«Ο λαός έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης... Δε θα’ ταν τότε πιο απλό, η κυβέρνηση να διαλύσει το λαό και να εκλέξει έναν άλλον;» -Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Η Λύση», 1953
Οι ειρωνικοί στίχοι του Μπρεχτ μόλις έγιναν πράξη από τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν. Μεταξύ 2017 και 2024, το κόμμα του βρέθηκε από τις 314 έδρες στη Βουλή στις 99. Ηττήθηκε και στις ευρωεκλογές και στις κοινοβουλευτικές εκλογές τον Ιούνη/Ιούλη 2024. Στη διάρκεια αυτών των κοινοβουλευτικών εκλογών, στο δεύτερο γύρο τους, διαμορφώθηκε ένα εκλογικό μέτωπο ενάντια στον ακροδεξιό Εθνικό Συναγερμό (RN) από όλα τα κόμματα εκτός από το μικρό δεξιό κόμμα των Ρεπουμπλικανών. Το μπλόκο λειτούργησε, ανατρέποντας όλα τα προγνωστικά και το RN δεν κατόρθωσε να κερδίσει ούτε καν τη σχετική πλειοψηφία των εδρών. Μετά από αυτόν το δεύτερο γύρο, πρώτο κόμμα αναδείχθηκε εμφανώς το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (ΝΛΜ), με δεύτερο το «κεντρώο μπλοκ» και τρίτο το RN.
Παρά τα αποτελέσματα αυτά, στις αρχές Σεπτέμβρη σχηματίστηκε κυβέρνηση από έναν βετεράνο Ρεπουμπλικάνο πολιτικό, τον Μισέλ Μπαρνιέ, ο οποίος θα ανακυκλώσει πολλά στελέχη της παλιάς «προεδρικής πλειοψηφίας» για να συνεχίσει τις ίδιες πολιτικές, και ο οποίος θα μπορέσει να επιβιώσει μόνο αν το RN αποφασίσει να μην τον ανατρέψει με πρόταση μομφής.
Πώς φτάσαμε σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα;
Συνολικά, την επομένη των κοινοβουλευτικών εκλογών, προέκυψαν τρία μπλοκ μέσα στη Βουλή: Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο με 193 έδρες, οι Μακρονικοί με 166 έδρες και το RN που μαζί με τους συμμάχους του έχει 142 έδρες. Ακολουθεί μια μικρή συμμαχία γύρω από τους Ρεπουμπλικάνους, το ιστορικό κόμμα της Δεξιάς, με 47 έδες.
Ο Μακρόν αρχικά κωλυσιεργούσε και για πάνω από δύο μήνες διατήρησε στη θέση του τον απερχόμενο πρωθυπουργό Γκαμπριέλ Ατάλ και την «παραιτημένη» κυβέρνησή του, κρυβόμενος πίσω από την «εκεχειρία των Ολμπιακών Αγώνων στο Παρίσι». Στη συνέχεια, αντίθετα με τη συνηθισμένη πρακτική διορισμού πρωθυπουργού από το κόμμα που βγήκε πρώτο στις κοινοβουλευτικές εκλογές, απέκλεισε άμεσα το διορισμό της υποψηφιότητας που είχε επιλέξει το Νέο Λαϊκό Μέτωπο. Και τελικά, για να διασφαλίσει ότι παρά το εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα αμφισβητηθούν οι πολιτικές του και θα συνεχίσει να ηγείται της εκτελεστικής εξουσίας, διόρισε τον Μπαρνιέ.
Τον Ιούνη του 2024, ο Μακρόν είχε χρησιμοποιήσει το δικαίωμά του ως πρόεδρος να διαλύσει τη Βουλή. Το έπραξε μετά τις ευρωεκλογές, στις οποίες η προεδρική συμμαχία κατέγραψε μια εντυπωσιακή αποτυχία με 14,6% των ψήφων απέναντι στο RN (31,37%) ενώ η Αριστερά είχε διαιρεθεί σε τέσσερα ψηφοδέλτια (31,58% των ψήφων αθροιστικά). Η ιδέα του Μακρόν πίσω από αυτόν τον ελιγμό ήταν να επιχειρήσει να διευρύνει την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία ανακατεύοντας την τράπουλα. Καθώς το κόμμα του και οι σύμμαχοί του διέθεταν μόνο 251 από τις 577 έδρες, ήξερε ότι βρισκόταν στο έλεος μιας πρότασης μομφής που θα υποχρέωνε την κυβέρνησή του σε παραίτηση.
