Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα ισπανικά στο Jacobin America Latina και μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον Έκτορ Α. Ριβέρα για το Tempest, από όπου και το αναδημοσιεύουμε μεταφρασμένο στα ελληνικά.
Την Κυριακή, 17 Δεκέμβρη 2023, οι Χιλιανοί κλήθηκαν -για δεύτερη φορά μετά από περίπου ένα χρόνο- να ψηφίσουν «υπέρ» ή «κατά» ενός σχεδίου νέου συντάγματος το οποίο θα αντικαθιστούσε αυτό που συντάχθηκε το 1980 επί δικτατορίας Πινοσέτ και αναθεωρήθηκε αρκετές φορές από το 1989 και μετά.
Αυτή η νέα πανεθνική εκλογική αναμέτρηση συνέβη 4 χρόνια μετά τη μεγάλη κοινωνική εξέγερση του 2019, η οποία κλόνισε την νεοφιλελεύθερη ηγεμονία που επικρατούσε σε αυτή τη χώρα των Άνδεων επί 5 δεκαετίες. Συνέβη επίσης 2 χρόνια μετά την εκλογή του Γκαμπριέλ Μπόριτς, του νεαρού προέδρου της προοδευτικής Αριστεράς, με την υποστήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος και του Frente Amplio (Πλατύ Μέτωπο), σε συμμαχία με τμήματα της παλιάς Κονσερτασιόν (καθεστωτικά κόμματα) που είχε καθοδηγήσει από κυβερνητικές θέσεις την μεταδικτατορική μετάβαση.
Η πρώτη ψηφοφορία για σύνταγμα, το 2022, αφορούσε την «έγκριση» ή την «απόρριψη» της πρότασης που είχε διαμορφώσει μια Συντακτική Συνέλευση που είχε πλειοψηφία αντινεοφιλελεύθερων αντιπροσώπων, συμμετοχή των ιθαγενών λαών, εκπροσώπηση των κοινωνικών κινημάτων και ίση εκπροσώπηση των φύλων. Ήταν ένα πολιτικό σχέδιο που συνένωνε δεκαετίες κοινωνικών αγώνων και επεδίωκε μια δημοκρατική Χιλή στηριγμένη σε ευρεία κοινωνικά δικαιώματα.
Το νέο σχέδιο συντάγματος είναι το ακριβώς αντίθετο, καθώς γράφτηκε από ένα Συμβούλιο με πλειοψηφία της ακροδεξιάς και επικεφαλής το [Χιλιανό] Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, βάθαινε το πολιτικό καθεστώς του συντάγματος του 1980 και περιόριζε τα κοινωνικά δικαιώματα.
Μια ταξική ψήφος
Για άλλη μια φορά, πάνω από 15 εκατομμύρια Χιλιανοί κλήθηκαν να ψηφίσουν. Το 55,8% απέρριψε το νέο συνταγματικό κείμενο, ενώ το 15% δεν πήγε στις κάλπες, παρότι υπήρχε σύστημα υποχρεωτικής ψήφου με αυτόματη εγγραφή στους καταλόγους (που ίσχυε και το 2022). Για άλλη μια φορά, στην πρωτεύουσα η ψήφος ήταν ταξική, όπως και στην υπόλοιπη χώρα: ενώ οι τρεις πλουσιότεροι Δήμοι της χώρας ψήφισαν «υπέρ», οι λαϊκοί Δήμοι στα νότια και στα δυτικά της πρωτεύουσας ψήφισαν «κατά» με πάνω από 60%, ακόμα και 70%. Μόνο δύο περιφέρειες της χώρας ψήφισαν συντριπτικά υπέρ του τελευταίου, διαμορφωμένου από τη Δεξιά σχεδίου Συντάγματος,
Ωστόσο, το μεγάλο κεφάλαιο και τα ΜΜΕ του επένδυσαν πάνω από 130 εκατομμύρια πέσος (143.000 δολάρια) στην προεκλογική καμπάνια υπέρ του νέου συντάγματος, το οποίο θα απαγόρευε οριστικά κάθε νομοθεσία υπέρ της άμβλωσης, θα περιφρουρούσε το ιδιωτικό συνταξιοδοτικό σύστημα, θα εμπέδωνε την εμπορευματοποίηση του νερού, της παιδείας και της υγείας, θα κατοχύρωνε συνταγματικά την κατάργηση των συλλογικών κλαδικών διαπραγματεύσεων, ενώ θα περιόριζε περισσότερο το δικαίωμα στην απεργία.
