Το βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα, «Ιθάκη», χαρακτηρίζεται από ένα κουραστικό, σχεδόν απωθητικό, υπερμέγεθες «Εγώ», που παρουσιάζεται στις σελίδες του ως ο καθοριστικός πρωταγωνιστής μιας θυελλώδους περιόδου κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων. Έχοντας διαλέξει τη μορφή του έπους (!), ο Τσίπρας παρουσιάζει τον εαυτό του πότε σαν Αχιλλέα, πότε σαν Ιάσωνα, πότε σαν Οδυσσέα…
Το βιβλίο είναι ολοφάνερο γραμμένο για να δρομολογήσει τη χιλιοτραγουδισμένη «Επιστροφή». Έχοντας εγκαταλείψει τα «αριστεροχώρια», έχοντας επιλέξει οριστικά την αναφορά στα πλατιά διαταξικά «εθνικά» ακροατήρια, διαθέτοντας πλέον καινούργιους σπόνσορες, ο Τσίπρας προσπαθεί να φιλοτεχνήσει για τον εαυτό του την εικόνα ενός Μεγάλου Αρχηγού σε αγρανάπαυση ή σε προσωρινή εφεδρεία, όμως πρόθυμου, έτοιμου και ικανού να αναλάβει ξανά «τις τύχες της χώρας».
Γι’ αυτό η Ιθάκη είναι ένα άθροισμα από μύθους, που ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματική πολιτική ιστορία των τελευταίων 15 χρόνων.
Ένας πρώτος μύθος που διατρέχει την Ιθάκη είναι ότι ο Τσίπρας υπήρξε «ο ηγέτης που πήρε από το χέρι ένα μικρό κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και το οδήγησε στην κυβερνητική εξουσία». Η δημιουργία και πολύ περισσότερο η εκτίναξη της πολιτικής και εκλογικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν, αντίθετα, το αποτέλεσμα μιας μακράς και πρωτότυπης περιόδου εκρηκτικής ανάπτυξης των μαζικών αγώνων, αρχικά της εποχής του αντιπαγκοσμιοποιητικού και αντιπολεμικού κινήματος και στη συνέχεια, και κυρίως, της αντιμνημονιακής περιόδου. Σε αυτήν την εποχή, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές ήταν οι πολλοί και οι πολλές που οργάνωναν το κίνημα και τις μάχες του, και μέσα σε αυτούς ένα μικρότερο υποσύνολο (αποτελούμενο πάντα από πολλούς και πολλές) των στελεχών που οργάνωναν τις πολιτικές πρωτοβουλίες της μετωπικής συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ. Μέσα στο ίδιο του το κόμμα, τον Συνασπισμό, ο Αλέξης Τσίπρας εκτινάχθηκε στη θέση του Προέδρου ως το «σημείο συμβιβασμού» μεταξύ δύο αντιμαχόμενων αλλά πραγματικών δυνάμεων: Του Αλέκου Αλαβάνου που έπαιζε πρωταγωνιστικό πολιτικό ρόλο στην ανάπτυξη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά που βαριότανε την καμαρίλα της Κουμουνδούρου και γι’ αυτό πρότεινε τον Αλέξη Τσίπρα ως Πρόεδρο του Συνασπισμού. Και μιας «δημογεροντίας» στελεχών ευρωκομμουνιστικής παράδοσης και αναφοράς, που ήταν καχύποπτοι απέναντι στον Αλαβάνο και αποδέχθηκαν την υποψηφιότητα Τσίπρα, τον χειραγώγησαν και επιχείρησαν και πέτυχαν να ελέγξουν την «αριστερή στροφή» του κόμματός τους. Χρειάστηκε να κυλίσει πολύ νερό στο αυλάκι, να δοθούν και να χαθούν πολλές πολιτικές μάχες για να μετατραπεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε αρχηγικό, προσωποπαγές κόμμα. Στις μάχες αυτές τον κρίσιμο ρόλο δεν έπαιξε μια κάποια ηγετική ικανότητα του Αλέξη Τσίπρα, αλλά η δράση και η πολιτική της ίδιας ομάδας στελεχών πίσω του, εκείνου του «κέντρου» που, τότε, αποκαλούσαμε «περίκλειστο κόμμα μέσα στο κόμμα». Αυτή η ευρωκομμουνιστική «δημογεροντία» έπεσε τελικά στην κλασσική παγίδα που συχνά έχει εμφανιστεί στην ιστορία: το «πιόνι» που διάλεξαν για να χειραγωγήσουν το κόμμα, πιστεύοντας ότι είναι ένας άχρωμος «Κύριος Τίποτα», στράφηκε σταδιακά εναντίον τους και τελικά τους «κούρεψε» μεθοδικά, έναν προς ένα. Ο μόνος που γλίτωσε, ίσως γιατί τον πρόλαβε πρόσφατα ο θάνατος, ήταν ο Αλέκος Φλαμπουράρης.