Το βράδυ των ευρωκλογών, η ακροδεξιά εμφανιζόταν να είναι ο μεγάλος νικητής και η Αριστερά ήταν διαιρεμένη μεταξύ Πρασίνων, Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚ), Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΣΚ) και Ανυπότακτης Γαλλίας (ΑΓ), ενώ δεν είχε καμιά συνοχή μετά τη διάλυση της συμμαχίας NUPES (Νέα Οικολογική Κοινωνική Λαϊκή Ενότητα) ένα χρόνο νωρίτερα. Επιπλέον, πρώτη αριστερή δύναμη στις ευρωεκλογές είχε αναδειχθεί το Σοσιαλιστικό Κόμμα, με επικεφαλής υποψήφιο τον Ραφαέλ Γκλικσμάν, που παρουσιαζόταν να βρίσκεται κοντά στον σοσιαλφιλελευθερισμό και σε σύγκρουση με την Ανυπότακτη Γαλλία.
Μπροστά σε αυτό που έδειχνε με ερειπωμένο τοπίο, ο Μακρόν πίστεψε ότι έλεγχε όλα τα χαρτιά και ότι απέναντι στην απειλή μιας πλειοψηφίας του RN, θα μπορούσε να επιβάλει μια συσπείρωση κάποιων Σοσιαλιστών, κάποιων Οικολόγων και των Γκωλικών Ρεπουμπλικανών γύρω από την προεδρική πλειοψηφία. Στην χειρότερη περίπτωση, προέβλεπε ότι θα «συγκατοικούσε» με μια κυβέρνηση του RN υπό τον Ζορντάν Μπαρντελά, όπου ο ίδιος θα αποκτούσε τη θέση του προέδρου που βάζει φρένο στις υπερβολές της ακροδεξιάς.
Όποια κι αν ήταν τα τρελά του σχέδια, αυτά διαλύθηκαν μέσα σε 48 ώρες, όταν βρέθηκαν μπροστά στην αποφασιστικότητα του συνδικαλιστικού κινήματος και του ευρύτερου κοινωνικού κινήματος να επιβάλουν την ενότητα της Αριστεράς, ένα νέο λαϊκό μέτωπο για να ηττηθεί η νεοφασιστική απειλή, κατεβάζοντας μια μοναδική υποψηφιότητα σε κάθε εκλογική περιφέρεια και υιοθετώντας ένα κοινό πρόγραμμα «κοινωνικής και οικολογικής ρήξης».
Ο Μακρόν, αρνούμενος να αποδεχτεί την αποτυχία του, προσπαθεί σήμερα να διατηρήσει τη θέση του ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, με μια κυβέρνηση υπό τις διαταγές του, προκειμένου να επιμείνει στις πολιτικές του. Πάνω απ’ όλα, αυτό που δεν τίθεται καν προς συζήτηση από τον ίδιο είναι να αποδεχτεί το σχηματισμό μιας αριστερής κυβέρνησης. Το επιχείρημα που προωθήθηκε για να στηριχθεί αυτή η άρνηση ότι πρώτα και κύρια «η παρουσία υπουργών της Ανυπότακτης Γαλλίας», τα στελέχη της οποίας καταγγέλονται και στιγματίζονται επί μήνες ως «συνεργάτες της Χαμάς» και «αντισημίτες».
Η συγκρότηση κυβέρνησης με την συμμετοχή υπουργών της Α.Γ. θα πυροδοτούσε την άμεση κατάθεση πρότασης μομφής, δήλωσε και ο Γκαμπριέλ Ατάλ του μακρονικού κόμματος Ensemble, και οι Ρεπουμπλικανοί και ο Ζορντάν Μπαρντελά του RN.
Αλλά σύντομα έγιναν εμφανείς οι πραγματικοί λόγοι για την έξαλλη απόρριψη μιας κυβέρνησης Νέου Λαϊκού Μετώπου. Στα τέλη Αυγούστου, προκειμένου να παραμεριστεί το πρόσχημα της παρουσίας της Ανυπότακτης Γαλλίας ως λόγος απόρριψης της Λουσί Καστέ, που είχε προταθεί από το ΝΛΜ για πρωθυπουργός, η Ανυπότακτη Γαλλία ρώτησε τους Μακρονικούς ποια θα ήταν η στάση τους απέναντι σε μια κυβέρνηση που δεν θα περιλάμβανε υπουργούς από την ίδια. Οι Μακρονικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι έσπευσαν να απαντήσουν άμεσα: Δεν τίθεται θέμα κυβέρνησης χωρίς την Ανυπότακτη Γαλλία εφόσον αυτή στοχεύει να ακυρώσει τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση και να εφαρμόσει το πρόγραμμα του Νέου Λαϊκού Μετώπου για ρήξη με το νεοφιλελευθερισμό.
Ο Πετρίκ Μαρτίν, πρόεδρος της εργοδοτικής οργάνωσης MEDEF, επέμεινε επίσης ότι δεν τίθεται ζήτημα αντιστροφής των πολιτικών που έχουν εφαρμοστεί από το 2017 και μετά. Αντίστοιχα, το RN δήλωσε με σαφήνεια ότι θα υπέβαλε πρόταση μομφής ενάντια σε κάθε εκδοχή αριστερής κυβέρνησης. Εν συντομία, υπήρξε μια ταξική ομοφωνία ενάντια σε κάθε κυβέρνηση που θα δεσμευτόταν να έρθει σε ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές! Μέσα σε ελάχιστες εβδομάδες, αυτή η δυναμική εκστρατεία ενάντια στο Νέο Λαϊκό Μέτωπο, μας έχει πάει από ένα βαθιά εδραιωμένο κίνημα στην κοινωνία για να αντιμετωπιστεί η Λεπέν, σε ένα κοινό μέτωπο μεταξύ Μακρόν και Λεπέν για να μπλοκάρουν την εφαρμογή μιας πολιτικής υπέρ των λαϊκών τάξεων και να αποφύγουν μια αριστερή κυβέρνηση.
Ο Μακρόν δεν θα είχε πρόβλημα να προσαρμοστεί στο σχηματισμό μιας κυβέρνησης RN ακόμα κι αν αυτή δεν διέθετε την απόλυτη πλειοψηφία. Από την άλλη, η έλλειψη απόλυτης πλεοψηφίας για το Νέο Λαϊκό Μέτωπο σήμαινε ότι η Καστέ δεν μπορεί να διοριστεί «για λόγους σταθερότητας». Προφανώς αυτά που ισχύουν για το RN δεν ισχύουν και για το ΝΛΜ.
Η συγκεκριμένη κατάσταση αυτής της νέας κυβέρνησης Μπαρνιέ είναι ότι αποτελεί βιτρίνα μιας κυβέρνησης Μακρόν, αλλά σε μια νέα κατάσταση. Υπάρχει πλέον μια ντε φάκτο συμμαχία με τους Ρεπουμπλικάνους και η εξωτερική υποστήριξη από το RN, το οποίο μόλις διακήρυξε ότι «θέτει την κυβέρνηση υπό επιτήρηση». Αυτό σημαίνει περαιτέρω αποδυνάμωση του Μακρόν, δεξιά μετατόπιση και αυξημένη πίεση από το RN, το οποίο θα στηρίζει αυτήν την κυβέρνηση όπως το σχοινί στηρίζει τον κρεμασμένο. Πρέπει να φοβόμαστε ότι ο Μπαρνιέ θα υλοποιήσει αυτά που ανακοίνωσε όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του: Ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στα ζητήματα ασφάλειας, πολιτική διακρίσεων κατά των αλλοδαπών και νέες αντιμεταναστευτικές πολιτικές. Με άλλα λόγια, μια πολιτική που είναι συμβατή με εκείνη του RN και σε μεγάλο βαθμό ευθυγραμμισμένη με το πολιτικό προφίλ του νέου πρωθυπουργού. Ο Μπαρνιέ είναι γνωστός για μια σειρά από πολύ δεξιές τοποθετήσεις του σε ψηφοφορίες στο ευρωκοινοβούλιο, κυρίως υπέρ των μέτρων διάκρισης εις βάρος των ΛΟΑΤΚΙ και για «την ανάκτηση της νομικής κυριαρχίας της Γαλλίας επί των μεταναστευτικών πολιτικών της». Αντίστοιχα, συμμετέχοντας το 2021 στις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικάνων για την επιλογή υποψήφιου προέδρου, ο Μπαρνιέ επεδίωξε συστηματικά να τοποθετηθεί στη δεξιά πτέρυγα του κόμματος, υποστηρίζοντας την απαγόρευση της μαντίλας στους δημόσιους χώρους, την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65, την οργάνωση δημοψηφίσματος για την κατάργηση της κρατικής ιατρικής βοήθειας σε μετανάστες χωρίς χαρτιά κ.ο.κ.
Μετά από μια προεκλογική περίοδο στη διάρκεια της οποίας η Αριστερά έκανε την παρουσία της αισθητή στα ΜΜΕ, καταγγέλοντας τις φασιστικές ρίζες του RN και επιβεβαιώνοντας την ενωτική επιμονή της στο κοινωνικό πρόγραμμα του Νέου Λαϊκού Μετώπου, τις τελευταίες εβδομάδες παρατηρήθηκε η αναζωπύρωση μιας ρητορικής που στοχεύει να αποθαρρύνει την Αριστερά και να αποκαταστήσει μια αξιοσέβαστη εικόνα της ακροδεξιάς. Για παράδειγμα, ο Μακρόν απαξιώνει με ευκολία τις 9,5 εκατομμύρια ψήφους που πήρε η Αριστερά στις βουλευτικές εκλογές [αποσύροντας υποψήφιους στο δεύτερο γύρο για να σεβαστεί το μέτωπο του RN, κάτι που επηρρεάζει τον αριθμό των ψήφων], αλλά μας υπενθυμίζει ότι πρέπει «να σεβαστούμε τα 10,6 εκατομμύρια» που συγκέντρωσε το RN και ο σύμμαχός του Ερίκ Σιοτί [ο πρόεδρος των Ρεπουμπλικάνων που ανακοίνωσε συμμαχία με την ακροδεξιά προκαλώντας ντεφάκτο διάσπαση στο κόμμα του].
Η στόχευση είναι κατ’ εξοχήν πολιτική. Ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες, το Νέο Λαϊκό Μέτωπο κατόρθωσε να οικοδομήσει ένα ενιαίο πολιτικό μέτωπο γύρω από ένα πρόγραμμα αλλαγής, το οποίο απέκτησε ώθηση και εδραιώθηκε από το συνδικαλιστικό, το δημοκρατικό και το κοινωνικό κίνημα, δημιουργώντας μια ενθουσιώδη δυναμική γύρω από την πιθανότητα μιας αριστερής κυβέρνησης. Αυτή η πολιτική και κοινωνική δυναμική, που δεν οικοδομήθηκε στη διάρκεια του κινήματος κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, δημιουργήθηκε ξαφνικά μέσα σε λίγες μέρες. Είναι λοιπόν ζωτικής σημασίας για τις αντιδραστικές ηγεσίες και για τα ΜΜΕ στην υπηρεσία τους να αποδομήσουν αυτήν την απροσδόκητη ενότητα. Πρώτα λέγοντας ότι η Αριστερά δεν θέλει πραγματικά να κυβερνήσει, ότι δεν θέλει την εξουσία και ότι ευθύνεται η ίδια που δεν κέρδισε την θέση της πρωθυπουργίας. Έπειτα, φυσικά, απαξιώνοντας ένα πρόγραμμα «σπατάλης και χρέους». Τέλος, και κυρίως, υποστηρίζοντας ότι το Νέο Λαϊκό Μέτωπο είναι μια εφήμερη συγκόληση και ότι σύντομα θα ξαναπάρουν το πάνω χέρι οι φυγόκεντρες δυνάμεις, ιδιαίτερα ανάμεσα στους «λογικούς» Σοσιαλιστές και τους «Ισλαμιστές υπερ-αριστερούς» της Ανυπότακτης Γαλλίας. Ο κύριος στόχος σήμερα είναι η αποθάρρυνση όσων ξόδεψαν εβδομάδες για να χτιστεί η καμπάνια του ΝΛΜ, όσων πίστεψαν σε αυτήν γιατί πίστεψαν ότι θα μπορέσουμε επιτέλους να χτίσουμε κάτι ενωμένο στην Αριστερά.