Ήττα για το ακροδεξιό κόμμα του Αντόνιο Καστ
Το Σεπτέμβρη του 2022, το 62% του πληθυσμού είχε ήδη απορρίψει μια πρόταση συντάγματος, αλλά σε εκείνη την περίπτωση, ήταν μια εμφανώς αριστερή και φεμινιστική Μάγκνα Κάρτα, η οποία διακήρυσσε ένα «πολυεθνικό» κράτος και αναγνώριζε νέα δικαιώματα για τους ιθαγενείς λαούς. Για πολλά μέλη της Συντακτικής, η επιδίωξη ήταν να ξεπεραστεί -τουλάχιστον εν μέρει- το νεοφιλελεύθερο κράτος και το εξορυκτικό, περιβαλλοντοκτονικό μοντέλο ανάπτυξης που κληρονομήθηκε από τον Πινοσέτ και τα «Παιδιά του Σικάγο».
Τον περασμένο Δεκέμβρη, απορρίφθηκε και το νέο προσχέδιο, αλλά αυτό ήταν ένα κείμενο γραμμένο από την ακροδεξιά και την παραδοσιακή Δεξιά, στα πλαίσια μιας διαδικασίας πολύ πιο «ελεγχόμενης» από τα παραδοσιακά κόμματα και την Βουλή, συνδεδεμένη με «τεχνικές επιτροπές» και επιτροπές «ειδικών». Τα 50 μέλη (εκλεγμένα το Μάη του 2023) του Συνταγματικού Συμβουλίου είχαν μια σχετική πλειοψηφία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος του Χοσέ Αντόνιο Καστ, μιας νέας ακροδεξιάς που αναδύθηκε με ισχύ τα τελευταία 3 χρόνια, ως δύναμη «επιστροφής στην τάξη», ενάντια στην συλλογική εξέγερση του Οκτώβρη του 2019, ενάντια στο ισχυρό φεμινιστικό κίνημα και τα αιτήματά του, ενάντια στην κυβέρνηση Μπόριτς και τον «ύστερο προοδευτισμό» της, προβάλλοντας ένα ανοιχτά ρατσιστικό, αντιμεταναστευτικό, πατριαρχικό, συντηρητικό και ακραία «υπέρ της ασφάλειας» αφήγημα.
Σε συμμαχία με την παραδοσιακή Δεξιά, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα πίστευε ότι θα μπορούσε να διαμορφώσει ένα σύνταγμα κατ’ εικόνα του και με βάση τις προτιμήσεις του, ένα σύνταγμα των «πραγματικών Χιλιανών», όπως το έθεσε η πρόεδρος του Συμβουλίου, η υπεραντιδραστική Λουθηρανή φονταμενταλίστρια Μπεατρίζ Χέβια. Με το αποτέλεσμα του τελευταίου δημοψηφίσματος, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα υπέστη την πρώτη του καθαρή ήττα. Πάνω απ’ όλα, επειδή ο Καστ θεωρούταν ήδη ο υποψήφιος με τις περισσότερες πιθανότητες νίκης στις προεδρικές εκλογές στα τέλη του 2025. Πλέον βγήκαν τα μαχαίρια ανάμεσα στον παραδοσιακό συντηρητικό-νεοφιλελεύθερο δεξιό συνασπισμό (Chile Vamos) που εκφράζεται από προσωπικότητες όπως η Εβελίν Ματέι, και την Ρεπουμπλικανική παράταξη, καθώς και οι δυο πλευρές προσπαθούν να αποποιηθούν τις ευθύνες για την εκλογική αποτυχία. Η αμφισβήτηση εμφανίζεται και στο εσωτερικό της ακροδεξιάς, καθώς κάποια ηγετικά στελέχη ή δημοφιλείς προσωπικότητες όπως ο Άξελ Κάιζερ επιχειρούν να δημιουργήσουν ένα «Ελευθεριακό Κόμμα», ακόμα πιο ριζοσπαστικό από αυτό του Καστ, στα πρότυπα του μοντέλου του Χαβιέ Μιλέι στην Αργεντινή. Αυτές οι διαφορές και οι εντάσεις μέσα στο δεξιό στρατόπεδο θα αποκτήσουν ενισχυμένη σημασία τους επόμενους μήνες, ανοίγοντας ίσως ένα παράθυρο πολιτικής ευκαιρίας για την κοινωνική και πολιτική Αριστερά.
