπολσοναρίστας». Εκεί καλεί ο Μπολσονάρο «τους στρατιώτες του» να κατέβουν στους δρόµους «για µια τελευταία φορά», στο πλευρό πραγµατικών στρατιωτών.
Τρεις µέρες µετά, στις 10 Σεπτέµβρη, η καµπάνια «Fora Bolsonaro», που κατέβασε αρκετές φορές χιλιάδες Βραζιλιάνους στους δρόµους το 2021, οργανώνει την απάντησή της στην πρόκληση και µια κινητοποίηση «ενάντια στην απειλή πραξικοπήµατος». Εκεί είναι υπερ-πολύτιµο να παρουσιαστεί µια κοινωνική δύναµη που θα «κόβει το βήχα» σε όσες δυνάµεις σκέφτονται να στηρίξουν ή να ανεχτούν πραξικοπηµατικές ενέργειες.
Μια πρώτη θετική «δοκιµή» υπήρξε στις 11 Αυγούστου. Εκείνη τη µέρα, έγιναν συγκεντρώσεις σε περίπου 50 πόλεις της Βραζιλίας, ως ανταπόκριση στο «Γράµµα στους Βραζιλιάνους, για την Υπεράσπιση του Δηµοκρατικού Κράτους Δικαίου». Είναι µια επιστολή που συνέταξε το ακαδηµαϊκό προσωπικό της Νοµικής Σχολής του Σάο Πάουλο, µε αναφορά στο «Γράµµα προς τους Βραζιλιάνους» του 1977, την τότε ανοιχτή καταγγελία της δικτατορίας από καθηγητή της Νοµικής.
Ξεκινώντας µε τη φιλοδοξία να συγκεντρώσει «µερικές εκατοντάδες υπογραφές προσωπικοτήτων», τελικά υπογράφηκε µέσα σε λίγες µέρες από 1 εκατοµµύριο ανθρώπους. Το κείµενο είναι γενικώς δηµοκρατικό (µε λίγες αναφορές και στα κοινωνικά ζητήµατα) και κέρδισε τη στήριξη και φιλελεύθερων-αστικών τµηµάτων. Η µαζική συµµετοχή στις συγκεντρώσεις στις 11 Αυγούστου ωστόσο είχαν ένα ιδιαίτερο πρόσηµο. Με τα λόγια ενός ανταποκριτή: «Το πρόσωπο του αντιφασιστικού-αντιπραξικοπηµατικού αγώνα στη χώρα αποδείχθηκε περιφερειακό, µαύρο, νεανικό και γυναικείο».
Καθώς τα πανεπιστήµια αποτέλεσαν «προνοµιακό πεδίο» της έκκλησης, πολλές συγκεντρώσεις συνδέθηκαν µε τον παρατεταµένο αγώνα των φοιτητών ενάντια στις περικοπές στην εκπαίδευση. Ήταν επίσης παρόντα το κίνηµα των άστεγων εργατών (MTST), των ακτηµόνων (MST) και αρκετά συνδικάτα. Συµµετέχοντας όχι ως «πλήθος», αλλά µε τα δικά τους πανώ, το δικό τους προφίλ, την δική τους ταυτότητα, παίρνοντας το λόγο από την εξέδρα, «χρωµάτισαν» τις συγκεντρώσεις και το νόηµα της υπεράσπισης της δηµοκρατίας. Όπως όταν η Μπεατρίζ Σάντος, του Μαύρου Συνασπισµού για τα Δικαιώµατα (που ενώνει 200 συλλογικότητες µαύρων και αντιρατσιστών) ανέφερε ότι δεν υπάρχει πραγµατική δηµοκρατία στη χώρα όσο υπάρχει ο ρατσισµός. Ή όταν η Μανουέλα Μοράις, στην ίδια τη Νοµική του Σάο Πάουλο, αφού διάβασε το «Γράµµα», τόνισε ότι χρειάζεται µια «δηµοκρατία που θα είναι η αντίθεση αυτής που έχουµε σήµερα, µια δηµοκρατία της διαφορετικότητας, µια δηµοκρατία των εργαζοµένων».
Η κάλπη της 2ης Οκτώβρη έχει ασφαλώς σηµασία. Αλλά ίσως περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση τα τελευταία χρόνια, γίνεται τόσο οφθαλµοφανής και άµεση η διαπίστωση ότι µεγαλύτερη σηµασία έχουν όσα γίνουν ή δεν γίνουν πριν και µετά από τη µέρα των εκλογών…
*Rp: το άρθρο γράφτηκε για την Εργατική Αριστερά, τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, πριν τις δύο κινητοποιήσεις, όπου τελικά ο Μπολσονάρο έκανε επίδειξη μιας σημαντικής δύναμης, ενώ το μέγεθος της αντι-Μπολσονάρο διαδήλωσης προβλημάτισε και άνοιξε ένα σχετικό διάλογο για τις αιτίες, τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς παράγοντες, την ανάγκη να σπάσει η παθητική προσδοκία ότι το ζήτημα θα επιλυθεί στην κάλπη.