Ποτέ μην μιλάτε άσχημα για τους νεκρούς, λέει το παλιό ρητό. Αλλά όπως τόνισε ο Νόαμ Τσόμσκι, το να μην μιλήσουμε άσχημα για τον Αριέλ Σαρόν θα ήταν σαν να παίρνουμε όρκο σιωπής, καθώς δεν υπάρχει τίποτε καλό να πούμε.
Μετά τον από καιρό αναμενόμενο θάνατό του στις 11 Γενάρη, μετά από χρόνια παραμονής του σε κατάσταση φυτού, μεγάλα ΜΜΕ όπως οι New York Times δημοσίευσαν «ανθηρές» διαστρεβλώσεις της ιστορικής αλήθειας, που παρουσίαζαν τον Σαρόν ως έναν αξιοπρεπή και χαρισματικό, αν και «αμφιλεγόμενο», Ισραηλινό πολιτικό ηγέτη.
Η πραγματική ιστορία του Αριέλ Σαρόν είναι η ιστορία ενός εγκληματία πολέμου και μαζικού δολοφόνου. Όπως έγραψε σωστά ο Βρετανός δημοσιογράφος Ρόμπερτ Φισκ: «Έτσι ξαναγράφουμε την ιστορία. Πόσο γρήγορα μπόρεσαν δημοσιογράφοι-κόλακες στην Ουάσινγκτον και τη Νέα Υόρκη να ωραιοποιήσουν το προφίλ αυτού του κτηνώδους ανθρώπου».
Αντί να τιμήσουμε την άθλια ιστορία του Σαρόν, νομίζω πως αρμόζει περισσότερο να αρπάξουμε την ευκαιρία για να αποδώσουμε τιμές σε μια άλλη ομάδα ανθρώπων: τους πάνω από 800 (σύμφωνα με τις επίσημες μετρήσεις, αλλά μάλλον είναι πιο κοντά στους 2.000 ή 3.000) Παλαιστίνιους πρόσφυγες που δολοφονήθηκαν το 1982 στα στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα στο Λίβανο, από πολιτοφυλακές που δρούσαν σε στενή συνεργασία με τον Ισραηλινό στρατό, που καθοδηγούνταν από τον Αριέλ Σαρόν.
Ο Φισκ, που έκανε ρεπορτάζ για τις σφαγές εκείνη την εποχή, ανακάλεσε τον τρόμο στα στρατόπεδα στο βιβλίο του Pity the Nation:
«Ήμαστε τόσο συγκλονισμένοι από αυτά που είδαμε στην Σατίλα που στην αρχή ήμαστε ανίκανοι να κατανοήσουμε το ίδιο μας το σοκ. Ο Bill Foley του AP είχε έρθει μαζί μας. Το μόνο που μπορούσε να πει καθώς περιδιάβαινε ήταν να επαναλαμβάνει “Χριστέ μου”ξανά και ξανά.
Ίσως να μπορούσαμε να καταπιούμε ενδείξεις μερικών φόνων. Ακόμα και δεκάδες πτώματα, σκοτωμένα πάνω στην φωτιά της μάχης. Αλλά εκεί κείτονταν γυναίκες, ξαπλωμένες στα σπίτια με τα φουστάνια τους σκισμένα και τα πόδια τους ανοιχτά, παιδιά με κομμένους λαιμούς, σειρές νέων ανδρών με σφαίρες στην πλάτη, καθώς είχαν στηθεί στον τοίχο για να εκτελεστούν. Υπήρχαν μωρά -σαπισμένα μωρά καθώς είχαν σφαγιαστεί πάνω από 24 ώρες πριν και τα μικρά τους κορμιά ήταν ήδη σε κατάσταση αποσύνθεσης- πεταγμένα στα σκουπίδια δίπλα από άδεια κουτιά τροφίμων του αμερικανικού στρατού, εξαρτήματα του Ισραηλινού στρατού και άδεια μπουκάλια ουίσκι».
Αυτή είναι η πραγματική κληρονομιά του Αριέλ Σαρόν –ενός ανθρώπου που πέρασε πάνω από 5 δεκαετίες να καθορίζει την Ισραηλινή πολιτική και που καθοδηγούνταν από ένα και μόνο κίνητρο: Να εξαφανίσει τον παλαιστινιακό λαό και το κίνημά του για αυτοδιάθεση.