Μια κυβέρνηση Μπόριτς χωρίς πρωτοβουλία, ένας προοδευτισμός χωρίς μεταρρυθμίσεις
Το βράδυ του αποτελέσματος, ο Πρόεδρος Μπόριτς κάλεσε για άλλη μια φορά σε εθνική συναίνεση, ενώ επιβεβαίωσε ότι μετά από τις διαδοχικές αρνητικές ψήφους και στα δύο δημοψηφίσματα, η συντακτική διαδικασία έφτασε στο τέλος της, αναγνωρίζοντας ότι «οι κοινωνικές προτεραιότητες» είναι πλέον αλλού. Ο νεαρός πρόεδρος, αντί να αξιοποιήσει την ήττα της Δεξιάς στις κάλπες, επανέλαβε μια αυτό-υπονομευτική ομιλία, στην οποία έκανε κριτική στον φερόμενο «ριζοσπαστισμό» της πρώτης πρότασης συντάγματος του 2021-22 και απέρριψε κάθε «πόλωση» της χώρας:
«Είναι ώρα να αναγνωρίσουμε το αποτέλεσμα που επέβαλαν αυτοί που ψήφισαν κατά, αλλά χωρίς να ξεχνάμε ότι ένα σημαντικό μέρος αυτών που πήγαν στις κάλπες ψήφισε υπέρ. Δεν μπορούμε να κάνουμε το ίδιο λάθος με τα προηγούμενα δημοψηφίσματα. Η χώρα απαρτίζεται από όλους μας και εκείνοι που θριαμβεύουν σε μια εκλογή δεν μπορούν να αδιαφορούν ή να αγνοούν εκείνους που ηττήθηκαν. Η χώρα μας θα συνεχίσει με το υπάρχον σύνταγμα γιατί αφού έγιναν ψηφοφορίες επί δύο προτάσεων συντάγματος, καμία από τις δύο δεν κατόρθωσε να εκπροσωπήσει και να ενώσει τη Χιλή με όλη την όμορφη ποικιλομορφία της. Η χώρα πολώθηκε και διαιρέθηκε, και ανεξάρτητα από αυτό το καθαρό αποτέλεσμα, η συντακτική διαδικασία δεν κατάφερε να κατευθύνει κάπου τις ελπίδες για την απόκτηση ενός νέου Συντάγματος, σχεδιασμένου για όλους».
Γενικότερα, αρκετά κυβερνητικά στελέχη αναγνωρίζουν ότι αυτό το αποτέλεσμα δίνει λίγη «φρέσκια πνοή» σε ένα πρόεδρο που χαρακτηρίζεται από την περιορισμένη ικανότητα να κάνει αλλαγές πέρα από κάποιες περιορισμένες και αντιφατικές μεταρρυθμίσεις (πρόοδος στην δωρεάν περίθαλψη, μείωση της εργάσιμης εβδομάδας και μια αύξηση του κατώτατου μισθού). Πάνω από όλα, αυτό που χαρακτηρίζει την κυβέρνηση Μπόριτς είναι η έλλειψη θέλησης να συγκρουστεί με τα κυρίαρχα επιχειρηματικά στρώματα και να επιχειρήσει να κινητοποιήσει τα λαϊκά στρώματα «από τα κάτω». Ενώ, με την εξαίρεση του ΚΚ, δεν διαθέτει πραγματικούς οργανωτικούς δεσμούς με τους εργαζόμενους και τα υποτελή στρώματα.
