Είναι δικαιολογημένη η ανησυχία του αριστερού και δημοκρατικού κόσμου για την άνοδο των νεοναζιστών; Χωρίς περιστροφές, ναι, αλλά πρέπει να πούμε επίσης ότι έχουμε ακόμη τις ευκαιρίες με το μέρος μας.
Απ’ την τελευταία κυβερνητική κρίση, με υπόβαθρο την απεργία της ΕΡΤ, η Χρυσή Αυγή δεν μπόρεσε να κερδίσει τίποτα. Ούτε βεβαίως μπόρεσαν οι φασίστες να ξεπεράσουν το επίπεδο των απειλών μπροστά στις χιλιάδες ανθρώπων που διαδήλωναν για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων.
Όταν οι πολιτικές εξελίξεις καθορίζονται από τα κινήματα και τις αντιστάσεις, οι φασίστες βρίσκονται σε πλήρη αδυναμία και αμηχανία. Γιατί ο φασισμός τροφοδοτείται από τη μιζέρια, την ήττα και την απελπισία και όχι από τους συλλογικούς αγώνες, οι οποίοι ακόμη και όταν χάνουν... δεν χάνουν την ταξική τους αξιοπρέπεια. Γι’ αυτό πανηγύριζαν για την ακύρωση της απεργίας της ΟΛΜΕ... Γι’ αυτό διασύρονται με τις συνεχείς αλλαγές απόψεων για την ΕΡΤ.
Διδάγματα
Ένας χρόνος εμπειρίας από τις τελευταίες εκλογές μας εξοπλίζει με πολλά χρήσιμα μαθήματα, αρνητικά και θετικά. Τι δεν πρέπει να κάνουμε λοιπόν;
Πρώτο. Να αποφύγουμε με κάθε τρόπο την εξαιρετικά κακόφημη πρόταση συμμαχίας ενάντια στους ναζιστές με το λεγόμενο «συνταγματικό τόξο» όλων των δήθεν δημοκρατικών κομμάτων και κρατικών θεσμών. Όχι μόνο γιατί έχουν προσβάσεις στο κράτος (στην αστυνομία οι ναζιστές είναι πρώτη δύναμη εκλογικά), όχι μόνο γιατί πολλοί πολιτικοί από τα κυβερνητικά κόμματα έχουν εκλεκτές συγγένειες με τους μπράβους της Χρυσής Αυγής, αλλά και γιατί αυτή η πρόταση λειτουργεί σαν ξέπλυμα για τα κόμματα του μνημονίου που μας κυβερνούν.
Έτσι κι αλλιώς αυτή η πρόταση δεν είχε ποτέ κανένα πρακτικό νόημα. Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο δεν προχώρησε ούτε ένα βήμα, αλλά ούτε η γνωστή κυρία Σκορδέλη, υπόδικος για δολοφονική επίθεση, έχει περάσει από δίκη εδώ και 2,5 χρόνια!
Δεύτερο. Να αποφύγουμε με κάθε τρόπο τη μονομέρεια της μιλιταριστικής απάντησης στους ναζιστές. Η Χρυσή Αυγή δεν είναι πια μια περιθωριακή συμμορία, αλλά ένα ισχυρό αντιδραστικό ρεύμα. Έτσι η τακτική των στρατιωτικών κτυπημάτων από ομάδες αντιφασιστών, σαν κεντρική επιλογή του κινήματος, δεν αποδίδει.
Επίσης είναι αυτοκαταστροφική η τακτική να συγχέουμε την αστυνομία με τους ναζιστές. Το παράδειγμα της Πάτρας (29/6) έδειξε την αναποτελεσματικότητα αυτών των επιλογών.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι απέναντι στους φασίστες δεν θα συγκροτήσουμε το πλατύτερο μέτωπο δράσης των λαϊκών τάξεων και των κομμάτων της Αριστεράς. Όλα αυτά επίσης δεν σημαίνουν ότι δεν θα υπερασπιστούμε με νύχια και με δόντια τις οργανώσεις μας, τις απεργίες και τα δικαιώματα κάθε μειονότητας.
Χωρίς να εγκαταλείψουμε τη λογική της μαζικής μετωπικής σύγκρουσης με τους φασίστες, χρειάζεται να εμπλουτίσουμε τις μεθόδους δουλειάς μας. Η τακτική της διάβρωσης της λαϊκής βάσης των φασιστών είναι κρίσιμης σημασίας. Βάζοντας στην πρώτη γραμμή την ταξική ατζέντα, δηλαδή τα προβλήματα των απλών ανθρώπων, όπως η ανεργία, η δημόσια υγεία και παιδεία, διαχωρίζουμε βαθιά και ταξικά τους φασίστες προνομιούχους απ’ τους απελπισμένους φτωχούς ανθρώπους που τους υποστηρίζουν, για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους στο πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο.
Οι φασίστες όλο το περασμένο διάστημα λειτούργησαν σαν συμπληρωματική δύναμη στο κράτος. Η επιχείρηση της αστυνομίας «Ξένιος Ζευς» ήταν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ακόμη και αυτή τη συνεργασία μπορούμε να την αποδιοργανώσουμε και να τη σπάσουμε.
Οι ευκαιρίες που θα έχουμε μπροστά μας θα είναι πολλές. Το κλείσιμο των παιδικών σταθμών και των σχολείων, ήδη έχει προκαλέσει τις πρώτες αναταράξεις. Το μέτωπο εκπαιδευτικών, γονιών και μαθητών μπορεί να τσακίσει την κυβερνητική πολιτική, αλλά και τις φιλοδοξίες των ναζιστών να διαιρέσουν τα παιδιά σε ελληνάκια και ξενάκια. Αυτή τουλάχιστον είναι μια υπόσχεση που μπορούμε και πρέπει να δώσουμε.