Μέσα στις συνθήκες της μεγάλης διεθνούς κρίσης του καπιταλισμού και ειδικότερα στον «αδύναμο κρίκο» της ΕΕ, στην Ελλάδα, το πολιτικό ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης της Αριστεράς δεν θα έχει τίποτα κοινό με τις συναινετικές, καθορισμένες από τις κοινοβουλευτικές ισορροπίες, απόπειρες των κυβερνήσεων της κεντροαριστεράς, όπως τις γνωρίσαμε στην Ευρώπη στα τελευταία 30 χρόνια.
Μια κυβέρνηση της Αριστεράς, μέσα στη σημερινή κρίση, θα είναι «μεταβατικός» –και όχι «τελικός»– σταθμός: Είτε θα πάρει μέτρα που θα ανατρέπουν ουσιαστικά τα προγράμματα λιτότητας, ανοίγοντας το δρόμο στις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις προς τη γενικότερη σοσιαλιστική απελευθέρωση, είτε θα αναζητήσει το συμβιβασμό με τη ντόπια κυρίαρχη τάξη και τους δανειστές, με αποτέλεσμα την ταχύτατη ανατροπή της και τη διάλυση των πολιτικών δυνάμεων που τη συγκρότησαν.
Μια κυβέρνηση της Αριστεράς, μέσα στη σημερινή κρίση, θα έχει το χαρακτήρα βίαιης «περιπέτειας» και όχι την άνεση μακρόσυρτης και μεταρρυθμιστικής διαχείρισης της κατάστασης.
Εκτιμήσεις
Οι παραπάνω ισχυρισμοί στηρίζονται σε δύο βασικές εκτιμήσεις:
α) Μέσα στην κρίση, οι «από πάνω» δεν διαπραγματεύονται, δεν αναζητούν συναινέσεις, επιχειρούν να επιβάλουν βίαια τη συντριβή όλων των εργατικών-κοινωνικών δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν στον 20ό αιώνα.
β) Μέσα στην κρίση, οι «από κάτω» συμπιέζονται στην οργή και στην αγανάκτηση, υποχωρούν προς το βυθό της κοινωνίας, αλλά θέλουν να τα πάρουν όλα πίσω και –αν βρουν ευκαιρία- να σαρώσουν το σύστημα που τους τσακίζει. Μια έμπειρη σοσιαλδημοκράτισσα συμπύκνωσε την παραπάνω εκτίμηση με την εξής δήλωση: «Το πιο κρίσιμο πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία σήμερα είναι το πώς θα μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να διαχειριστεί το κύμα ελπίδων και διεκδικήσεων που θα ξεσπάσει την επομένη της πιθανής πολιτικής νίκης της Αριστεράς». Και έχει δίκιο.
Βαδίζοντας προς μια τέτοιας διάστασης πολιτική –και ταξική στο βάθος– αναμέτρηση, το παλιό πολιτικό προσωπικό καταρρέει. Τα διαδοχικά σκάνδαλα, αλλά και η ιδεολογική παράλυση των σοσιαλδημοκρατικών στελεχών όλων των αποχρώσεων, είναι οι καλύτερες αποδείξεις.
Γι’ αυτό είναι λαθεμένη η πρόσφατη απόφαση της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ να απευθυνθεί σε τμήματα αυτού του προσωπικού, μέσα από την οργάνωση «προγραμματικών φόρουμ» και μάλιστα με μια θεματολογία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μιας πολιτικής για σταδιακή και διαχειριστική αντιμετώπιση της κρίσης.
Η τακτική αυτή πέρα από δεξιόστροφη είναι και αναποτελεσματική. Ακόμα και σε δημοσκοπήσεις αποτυπώνεται πλέον η θέση ότι το «άνοιγμα» στα στελέχη των θραυσμάτων της σοσιαλδημοκρατίας αποτελεί αδυναμία και όχι δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ.
Η απόφαση αυτή δημιουργεί και ένα δίλημμα κρίσιμης κομματικής λειτουργίας: Οι προγραμματικές επιλογές για την κυβέρνηση της Αριστεράς θα γίνουν από τις δυνάμεις που έχουν δεσμευτεί στα πλαίσια και στα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ (όπως προβλέπει η απόφαση της τελευταίας ΚΕ…) ή θα είναι αντικείμενο της διεργασίας ανάμεσα σε ένα τμήμα «εμπειρογνωμόνων» του ΣΥΡΙΖΑ και στις προσκείμενες δυνάμεις και προσωπικότητες στα «προγραμματικά φόρουμ»; Γιατί προφανώς άλλο είναι να αποφασίζει ένας πολιτικός οργανισμός για την πορεία του και να οργανώνει ένα πλατύ διάλογο πάνω στις αποφάσεις του, και άλλο είναι να αποφασίζει ένας πολιτικός οργανισμός ένα πλατύ κάλεσμα όπου θα συνδιαμορφωθούν οι (τόσο κρίσιμες) αποφάσεις…
Λαϊκές Επιτροπές
Απέναντι σε αυτή την προοπτική υπάρχει –και έχει ήδη συζητηθεί στον ΣΥΡΙΖΑ– εναλλακτική λύση. Είναι η απόφαση για τη συγκρότηση των Λαϊκών Επιτροπών Αντίστασης και Ανατροπής. Όπου, με πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει να συγκεντρωθεί το «άλλο» πολιτικό προσωπικό: Αυτό που διαμορφώνεται στην αντίσταση μέσα στα σχολεία και στα νοσοκομεία, στην πάλη ενάντια στις απολύσεις ή στη δράση ενάντια στα χαράτσια, στις αντιφασιστικές πρωτοβουλίες ή στην κοινωνική αλληλεγγύη κλπ.
Αυτόν τον κόσμο θα πρέπει να αποφασίσει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι στηρίζει κατά προτεραιότητα σε όλες τις πολιτικές μάχες, συμπεριλαμβανομένων των εκλογικών αναμετρήσεων. Και σε αυτόν τον κόσμο θα πρέπει να στηριχθεί, κατά απόλυτη προτεραιότητα, η πολιτική προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης της Αριστεράς.
Μια τέτοια επιλογή σημαίνει ότι το πρόγραμμα θα πρέπει να αντανακλά τα αιτήματα, τις αγωνίες, τις διαθέσεις αυτού ακριβώς του κόσμου. Και όχι τις «φαεινές ιδέες» στελεχών, προσώπων και ομάδων που, ως χθες, στήριξαν το νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, ενώ σήμερα θέλουν για άλλη μια φορά «να σώσουν τη χώρα»…