Η στέγη είναι κοινωνικό δικαίωμα και όχι εμπόρευμα
Εδώ και πολύ καιρό η συζήτηση ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους για τη δυσκολία εύρεσης κατοικίας γίνεται ολοένα πιο συνηθισμένη: τα ακριβά ενοίκια, τα κακοσυντηρημένα σπίτια, η επέλαση του airbnb, η ανυπαρξία δημόσιας πολιτικής για τη στέγη, οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα. Τα τελευταία χρόνια το πρόβλημα εύρεσης αξιοπρεπούς κατοικίας χωρίς να χρειάζεται να δώσει κάνεις κάτι λιγότερο από ένα βασικό μισθό έχει γιγαντωθεί. Στην εξίσωση μπαίνει και η ακρίβεια η οποία καταπίνει τα εισοδήματα. Είναι πολύ δύσκολο πλέον για την πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν από το μισθό τους να μπορούν να νοικιάζουν ένα σπίτι που να πληροί στοιχειώδεις προϋποθέσεις και την ίδια στιγμή να ζει αξιοπρεπώς.
Τα τελευταία πέντε περίπου χρόνια το πρόβλημα γιγαντώνεται. Το ζήτημα της στέγης πλέον είναι τόσο ασφυκτικό, που όλος ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος αφιερώνει ρεπορτάζ και σχετική αρθρογραφία. Το πρόβλημα της στεγαστικής κρίσης δεν μπορεί να κρύβεται πλέον κάτω από το χαλί καθώς βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής, όπου το δικαίωμα σε αξιοπρεπή στέγη τείνει να γίνει πολυτέλεια για μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού.
Αναζητείται στέγη
Αυτό που έχει αλλάξει δραματικά την κατάσταση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια είναι μία στροφή στην υπέρμετρη τουριστική εκμετάλλευση των ακινήτων σε συνδυασμό με την απουσία δημόσιας κοινωνικής πολιτικής για τη στέγη, η οποία έχει αφεθεί πλήρως στους κανόνες της αγοράς.
Τα στοιχεία που καταδεικνύουν τη στεγαστική κρίση δεν αφήνουν πολλές αμφιβολίες σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος, που αφορά πρωτίστως αυτούς και αυτές που νοικιάζουν σπίτι και δευτερευόντως όσους έχουν καταφέρει να αγοράσουν ένα σπίτι με κάποιο στεγαστικό δάνειο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat το 74.6% των ενοικιαστών στην Ελλάδα δαπανά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος για τη στέγαση. Σχεδόν δύο στους τρεις ενοικιαστές δηλαδή, ξοδεύουν λίγο λιγότερο από το μισό μηνιαίο τους εισόδημα για στεγαστικές δαπάνες. Την ίδια στιγμή σύμφωνα με στοιχεία από την ΕΡΓΑΝΗ το 70% περίπου των εργαζομένων αμοίβεται με μισθούς έως 1100€, με μόνο ένα 12% να βρίσκεται στο πάνω όριο του εύρους. Ο συνδυασμός των καθηλωμένων μισθών, της αυξανόμενης ακρίβειας αλλά και της ανεξέλεγκτης πορείας των τιμών στα ενοίκια (και στα ακίνητα ευρύτερα: 66.4% αύξηση των τιμών τα τελευταία 7 χρόνια και 10% για το πρώτο τρίμηνο του 2024) δημιουργεί σοβαρούς πονοκεφάλους για πολύ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, ειδικότερα στα αστικά κέντρα.
Γιατί όμως δεν υπάρχουν διαθέσιμα σπίτια προς ενοικίαση; Ένα από τα βασικά προβλήματα που συναντάει κάποιος/α όταν αναζητά σπίτι προς ενοικίαση είναι τα ελάχιστα διαθέσιμα σπίτια σε τιμές που να μπορεί να ανταποκριθεί ένας μέσος μισθός. Οι λόγοι είναι δύο. Αφενός, η τουριστικοποίηση και η επέλαση της βραχυχρόνιας μίσθωσης (του airbnb) πρακτικά δεν έχει κανέναν περιορισμό, με αποτέλεσμα πολλοί ιδιοκτήτες ακινήτων και προφανώς οι εταιρείες real estate να μη διαθέτουν τα ακίνητά τους για μακροχρόνιες μισθώσεις, αλλά στρέφονται στο airbnb με κριτήριο τη γρήγορη κερδοφορία, που θα αποσβέσει σε χρόνο dt όποια επένδυση μπορεί να έγινε για την ανακαίνιση-αναβάθμιση του ακινήτου. Επιπλέον, το πρόγραμμα golden visa και η δυνατότητα απόκτησης ακινήτων από ξένους επενδυτές με διαδικασίες fast-track, εντείνουν το πρόβλημα, παρά τις αλλαγές στα όρια (επενδύσεις 800.000€ σε επιβαρυμένες περιοχές και 400.000€ στις υπόλοιπες) και ενώ ήδη έχει συντελεστεί μία μεγάλη μεταφορά ιδιοκτησιών σε ξένα funds τα προηγούμενα χρόνια.
