Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στη Βραζιλία επεφύλασσε μια σχετική παγωμάρα, καθώς διέψευσε τις προβλέψεις και ανοίγει πλέον όλα τα ενδεχόμενα (εκλογικά και εξωκοινοβουλευτικά) στην προσπάθεια του Μπολσονάρο να παραμείνει στην εξουσία.
Η πόλωση μεταξύ Λούλα-Μπολσονάρο επικράτησε συντριπτικά στην εκλογική συμπεριφορά της βραζιλιάνικης κοινωνίας, πιέζοντας ασφυκτικά διάφορες απόπειρες «τρίτου δρόμου» (4,16% για την υποψήφια της κεντροδεξιάς, Σιμόν Τεμπέτ και 3,04% για τον κεντροαριστερό Τσίρο Γκόμεζ). Και οι δύο βασικοί διεκδικητές της προεδρίας συγκέντρωσαν αριθμό ψήφων που συνήθως δίνει τη νίκη στο… δεύτερο γύρο. Δεκάδες εκατομμύρια Βραζιλιάνοι συμμερίζονταν την προεκλογική περιγραφή του Βραζιλιάνου μαρξιστή Μαρσέλο Μπαντάρο Μάτος: «οι πιο σημαντικές εκλογές της ζωής μας».
Ο Λούλα δικαίωσε όσους προέβλεπαν ότι «θα προκαλέσει τσουνάμι». Συγκέντρωσε 57.225.683 ψήφους -ένα αποτέλεσμα που ξεπερνά συντριπτικά τις επιδόσεις των υποψηφίων του PT τα τελευταία 14 χρόνια (σε πρώτο και δεύτερο γύρο) και συγκρίνεται μόνο με το σκορ του… ίδιου του Λούλα στο δεύτερο γύρο (!) το 2006. Με αυτή την εντυπωσιακή κινητοποίηση, φλέρταρε με τη νίκη από τον πρώτο γύρο, αγγίζοντας το 48,43%.
Όμως ο Μπολσονάρο δικαίωσε όσους επέμεναν ότι «δεν έχει ηττηθεί ακόμα, δεν είναι πολιτικό πτώμα που μένει να ταφεί». Και μάλιστα με τρόπο που μάλλον ούτε αυτοί οι πιο «ψυλλιασμένοι» δεν φαντάζονταν. Ο «Μεσσίας» της ακροδεξιάς βγήκε δίχως γρατζουνιά (και λίγο ενισχυμένος!) από την ταραχώδη θητεία του, συγκεντρώνοντας 51.070.935 ψήφους (από 49.277.010 στον πρώτο γύρο του 2018), που μεταφράζονται σε 43,2%.
Ο Λούλα διατηρεί το προβάδισμα για το δεύτερο γύρο, αλλά μετά το σκορ του πρώτου γύρου, κανείς δεν βάζει το χέρι του στη φωτιά. Με όρους τζόγου, το ματς έχει «ξεκλειδώσει» και πλέον επιτρέπονται πονταρίσματα. Όπως έλεγε ένας άλλος Βραζιλιάνος σχολιαστής, για την περίπτωση να χρειαστεί δεύτερος γύρος, «ξεκινά ο πιο μακρύς μήνας της ζωής μας».
Ακόμα και στην περίπτωση τελικής νίκης του Λούλα, το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου αποτελεί τεράστιο πολιτικό γεγονός. Ο Βαλέριο Αρκάρι έγραφε λίγο πριν τις κάλπες: «Το κλειδί είναι αν η ήττα του Μπολσονάρο θα είναι συντριπτική ή όχι. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις εκλογικές ήττες και τις πολιτικές ήττες. Οι εκλογικές ήττες είναι περιστασιακές, εφήμερες και προσωρινές. Οι πολιτικές ήττες είναι σκληρές, σοβαρές και δυνητικά μη-αντιστρέψιμες». Όλοι γνώριζαν ότι ακόμα και σε ήττα του Μπολσονάρο, «ο μπολσοναρισμός δεν θα πάψει να υπάρχει ως η δεύτερη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της χώρας». Αλλά αυτή η δύναμη αποδεικνύεται συμπαγής, ανθεκτική, με ευρεία κοινωνικά ερείσματα. Ο μπολσοναρισμός δεν υπέστη «πολιτική ήττα».
Αλλά αυτό δεν αφορά μόνο τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές, αλλά -κυριολεκτικά- την «επόμενη μέρα» στη Βραζιλία. Είναι γνωστή από καιρό και έχουμε γράψει εξαντλητικά για την πρόθεση του Μπολσονάρο να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα σε περίπτωση ήττας του και να επιχειρήσει να παραμείνει στην εξουσία -με πραξικόπημα που μπορεί να μην είναι τόσο «βελούδινο» ή «κοινοβουλευτικό». (βλ. Η Βραζιλία μεταξύ κάλπης, διαδηλώσεων και απειλών πραξικοπήματος)
Πηγαίνοντας στην κάλπη, για πρώτη φορά άνοιξε παράθυρο δυνητικού απεγκλωβισμού του από το αφήγημα της βεβαιότητας για «κλεμμένη νίκη»: «Αν οι εκλογές είναι καθαρές, κανένα πρόβλημα. Ας κερδίσει ο καλύτερος». Αλλά το γεγονός ότι θα υπάρξει δεύτερος γύρος, όπως και η απόσταση που καταγράφηκε μεταξύ των δύο υποψηφίων κάνει πιο ισχυρό τον πειρασμό να το επιχειρήσει.