Έχοντας την μειοψηφία στη Βουλή, όντας εγκλωβισμένος στην κοινοβουλευτική λογική και στη διαχείριση του κρατικού μηχανισμού, έχοντας αποτύχει να επιβάλει τη φορολογική του μεταρρύθμιση, ο Μπόριτς εξαρτάται όλο και περισσότερο από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τους συμμάχους του (πυλώνες του νεοφιλελευθερισμού από το 1990 και μετά), των οποίων η καθοριστική παρουσία στην κυβέρνηση ενσαρκώνεται από την υπουργό Εσωτερικών, Καρολίνα Τοχά. Απορροφημένη από μια υπόθεση διαφθοράς (Caso Convenios), αντιμέτωπη με ένα συστηματικό και τρομακτικά αποτελεσματικό βομβαρδισμό των αστικών μίντια που επικεντρώνουν τη δημόσια συζήτηση στο εμπόριο ναρκωτικών, την ανασφάλεια και την απόρριψη των μεταναστών, η κυβέρνηση έχει να διαχειριστεί πολύ περισσότερα προβλήματα από το να προωθήσει το πολιτικό της πρόγραμμα.
Επιπλέον, παρά τις διαμαρτυρίες πολλών έντιμων μελών και τις επικρίσεις ηγετικών στελεχών όπως ο Ντανιέλ Τζαντουέ (κομμουνιστής δήμαρχος της Ρεκολέτα από το 2012), η κυβέρνηση συνεχίζει να στρατιωτικοποιεί την περιοχή των Μαπούτσε, γνωστή ως Γουαλμάπου, να υπερασπίζεται τους Καραμπινιέρους και την γενικευμένη ατιμωρησία για τους υπεύθυνους της καταστολής του Οκτώβρη του 2019, να προωθεί νόμους που ποινικοποιούν τους αγώνες για το δικαίωμα στη στέγη. Η παρουσία αριστερών προσωπικοτήτων όπως η Καμίλα Βαγέχο στην κυβέρνηση, δεν αλλάζει αυτόν τον γενικότερο προσανατολισμό, ο οποίος προκαλεί μια μεγάλη αποσυσπείρωση στις κοινωνικές βάσεις του Frente Amplio και του ΚΚ.
Ένας νέος πολιτικός κύκλος και προοπτικές για τα κοινωνικά κινήματα
Αναμφίβολα, οι εκλογές της Κυριακής σημαδεύουν το τέλος ενός πολιτικού κύκλου. Στην καρδιά των δύο δημοψηφισμάτων μπορούν να εντοπιστούν κάποια παράδοξα στοιχεία συνέχειας ανάμεσα στα δύο αποτελέσματα. Είναι εμφανές ότι η κρίση ηγεμονίας, η απόρριψη της «κάστας» των πολιτικών και η απογοήτευση λόγω της έλλειψης λύσεων για τα βασικά λαϊκά αιτήματα, παραμένουν ενεργά, με διαφορετικούς τρόπους και με διαφορετικούς στρατηγικούς προσανατολισμούς.
Αφήνοντας στην άκρη το βαθύ αντίκτυπο που είχαν τα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα στα εκλογικά αποτελέσματα και των δύο δημοψηφισμάτων, σε κάθε περίπτωση μπορούμε να εντοπίσουμε ότι η ψήφος «ενάντια σε κάτι» βάρυνε περισσότερο από την ψήφο «για κάτι». Αυτό δείχνει μια κατάσταση εθνικού πολιτικού αδιεξόδου, στο οποίο κανένα από τα αντιμαχόμενα υποκείμενα δεν κατορθώνει να επιβάλει το πρόγραμμά του ή να πείσει τον πληθυσμό για τις δικές του προτάσεις ώστε να βάλει τέλος στην κρίση. Ούτε η μαζική έκρηξη του λαού τον Οκτώβρη του 2019, ούτε η αντινεοφιλελεύθερη πλειοψηφία της Συντακτικής Συνέλευσης του 2021, ούτε ο προοδευτισμός στην κυβέρνηση μετά το 2022, ούτε η Πινοσετική πλειοψηφία του Συμβουλίου του 2023: Καμία από αυτές τις εκφράσεις της κρίσης δεν παρουσίασε μια διέξοδο από αυτήν.