Εντός παρενθέσεως
Ένας άλλος μύθος που διατρέχει την Ιθάκη είναι ο ισχυρισμός ότι το 2015 δεν έγινε καμία «κωλοτούμπα».
Ο Αλ. Τσίπρας ισχυρίζεται ότι έθεσε τα θεμέλια μιας σύγχρονης παράδοσης «κυβερνώσας Αριστεράς». Όμως ο ίδιος απέδρασε από την πολιτική του συνθήματος «Κυβέρνηση Αριστεράς» από την πρώτη μέρα μετά την εκλογική νίκη του Γενάρη του 2015. Γράφει στην Ιθάκη: «Στην εισήγησή μου, που μεταδόθηκε ζωντανά στα Μέσα Ενημέρωσης, έθεσα τις προτεραιότητες της Κυβέρνησης Κοινωνικής Σωτηρίας, όπως την χαρακτήρισα, που μόλις λίγες ώρες πριν είχα συγκροτήσει…» (σελ. 136). Και λίγο παρακάτω, για να εξηγήσει την επιλογή του Προκόπη Παυλόπουλου για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, συμπληρώνει: «Ήθελα να εκπέμψω το μήνυμα ότι αριστεροί και δεξιοί παραμερίζαμε τις διαχρονικές διαφορές μας (σσ:!) και φορούσαμε τη φανέλα της “Εθνικής Ελλάδας” (σσ: !!) για να δώσουμε τη μάχη για τη χώρα…». Δεν χρειάζεται μεταπτυχιακό στον Μαρξ και στον Λένιν για να καταλάβει κανείς ότι ανάμεσα στην πολιτική «Κυβέρνηση Αριστεράς» και στην πολιτική «Κυβέρνηση Κοινωνικής Σωτηρίας» ή και περισσότερο «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας» υπάρχουν χαώδεις διαφορές.
Η συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ δεν ήταν καθόλου υποχρεωτική από την αριθμητική των εκλογικών αποτελεσμάτων, όπως ισχυρίζεται ο Τσίπρας. Υπήρχε πάντα η εναλλακτική της απαίτησης ψήφου εμπιστοσύνης από τη Βουλή ή -κυρίως- της καταφυγής σε νέες εκλογές, όπου η αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ των 149 βουλευτών θα ήταν μια εύκολη υπόθεση. Απλώς αυτές οι λύσεις προϋπέθεταν ένα μεγαλύτερο πολιτικό θάρρος από όσο διέθετε τότε ο σημερινός, κατά δήλωσή του, Ιάσων-Αχιλλέας-Οδυσσεύς…
Ο Τσίπρας σήμερα αντιμετωπίζει ένα διαφορετικό πρόβλημα. Η συγκυβέρνηση με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ οδήγησε σε πολλά γνωστά (και κάποια εν μέρει άγνωστα…) ξεφτιλίκια. Γι’ αυτό ο Τσίπρας δέχεται και μια κριτική και μια χλεύη στο σχετικό σημείο ακόμα και από το στρατόπεδο του αστικού καθωσπρεπισμού. Και στην Ιθάκη σπεύδει να «σχετικοποιήσει» αυτήν την τότε ενθουσιώδη επιλογή του. Όμως αν πράγματι αποφάσισε να συγκυβερνήσει με τους ΑΝΕΛ επειδή την πρώτη φορά ο Καμμένος έφτασε στον 6ο όροφο της Κουμουνδούρου πρώτος, ενώ ο Θεοδωράκης του Ποταμιού καθυστέρησε ανεβαίνοντας από τις σκάλες, και τη δεύτερη φορά επειδή ο «ορμητικός Πάνος» ανέβηκε και τον αγκάλιασε στα Προπύλαια, ενώ η Φώφη Γεννηματά καθυστερούσε να απαντήσει στο τηλέφωνο, τότε στον Αλέξη Τσίπρα θα έπρεπε να «απαγορευτεί» κάθε ενασχόληση με τα κοινά.
Στο προγραμματικό πεδίο, η «κωλοτούμπα» είναι ακόμα πιο φανερή από ό,τι στο ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών και του χαρακτήρα της κυβέρνησης. Οι ταξικοί στόχοι του (μετριοπαθούς) Προγράμματος της Θεσσαλονίκης, οι δεσμεύσεις που είχαν σχέση με τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων και λαϊκών μαζών, οι δεσμεύσεις που λειτουργούσαν σαν πανίσχυροι εκλογικοί και πολιτικοί «μαγνήτες» προς όφελος του ΣΥΡΙΖΑ, παραπέμφθηκαν από την πρώτη στιγμή στις καλένδες. Δέκα χρόνια μετά, παραμένουν σαν ανεκπλήρωτοι στόχοι του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Για να δικαιολογήσει αυτήν την άτακτη υποχώρηση, ο Τσίπρας στην Ιθάκη επικαλείται αναλυτικά δύο παράγοντες:
α. Η απειλή της αποβολής από το ευρώ. Για τους οπαδούς του πολιτικού «ρεαλισμού» χρειάζεται να σημειώσω ότι δεν θα μάθουμε ποτέ αν αυτή η απειλή ήταν πραγματική ή και εφικτή για τις ευρωηγεσίες. Γιατί η κυβέρνηση Τσίπρα υποχώρησε αμέσως μόλις ο Σόιμπλε ανέβασε αυτό το «πιστόλι» στο τραπέζι, δηλώνοντας ότι η παραμονή στο ευρώ ήταν απαραβίαστο όριο στην πολιτική της.
Ο Τσίπρας σήμερα ισχυρίζεται ότι ουδέποτε, ακόμα και πριν το 2015, άφησε ανοιχτά ενδεχόμενα ρήξης με το ευρώ. Πρόκειται για χοντροκομμένο ψέμα. Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, η Αριστερή Πλατφόρμα προειδοποιούσε ότι ένα πρόγραμμα αντιλιτότητας δεν ήταν εφικτό μέσα στην αρχιτεκτονική του ευρώ και απαιτούσε «προετοιμασίες» ρήξης. Ήταν ισχυρή, αλλά μειοψηφική άποψη. Η συλλογική άποψη του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, ήταν το «καμιά θυσία για το ευρώ» που απέχει μίλια από το «πάση θυσία στο ευρώ». Θα μπορούσα να παραθέσω δεκάδες κομματικά κείμενα, αλλά και πολλές προεκλογικές ομιλίες του Τσίπρα, που δήλωναν ευθέως ότι αν βρεθούμε στο δίλημμα μεταξύ της συνέχειας των «θυσιών» και της συμμετοχής στο ευρώ, θα επιλέξουμε χωρίς δισταγμό την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών. Κυρίως όμως θα θυμίσω ότι το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος, που ζητούσε από την κυβέρνηση την απόρριψη μιας συμφωνίας μνημονιακής λιτότητας, παρά τις στεντόρειες δηλώσεις των ευρωηγεσιών ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ.
Η άτακτη υποχώρηση προς το «πάση θυσία στο ευρώ» ήταν ένα αποφασιστικό τμήμα της μνημονιακής κωλοτούμπας. Εδώ ο Τσίπρας έχει ένα πόντο. Αυτή η απόφαση, παρόλο που δεν εγκρίθηκε από κανένα συλλογικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ (ούτε την ΚΕ, ούτε την ΠΓ), δεν ήταν αποκλειστικά δική του. Ο Γ. Σταθάκης, σε μια πρόσφατη συζήτηση απολογισμού για το 2015, έκανε λόγο «για το χρονικό μιας προαναγγελθείσας Συμφωνίας». Πράγματι, από το 2013 και μετά, το «περίκλειστο κόμμα μέσα στο κόμμα» προετοίμαζε την υποχώρηση, με άξονα την προσήλωση στην παραμονή στο ευρώ.
β. Οι δυσκολίες στη διαπραγμάτευση. Πράγματι, οι συλλογικές αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ πριν το 2015 άφηναν ανοιχτό το ζήτημα της «διαπραγμάτευσης» με τους δανειστές και την ΕΕ, αλλά μόνο στο ζήτημα του χρέους και πάνω στην καινούργια πολιτική πραγματικότητα που θα δημιουργούσαν οι «μονομερείς αποφάσεις» της εκλεγμένης κυβέρνησης στο εσωτερικό της χώρας. Ο Τσίπρας και το επιτελείο πίσω του, από την πρώτη μέρα «διολίσθησαν» σε μια κρίσιμη μετατόπιση: έθεσαν το σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής κάτω από το λεπίδι μιας, τάχα, υποχρεωτικής συμφωνίας με τους «θεσμούς» εφ’ όλης της ύλης. Από τότε προειδοποιούσαμε, μαζί με πολλούς άλλους μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, ότι η λογική αυτής της «μετατόπισης» οδηγούσε στην πλήρη κατάρρευση, στην υπογραφή του μνημονίου 3.
Ο Τσίπρας στην Ιθάκη του προχωράει σε μια ατελείωτη χαοτική περιγραφή των «δυσκολιών στη διαπραγμάτευση», όπου ο ίδιος παρουσιάζεται να μάχεται με τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, με τους Κύκλωπες, τους Λαιστρηγόνες και άλλα ανήμερα θεριά. Για να δώσει πειστικότητα στην περιγραφή του και να αναδείξει ίχνη ρεαλισμού σε αυτόν τον εγκλωβισμό, παρουσιάζει ένα πρωτότυπο σχήμα: στη διαπραγμάτευση, λέει, υπήρχαν οι «κακοί» με κορυφαίο τον Σόιμπλε (που ήθελε να αποβάλει την πτωχή Ελλάδα από το ευρώ), αλλά σταδιακά εμφανίστηκαν και οι «καλοί», κυρίως η Μέρκελ και ο Ολάντ (που ήθελαν να κρατήσουν την τίμια Ελλάδα μέσα στο ευρώ). Η πονηριά του πολυμήχανου Οδυσσέως συνίστατο στο να υποχωρεί σταδιακά απέναντι στους κακούς, μέχρι να εμφανιστούν οι καλοί, να προσεταιριστεί τους καλούς ενάντια στους κακούς, για να πετύχει μια συμφωνία που θα του επέτρεπε να φτάσει σε μια Ιθάκη. Το σχήμα είναι ακατάλληλο ακόμα και για μικρά παιδιά. Η γερμανική κυβέρνηση δεν ήταν διπολική. Ο Σόιμπλε ήταν ο υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Μέρκελ. Ο Τσίπρας που από την αρχή προσανατολίστηκε να βρει καταφύγιο στην αγκαλιά της Μέρκελ, είχε και έχει ανάγκη να υπερβάλει σχετικά με τον «δράκο Σόιμπλε» για να δώσει στην τακτική του κάποια χρώματα μαχητικότητας.
Αυτός ο διπλός εγκλωβισμός, στα όρια του πάση θυσία στο ευρώ και της υποχρεωτικής συμφωνίας εφ’ όλης της ύλης με την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, είχε ως αποτέλεσμα την υποταγή του Τσίπρα και του επιτελείου του στην απαίτηση της Μέρκελ να συνεχίσει η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση, αταλάντευτα και απαρέγκλιτα, «το πρόγραμμα των υποχρεώσεων που είχαν αναλάβει οι προκάτοχοί της», δηλαδή το μνημόνιο 3. Κατά τη διαπραγμάτευση, ο Οδυσσέας δεν έχασε απλώς τον μπούσουλα, κατέληξε να αναλάβει να κάνει αυτά που δεν μπόρεσαν να κάνουν οι Σαμαράς-Βενιζέλος.
Ο αφ’ υψηλού και υπερφίαλος τρόπος που ο Τσίπρας αντιμετωπίζει τη διάσπαση του κόμματός του το καλοκαίρι του 2015, είναι ενδεικτικός του χαρακτήρα του, αλλά δεν έχει πολιτικό ενδιαφέρον. Η έγκριση στη Βουλή της συμφωνίας που ο Τσίπρας είχε «αποσπάσει» κατά τη διαπραγμάτευση έγινε εφικτή μόνο μέσω της «αδελφικής βοήθειας» που έδωσαν οι ψήφοι των βουλευτών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, κρατώντας αυτοί την κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου ζωντανή. Η υπογραφή της συμφωνίας δεν ήταν αρκετή για τις καθεστωτικές δυνάμεις, η κυβέρνηση που αυτοπροσδιοριζόταν ως «της Αριστεράς» όφειλε να αναλάβει την υλοποίηση στην πράξη του μνημονίου 3. Στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015, παρόλο που το δικαίωμα της αμφιβολίας εξακολουθούσε να λειτουργεί υπέρ του Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε 310.000 ψηφοφόρους σε σύγκριση με τον προηγούμενο Γενάρη και πολύ περισσότερους σε σύγκριση με την τεράστια διόγκωση του πολιτικού ακροατηρίου του που είχε εμφανιστεί στο Δημοψήφισμα. Παρά τους πανηγυρισμούς και τις αγκαλιές των Τσίπρα-Παππά με τον Καμμένο, είχε αρχίσει μια πορεία εκλογικής και πολιτικής συρρίκνωσης που επρόκειτο να αποδειχθεί ανεπίστρεπτη. Η «παρένθεση» της πιθανότητας μιας κυβέρνησης της Αριστεράς είχε κλείσει μέσα σε 9 μήνες.
Από την Ιθάκη στη διάλυση
Η προσπάθεια του Τσίπρα να αποδώσει αναδρομικά ένα κάποιο θετικό έργο στην κυβέρνηση 2015-19 είναι ένας ατελείωτος αποπροσανατολιστικός απολογητισμός. Σε αυτήν την περίοδο, το μερίδιο των μισθών και των συντάξεων ως ποσοστό στο ετήσιο ΑΕΠ μειώθηκε δραστικά και αντίστοιχα αυξήθηκε το μερίδιο των κερδών και προσόδων του κεφαλαίου, δείχνοντας καθαρά την αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης όσων ζουν από τη δουλειά. Οι ιδιωτικοποιήσεις επεκτάθηκαν και στους «στρατηγικούς τομείς», υπό την καθοδήγηση του νεοσυσταθέντος διαβόητου «Υπερταμείου». Η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων χτύπησε κόκκινο, φέρνοντας τις «συμβάσεις» έργου ή συγκεκριμένου χρόνου, ακόμα και μέσα στην… Επιθεώρηση Εργασίας! Η αντιμεταρρύθμιση στο Ασφαλιστικό κατάργησε κατακτήσεις δεκαετιών πολλών κλάδων (μέσω μιας «εξισωτικής» αλλά προς τα κάτω ενοποίησης των Ταμείων), αλλά κυρίως άλλαξε τον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων, μετατρέποντας τις μνημονιακές περικοπές (που είχαν επιβληθεί ως έκτακτες και προσωρινές) σε μόνιμες και διαρκείς για τις νέες γενιές συνταξιούχων. Σε αυτόν το νεοφιλελεύθερο κατήφορο ξεχωρίζει μια ακόμα «μελανή» σελίδα: Η «αναβάθμιση» των στρατηγικών σχέσεων με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και το Κράτος του Ισραήλ, που έθεσε τα θεμέλια για τη σύγχρονη κρατική πολιτική που ακολουθεί σήμερα ο Μητσοτάκης. Ήταν η «εποχή Τζέφρι Παγιάτ» που ο Ν. Φίλης είχε -προς τιμήν του…- ζητήσει να τερματιστεί, όταν ξεπετάχτηκε από το υπουργείο Παιδείας…
Οι αλλαγές στον κοινωνικό-ταξικό συσχετισμό δύναμης που συντελέστηκαν σε εκείνη την περίοδο αντανακλώνται στη συμφωνία του 2018 με τους δανειστές, που ξεδιάντροπα ονομάστηκε «έξοδος από τα μνημόνια». Πρόκειται για την Ιθάκη, για τον τελικό προορισμό του τότε ταξιδιού του Αλέξη Τσίπρα. Μετά από περίπου 10 χρόνια άγριας λιτότητας, η συμφωνία πράγματι «χαλάρωνε» κάποιους μνημονιακούς περιορισμούς, αλλά μόνο για το κεφάλαιο και τον «κόσμο του επιχειρείν». Άνοιγε έτσι η περίοδος άγριας επιστροφής στις μεγάλες κερδοφορίες για τις τράπεζες και τους ισχυρούς Ομίλους. Όμως για τους εργαζόμενους και τις λαϊκές μάζες, οι μνημοναικές περικοπές μονιμοποιούνταν και τίθονταν σε καθεστώς προστατευτικής «επιτήρησης» μέχρι το… 2060! Επτά χρόνια μετά, το μέσο πραγματικό εισόδημα των εργατών παραμένει μικρότερο από το αντίστοιχο του 2009, ο 13ος και 14ος μισθός και οι αντίστοιχες συντάξεις παραμένουν όνειρα προς εκπλήρωση, η ελαστικότητα στις εργασιακές σχέσεις έχει πάρει ιστορικές διαστάσεις κ.ο.κ. Επειδή η βαρβαρότητα που αντιμετωπίζει σήμερα ο κόσμος της εργασίας έχει άμεση σχέση με εκείνη την κατάπτυστη «συμφωνία», θα συνιστούσαμε στον κ. Τσίπρα να προσέχει το ποιες πλευρές των πεπραγμένων του διαλέγει για να υπενθυμίσει.
Η λογική κατάληξη αυτής της καθεστωτικής πολιτικής ήταν, αναπόδραστα, να καλέσει στην κυβερνητική εξουσία τους πιο αυθεντικούς εκφραστές του μνημονιακού νεοφιλελευθερισμού. Η ντροπιαστική πολιτική ήττα του 2019, που άνοιξε την περίοδο ηγεμονίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, ήρθε αμέσως μετά τον «θρίαμβο» της Ιθάκης του Τσίπρα. Ο πολυμήχανος Οδυσσέας κατόρθωσε να χάσει άλλες 150.000 ψηφοφόρους, κυρίως από τις εργατικές και λαϊκές περιοχές. Παρόλα αυτά, ο δικαιολογημένος φόβος απέναντι στη ΝΔ του Μητσοτάκη, έδωσε στη συρρίκνωση ελεγχόμενες διαστάσεις.
Όμως ο Τσίπρας ήξερε το τι είχε κάνει. Στην Ιθάκη γράφει: «το 2019 ήμουν πλέον άλλος άνθρωπος». Πράγματι. Και γι’ αυτό η αντιπολιτευτική δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ του 2019 ήταν στην πραγματικότητα κατά πολύ μικρότερη, σε σύγκριση με τη δυναμική ακόμα και του «μικρού» ΣΥΡΙΖΑ του 2008-09, ή του «ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών» μέχρι το 2012. Τα νερόβραστα, κεντρώας έμπνευσης, πολιτικά συνθήματα του ΣΥΡΙΖΑ 2019-23 υπολείπονταν κατά πολύ από τις ανάγκες των μετώπων πάλης κατά του Μητσοτάκη. Η επιχείρηση «διεύρυνση», που έφερε στον ΣΥΡΙΖΑ τους Αντώναρους και τους Σπηλιωτόπουλους, που μετέτρεψε την Τζάκρη σε στέλεχος πρώτης γραμμής κ.ο.κ. ήταν ένας απόλυτος διαλυτισμός. Και σε αυτό το υπόβαθρο ο Τσίπρας-«άλλος άνθρωπος» εγκατέστησε μέσα στο κόμμα του τις «αδιαμεσολάβητες» συνήθειες των παραδοσιακών αστικών κομμάτων, παρομοιάζοντές τες μάλιστα και ως στροφή προς την άμεση δημοκρατία! Αυτή η συντηρητική και αναποτελεσματική αντιπολιτευτική πολιτική ήχησε σαν η καμπάνα που κάλεσε στο «τους ζυγούς λύσατε».
Η αναστολή πληρωμής όλων των πολιτικών «γραμματίων» της ευθύνης από το 2015 και μετά, έληξε βίαια στις εκλογές του Μάη του 2023, με τη μαζική απόσυρση των λαϊκών ανθρώπων από την «ελπίδα» ΣΥΡΙΖΑ. Στις εκλογές αυτές ο πολυμήχανος Οδησσέας έχασε 600.000 ψηφοφόρους και ένα μήνα μετά άλλους 250.000, πάντα κυρίως στις εργατικές φτωχές περιοχές. Το σύνολο των απωλειών του ΣΥΡΙΖΑ, σε σύγκριση με τον Γενάρη του ’15, ξεπέρασε τους 1,3 εκατ. ψηφοφόρους! Η εκλογική συρρίκνωση είχε επέλθει πάνω στη βάση της πολιτικής συντριβής, έστω κι αν ο «καπετάνιος» θεωρούσε ότι βαδίζει από νίκη σε θρίαμβο…
Η τελευταία πράξη του δράματος ήταν το φιάσκο Κασσελάκη. Στην Ιθάκη, ο Τσίπρας κάνει μια προσεκτική προσπάθεια να διαχωρίσει τις ευθύνες του από αυτήν τη φαρσοκωμωδία. Όμως δεν έχει τα πραγματικά περιθώρια έντιμου διαχωρισμού. Ο Stefanos πάτησε πάνω στην παράδοση αποπολιτικοποίησης και «αδιαμεσολάβητου» οργανωτικού εκφυλισμού που είχε δημιουργήσει ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας. Και δεν είναι εύκολο να ξεχαστεί ότι οι βασικοί συνεργάτες του υπήρξαν οι κυριαρχικοί «συνοδοιπόροι» του Κασσελάκη, όπως δεν είναι εύκολο να ξεχαστεί η άγρια χαρά τους για το ξεπέταγμα της «Ομπρέλας», για την εξώθηση σε έξοδο από τον ΣΥΡΙΖΑ της τελευταίας τάσης που θύμιζε, έστω και χλωμά, ότι αυτό το σημερινό συνοθύλευμα είχε -κάπως, κάποτε…- σχέση με μια απόπειρα συγκρότησης ρεύματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Νέα Πυξίδα;
Ο Τσίπρας στο βιβλίο του ισχυρίζεται ότι για όλες τις αποτυχίες, πάντα, κάποιοι άλλοι έφταιγαν. Ο κατάλογος των στελεχών που δείχνει ως υπαίτιους για τα στραπάτσα που ο ίδιος προκάλεσε, είναι ατελείωτος: ο Λαφαζάνης, ο Βαρουφάκης, η Ζωή Κωσταντοπούλου, ο Φίλης, η Ομπρέλα κ.ο.κ. Είναι μια ελάχιστη πειστική και ακραία υποκριτική προσπάθεια.
Ο Τσίπρας έχει πλέον βγει από την Αριστερά. Πίσω από τα λόγια τα μεγάλα και τις ποιητικές αναφορές, αξίζει να κρατήσει κανείς μόνο τα «σκληρά» σημεία. Έχει δηλώσει ότι δεν πιστεύει πλέον στην επικαιρότητα της στρατηγικής για έναν «δημοκρατικό σοσιαλισμό» και ότι σκοπεύει να παλέψει για έναν «δημοκρατικό καπιταλισμό». Όσοι τα είπανε αυτά, ξέρουν βαθιά μέσα τους, ότι διαβήκανε Ρουβίκωνα, ότι έχουν περάσει απέναντι. Ο Τσίπρας προσθέτει, όλο και πιο συχνά στις δηλώσεις του, ότι υποστηρίζει την ανάγκη μιας «πατριωτικής στροφής» στην πολιτική. Στις σημερινές συνθήκες, της στάσης του ελληνικού καπιταλισμού και του ελληνικού κράτους μέσα στους διεθνείς ανταγωνισμούς και τις περιφερειακές συγκρούσεις, η αναφορά σε ανάγκη «πατριωτικής στροφής», είναι σύνηθες γνώρισμα των πολιτικών απατεώνων.
Θα καταφέρει ο Τσίπρας να οργανώσει την «Επιστροφή» του; Από τη σκοπιά των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών, τα σχέδιά του, στη βάση των πεπραγμένων του, είναι παντελώς αδιάφορα. Από τη σκοπιά των Μαρινάκηδων και των Μελισσανίδηδων, που αναζητούν τις εναλλακτικές μέσα στην επερχόμενη πολιτική κρίση, ίσως να υπάρξει ένα κάποιο ενδιαφέρον. Σε κάθε περίπτωση, ο Τσίπρας, μετά την Θάκη του, μπαίνει σε νέα κεφάλαια περιπετειών από πολύ ασθενέστερη βάση. Κάποτε συνέπλευσε με ισχυρά «πληρώματα». Τώρα βασικός του σύμβουλος είναι ο Ν. Μαραντζίδης…
Δεν έφταιγεν ο ίδιος, τόσος ήτανε
η εποχή, τα βάρη, οι συνθήκες
κι άλλοι την πάθανε, που τότε είπαν το ναι
και δεν ακούσανε των παλιών τις υποθήκες