Ο Σαρόν ξεκίνησε την καριέρα του ως ταγματάρχης στον Ισραηλινό στρατό κατά τις πρώτες μέρες του Σιωνιστικού κράτους. Η μονάδα του, η μονάδα 101, ήταν υπεύθυνη για τις σφαγές 50 προσφύγων στο στρατόπεδο Bureij και 69 πολιτών στην Qibya το 1953.
Το περιοδικό Time ανέφερε ότι οι στρατιώτες του Σαρόν πυροβόλησαν «κάθε άντρα, γυναίκα και παιδί που μπορούσαν να βρουν. Οι κραυγές των ετοιμοθάνατων ακούγονταν μέσα στις εκρήξεις». Στην αυτοβιογραφία του, ο Σαρόν αργότερα θα καμάρωνε ότι η Qibya ήταν ένα «σημείο καμπής» που έδωσε στο στρατό ένα νέο αίσθημα αυτοπεποίθησης.
Ο Σαρόν ανέβαινε διαρκώς στην στρατιωτική –και έπειτα στην πολιτική- ιεραρχία στη διάρκεια της ζωής του και έπαιξε σημαντικό ρόλο σε όλους τους πολέμους του Ισραήλ. Στον πόλεμο του Σουέζ το 1956, καθοδήγησε την αρχική επίθεση στην Έρημο του Σινά, καταλαμβάνοντας το πέρασμα Mitla. Στη διάρκεια του πολέμου του 1967, διοικούσε τις μεραρχίες που κατέλαβαν το Umm-Katif, και άνοιξαν ένα πέρασμα στο Σινά.
Μετά το πόλεμο του 1967, ο Σαρόν, επικεφαλής πια της Νότιας Διοίκησης των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων (σ.τ.μ.: IDF, η «οργουελική» ονομασία των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων), ανέλαβε το καθήκον της «ειρήνευσης» της Λωρίδας της Γάζας. Σκοτώθηκαν εκατοντάδες Παλαιστίνιοι μαχητές και καταστράφηκαν χιλιάδες σπίτια στα πλαίσια της άγριας βίας που εξαπέλυσε για να θέσει τη Γάζα υπό έλεγχο. Ήταν τότε που ο Σαρόν απέκτησε το παρατσούκλι του ως «ο Μπουλντόζας» -για τη τάση του να ισοπεδώνει ολόκληρους δρόμους και γειτονιές.
Αν και η καριέρα του «άνθισε» μέσα στα πλαίσια του κυριαρχούμενου από το Ισραηλινό Εργατικό Κόμμα πολιτικού συστήματος, ο Σαρόν βρήκε τη φυσική του στέγη στο δεξιό Κόμμα Λικούντ, που ιδρύθηκε το 1973. Το Λικούντ είχε ηγέτες τους Menachem Begin και Yitzhak Shamir, οι οποίοι καθοδηγούσαν τους φιλο-ισραηλινούς τρομοκρατικούς στρατούς με το όνομα Irgun και Lehi,οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τις σφαγές των πολιτών στο Deir Yassin και αμέτρητα άλλα αραβικά χωριά.
Όταν ο Λικούντ κέρδισε τις εθνικές εκλογές το 1977, ο Σαρόν διορίστηκε υπουργός Γεωργίας, ένα φαινομενικά άκακο πόστο, το οποίο όμως χρησιμοποιούταν από το ισραηλινό κράτος για να επεκτείνει τις εποικιστικές του πολιτικές στις Κατεχόμενες Περιοχές. Ο Σαρόν ανέλαβε την κατάσχεση παλαιστινιακών εδαφών, εγκαθιστώντας σε αυτά Σιωνιστές φανατικούς και ενισχύοντάς τους καθώς αποκτούσαν έναν υψηλό βαθμό νομικής, οικονομικής και στρατιωτικής αυτονομίας. Κάπως έτσι ο Σαρόν κέρδισε την αποτρόπαια φήμη του ως πατέρας του εποικιστικού κινήματος.
Ο Σαρόν ήταν αρκετά ειλικρινής για τους στόχους του: «Θα τους κάνουμε σάντουιτς. Θα εισάγουμε μια λωρίδα Εβραϊκών εποικισμών ανάμεσα στους Παλαιστίνιους και μετά άλλη μια λωρίδα Εβραϊκών εποικισμών που θα διαπερνά τη Δυτική Όχθη, ώστε σε 25 χρόνια από τώρα ούτε ο ΟΗΕ ούτε οι ΗΠΑ ούτε κανείς δεν θα μπορεί να το αντιστρέψει».