Σε αυτή την κατάσταση, η βασική απειλή για τα λαϊκά στρώματα στη Χιλή είναι η επιτυχημένη ανάδυση μιας πολιτικής δύναμης της ακροδεξιάς που θα κατορθώσει να κεφαλαιοποιήσει τις ήττες όλων των υποκειμένων που προαναφέρθηκαν. Δεν χρειάζεται καν να πούμε ότι αυτή η εκτίμηση είναι ίσως επηρεασμένη από τον πρόσφατο θρίαμβο του Μιλέι στην Αργεντινή. Αλλά σε ένα σενάριο πολιτικής πόλωσης, όπου μια προοδευτική κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να υλοποιήσει το πρόγραμμά της, δεν είναι παράλογο να φανταστούμε μια δεξιά/ακροδεξιά κυβέρνηση, και αυτό εξηγεί γιατί οι κυρίαρχες προσωπικότητες στις δημοσκοπήσεις σήμερα είναι ο Καστ και η Ματέι.
Μπροστά σε αυτό το τρομακτικό σενάριο, η Αριστερά και τα κοινωνικά, φεμινιστικά, λαϊκά κινήματα έχουν την υποχρέωση να βγάλουν στρατηγικά συμπεράσματα από τα τελευταία 4 χρόνια. Αφενός, η προγραμματική μετριοπάθεια που εκπροσωπεί το κυβερνητικό κόμμα είχε ως αποτέλεσμα την απογοήτευση της εκλογικής του βάσης και την εγκατάλειψη των μεθόδων της λαϊκής κινητοποίησης για να αντιμετωπιστεί έτσι το νομοθετικό μπλοκάρισμα που προκαλεί η αντιπολίτευση στο κοινοβούλιο.
Όποτε αντιμετωπίζει πεισματική αντίσταση στη Βουλή, η κυβέρνηση προτιμά να εγκαταλείπει τις επιδιώξεις για μεγάλες αλλαγές και καταλήγει να «πετυχαίνει» την κοινοβουλευτική έγκριση των πολιτικών σχεδίων της μόνο αφού αυτά έχουν απογυμνωθεί από την αρχική τους πρόθεση. Αυτό στέλνει ένα καθαρό μήνυμα: σε εποχές κρίσης, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική πέρα από την προγραμματική κατρακύλα. Δεν τίθεται στο τραπέζι η δυνατότητα υποστήριξης ενός προγράμματος αλλαγών μέσα στην κοινωνική βάση, καλώντας την να κινητοποιηθεί.
Έχοντας αυτή την αντίληψη, η κυβέρνηση έχει εγκαταλείψει ακριβώς κι αυτό το ελάχιστο που μπορεί να κάνει σε εποχές κρίσεις και κοινοβουλευτικού αδιεξόδου: να χρησιμοποιήσει αυτό το μικρό κομμάτι εξουσίας που διαθέτει για να επιβάλει μια ανοιχτή σύγκρουση πάνω στα προγράμματα και να παρουσιαστούν με σαφήνεια οι απόψεις των ανταγωνιζόμενων υποκειμένων. Αντί γι’ αυτό, προτίμησε να αναβαπτίσει την ελιτιστική, υψηλή «πολιτική συμφωνιών» χωρίς το λαό, που χαρακτήριζε την σοσιαλφιλελεύθερη κεντροαριστερά στην εποχή της μετάβασης από τη δικτατορία.
Από την άλλη, η Αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα θα όφειλαν να αξιοποιήσουν αυτά τα κλεισίματα και ανοίγματα [κύκλων], για να προχωρήσουν σε μια βαθιά αυτοκριτική του οργανωτικού κατακερματισμού που επιφέρουν οι επιμέρους αγώνες, ο καθένας στο δικό του πεδίο ή γεωγραφική περιοχή, χωρίς να οικοδομείται ένας κοινός χώρος που θα αγωνιστεί για την εξουσία γύρω από ένα συνολικότερο πρόγραμμα και με ταξική ανεξαρτησία. Μια αξιοσημείωτη εξαίρεση σε αυτή την κατάσταση είναι η περίπτωση του φεμινισμού που έχει αναπτυχθεί γύρω από τη Φεμινιστική Γενική Απεργία που προωθεί ο Φεμινιστικός Συντονισμός 8Μ, που επιδιώκει να κάνει τον φεμινισμό ένα οικουμενικό όραμα που να μπορεί να απαντήσει προγραμματικά και οργανωτικά σε ένα ευρύτερο φάσμα πανεθνικών ζητημάτων.