Αφετέρου, σύμφωνα και με έρευνα του ινστιτούτου Eteron, αυτή τη στιγμή υπολογίζεται ότι περίπου ένα εκατομμύριο ακίνητα οικιστικής χρήσης είναι κλειστά, με τα μισά από αυτά να βρίσκονται στην Αττική. Πολλά από αυτά είναι κλειστά είτε λόγω παλαιότητας και φθοράς, είτε για την αποφυγή καταβολής φορολογικών εισφορών από τους ιδιοκτήτες. Ένα σημαντικό ποσοστό αυτών των ακινήτων βρίσκεται στα χέρια τραπεζών και funds, που τα έχουν «αποκτήσει» μέσα από κατασχέσεις, εξώσεις και πλειστηριασμούς. Σύμφωνα με πήγες του τραπεζικού τομέα, οι τράπεζες έχουν στην κατοχή τους περί τα 70.000 ακίνητα που προορίζονται για οικιστική χρήση. Από τη δική τους μεριά, το πρόβλημα είναι ότι δεν προχωράνε αρκετά γρήγορα και με αρκετά εχέγγυα οι πλειστηριασμοί κατοικιών που βρίσκονται στην κατοχή των τραπεζών. Αυτό συμπιέζει ακόμα περισσότερο τη διαθεσιμότητα των ακινήτων προς ενοικίαση, μειώνοντας την προσφορά σε συνθήκες αυξανόμενης ζήτησης, με τις τιμές να ανεβαίνουν διαρκώς, όπως συμβαίνει με οτιδήποτε ρυθμίζεται με βάση τους κανόνες της αγοράς.
Η εύρεση κατοικίας σήμερα για τον εργαζόμενο κόσμο στα αστικά κέντρα, για τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, για τους πιο φτωχούς εν γένει είναι άθλος. Υποψήφιοι ενοικιαστές αναγκάζονται να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για παλιά σπίτια (με παλιά κουφώματα, χωρίς θερμομόνωση, με παλιές υδραυλικές εγκαταστάσεις) σε τιμές που κατά μέσο όρο είναι στα 10€ ανά τετραγωνικό μέτρο. Φοιτητές και φοιτήτριες αδυνατούν να σπουδάσουν μακριά από τον τόπο της οικογενειακής εστίας λόγω των ακριβών ενοικίων και της έλλειψης επαρκούς μέριμνας στον τομέα της φοιητικής εστίας. Σύμφωνα με ανακοίνωση των Φοιτητικών Συλλόγων Αθήνας σε κιητοποίησή τους για το ζήτημα της φοιτητικής στέγης αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι «οι φοιτητικές εστίες καλύπτουν λιγότερο από το 7% όσων σπουδάζουν μακριά από το τόπο κατοικίας τους ενώ σε 17 φοιτητουπόλεις και σε 6 ΑΕΙ της Αθήνας δεν λειτουργούν καν εστίες!».
Επιπλέον, η υπέρμετρη τουριστικοποίηση, ειδικά στα νησιά και τους δημοφιλείς καλοκαιρινούς προορισμούς, έχουν φέρει σαν αποτέλεσμα να μην μπορούν να βρουν σπίτι δάσκαλοι και γιατροί που διορίζονται σε σχολεία και νοσοκομεία της περιφέρειας. Έχουμε ακούσει δασκάλους και καθηγητές σε νησιά να διαμένουν σε camping, δάσκαλος στη Ρόδο αναγκαζόταν να κοιμάται στο αυτοκίνητό του ενώ γιατροί αναγκάζονται πολλές φορές να αρνηθούν θέσεις σε περιφεριακά νοσοκομεία ή/και ιατρικά κέντρα γιατί δεν μπορούν να βρουν σπίτι. Και εδώ το πρόβλημα είναι διπλό: από τη μία τα ενοίκια είναι πολύ υψηλά και από την άλλη, ακόμα και αν το ενοίκιο μπορεί να καλυφθεί πχ από το μισθό των 780€ ενός νεοδιόριστου εκπαιδευτικού, είναι πολύ πιθανό τους καλοκαιρινούς μήνες να μην έχει σπίτι, γιατί ο ιδιοκτήτης θέλει να το αξιοποιήσει τουριστικά.
Πολύ λίγα, πολύ αργά
Μπροστά σε αυτό το εκρηκτικό πρόβλημα, η κυβερνητική πολιτική σχετικά με το ζήτημα της στέγης μπορεί να κριθεί τουλάχιστον ανεπαρκής και σίγουρα ετεροχρονισμένη. Όταν η κυβέρνηση είχε ανακοινώσει το πρόγραμμα «Σπίτι μου» πριν δύο χρόνια, γράφαμε στην ΕΑ ότι πρόκειται για «μία δέσμη ημίμετρων που δεν απαντάει στο στεγαστικό πρόβλημα σήμερα, ενώ στην πραγματικότητα απευθύνεται σε πολύ λιγότερους ανθρώπους από ό,τι ισχυρίζεται, εάν συνυπολογίσουμε το αυξημένο κόστος διαβίωσης. Ακόμα και οι λίγοι που θα μπορέσουν να ωφεληθούν θα βρεθούν δέσμιοι στεγαστικών δανείων απέναντι σε τράπεζες και δημόσιο για δύο και τρεις δεκαετίες». Δυστυχώς αυτή η εκτίμηση επιβεβαιώθηκε.
Παρολαυτά, τα όσα ανακοίνωσε ο Μητσοτάκης στη ΔΕΘ σχετικά με το νέο πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ» και τον περιορισμό του airbnb, θα έχουν μάλλον την ίδια μοίρα. Προσπαθώντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις και να περιορίσει τη δυσαρέσκεια στο συγκεκριμένο θέμα, οι πρωτοβουλίες που λαμβάνει είναι πολύ λίγες, έρχονται πολύ αργά και είναι σε λάθος κατεύθυνση.
Συνοπτικά η κυβέρνηση θα κινηθεί σε τρεις άξονες. Ο πρώτος αφορά την απαγόρευση έκδοσης νέων αδειών για βραχυχρόνιες μισθώσεις σε τρία διαμερίσματα του δήμου Αθηναίων (1ο, 2ο και 3ο) όπου βρίσκονται οι περιοχές που είναι ήδη στο κόκκινο. Αυτό το μέτρο δεν είναι απλά μία τρύπα στο νερό αλλά αντίθετα θα αυξήσει τις πιέσεις της βραχυχρόνιας μίσθωσης σε άλλες περιοχές της Αθήνας όπως στο 5ο, στο 6ο και το 7ο διαμέρισμα (Πατήσια, Κυψέλη, Αμπελόκηποι) πιέζοντας ταυτόχρονα τις τιμές των ενοικίων προς τα πάνω και μειώνοντας τα διαθέσιμα σπίτια προς ενοικίαση για μακροχρόνια μίσθωση.
Ο δεύτερος θα αφορά τη δημιουργία κινήτρων σε ιδιοκτήτες κλειστών ακινήτων ώστε να τα διαθέσουν σε μακροχρόνιες μισθώσεις. Τα κίνητρα αυτά θα έχουν να κάνουν κυρίως με τη μείωση του ΕΝΦΙΑ αλλά και τη χορήγηση δανείων έως 20.000€ με μηδενικό επιτόκιο για ανακαίνηση σπιτιών με τον όρο αυτά να δοθούν στην αγορά για μακροχρόνια μίσθωση. Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτα δεσμευτικό σε αυτό το μέτρο και συνεπώς η αποτελεσματικότητά του είναι εξαιρετικά αμφίβολη.
Ο τρίτος αφορά το νέο πρόγραμμα για την απόκτηση κατοικίας «Σπίτι μου ΙΙ». Η κυβέρνηση θα δώσει δύο δισεκατομμύρια ευρώ από το ταμείο ανάκαμψης σε αυτό το πρόγραμμα. Τα ηλικιακά και οικονομικά κριτήρια διευρύνονται σε σχέση με το προηγούμενο πρόγραμμα (από 25 εώς 50 ετών) και τα οικονομικά κριτήρια θα είναι λιγότερο αυστηρά για τους δικαιούχους. Βέβαια πάλι τα κριτήρια για την αγορά ακινήτου που πρέπει να είναι κατασκευασμένο μέχρι το 2007, μέχρι 150 τ.μ. και να μην ξεπερνάει τις 250000 ευρώ είναι αμφιλεγόμενα, καθώς το ράλι τιμών στα ακίνητα, κάνει αυτή την αναζήτηση εξαιρετικά δύσκολη. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι οι πόροι του ταμείου ανάκαμψης δεν κατευθύνονται πραγματικά στην επίλυση του ζητήματος της κατοικίας αλλά κατευθύνονται στις τράπεζες που θα χορηγήσουν δάνεια. Επί της ουσίας η κυβέρνηση χρηματοδοτεί τον τραπεζικό τομέα και τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων. Επιπλέον, το κριτήριο για να μπορέσει κάποιος να αγοράσει ένα σπίτι με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνεται από τις τράπεζες με βάση την πιστοληπτική ικανότητα κλπ και όχι με βάση κοινωνικά κριτήρια.
Η στέγη είναι κοινωνικό δικαίωμα και όχι εμπόρευμα
Η κυβερνητική πολιτική, πιστή στο σκληρό νεοφιλελευθερισμό, αφήνει το ζήτημα της στέγης να «ρυθμιστεί» με τους κανόνες της αγοράς. Το δικαίωμα όλων των ανθρώπων να μπορούν να ζουν σε μία αξιοπρεπή κατοικία δε θα πρέπει να είναι ζήτημα αγοραστικής δύναμης αλλά ένα καθολικό κοινωνικό δικαίωμα. Με αυτή την έννοια, όχι μόνο τα μέτρα της κυβέρνησης δεν είναι αρκετά αλλά η συνολική κατεύθυνση δεν μπορεί να δώσει λύσεις για την πλειοψηφία των ανθρώπων, ειδικά αυτών που ζούν από το μισθό τους.
Η αλλαγή κατεύθυνσης θα σήμαινε μία συνολικά διαφορετική πολιτική κατεύθυνση που θα αντιμετωπίζει το ζήτημα της κατοικίας ως αυτό που θα έπρεπε να είναι, ως ένα κοινωνικό αγαθό. Αυτή η κατεύθυνση θα χρειαζόταν καταρχάς να δημιουργήσει ένα πλαίσιο με όρια για τις τιμές των ακινήτων και ειδικότερα για τις τιμές των ενοικίων σε συνδυασμό με μέτρα κατά της ακρίβειας και του πληθωρισμού. Είναι ζωτικής σημασίας να περιοριστεί η βραχυχρόνια μίσθωση -και να καταργηθεί το πρόγραμμα golden visa- προς όφελος της μακροχρόνιας μίσθωσης για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του πληθυσμού που ζει και εργάζεται στα αστικά κέντρα.
Αντί να κατευθύνονται πόροι στις τράπεζες για τη χορήγηση στεγαστικών δανείων, θα έπρεπε ένα τμήμα (τουλάχιστον) της «αγοράς κατοικίας» να είναι εκτός αγοράς, δηλαδή να κατευθυνθούν οι αναγκαίοι πόροι στη δημιουργία κοινωνικής κατοικίας που θα βρίσκεται υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του δημοσίου (είτε του κράτους είτε των δήμων) για να καλυφθούν οι στεγαστικές ανάγκες του πληθυσμού με βάση κοινωνικά κριτήρια. Είναι αναγκαία μία πολιτική μαζικών δημόσιων επενδύσεων για τη δημιουργία κοινωνικών κατοικιών, δημόσιων φοιτητικών εστιών, που να αξιοποιεί και το διαθέσιμο κτιριακό απόθεμα του δημόσιου.
Μία τέτοια πολιτική έρχεται προφανώς σε ρήξη με την κυβέρνηση και τις σκληρά νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις της. Έχουμε ανάγκη από πρωτοβουλίες και διεκδικήσεις που θα βάζουν στο κέντρο το κοινωνικό δικαίωμα στη στέγη και θα διεκδικούν δημόσιους πόρους για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών και όχι για τις ανάγκες των τραπεζών και της τουριστικής ανάπτυξης.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά