Αν εμείς δεν ωθήσουμε στις αναγκαίες συγκρούσεις, οι συγκρούσεις μπορεί να μας επιβληθούν με εξαιρετικά βίαιο τρόπο από έναν ακόμη απρόβλεπτο και απροσδιόριστο στη μορφή του κοινωνικοπολιτικό αντίπαλο. Και τότε μπορεί να βιώσουμε ακόμη και μια νέα μεταβαρκιζιανή κατάσταση χωρίς καν να έχουμε δώσει μια πολιτική μάχη που θα αντιστοιχούσε συμβολικά και ηθικά σε ένα νέο «Δεκέμβρη του '44»...
Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα τέθηκε στην Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ στη 1 και 2 του Φλεβάρη 2014, όσον αφορά την "κυβερνησιμότητα" της Αριστεράς και τα αναγκαία ανοίγματα και "διευρύνσεις" του ΣΥΡΙΖΑ προς δυνάμεις της Κεντροαριστεράς και προσωπικότητες αυτής, οι οποίες έχουν πια "διαχωριστεί" από το μνημόνιο και κινούνται σε αριστερόστροφη κατεύθυνση πλησιάζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι δυνάμεις και οι προσωπικότητες αυτές ελέγχονται από την σκοπιά του αν υπάγονται στις περίφημες δυνάμεις της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, οι οποίες αποτελούν κατά τη συνεδριακή μας απόφαση δυνάμεις εντάξιμες είτε άμεσα στο κόμμα είτε στις πολιτικά σύμμαχες δυνάμεις του. Ας θυμίσουμε εδώ και την διατύπωση της συνεδριακής απόφασης, η οποία αποκλείει από τις σύμμαχες δυνάμεις της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας όσες δυνάμεις ή πρόσωπα διαχειρίσθηκαν με κάποιο τρόπο την άσκηση των μνημονιακών και καθεστωτικών πολιτικών τα τελευταία χρόνια.
Όμως, η συζήτηση για τον Οδυσσέα Βουδούρη στην Κ.Ε. αποδεικνύει ότι υπάρχουν όλο και συχνότερα γκρίζες ζώνες όπως και «γκρίζες προσωπικότητες» κατά την περίφημη γαλλική έννοια, οι οποίες είναι δύσκολο να ταξινομηθούν , οπότε σε περίπτωση αμφιβολίας καλύτερο είναι να τους «πάρουμε» ως συμμάχους ή ως υποψηφίους σε εκλογές και μέσω αυτών να ενισχύσουμε την πολιτική μας θέση. Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Αν κάποιο πολιτικό στέλεχος ψήφισε το πρώτο μνημόνιο, μπορούμε να του το συγχωρήσουμε - δεν μπορούμε να είμαστε διαρκώς μικρόψυχοι και φορείς του διαβόητου «αριστερόμετρου». Όμως, αν κάποιος ως ΠΑΣΟΚ ψήφισε το πρώτο μνημόνιο, μετά είδε το φώς το αληθινό και πήγε πιο «αριστερά» προς τη ΔΗΜΑΡ και ως ΔΗΜΑΡ τελικά ψήφισε τις προγραμματικές δηλώσεις του Σαμαρά για να απογοητευθεί και πάλι στη συνέχεια από τους Σαμαρά-Κουβέλη, αυτό δεν καταδεικνύει μια απόλυτη περιφρόνηση προς το λαό και μια διαρκέστερη ανοχή και υποστήριξη προς την άσκηση πολιτικών κοινωνικής καταστροφής;
Παιχνίδι σκιών
Όμως, το πρόβλημα είναι βαθύτερο από εκείνο της περίπτωσης Βουδούρη ή άλλων παρεμφερών περιπτώσεων. Το πρόβλημα είναι η τοποθέτηση σημαντικών ηγετικών στελεχών της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ, κατά την οποία ακόμη και ένα 40% του εκλογικού σώματος, που μάλλον θα μας καθιστούσε κοινοβουλευτικά αυτοδύναμους στην επόμενη Βουλή, δεν είναι αρκετό για να κυβερνήσουμε αποτελεσματικά. Η πρώτη ανάγνωση είναι αυτή που λέει ότι χρειαζόμαστε συμμαχίες που θα μας οδηγήσουν στο 51 ή και στο 60 ή το 70%. Τι είδους συμμαχίες θα ήταν αυτές; Προφανώς, δεν υπονοούνται συμμαχίες με άλλα αριστερά ή σαφώς από προοδευτική κατεύθυνση αντιμνημονιακά σχήματα, αφού οι ίδιοι οι τοποθετούμενοι θεωρούν σχεδόν αδιέξοδη τη συνέχιση της απεύθυνσης στους ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και λοιπές ομάδες της Αριστεράς. Άρα, υπονοούνται δυνάμεις, τωρινές ή μελλοντικές, που εντάσσονται στην Κεντροαριστερά και ιδίως οι δυνάμεις αυτές που τώρα θέλουν να απαγκιστρωθούν από τη «μνημονιακή» φθαρμένη ταυτότητα προσωρινά και να κινηθούν περί τον ΣΥΡΙΖΑ. Αύριο, στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ κινηθεί και αυτός από την ακύρωση προς την «απαγκίστρωση» από το μνημόνιο, όπως παλιότερα η ΔΗΜΑΡ ή ακόμη και ο Σαμαράς, αυτές οι δυνάμεις θα μπορέσουν να χειραφετηθούν και πάλι από το «λαϊκισμό» και να ξαναεπενδύσουν στην -έστω και νέου τύπου- μνημονιακή διάσωση της χώρας. Μοιάζει να παίζεται ένα παιχνίδι σκιών, όπου κάποια πρόσωπα ή ομάδες εναλλάσσουν ρόλους («μνημονιακούς» ή «αντιμνημονιακούς») και ανακυκλώνονται σε εναλλασσόμενους ρόλους ανάλογα με την εκτίμησή τους για το εκάστοτε πλαίσιο "κυβερνησιμότητας" στη χώρα...
Η στρατηγική όψη
Πιο στρατηγικά, όμως: η λογική ότι η μισθωτή εργασία κάνει διά του πολιτικού της φορέα πολιτικές συμμαχίες με άλλες λαϊκές ή και μικροαστικές κοινωνικές δυνάμεις υπάρχει ανέκαθεν στην Αριστερά υπό τη μορφή του Ενιαίου Μετώπου ή του Λαϊκού Μετώπου και προς την κατεύθυνση ότι μέσα από αυτές τις συμμαχίες θα συγκροτηθεί πολιτικά ένα πλειοψηφικό, λιγότερο ή περισσότερο λαϊκό ιστορικό μπλοκ ή κοινωνικοπολιτικό στρατόπεδο. Όμως, ακόμη και στην πιο αμφιλεγόμενη εκδοχή του Λαϊκού Μετώπου και του μεταπολεμικού λαϊκομετωπισμού (7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη Μόσχα, Αύγουστος του 1935), η λογική του πράγματος έγκειται στο ότι μια πλειοψηφία των λαϊκών τάξεων, έστω συμμαχώντας με την αριστερή πτέρυγα της αστικής τάξης, θα επιβληθεί πάνω στη μειοψηφία όχι μόνο του φασισμού (και των ελάχιστων μονοπωλίων που τον στηρίζουν) αλλά και γενικότερα στην κοινωνική μειοψηφία της πιο συντηρητικής πτέρυγας του κεφαλαίου και στην ηγεμονική μονοπωλιακή του μερίδα. Στον μετωπισμό υπάρχει ακόμη η λογική ότι η παιδαγωγική ηγεμονία θα ασκηθεί στη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας και στη διαδικασία της μορφοποίησής της, ενώ μια αστική μειοψηφία (η οποία μαζί με τα κοινοβουλευτικά ερείσματά της και τα λαϊκά στηρίγματά της μπορεί, πάντως, κοινοβουλευτικά να φτάνει οριακά και στο 50 ή 60 % ή και ακόμη παραπάνω) θα πρέπει να κυριαρχηθεί και να της επιβληθεί μια ορισμένη ταξική κρατική πολιτική. Ηγεμονία στους φίλους μας, κυριαρχία στους εχθρούς μας. Ακόμη δηλαδή και στο λαϊκομετωπισμό, η αριστερή ηγεμονική λογική είναι αυτή της συγκρότησης όχι μόνο μιας αρχικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας αλλά μιας διαρκώς ευρυνόμενης κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας, η οποία βαθμιαία και διά της απόσπασης των λαϊκών και μεσαίων τάξεων από την επιρροή του κεφαλαίου ή των μονοπωλίων θα απομονώσει πολιτικά τους πραγματικούς φορείς του κεφαλαίου (οι οποίοι και αυτοί πάντως εύλογα μπορεί να αντιστοιχούν σε ένα 10 ή και 15% επί του συνολικού πληθυσμού και δεν είναι μόνο οι περίφημες «200 οικογένειες»).
Όμως, η νέα λογική που αναπτύσσεται στον ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή κατά την οποία δεν αρκεί μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να κυβερνήσεις αλλά χρειάζεται μέσω μιας σειράς «ανοιγμάτων» και «διευρύνσεων» να πας στη συνεννόηση με ένα πολύ ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό μπλοκ. Αν αυτό σήμαινε το απλό παραπάνω, δηλαδή τη διαρκή απόσπαση από την Αριστερά των εκπροσωπούμενων λαϊκών μερίδων από το αντίπαλο μπλοκ ώστε να φτάσεις να επηρεάζεις κοινωνικά και όχι μόνο κοινοβουλευτικά ένα 80 ή και 90 % της κοινωνίας, θα ήταν μια θαυμάσια σκέψη, παρά το γεγονός ότι σε μια οξεία πολιτική κρίση έχεις και το φαινόμενο της δεξιάς ριζοσπαστικοποίησης του «λαού», το οποίο δεν μπορείς εύκολα και γρήγορα να αποδιαρθρώσεις με έναν ριζικό τρόπο. Θα έπρεπε δηλαδή να απισχνάσεις στρατηγικά το άλλο «ριζοσπαστικό άκρο» (τους φασίστες) αλλά και να μετατοπίσεις προς τα αριστερά με διαπαιδαγωγητικό τρόπο το λαό του «φιλομνημονιακού» κέντρου.
Επιβράδυνση ή ανατροπή της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης;
Όμως, η παραπάνω λογική μας λέει κάτι το ριζικά διαφορετικό. Μας λέει ότι η πλατύτατη συναίνεση στη διακυβέρνησή μας θα οικοδομηθεί στη βάση όχι της κοινωνικής ηγεμονικής συμμαχίας (και των πολιτικών, βεβαίως, συμμαχιών που την προωθούν) αλλά στη βάση της συνεννόησης αρχικά με τα πιο «προοδευτικά» τμήματα και στη συνέχεια ίσως και με το σύνολο -πλην ακραίων στοιχείων- και του αντιπάλου στρατοπέδου. Πρόκειται για μια συμμαχία όχι με τους «εκπροσωπούμενους» του 60 ή και του 80% αλλά με τους αστούς ή και «μικροαστούς» πολιτικούς τους εκπροσώπους. Αυτό που θα μείνει απέξω θα είναι οι φασίστες και ίσως μια δράκα ακραίων μνημονιακών ή νεοφιλελεύθερων. Δηλαδή η πολιτική συμμαχία του «λαού» θα μετατραπεί στην πολιτική συμμαχία του «νέου συνταγματικού τόξου». Βεβαίως, αν η Αριστερά ενταχθεί σε μια συμμαχία με τους εκπροσώπους του αντιπάλου στρατοπέδου και όχι με τα λαϊκά τμήματα, που στρεβλά εκπροσωπούνται σε αυτό, θα αναγκαστεί να αλλάξει το πρόγραμμά της μετακινούμενη από έναν κινηματικό αντικαπιταλισμό ή έστω έναν αντιμνημονιακό ρεφορμισμό προς έναν ήπιο και ενδομνημονιακό σοσιαλφιλελεύθερο πολιτικό λόγο. Θα γίνει η δύναμη της επιβράδυνσης και όχι της ανατροπής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.
Στρατηγική Μπερλίνγκουερ
Η παραπάνω λογική, να συμμαχήσουμε όλοι μαζί εκτός από τους φασίστες και ίσως και τους πιο ακραίους νεοφιλελεύθερους (τη "σαμαρική Δεξιά"), δεν είναι μια πρωτότυπη λογική για την Αριστερά. Έχει υποστηριχθεί στα 1973 από τον Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, αν και με πιο «αριστερό» και συγκροτημένο πολιτικό σκεπτικό από ό,τι τα σημερινά πρώτα σκιρτήματα αυτής της στρατηγικής στον ηγετικό ΣΥΡΙΖΑ. Στα πρώτα άρθρα του για τα μαθήματα από τη χιλιανή εμπειρία και για τον «Ιστορικό Συμβιβασμό», υποστηρίζει ότι η Χιλή μας έμαθε ως ευρωπαϊκή Αριστερά ότι δεν μπορούμε να κυβερνήσουμε ούτε καν με το 51%. Ότι η Χιλή μας έμαθε όχι αυτό που ακριβώς συνέβη -ότι δηλαδή η ριζοσπαστικοποίηση της ταξικής πάλης θα οδηγήσει σε κορυφαίες συγκρούσεις και χρειάζεται να είμαστε προετοιμασμένοι για αυτές- αλλά, αντιθέτως, ότι θα πρέπει να υπάρχει βασική συναίνεση και συνεννόηση με το αντίπαλο πολιτικό στρατόπεδο και μάλιστα με τους κεντρικούς πολιτικούς