Με κλασσικούς όρους, αυτός ο νέος κύκλος θα φέρει την Αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα αντιμέτωπα με το πρόβλημα της οικοδόμησης κόμματος, με την έννοια της ανάπτυξης μιας πολιτικής δύναμης ικανής να καταφέρει ενιαία χτυπήματα σε μια κοινή κατεύθυνση. Αυτό προϋποθέτει, καταρχήν, να εντοπιστούν οι λόγοι που η Εξέγερση του Οκτώβρη δεν κατάφερε να επιβάλει με τα δικά της μέσα τους όρους επίλυσης της κρίσης, και γιατί υποχρεώθηκε να μεταλλαχθεί σε μια συντακτική διαδικασία που συμφωνήθηκε και σχεδιάστηκε από το κοινοβούλιο.
Πριν σπεύσουμε να κατηγορήσουμε τους «προδότες» στην κυβέρνηση που διαστρέβλωσαν τη δυνατότητα της κοινωνικής εξέγερσης, το κλείσιμο αυτού του κύκλου μας υποχρεώνει να σκεφτούμε τις δικές μας αδυναμίες: Μια παράθεση σκόρπιων κοινωνικών αιτημάτων χωρίς αναφορά στο κοινό νήμα των δομικών αιτιών της κρίσης του Χιλιανού/παγκόσμιου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Ένα αρχιπέλαγος οργανώσεων χωρίς κοινή δραστηριότητα πέρα από την κινητοποίηση στο δρόμο. Η έλλειψη δεσμών ανάμεσα στον πυρήνα των οργανωμένων αγωνιστών-στριών και την ευρύτερη κινητοποιημένη μάζα. Η επιμονή σε παραδοσιακές, περιορισμένης κλίμακας μορφές οργάνωσης [artisanal στο πρωτότυπο, αναφορά στην παλιά χειροποίητη και μικρή βιοτεχνική παραγωγή] που δεν ήταν ικανές να αξιοποιήσουν την μαζική λαϊκή έκρηξη της εξέγερσης προς νέες εναλλακτικές πολιτικές αναφορές με πανεθνική παρουσία.
Αν η βασική απειλή για το λαϊκό στρατόπεδο στη Χιλή σήμερα είναι η άνοδος της ακροδεξιάς, τότε το άμεσο καθήκον είναι να εντοπίσουμε όλους τους τρόπους με τους οποίους είναι εφικτό να φρενάρουμε και να αντιπαλέψουμε αυτή την οπισθοδρομική διαδικασία. Πιστεύουμε ότι αυτό περιλαμβάνει κυρίως μια επανεμφάνιση εκείνων των αιτημάτων που μπορούν να βγάλουν την εργατική τάξης της Χιλής από την αυξανόμενη επισφάλεια που βιώνει, και μια πολιτική δύναμη που θα συνδέει αυτές τις λύσεις με μια αφήγηση βαθύτατου μετασχηματισμού, ως τις ρίζες, σε ρήξη με το υπάρχον πολιτικό και οικονομικό καθεστώς που εμποδίζει μια μετασχηματιστική λύση στην κρίση.
Αν ο Καστ και άλλες εκφράσεις του Χιλιανού νεοφασισμού εκπροσωπούν μια διέξοδο από την κρίση με συντηρητικά, αυταρχικά κι εθνικιστικά χαρακτηριστικά που ενισχύουν το καθεστώς, τότε ο δρόμος για την Αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα οφείλει να είναι ο δρόμος των κοινωνικών αγώνων και των ταξικών συγκρούσεων σε αντικαπιταλιστική, φεμινιστική και οικοσοσιαλιστική βάση, που θα στοχεύει να «ανατινάξει» τις αιτίες της κρίσης, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζει τα πιο άμεσα συμπτώματά της με βραχυπρόθεσμες υλικές λύσεις. Χωρίς αυτόν το συνδυασμό, η ακροδεξιά θα συνεχίσει να έχει το ελεύθερο να πείθει τα λαϊκά στρώματα ότι ο σημερινός προοδευτισμός δεν είναι με το μέρος τους και ότι μόνη λύση είναι στηριχθούν στο δικό της πρόγραμμα, του ανταγωνισμού των προτελευταίων ενάντια στους τελευταίους.