Συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από την πρεμιέρα της ταινίας «Ρεμπέτικο», που έγινε τον Οκτώβριο του 1983, η οποία έκοψε 98.492 εισιτήρια και κατατάχθηκε στην 9η θέση ανάμεσα σε 33 ταινίες της ίδιας σεζόν.
Η ίδια ταινία έγινε διασκευή και για το θέατρο, ενώ πάνω σε αυτή βασίστηκε και η ομότιτλη τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ, της οποίας το πρώτο επεισόδιο προβλήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1985. Την σκηνοθεσία έκανε ο Κώστας Φέρρης, σε σενάριο του ίδιου και της Σωτηρίας Λεονάρδου, ενώ για τις ανάγκες της ταινίας γράφτηκαν καινούργια τραγούδια, που έμοιαζαν με ρεμπέτικα, των οποίων τους στίχους έγραψε ο Νίκος Γκάτσος και τη μελοποίηση έκανε ο Σταύρος Ξαρχάκος. Τα εν λόγω τραγούδια κυκλοφόρησαν και σε δίσκο, όπου το εξώφυλλο ζωγράφισε ο Γιάννης Τσαρούχης και είχε τον ίδιο τίτλο με την ταινία. Μάλιστα, πούλησε πάνω 250.000 αντίτυπα και γι’ αυτό αποτελούν τόσο η ταινία όσο και ο δίσκος ορόσημα, επειδή έδωσαν νέα ώθηση στο ρεμπέτικο.
Το σενάριο, επί της ουσίας, βασίστηκε στη ζωή της Μαρίκας Νίνου, από τη γέννησή της, το 1922, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής, μέχρι και το θάνατό της στην Αθήνα το 1957. Μετά τη δολοφονία της μητέρας της από τον ρεμπέτη και τραγουδιστή πατέρα της, την δείχνει σε νεανική ηλικία δίπλα σε ένα ταχυδακτυλουργό. Και κάπως έτσι η Μαρίκα θα φτάσει στην Αθήνα, παρέα με τον αδελφικό της φίλο, που ήταν και βιολιστής, και θα δουλέψουν στην κομπανία του Μπάμπη (υποτίθεται ότι είναι ο Τσιτσάνης). Την Μαρίκα ερμήνευε η Σωτηρία Λεονάρδου, την μητέρας της η Θέμις Μπαζάκα, τον τραγουδιστή πατέρα της ο Νίκος Δημητράτος, τον ταχυδακτυλουργό τον υποδυόταν ο Κωνσταντίνος Τζούμας, τον βιολιστή φίλο της ο Μιχάλης Μανιάτης, ενώ τον Μπάμπη ερμήνευε ο Νίκος Καλογερόπουλος.
Το ρεμπέτικο τραγούδι διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ταινία και, παράλληλα με την αφήγηση της ιστορίας της Μαρίκας, μας συνδέει με τα ιστορικά γεγονότα και το κλίμα της εποχής. Δηλαδή, την Ελλάδα του Μεσοπολέμου, της Μικρασιατικής Καταστροφής, τη ζωή των προσφύγων, τη φτώχεια που φέρνει γκρίνια και βία, τη ζωή των πρωτεργατών του ρεμπέτικου και τον τρόπο που ζούσαν, την εξέλιξη του ρεμπέτικου τραγουδιού, τον τρόπο που εντάχθηκε στην κοινωνία, την περίοδο της ακμής και της παρακμής του, τον Εμφύλιο Πόλεμο, μέχρι την κυβέρνηση του Παπάγου και το θάνατο της Μαρίκας. Όπως λέει ο Φέρρης, «Σ’ αυτήν [την κηδεία] καθρεφτίζονταν όλη η ένταση της μετεμφυλιακής εποχής και αναδεικνύονταν η αλληλεπίδραση ανάμεσα στις ‘‘μικρές ιστορίες’’ των ανθρώπων της φτωχολογιάς, με τη ‘‘μεγάλη Ιστορία’’» (Κ. Φέρρης, «Το ‘‘Ρεμπέτικο’’, ο Σταύρος κι εγώ», Ριζοσπάστης, 14-15/1/2023, σελ. 20).
Ο Φέρρης, περιγράφοντας τον τρόπο που εμπνεύστηκε την ταινία, λέει: «Το Ρεμπέτικο είναι μια έντεχνη απόδοση της λαϊκής ελληνικότητας. Από το 1958 το σχεδίαζα, που μου πρότεινε ο Καζάκος ως ιδέα το φινάλε με την κηδεία της Νίνου. Ήθελα να κάνω μια ταινία με την περιοδεία του Τσιτσάνη με τη Νίνου, τη σχέση τους στο φόντο και σε πρώτο πλάνο την Ιστορία. Στην πορεία μεσολάβησε ο Θίασος του Αγγελόπουλου, που είχε παρεμφερές θέμα, μπροστά το ιστορικό κομμάτι και στο φόντο το στόρι, έτσι διαπίστωσα ότι ήταν λάθος. Όταν ήρθε η ώρα να κάνω το Ρεμπέτικο, αποφάσισα να κάνω το ανάποδο, αφενός να φέρω σε πρώτο πλάνο την ιστορία μιας Μαρίκας και της οικογένειάς της και την Ιστορία στο φόντο και αφετέρου να μετατοπιστώ χρονικά, δηλαδή από την περίοδο από το [19]36 έως το [19]53, που υπολόγιζα και κάλυψε τελικά ο Αγγελόπουλος, να πάω πίσω στη Σμύρνη του [19]17. Επίσης, αποφάσισα να ακυρώσω τα πραγματικά ονόματα και να χρησιμοποιήσω συμβολικά, δηλαδή μυθικά πρόσωπα». (Κ. Φέρρης, «Η επιτυχία του ‘‘Ρεμπέτικου’’ ήταν η καταστροφή μου», συνέντευξη στο περιοδικό Lifo, 7-11-2020). Και κάπως έτσι, μ’ αυτή τη δομή, όπως πάλι λέει ο Φέρρης, «η ταινία θα επανέφερε την τραγωδία στο σήμερα, αφού τα τραγούδια ως χορικά θα έκαναν ανάγλυφη την αλληλεπίδραση της ζωής μιας κάποια Μαρίκας, με την Μεγάλη Ιστορία αυτού του τόπου». (Κ. Φέρρης, «Το ‘‘Ρεμπέτικο’’, ο Σταύρος κι εγώ», ό.π.).
Τα τραγούδια της ταινίας, όπως το «Δίχτυ», «Καίγομαι», «Μάνα μου Ελλάς», «Τα παιδιά της Άμυνας», «Στου Θωμά», «Μπουρνοβαλιά», «Στην Αμφιάλλη», κ.λπ., έγραψαν τη δική τους ιστορία, έμειναν διαχρονικά και εξακολουθούν να ακούγονται, από συνεχώς καινούργια μουσικά σχήματα, μαζί με άλλα ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια.