Τούτος ο Αύγουστος δεν είναι σαν τους άλλους. Δεν υπάρχει «διάλειμμα» στις πολιτικές εξελίξεις καθώς η μνημονιακή κυβέρνηση Σαμαρά συνεχίζει με φρενήρη ρυθμό να παίρνει μέτρα - πραγματική σφαγή για τους εργαζόμενους σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, μέτρα διάλυσης του όποιου κοινωνικού κράτους έχει απομείνει, μέτρα διαρκούς υποβάθμισης της ζωής της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Η επιθετικότητα της κυβέρνησης τροφοδοτείται διαρκώς από τα αδιέξοδα της ευρωπαϊκής και διεθνούς κρίσης. Η προπαγάνδα για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος εσωτερικής υποτίμησης, του οποίου πραγματικό στόχο αποτελούν τα ίδια τα μέτρα ακραίας λιτότητας, συνεχίζει να αποτελεί μονόδρομο για τη μνημονιακή κυβέρνηση και ένα ταυτόχρονα μαρτύριο χωρίς τέλος για τη λαϊκή πλειοψηφία.
Αυτή η πορεία συσσωρεύει διαρκώς τις κοινωνικές αντιφάσεις σ’ ένα εκρηκτικό μείγμα που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πότε και πως θα εκτονωθεί καθώς παράλληλα με την οικονομική κρίση βυθίζει στην κρίση και την απονομιμοποίηση όλες τις πλευρές του συστήματος. Ήδη η υπεράσπιση του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος μοιάζει με κακόγουστο αστείο αν όχι με σενάριο τρόμου καθώς δίπλα στο αυταρχικό μνημονιακό κράτος και τις αντιδημοκρατικές, ταξικά προκατειλημμένες λειτουργίες του σε όλα τα θεσμικά επίπεδα – εκφασισμός του κράτους - βλέπει κανείς να αναπτύσσεται διαρκώς ο κίνδυνος του ναζισμού.
Απέναντι σ’ αυτή τη ανεξέλεγκτη πορεία η λύση Σαμαρά παραμένει απόλυτη προτεραιότητα για τη ντόπια και τις ευρωπαϊκές και διεθνείς οικονομικές ελίτ, όχι όμως χωρίς ανησυχία καθώς οι κίνδυνοι «ατυχήματος» ολοένα και μεγαλώνουν. Η κατάρρευση του παραδοσιακού διπολικού – δικομματικού πολιτικού συστήματος διαχείρισης από την ίδια την κρίση στερεί την εναλλακτική, για το ίδιο το σύστημα, επιλογή. Εναλλακτική πολιτικής διαχείρισης της ίδιας στρατηγικής προκειμένου να δίνεται η δυνατότητα οικοδόμησης κοινωνικών συναινέσεων και εκτόνωσης της εκρηκτικής κοινωνικής κατάστασης που διαμορφώνεται ραγδαία. Ο εκβιασμός των εκλογών έχει πέσει ήδη στο τραπέζι και λειτουργεί ως παράγοντας συσπείρωσης – συνοχής αλλά και υπενθύμισης του πολιτικού μονόδρομου του κυρίαρχου αστικού μπλοκ. Έτσι οι δημόσιες δηλώσεις του Σαμαρά για εξάντληση της τετραετίας αντανακλούν, στον αντίποδα, την απαίτηση πλήρους στήριξης φωτογραφίζοντας το «αδιέξοδο» της πολιτικής εκπροσώπησης των από πάνω.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που διεκδικεί το στόχο της «κυβέρνησης της Αριστεράς» δεν αποτελεί συστημική λύση. «Γεννήθηκε» σαν μαζική και δυνάμει κυβερνητική δυνατότητα ανατροπής, ως έκφραση ακριβώς της ελπίδας του λαού σε αντιδιαμετρική κατεύθυνση από τις μνημονιακές συμμαχικές κυβερνήσεις της λιτότητας και με βάση τα συνθήματα: «Ανατροπή στην Ελλάδα», «κυβέρνησης της Αριστεράς». Αυτός ο ρεαλισμός που οικοδομήθηκε μέσα από τους πραγματικούς αγώνες τριών και πλέων χρόνων, από την πραγματική κοινωνική κίνηση και σύγκρουση, εκφράστηκε σε μια συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση η οποία οδήγησε στην ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών. Σχετικοποίηση της πραγματικότητας αυτής της κίνησης ή αμφισβήτηση του ρεαλισμού της εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους επί ποινή ακύρωσής της.