Και αυτό είναι το επίδικο των επόμενων λίγων μηνών. Υπάρχει το ρίσκο μιας επανεμφάνισης των φυγόκεντρων δυναμικών που είχαν προκαλέσει την ανατίναξη της NUPES. Τις τελευταίες εβδομάδες έχει επανεμφανιστεί το φαινόμενο κατακερματισμού των πρωτοβουλιών, αν και έχουν κοινό στόχο. Η πρώτη μέρα διαδήλωσων στις 7 Σεπτέμβρη, ενάντια στο «πραξικόπημα» του Μακρόν με τον διορισμό Μπαρνιέ και υπέρ της συγκρότησης κυβέρνησης Νέου Λαϊκού Μετώπου και της υλοποίησης του προγράμματός της, στηρίχθηκε κυρίως από αριστερά πολιτικά κινήματα όπως το ΚΚΓ, οι Πράσινοι, η Ανυπότακτη Γαλλία και το NPA (αλλά επίσης, από τη μεριά του κοινωνικού κινήματος, από την ATTAC, τον Οικογενειακό Σχεδιασμό, τη [φεμινιστική] #NousToutes, την [αντιφασιστική] Νεανική Φρουρά και σε κάποιες περιοχές την Ένωση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα).
Αλλά από την μεριά των συνδικάτων, ενώ η πρωτοβουλία χαιρετίστηκε ως χρήσιμη, θεωρήθηκε ότι αφορά θεσμικά ζητήματα και συνεπώς αποτελεί ευθύνη των πολιτικών οργανώσεων, παρότι σε τοπικό επίπεδο ενεπλάκησαν κάποια τμήματα της CGT, των Solidiares και της FSU.
Το αποτέλεσμα δεν ήταν σε καμιά περίπτωση αμελητέο: Έγιναν 150 διαδηλώσεις, ενώ ακόμα η αστυνομία υποχρεώθηκε να παραδεχτεί ότι υπήρξαν πάνω από 100.000 διαδηλωτές (οι οργανωτές υπολογίζουν περίπου 300.000). Αλλά προφανώς θα ήταν εφικτό να υπάρξει μια κοινή πρωτοβουλία που θα εμπλέκει όλες τις δυνάμεις που υποστήριξαν το Νέο Λαϊκό Μέτωπο τον Ιούνη.
Ταυτόχρονα εξελίσσονταν οι προετοιμασίες για τη μέρα απεργιών και κινητοποιήσεων της 1ης Οκτώβρη, με τη συμμετοχή της CGT, των Solidaires, της FSU και νεολαιστίκων οργανώσεων, «ώστε να ακουστούν επιτέλους οι κοινωνικές έκτακτες ανάγκες που εκφράζονται στις κοινωνικές κινητοποιήσεις και στους δρόμους», αναδεικνύοντας τα κοινωνικά αιτήματα που συμμερίζονται τα κόμματα του ΝΛΜ. Τέλος, στις 21 Σεπτέμβρη, οργανώθηκε μια νέα μέρα δράσης, με αντίστοιχο περιεχόμενο με εκείνη της 7ης Σεπτέμβρη, στην οποία συμμετείχαν νεολαιίστικες οργανώσεις, η Greenpeace, η Πανεθνική Συλλογικότητα για τα Δικαιώματα των Γυναικών και η Δράση για Κλιματική Δικαιοσύνη.