Το 1981, ο Σαρόν προήχθη στο υπουργείο Άμυνας, από όπου θα μπορούσε να υλοποιήσει ακόμα πιο αποτελεσματικά το επεκτατικό του όραμα ενός ακόμα μεγαλύτερου Ισραήλ, απαλλαγμένου από όλους τους Παλαιστίνιους. Όπως έγραψε ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Μαξ Μπλούμενθαλ: «ο Σαρόν λαχταρούσε να αποτελειώσει τη δουλειά του 1948 –να ολοκληρώσει το σχέδιο διωγμών το οποίο το έβλεπε να έχει μείνει στη μέση».
Η κορυφαία του στιγμή ως διοικητής του Ισραηλινού στρατού είχε ως αποτέλεσμα ένα από τα πιο κτηνώδη κεφάλαια του ήδη βάρβαρου Σιωνιστικού βιβλίου: την εισβολή του 1982 στο Λίβανο. Ο Σαρόν ήταν ο αρχιτέκτονας της πολιορκίας 12 εβδομάδων στην οποία δόθηκε το οργουελικό κωδικό όνομα «Επιχείρηση Ειρήνη στη Γαλιλαία».
Ο τρομερός απολογισμός της Ειρήνης στη Γαλιλαία περιλάμβανε 20.000 Παλαιστίνιους και Λιβανέζους νεκρούς, 100.000 σοβαρά τραυματίες και μισό εκατομμύριο άστεγους. Οι υποδομές της χώρας δέχτηκαν συστηματικές επιθέσεις από όλο τα όπλα του τεράστιου οπλοστασίου του Ισραήλ, Παλαιστινιακά στρατόπεδα προσφύγων και Λιβανέζικες πόλεις ισοπεδώθηκαν, και η πρωτεύουσα Βηρυττός σφυροκοπήθηκε για 75 μέρες.
Ο στόχος της εισβολής και του βομβαρδισμού ήταν να δημιουργηθεί μια νέα τάξη πραγμάτων στο Λίβανο –στην οποία η επιρροή της συριακής κυβέρνησης εξουδετερώθηκε, η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), η οποία είχε ισχυρή παρουσία στο νότιο Λίβανο, καταστράφηκε και μια μειοψηφική κυβέρνηση Μαρωνιτών Χριστιανών μπορούσε να κυβερνά τη χώρα ως κράτος-δορυφόρος του Ισραήλ.
Ως τις αρχές Αυγούστου, η PLO παραδέχτηκε την ήττα της. Υπό μια συμφωνία που πέτυχαν οι ΗΠΑ, μια πολυεθνική δύναμη θα διασφάλιζε σε 8.300 μαχητές της PLOασφαλή διέξοδο από τη Βηρυτό στην Τυνησία. Όπως έγραψα σε ένα άρθρο στο International Socialist Review το 2006:
«Η ήττα της PLO ωστόσο, δεν σταμάτησε την αυξανόμενη αγριότητα της Ισραηλινής επίθεσης στη δυτική Βηρυττό. Στις 12 Αυγούστου, την «Μαύρη Πέμπτη», οι Ισραηλινές δυνάμεις διέταξαν έναν βομβαρδισμό της κλίμακας της επίθεσης στη Δρέσδη κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτός συνεχίστηκε αδιάκοπα επί 11 ώρες και “όταν οι βομβαρδισμοί επιτέλους σταμάτησαν, οι Ισραηλινοί επέστρεψαν στα οδοφράγματά τους, εμποδίζοντας τη ροή τροφίμων να μπει στο δυτικό μέρος της πόλης”. Μόνο αυτή η μέρα κατέληξε σε 300 θανάτους.
Ο Τσαρλς Πάουερς, αυτόπτης μάρτυρας στα γεγονότα σχόλιασε, “Στο τέλος, όλη η δυτική Βηρυτός ζούσε στα ερείπια, τα σκουπίδια και την απώλεια. Αλλά η PLOέφευγε. Κάπου, η γεύση της νίκης πρέπει να ήταν γλυκιά”».
Το τερατώδες επεισόδιο του πολέμου του 1982 τέλειωσε με τις σφαγές των Παλαιστίνιων προσφύγων στις Σάμπρα και Σατίλα, που διαπράχθηκαν από μια Χριστιανική φασιστική πολιτοφυλακή, τη Φάλαγγα, η οποία δραστηριοποιούταν υπό την προστασία –και υπό των φωτισμό των φωτοβολίδων- των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων.