Ωστόσο τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις μιας «κυβέρνησης της Αριστεράς» ιδιαίτερα στην εποχή όπου δεν μπορεί να στηριχτεί σε ήδη υπάρχοντα διεθνή συσχετισμό, αλλά αντίθετα καλείται να εκκινήσει τις διαδικασίες διαμόρφωσής του είναι μεγάλα, δύσκολα και ιστορικά πρωτότυπα. Ο δρόμος της ανατροπής μόνο σαν «πεπατημένη» δεν μπορεί να περιγραφεί.
Καρότο και μαστίγιο
Οι δυνάμεις του συστήματος, ντόπιες και διεθνείς, δοκιμάζουν απέναντι στον πολιτικό τους αντίπαλο την τακτική του «καρότου και μαστίγιου». Όσο μάλιστα οι κοινωνικές και πολιτικές αντιφάσεις οξύνονται τόσο η τακτική αυτή εντείνεται. Ενδεικτική είναι προς αυτή την κατεύθυνση η στάση των μεγαλοεκδοτών των ΜΜΕ που παίζουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Βήμα της Κυριακής 4/8 όπου στο πρωτοσέλιδο αναγγέλλεται η δήθεν «ρεαλιστική» στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα στα άρθρα του εκδότη και του διευθυντή εκφράζεται η στήριξη στον Σαμαρά και η θετική αποτίμηση της πορείας του μνημονιακού προγράμματος. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά και θα ενταθούν στο επόμενο διάστημα. Δίπλα στις μεθοδεύσεις των εκδοτών ας σημειώσουμε τις κινήσεις τόσο του προέδρου του ΣΕΒ προς τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και παραγόντων αμερικανικών συμφερόντων όπως το ινστιτούτο Levy. Τα παραπάνω ενδεικτικά αναδεικνύουν από τη μια τους κινδύνους που διατρέχει και από την άλλη τις κρίσιμες αποφάσεις που πρέπει να πάρει και διαρκώς να επικαιροποιεί το κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Τις πραγματικές, δύσκολες αποφάσεις που αφορούν στη στρατηγική και την τακτική και όχι βέβαια αυτές που αφορούν στις επικοινωνιακές εντυπώσεις περί ενιαιοποίησης, κατάργησης συνιστωσών, εκλογής του προέδρου και άλλα τέτοια δευτερεύουσας σημασίας και λανθασμένης προτεραιότητας και κατεύθυνσης.
Στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο ο ΣΥΡΙΖΑ να αποτελέσει πραγματική εναλλακτική λύση για το σύστημα μέσα στην κρίση, όσο κι αν εμφανίζονται διάφορα στελέχη του να δηλώνουν και να αρθρογραφούν σε κατευθύνσεις τουλάχιστον ανοιχτές σε τέτοιες ερμηνείες και πάντως σίγουρα εκτός γραμμής των ψηφισμένων από τα συνέδρια και τις συνδιασκέψεις αποφάσεων.
Ο διαχειριστικός κυβερνητισμός με αριστερό πρόσημο δεν κτίζεται σε τόσο σύντομα χρονικά διαστήματα χωρίς πραγματικές σχέσεις με τους «από κάτω» και αξιόπιστες δεσμεύσεις προς τους «από πάνω», αλλά πρωτευόντως δεν κτίζεται στην εποχή της δομικής καπιταλιστικής κρίσης η οποία δεν αφήνει περιθώρια για «αριστερές» διαχειρίσεις. Πολύ περισσότερο που ο ίδιος ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός συνέτριψε την ιστορική ιδιαιτερότητα της σοσιαλδημοκρατίας και ασφαλώς κάθε μικρότερης αριστερής δύναμης στα πλαίσια της κεντροαριστεράς, πολύ πριν μπει στη βαθιά κρίση του. Στη σημερινή Ελλάδα αυτό εμφανίζεται ως τετελεσμένο, αλλά και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες αυτή η πορεία εξελίσσεται γοργά.
Πάνω απ’ όλα όμως το σύστημα γνωρίζει καλά πως ο κίνδυνος από τον ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται όχι μόνο στις προθέσεις ή στις δυνατότητες των ηγετικών του στελεχών, αλλά κυρίως στο τι αντιπροσωπεύει μέσα στην κοινωνία, στους πραγματικούς λόγους για τους οποίους εκτινάχθηκε εκλογικά από το 4,5% στο 27%. Εκεί βρίσκεται η δύναμη, στην κοινωνική διάθεση και προσδοκία και αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όφελος του συστήματος παρά μόνο να κατασταλεί, να ακυρωθεί, να καταστραφεί. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχει ο ΣΥΡΙΖΑ και μαζί του η ελπίδα των εργαζομένων και του λαού και όχι μόνο στην Ελλάδα.
Η ανάγκη και η επικαιρότητα του οράματος
Πίσω από τις διάφορες τοποθετήσεις, τις ερμηνείες σε προγραμματικές θέσεις λιγότερο ή περισσότερο «κοστολογημένες» και «ρεαλιστικές», τις απόψεις των «ειδικών» και τις προπαγανδιστικές κορώνες κρύβεται το ουσιαστικό ζήτημα που είναι το όραμα, ο σκοπός, ο στρατηγικός στόχος και η σαφής σύνδεσή του με το παρόν.
Το όραμα, ο σκοπός του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας αναδεικνύεται από τις συνθήκες είτε θέλουμε είτε όχι ταυτόχρονα με το αντίθετό του, την πιο σκληρή απάντηση του σε κρίση καπιταλισμού, τον ολοκληρωτισμό, τον φασισμό και τον πόλεμο. Εκεί όπου συμπυκνώνονται οι αντιφάσεις στον μέγιστο βαθμό εμφανίζεται ξεκάθαρα η εικόνα των διλλημάτων, των δυνατοτήτων και των προοπτικών. Αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα.
Είναι αλήθεια ότι ζούμε σε μια εποχή στερημένη από υπαρκτά υποδείγματα για την Αριστερά και μάλιστα σε μια εποχή που στον απόηχο της πτώσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» η κυρίαρχη ιδεολογία έχει εγκαταλείψει τα ορθολογικά προσχήματα και χρησιμοποιεί πλέον «μετά» οχήματα και «συσκευασίες». Στον πυρήνα της είναι γραμμένο, επανα-νοηματοδοτούμενο στις νέες συνθήκες, το ΤΙΝΑ: δεν υπάρχει εναλλακτική! Μοιάζει ένα περιβάλλον αποθαρρυντικό για μεγάλες προσδοκίες. Ταυτόχρονα όμως ο κόσμος αυτός συνταράσσεται από επίμονες και μαζικές εξεγέρσεις των λαών κόντρα σε κάθε λογική και υπολογισμό, κόντρα στην ασύμμετρη κατασταλτική δύναμη του κράτους με μια ιδιότητα εξάπλωσης, μεταδοτική από κράτος σε κράτος και από ήπειρο σε ήπειρο.
Αυτή η λειτουργία της μεταδοτικότητας του ντόμινο και των πραγματικών δυνατοτήτων που ενυπάρχουν, εκφράζει , παρά τις ανισομέρειες, τον διεθνή χαρακτήρα της κρίσης και υπογραμμίζει το «καπιταλιστική» ως κοινό υπόβαθρο των αιτίων της. Το συνολικό πλέγμα των κοινωνικών, πολιτικών, ιδεολογικών, πολιτισμικών χαρακτηριστικών εκδήλωσης της κρίσης αναπτύσσεται στο έδαφος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων παραγωγής και της κρίσης του που αφορά στην ίδια τη διαδικασία συσσώρευσης. Το γεγονός αυτό, η ερμηνεία δηλαδή, αλλά και οι προτάσεις διεξόδου που συνάγονται από μια τέτοια ανάλυση αποτελούν το ισχυρό όπλο της αριστεράς τόσο για την πολιτική συγκρότηση του μπλοκ των από κάτω, όσο και για τη ρεαλιστική εκπροσώπηση των συμφερόντων τους και την χάραξη αντίστοιχων πολιτικών. Η διολίσθηση σε μετα-μοντέρνες ερμηνείες που αποσυνδέουν τα φαινόμενα από τις αιτίες τους, παρουσιάζοντας την κρίση ως πολιτική ή ηθική ή θεσμών ή τρόπου λειτουργίας του κράτους κ.λ.π., παρουσιάζοντας έναν σχετικά εύκολο, ουτοπικό δρόμο «εξορθολογισμού» του συστήματος και φιλο-λαϊκής διαχείρισης του, ρευστοποιούν την ερμηνεία και την διαμόρφωση πολιτικής συνείδησης των «από κάτω», επιτείνουν τη σύγχυση και τον κατακερματισμό, υπονομεύοντας εν τέλει τη διαδικασία συγκέντρωσης κρίσιμης κοινωνικής και πολιτικής ισχύος τόσο για την ανατροπή σήμερα- που είναι το πρώτιστο-, όσο και για την ετοιμότητα ενεργού στήριξης μια ενδεχόμενης «Κυβέρνησης της Αριστεράς», αύριο. Τελικά, ενώ αναφέρονται στο διεθνές επίπεδο στην πραγματικότητα «εγκλωβίζονται» στο εθνικό αφού επιχειρούν να διαμορφώσουν «ρεαλιστικές» προτάσεις οι οποίες είναι δήθεν δυνατόν να εφαρμοστούν στο εγχώριο επίπεδο, αποσυνδέοντάς τις από τη δυναμική της διεθνούς κρίσης. Είναι σε τελευταία ανάλυση οι προτάσεις της ήττας.
Ζούμε στην εποχή που «…άπιστοι όλοι μας, μα όλοι για πίστι διψασμένοι»
Αυτή η εικόνα, μεγάλων, πλειοψηφικών κοινωνικών κομματιών που μέσα από τη σκληρή λιτότητα και τη διαρκή περιστολή της δημοκρατίας ξεσπούν κινηματικά και «διατίθενται να πειστούν» σε εναλλακτικό όραμα, χαρακτηρίζει την Ελλάδα της κρίσης, τον ευρωπαϊκό Νότο. Υπάρχει ένα στοιχείο που καθιστά την Ελλάδα ξεχωριστή περίπτωση: ο πολιτικός συσχετισμός. Πουθενά αλλού η ριζοσπαστική Αριστερά δεν διεκδικεί μια «κυβέρνηση της Αριστεράς». Όλη η δύναμη αυτού του συνθήματος βρίσκεται στην προβολή της εναλλακτικής, του οράματος.
Ο εναλλακτικός πολιτικός στόχος που θα κινητοποιήσει σήμερα την κοινωνική πλειοψηφία που συνθλίβεται και η προέκτασή του δεν μπορεί να είναι ένας μετα - νεοφιλελεύθερος δρόμος, «υγιούς» καπιταλισμού με κοινωνικό πρόσημο, αναπαλαιώνοντας «δρόμους» του παρελθόντος, αλλά ένας αντικαπιταλιστικός δρόμος που θα οδηγήσει στον Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα. Η διαφορά δεν βρίσκεται μόνο στις λέξεις αν και αυτές εδώ έχουν ιδιαίτερη σημασία. Στην εποχή της μεγαλύτερης ιστορικά, ιδεολογικής αντεπανάστασης, στη «μεταμοντέρνα εποχή», ο πειρασμός για δημιουργία «νέων αφηγήσεων» μπαίνει από το ίδιο το περιρρέον και κυρίαρχο ιδεολογικό κλίμα. Ωστόσο κάτι τέτοιο για την Αριστερά, τουλάχιστον τη μαρξιστική και όχι μόνο, είναι απολύτως λάθος. Εδώ το πρόβλημα είναι αντίστροφο και το δύσκολο καθήκον βρίσκεται στην επανένωση της «κόκκινης κλωστής», της «μνήμης του κινήματος» υπό τις παρούσες ανάγκες και συνθήκες. Οι συνέπειες αυτής της διαφοράς εμφανίζονται σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής και ιδεολογικής παρέμβασης, της λειτουργίας και της δράσης του κόμματος και κορυφώνονται ως περιεχόμενο και προοπτική στην «κυβέρνηση της Αριστεράς».