Επιπλέον, η δεξιά πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος ήδη λαμβάνει θέσεις με στόχο τη διάρρηξη του ενιαίου μετώπου τραβώντας προς τα δεξιά, όπως συμβαίνει με τον Φρανσουά Ολάντ, παρότι αυτός εκλέχτηκε ως μέλος του Νέου Λαϊκού Μετώπου.
Αυτή η Βουλή και η κυβέρνησή της είναι προφανώς ασταθή στοιχεία και από τον Ιούνη του 2025 και μετά, θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε κυβερνητική κρίση και νέα διάλυση της Βουλής, είτε από το RN και τη στήριξή του σε μια πρόταση μομφής, είτε από τον Μακρόν.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που είναι επιτακτικό είναι να δημιουργήσουμε έναν πολιτικό και κοινωνικό συσχετισμό δύναμης ώστε να ξεκινήσουμε μια μακροπρόθεσμη κινητοποίηση γύρω από τα κοινωνικά αιτήματα που προέβαλε το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, το κοινωνικό και το συνδικαλιστικό κίνημα, ανεξάρτητα από εκλογικές προθεσμίες και ημερομηνίες. Η σύγκλιση που επιτεύχθηκε στις αρχές του καλοκαιριού πρέπει να διατηρηθεί και να δράσει συλλογικά δημιουργώντας ενωτικά πλαίσια λειτουργίας που θα διευκολύνουν τις μαχόμενες δυνάμεις να συντονίζονται. Μόνο χτίζοντας μια τέτοια ενότητα θα μπορέσουμε να αποτρέψουμε τις φυγόκεντρες δυνάμεις απ’ όπου κι αν προέρχονται, και να αποφύγουμε την αποθάρρυνση.
Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο αποτελεί μια μοναδική ιδιαιτερότητα στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, γιατί αποτελεί μια συμμαχία που χτίστηκε πάνω σε ένα ρητά αντινεοφιλελεύθερο πρόγραμμα ρήξης με το παρελθόν, που έχει μπορέσει να ενώσει ένα πλατύ εύρος πολιτικών, συνδικαλιστικών και κοινωνικών κινηματικών δυνάμεων, περιθωριοποιώντας έτσι τα σοσιαλ-φιλελεύθερα ρεύματα. Είναι συνεπώς μια πολύτιμη πρωτοβουλία. Αν καταφέρει να διατηρηθεί και να αποκτήσει ρίζες σε όλη τη χώρα, αποτελώντας καθημερινό εργαλείο στα χέρια δεκάδων χιλιάδων αγωνιστών-στριών που δρουν σε γειτονιές, σε αστικές ζώνες και στην ύπαιθρο, αναπτύσσοντας τα αιτήματα του προγράμματός του, ξεδιπλώνοντας την θεματολογία της κοινωνικής, κλιματικής και δημοκρατικής δικαιοσύνης και της πάλης κατά των διακρίσεων, θα μπορούσε να αμφισβητήσει το πολιτικό βάρος που έχει κατακτήσει το RN, το οποίο χρησιμοποιεί τον ρατσισμό και την ισλαμοφοβία για να κατευθύνει ενάντια στις φυλετικοποιημένες λαϊκές τάξεις τα αισθήματα ταξικής έκπτωσης, εγκατάλειψης και κοινωνικής αδικίας.
Αυτή η ψευδής συνείδηση προφανώς στοχεύει να αποσπάσει την προσοχή από κάθε αμφισβήτηση των ταξικών πολιτικών που βρίσκονται στη ρίζα των επιθέσεων που υπομένουν τα θύματα εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Σε κάθε περίπτωση, οι απεργίες και οι διαδηλώσεις της 1ης Οκτώβρη θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε βατήρας για την ανάκτηση της δυναμικής της Αριστεράς απέναντι στους ελιγμούς του Μακρόν.