εκπροσώπους του, αυτούς που γνήσια αντιπροσωπεύουν τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Για να μη φασιστικοποιηθεί η Δεξιά και να μην κάνει πραξικόπημα εναντίον μας, θα χρειαστεί να την πείσουμε ότι για ένα απροσδιόριστα μεγάλο διάστημα δεν θα κάνουμε ιδιαίτερα ριζοσπαστικά πράγματα, θα δεχθούμε ακόμη και τη λιτότητα ως «αξία της Αριστεράς» (η οποία δεν ήταν, άλλωστε, πάντοτε «ασκητική»;), θα σεβαστούμε τα βασικά κέντρα εξουσίας και πρακτικές διαχείρισης, θα χρειαστεί ίσως και να συγκυβερνήσουμε με κάποιο τρόπο με τη Δεξιά ή την Κεντροδεξιά ή το συνασπισμό Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς, θα χρειαστεί ίσως να σεβαστούμε και πρακτικές «έκτακτου κράτους ανάγκης», όπως οι ιταλικοί αντιτρομοκρατικοί νόμοι. Η λογική αυτή, καθώς φοβάται τις συνέπειες ακόμη και μιας μετριοπαθούς ρήξης, απωθεί τη ρήξη και επιζητεί την ενδοσυστημική μέγιστη συναίνεση. Και μάλιστα την καταγραφή της ακόμη και στη μέθοδο και στρατηγική διακυβέρνησης. Ο Ιστορικός Συμβιβασμός οδήγησε στην κυβέρνηση της Δεξιάς με αριστερή συναίνεση και όχι σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς, έστω και μετριοπαθή. Το ελληνικό της ανάλογο, η κυβέρνηση Τζανετάκη του 1989, οδήγησε σε μια «δεξιοαριστερή» συναίνεση και διακυβέρνηση. Τίποτε από τα δύο δεν «ωφέλησε τη Συρία», δηλαδή το λαό της Αριστεράς και την εργατική τάξη.
Ο κίνδυνος: "μεταβαρκιζιανή κατάσταση" χωρίς Δεκέμβρη του '44
Στη σημερινή συγκυρία καμία προειδοποίηση δεν είναι αρκετή ώστε να αντιταχθούμε οργανωμένα στη λογική της διακυβέρνησης «που δεν θα καταπιέζει το άλλο 60%» και που θα «ενισχύει το πολιτικό Κέντρο». Η δήθεν «μη καταπίεση του άλλου 60%» δεν συνεπάγεται το να χειραφετήσουμε προς τα αριστερά το «λαό» που ακολουθεί το αντίπαλο στρατόπεδο αλλά το να εγκλωβιστούμε εμείς στη συντηρητική/αστική συνείδηση του δήθεν μέσου όρου του άλλου 60%, δηλαδή στην άρχουσα ιδεολογία που σφυρηλατεί σαν κοινωνικό τσιμέντο (Γκράμσι) τη σχέση των εκπροσωπούμενων με τους αστούς πολιτικούς εκπροσώπους του άλλου 60%. Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο δεν θα συμβάλουμε στο να χειραφετηθούν οι «σκλάβοι» του 60% από τις ιδεολογικές και πολιτικές τους αλυσίδες, αλλά θα απογοητεύσουμε και αντισυσπειρώσουμε και αυτές τις λαϊκές δυνάμεις που γνήσια ήδη θα αντιπροσωπεύονται στο δικό μας 35 ή 40%, οδηγώντας για άλλη μια φορά την Αριστερά στην ήττα και στη μειοψηφική της αναδίπλωση. Η λογική, λοιπόν, των ασύμφορων πολιτικών ανοιγμάτων, είτε προσωπικών προς φιλομνημονιακά πρόσωπα είτε διά των πολιτικών και ιδεολογικών εκφορών μας «νέου τύπου», θα φέρει όλο και πιο κοντά τα δύο πολιτικά στρατόπεδα, θα αποσυσπειρώσει την Αριστερά και αναγκαστικά θα ωθήσει την κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση να βρει όλο και πιο ακροδεξιά (και πιθανόν συντηρητική ευρωσκεπτικιστική) πολιτική έκφραση. Επίσης, δε, θα επιλύσει την παρούσα κρίση πολιτικής εκπροσώπησης προς τα «δεξιά».
Αν εμείς δεν ωθήσουμε στις αναγκαίες συγκρούσεις, οι συγκρούσεις μπορεί να μας επιβληθούν με εξαιρετικά βίαιο τρόπο από έναν ακόμη απρόβλεπτο και απροσδιόριστο στη μορφή του κοινωνικοπολιτικό αντίπαλο. Και τότε μπορεί να βιώσουμε ακόμη και μια νέα μεταβαρκιζιανή κατάσταση χωρίς καν να έχουμε δώσει μια πολιτική μάχη που θα αντιστοιχούσε συμβολικά και ηθικά σε ένα νέο «Δεκέμβρη του '44»...