Από αυτή την άποψη δεν υπήρχε τίποτα καινοφανές στην αποστροφή Λαφαζάνη, άσχετα αν την πήρε πίσω μιλώντας για διαστρέβλωση και αποκοπή μιας φράσης που δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα της δήλωσης. Μιλώντας σοβαρά, ειδικά από τη σκοπιά της αριστεράς, ποτέ δεν υπήρξε εν αναμονή αριστερή κυβέρνηση που ήταν έτοιμη. Ούτε οι μπολσεβίκοι, ούτε ο Αλιέντε, ούτε ο Τσάβες. Ειδικά οι πρώτοι δεν ήταν καν εν αναμονή. Αρπάξαν την ευκαιρία, μπουκάραν σε κάτι ανάκτορα, σπάσανε και κάποια τζάμια. Το ότι ουδείς ήταν έτοιμος, δεν φάνηκε πριν, αλλά μετά: Από τις πάρα πολλές προσαρμογές (θετικές ή αρνητικές) στα νέα δεδομένα, που αναγκαστικά ήταν νέα, στο βαθμό που η νέα εξουσία ήταν διαφορετική από τις προηγούμενες.
Ο βαθμός ετοιμότητας κρίνεται από το αν θα προχωρήσει κανείς σε ανεπανάληπτες πολιτικές και κοινωνικές ρήξεις ή από το αν θα διαχειριστεί την παρούσα κατάσταση στο ίδιο πλαίσιο. Στην πρώτη περίπτωση ποτέ δεν είσαι έτοιμος. Ακόμη περισσότερο δεν είναι έτοιμος ο ΣΥΡΙΖΑ: θα μπορούσε να μιλήσει πιο ειλικρινά, να οικοδομήσει σήμερα τις αναγκαίες συμμαχίες για αύριο, να προετοιμάσει και τον εαυτό του και την κοινωνία.
Στη δεύτερη περίπτωση δεν τρέχει τίποτα: Ανά πάσα στιγμή μπορεί να υπάρξει αλλαγή φρουράς (για να θυμηθούμε τον Αντρέα της μεταπολίτευσης).
Το πρόβλημα παρόλα αυτά των εξεγερμένων με τη δήλωση Λαφαζάνη και φανατικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που έσπευσαν να βαφτίσουν το Αριστερό Ρεύμα πέμπτη φάλαγγα, δεν βρίσκεται στις δηλώσεις, αλλά στην πρακτική. Γιατί μπορεί ο Μπαλάφας να απαντά δηλητηριωδώς ότι “εμείς είμαστε έτοιμοι”, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ -ακόμα- δεν έχει βάλει θέμα εκλογών. Οι σύντροφοι που είναι πανέτοιμοι να κυβερνήσουν, στο ερώτημα αν ζητούν εδώ και τώρα παραίτηση της κυβέρνησης και προκήρυξη εκλογών ψαλμουδίζουν ατάκες φοιτητικού συνδικαλισμού: “Δεν θα τις επιβάλουμε εμείς, αλλά ο λαός”, “θα τις ζητήσουμε όταν μπορούμε να τις επιβάλουμε” κλπ.
Η φασαρία μετά τις δηλώσεις Λαφαζάνη αναδεικνύει πλευρές του ευτυχούς ατυχήματος που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτον την πολιτική ανομοιογένεια του “ενιαίου” κόμματος. Από τον Λαφαζάνη μέχρι τον Μητρόπουλο και από τον Κουβελάκη μέχρι τον Μηλιό. Δεύτερον, την αστική αντίληψη περί πολιτικής. Ανύψωση των επικοινωνιακών διαστάσεων μιας δήλωσης (“μας έκανε φοβερή ζημιά” κλαψ κλαψ). Συστηματική όμως υποτίμηση των όρων και των προϋποθέσεων μιας αριστερής κυβέρνησης. Τρίτον, έναν ιδιότυπο κομματισμό, σύμφωνα με τον οποίο όλοι πρέπει να βγάζουν το σκασμό ενόψει κατάληψης της εξουσίας. Όλοι; Όχι ακριβώς. Όσοι διαμαρτύρονται για τις παραφωνίες Λαφαζάνη κάνουν τον κινέζο για τις παραφωνίες Σταθάκη. Και φυσικά ισχύει και το ανάποδο. Μόνο που είναι καλό αντί να διεξάγεται μάχη χαρακωμάτων στο όνομα ενός απολίτικου κομματικού πατριωτισμού, να συζητιούνται ανοικτά και με ειλικρίνεια οι διαφορές.
Αν κάποιος μιλά από τη σκοπιά της αντισυστημικής αριστεράς, το πρόβλημα δεν είναι η δήλωση Λαφαζάνη, αλλά η αναίρεσή της. Ναι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμος να κυβερνήσει. Τίποτα το κακό δεν υπάρχει σε αυτό. Κακό είναι να θεωρούμε ότι είναι έτοιμος αλλά στις καίριες ερωτήσεις για το τι θα γίνει, να παραπέμπουμε την απάντηση στην μεγαλοψυχία των δανειστών ή στη μεταφυσική βεβαιότητα ότι η τρόικα θα χρηματοδοτήσει μια αριστερή πολιτική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμος να κυβερνήσει, πρέπει όμως να κυβερνήσει. Όχι από υποκειμενική επιλογή. Αλλά από τη βαθιά ανάγκη μιας μεγάλης αλλαγής για την κοινωνική επιβίωση. Θα ήταν καλύτερο να υπάρχει συναίσθηση της ανετοιμότητάς του, να υπάρχει μεγαλύτερη ειλικρίνεια για τις ενδεχόμενες ή και αναγκαίες ρήξεις και τομές, να υπάρχει δραστική κινητοποίηση του λαού, να γίνονται όλο και πιο καθαρά τα πιθανά ενδεχόμενα της επόμενης μέρας. Σε κάθε περίπτωση θα τεθεί μετεκλογικά το δίλημμα μπροστά ή πίσω. Μακάρι οι σημερινοί “πανέτοιμοι” να εννοούν ότι είναι πανέτοιμοι για τη ρήξη και όχι για την υποχώρηση.