Ο στόχος της εκλογικής ήττας του Μπολσονάρο παραμένει ο άμεσος και επιτακτικός. Αν ο Μπολσονάρο επικρατήσει και απέναντι στον «από μηχανής Λούλα», και αφού έχει μεσολαβήσει ήδη μια (πολύ ταραχώδης και δύσκολη) κυβερνητική θητεία, το ηθικό των ανθρώπων μας μπορεί να υποστεί ένα μεγάλο πλήγμα -αφήνοντας προς στιγμήν στην άκρη το τι θα σημαίνει και έμπρακτα η παραμονή του νεοφασίστα στην κυβερνητική εξουσία για άλλα 4 χρόνια.
Ταυτόχρονα, αναβαθμίζεται ο στόχος της ευρύτερης πάλης ενάντια στον μπολσοναρισμό και πέρα από τη μέρα της κάλπης, ακριβώς γιατί αυτά τα καθήκοντα μπορεί να έρθουν δραματικά στο προσκήνιο ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος.
Στην «γενική πρόβα» των δρόμων στις 7 Σεπτέμβρη, ο Μπολσονάρο έκανε μια επίδειξη δύναμης που του επέτρεψε να χτίσει κι άλλο τον μύθο της («κλεμμένης») νίκης του: «Πώς γίνεται να έχουν νικήσει τελικά αυτοί που δεν μπορούν να κινητοποιήσουν τέτοια πλήθη στους δρόμους;». Ασφαλώς οι προεκλογικές ομιλίες του Λούλα συγκέντρωναν μεγάλα πλήθη -αλλά η απόπειρα ευρύτερης «κινηματικής απάντησης» στις απειλές πραξικοπήματος το Σεπτέμβρη προσέλκυσε κυρίως τις (ευρείες) πρωτοπορίες και άνοιξε μια ενδο-αριστερή συζήτηση για την «αδυναμία μαζικών κινητοποιήσεων» (με την έννοια της κλίμακας που μπορεί να απαιτήσουν οι καιροί). Δεν είναι εδώ ο χώρος και ο χρόνος για την παρουσίαση αυτού του (κατά τα άλλα πολύ ενδιαφέροντος και ευρύτερης αξίας) προβληματισμού. Το ζήτημα είναι η προσπάθεια να ξεπεραστούν τα (υποκειμενικά και αντικειμενικά) εμπόδια που έχουν εντοπίσει οι συντρόφισσες και οι σύντροφοί μας.
Με όρους εκλογικής τακτικής, το αποτέλεσμα «καταλήγει» και τον διάλογο στο PSOL. Ο γράφων ανήκει σε όσους έδειχναν «επιφυλακτική κατανόηση» στην επιλογή αποφυγής της αυτόνομης καθόδου. [βλ. Ο Μπολσονάρο, ο Λούλα και η αντικαπιταλιστική Αριστερά] Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι αποδείχθηκαν βάσιμες οι δύο βασικές εκτιμήσεις όσων επέμεναν σε αυτό. Αφενός, ότι «ο Μπολσονάρο δεν έχει ηττηθεί» και ότι το πολωμένο τοπίο δεν επιτρέπει καν να αξιοποιηθεί η «πολυτέλεια» του δεύτερου γύρου. Αφετέρου, ότι η επιλογή να σταθεί κανείς έξω από το «τσουνάμι που θα προκαλέσει ο Λούλα στις εργατογειτονιές» θα είχε ποινή την εξαφάνιση. Τα τρία ψηφοδέλτια άλλων δυνάμεων της (ζωηρής και σχετικά ριζωμένης) ριζοσπαστικής Αριστεράς που επέλεξαν αυτό το δρόμο, χρειάζεται να αθροιστούν (!) για να φτάσουν το… 0,1%.
Αλλά ο ρόλος των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς θα είναι αναντικατάστατος στον εξωκοινοβουλευτικό αγώνα -που διστάζει να στηρίξει η ηγεσία του PT όλο το προηγούμενο διάστημα. Όπως καταλήγει προεκλογικό άρθρο του Αρκάρι:
«Σε αυτές τις συνθήκες [έμπρακτης άρνησης του αποτελέσματος] η μαζική κινητοποίηση θα είναι αναντικατάστατης σημασίας. Τελικά, αυτή θα είναι ο αποφασιστικός παράγοντας… Ο ρόλος της Αριστεράς σε αυτό το τρομερό αλλά προβλεπόμενο σενάριο θα είναι ζωτικός. Μακάρι να ήταν εφικτή μια νίκη στον πρώτο γύρο και μια [κυβερνητική] μετάβαση χωρίς τρομακτικές αναταράξεις. Αλλά δεν είναι. Χρειαζόμαστε σχέδιο Α, και σχέδιο Β, και -καλού κακού- ακόμα και σχέδιο Γ. Ας ετοιμαζόμαστε για το χειρότερο σενάριο. Δεν μπορούμε να αφήσουμε να γλιστρήσει μέσα από τα χέρια μας η νίκη στην κάλπη. Πολλοί άνθρωποι υπέφεραν πολλά για να γίνει εφικτή».