Ο μετα - νεοφιλελεύθερος δρόμος που θα οδηγήσει σε μια λειτουργία του συστήματος με χαρακτηριστικά κοινωνικής δικαιοσύνης είναι ένας στόχος, ένα όραμα που δεν μπορεί να υλοποιηθεί στην Ελλάδα, τουλάχιστον όχι κατά προτεραιότητα. Αφορά σε μια διαφορετική, φιλολαϊκή διαχείριση της αγοράς σε σύγκρουση με το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα. Είναι μια αφήγηση που έχει ως απαραίτητη προϋπόποθεση τη συμμετοχή των «δημοκρατικών» αστικών τμημάτων και των αντίστοιχων ευρωπαϊκών και διεθνών «συμμαχιών». Τέτοια σενάρια έχουν βέβαια ως απαραβίαστο όρο την έξοδο από τον «θανάσιμο κίνδυνο» της κρίσης που συσπειρώνει τη συντριπτική πλειονότητα των αστικών μερίδων στην κοινή κατεύθυνση της κατά μέτωπο επίθεσης στους εργαζόμενους και στα λαϊκά στρώματα πέρα από τις όποιες ενδοαστικές αντιθέσεις. Με άλλα λόγια η δυναμική της διεθνούς κρίσης και οι προτεραιότητες που αυτή θέτει παίζουν και εδώ τον κυρίαρχο ρόλο με την επανεκκίνηση της διαδικασίας συσσώρευσης να αποτελεί προϋπόθεση. «Επιστροφή στην ανάπτυξη» δηλαδή, το σύνθημα υπό το οποίο διεξάγεται τρία χρόνια η σφοδρότατη επίθεση του κεφαλαίου. Βέβαια δεν υπάρχει τίποτε το καινούργιο εδώ. Η αυταπάτη αυτή έχει πληρωθεί πολύ ακριβά και διεθνώς αλλά και στην ίδια τη χώρα με τραγικό τρόπο. Όταν η ίδια η κρίση επιβάλει ως συστημική λύση την περιστολή της δημοκρατίας και το τσάκισμα της Αριστεράς και του κινήματος οι «δημοκράτες αστοί» γίνονται είδος προς εξαφάνιση. Πέρα απ’ αυτά όμως μια τέτοια προοπτική δεν μπορεί να οικοδομηθεί, ούτε καν να ξεκινήσει σε μια μικρή περιφερειακή χώρα και να επεκταθεί ως υπόδειγμα, διότι πολύ απλά δεν θα μπορέσει να σταθεί ούτε μια στιγμή στο ακραία νεοφιλελεύθερο περιβάλλον της κρίσης, πόσο μάλλον να παράξει αποτελέσματα προς γενίκευση. Γι αυτό και αυτή η πρόταση είναι δεμένη ουσιαστικά με τον στόχο κάτι τέτοιο να συμβεί σε όλη την Ευρώπη ή έστω σε κάποιες κεντρικές και ισχυρές χώρες. Πρόκειται κατ’ ουσία για προπαγάνδα παρά για πολιτική επιλογή και ιδίως για τη ριζοσπαστική Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ συγκεκριμένα, αφού δεν εξαρτάται και δεν μπορεί να επιβληθεί από αυτόν. Άρα ποια είναι ή θα είναι σε μια ενδεχόμενη κυβέρνηση της Αριστεράς η πραγματική πολιτική;
Ο μόνος ρεαλιστικός και διεθνιστικός δρόμος
Αντίθετα ο στόχος για «μονομερή» ανατροπή στην Ελλάδα δεν αποτελεί και είναι λάθος να κατανοείται έτσι, έναν άλλο, «αριστερό» τρόπο διαχείρισης της αγοράς, αλλά ανατροπή όλων των εκφάνσεων της καπιταλιστικής διαχείρισης της κρίσης και ταυτόχρονης διάνοιξης ρήγματος στην καπιταλιστική συνέχεια όπως αυτή εκφράζεται συγκεκριμένα στις τρέχουσες συνθήκες. Δεν κινδυνεύει από την προοπτική του κρατικού καπιταλισμού το σύνθημα για εκτεταμένες κρατικοποιήσεις της οικονομίας