Εκείνη την εποχή, ο Αριέλ Σαρόν κρίθηκε από μια εσωτερική Ισραηλινή επιτροπή «έμμεσα υπεύθυνος» που επέτρεψε στη σφαγή να συμβεί. Πιο πρόσφατα, αποχαρακτηρισμένα έγγραφα του Ισραηλινού Κρατικού Αρχείου δείχνουν ξεκάθαρα ότι ο Σαρόν ήταν πλήρως και άμεσα υπεύθυνος, συμπεριλαμβανομένου του συντονισμού μιας επιχείρησης-σκούπα που διεξήγαγαν οι Λιβανέζοι στρατιώτες.
Τα κείμενα, που δημοσιεύτηκαν πέρσι από τους New York Times, περιλαμβάνουν πλήρεις καταγραφές συναντήσεων που έγιναν ανάμεσα σε κορυφαίους Ισραηλινούς αξιωματούχους και μια Αμερικανική αντιπροσωπεία. Συμμετέχοντας στις συζητήσεις ενώ εξελίσσονταν οι σφαγές, ο Σαρόν εξηγούσε αρκετά καθαρά ότι οι Λιβανέζοι στρατιώτες έπαιρναν εντολές από τη Φάλαγγα, «και όλοι μαζί συντονίζονται από τους αξιωματικούς μας».
Το τελευταίο κεφάλαιο της πολιτικής ζωής του Σαρόν -η οποία κορυφώθηκε με την αναρρίχησή του στην πρωθυπουργία το 2001 έως ότου κατέστη ανίκανος από ένα εγκεφαλικό το 2006- έχει χαρακτηριστεί συχνά ως μια πραγματιστική στροφή προς το κέντρο. Ο Τζορτζ Μπους έφτασε να αποκαλέσει τον Σαρόν «άνθρωπο της ειρήνης».
Το 2005, ο Σαρόν καθοδήγησε τη στρατηγική «απαγκίστρωσης από τη Γάζα» και στη συνέχεια ήρθε σε ρήξη με το Λικούντ για να δημιουργήσει το «κεντρώο» Καντίμα. Στην πραγματικότητα, το Καντίμα δεν ήταν τόσο μια κίνηση προς το κέντρο όσο μια συνειδητοποίηση ότι η πολιτική στο Ισραήλ είχε μετακινηθεί τόσο πολύ στα δεξιά που ο Σαρόν δεν είχε πια χώρο να ελιχθεί.
Η «απαγκίστρωση» από τη Γάζα έδωσε κάλυψη για μια μαζική επέκταση των εποικισμών στη Δυτική Όχθη, ενώ αντικατέστησε τα όποια προσχήματα της «ειρηνευτικής διαδικασίας» μετά τη Συμφωνία του Όσλο, με την Ισραηλινή μονομέρεια. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η διατήρηση του φυσικού, στρατιωτικού και οικονομικού ελέγχου της Γάζας, ενώ εγκλωβίζονταν οι Παλαιστίνιοι κάτοικοί της σε αυτό που έγινε γνωστό ως η μεγαλύτερη υπαίθρια φυλακή του πλανήτη.
Στο τέλος, ο Σαρόν γλίτωσε την μοίρα η οποία του άξιζε: να δικαστεί ως εγκληματίας πολέμου, να υποφέρει τα τελευταία του χρόνια μαραζώνοντας στη φυλακή, να δει τα όνειρά του για ένα Μεγάλο Ισραήλ και την εξόντωση της Παλαιστίνης να απορρίπτονται και να ανατρέπονται. Αλλά μπορούμε να βρούμε μια παρηγοριά στη γνώση ότι πέρασε τα τελευταία 8 χρόνια της ζωής του ως ένα φυτό που σαπίζει αργά αργά. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε –και να αγωνιζόμαστε- για ένα κίνημα που θα φέρει το όραμά του για το Ισραήλ σε παρόμοια κατάσταση.
Αντί να επαινούμε αυτόν τον βάρβαρο δολοφόνο, οι υποστηρικτές της δικαιοσύνης και της ειρήνης σε αυτόν τον πλανήτη θα κάνουμε το αντίθετο: θα τιμήσουμε το κουράγιο και την επιμονή του Παλαιστινιακού λαού που ο Αριέλ Σαρόν αποδείχθηκε τελικά ανίκανος να καταστρέψει.