αφού είναι οργανικά συνδεδεμένο με τον εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, δηλαδή την κοινωνικοποίηση και την εμβάθυνση της δημοκρατίας στην ίδια την παραγωγή με την άμεση συμμετοχή και έλεγχο της κοινωνίας και των εργαζομένων και όχι την κεντρική επιτελική διοίκησή τους από το κράτος. Ο κρατικός καπιταλισμός συνδέεται με ένα συγκεκριμένο υπόδειγμα, «υπαρκτός σοσιαλισμός», που όμως απαίτησε να προηγηθεί μια επανάσταση και να ηττηθεί μετά, εκφράζοντας ακριβώς αυτή την ήττα. Δεν αποτέλεσε ποτέ πολιτικό σχέδιο και στρατηγική κινητοποίησης και διεκδίκησης των εκμεταλλευόμενων αλλά αρνητική έκβαση τους. Από την άλλη το παράδειγμα εκτεταμένων κρατικοποιήσεων σε συγκεντρωτική-ολοκληρωτική κατεύθυνση αποτελεί αστική επιλογή έκτακτης ανάγκης - ασυνέχειας - και εμφανίζεται ως ακροδεξιά – εθνικιστική πολιτική επιλογή που χρειάζεται του αστούς και την πολιτική συμμαχία μαζί τους.
Η ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη αντιμετώπιση της κρίσης και άρα και με την ΟΝΕ και η «μονομερής» ανατροπή στην Ελλάδα, δηλαδή η ακύρωση του μνημονίου, η παύση πληρωμών και η διαγραφή του χρέους συνοδεύονται υποχρεωτικά από μέτρα κρατικοποιήσεων – κοινωνικοποιήσεων ως συνθήκη στήριξης της κοινωνίας και με την απαραίτητη και άμεση συμμετοχή της. Εδώ το «εξαγώγιμο» υπόδειγμα αφορά πρωτίστως στις αλλαγές στις παραγωγικές σχέσεις και κυρίως στο ζήτημα της ιδιοκτησίας, της εξουσίας του κεφαλαίου και της αγοράς πάνω στις κοινωνικές ανάγκες καθώς επίσης και του κοινωνικού και εργατικού ελέγχου παρά στο νόμισμα και σε κάποιο μοντέλο «διαφορετικής» διαχείρισης της αγοράς, προς γενίκευση.
Ένα τέτοιο συμβάν έχει προοπτικές δικαίωσης της «φήμης» του ΣΥΡΙΖΑ ως σημείο αναφοράς πολιτικών σχημάτων και κινημάτων στην Ευρώπη και διεθνώς. Στηρίζεται στη λειτουργία του αδύναμου κρίκου και στην προοπτική δυναμικής παρέμβασης των «από κάτω» στην εποχή της κρίσης, ανατροπής των συσχετισμών και αυτοτελούς έκφρασης στο πολιτικό προσκήνιο των αναγκών και των συμφερόντων της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Σε μια τέτοια διαδικασία η ριζοσπαστική αριστερά καλείται να παίξει τον ιστορικό της ρόλο συγκροτώντας την κοινωνική δύναμη των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων σε πολιτική δύναμη πλήρως ανταγωνιστική σε κάθε αστικό σχέδιο σε μια μεταβατική πορεία ρήξεων που εγγράφεται στον στόχο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.
Το ερώτημα εν τέλει είναι εάν οι «από κάτω» μπορούν να πάρουν τις τύχες στα χέρια τους και εάν μπορούν οι ίδιοι/ες να καθορίσουν τις ανάγκες τους και τον τρόπο ικανοποίησής τους.
Για την αριστερά και τις συλλογικές ανάγκες της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας η ιστορική ευκαιρία είναι παρούσα!