Με αφορμή ένα βιβλίο και τα 40 χρόνια από την Πορτογαλική Επανάσταση των Γαριφάλων που ανέτρεψε τη δικτατορία του Σαλαζάρ

Τι έφται­ξε για την ήττα; Ο λε­νι­νι­σμός, όπως υπο­στη­ρί­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας, ή… η έλ­λει­ψη λε­νι­νι­σμού;

Το Δε­κέμ­βρη του 2012 κυ­κλο­φό­ρη­σε από εκ­δο­τι­κό οίκο της Σα­λο­νί­κης (εκ­δό­σεις ΑΝΑ­ΚΑ­ΡΑ) το βι­βλίο του Φιλ Μέι­λερ «ΠΟΡ­ΤΟ­ΓΑ­ΛΙΑ: η ανέ­φι­κτη (;) επα­νά­στα­ση», με υπό­τι­τλο «Λαϊκή εξου­σία, κόμ­μα­τα και στρα­τός στην Επα­νά­στα­ση των Γα­ρι­φά­λων (1974-1975)»(1). Είναι ένα βι­βλίο που ήδη έχει πα­ρου­σια­στεί πολ­λές φορές σε στέ­κια, κα­τα­λή­ψεις κ.λπ., και κατά τη γνώμη μας ένα πολύ εν­δια­φέ­ρον έργο. Πρό­κει­ται για μια αφή­γη­ση με πολύ δυ­να­τές ει­κό­νες από τον ενά­μι­ση πε­ρί­που χρόνο που κρά­τη­σε η επα­να­στα­τι­κή δια­δι­κα­σία στην Πορ­το­γα­λία το ’74-‘75. Πι­στεύ­ου­με πως όλοι οι αγω­νι­στές του κι­νή­μα­τος και της Αρι­στε­ράς θα άξιζε να πά­ρουν μέσα από τις σε­λί­δες αυτού του βι­βλί­ου μια δυ­να­τή γεύση για το τι ση­μαί­νει πραγ­μα­τι­κά επα­νά­στα­ση.

Ο Φιλ Μέι­λερ, Ιρ­λαν­δός αναρ­χι­κός που βρέ­θη­κε στην Πορ­το­γα­λία, το 1974 δι­δά­σκο­ντας αγ­γλι­κά, απο­δί­δει με σα­φή­νεια τι ση­μαί­νει πα­νη­γύ­ρι των κα­τα­πιε­σμέ­νων και πα­ρα­θέ­τει πάρα πολλά ντο­κου­μέ­ντα για το πώς συμ­με­τεί­χε ο κό­σμος σε κα­τα­λή­ψεις γης και ερ­γο­στα­σί­ων, σε ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια και σε συλ­λο­γι­κό­τη­τες προ­σπα­θώ­ντας να αλ­λά­ξει και να ξα­να­φτιά­ξει από την αρχή τη ζωή του.

Ταυ­τό­χρο­να, είναι ένα βι­βλίο που «αδι­κεί­ται» πολύ απ’ τις εμ­μο­νές του συγ­γρα­φέα ενά­ντια στην άκρα αρι­στε­ρά, πα­ρου­σιά­ζο­ντας το «λε­νι­νι­σμό» σαν την αιτία της ήττας της πορ­το­γα­λι­κής επα­νά­στα­σης.

Το πα­νη­γύ­ρι των κα­τα­πιε­σμέ­νων

Μέχρι τις 25 Απρί­λη του ’74, που ανα­τρά­πη­κε το κα­θε­στώς του Κα­ε­τά­νο στη Λι­σα­βό­να, η Πορ­το­γα­λία ήταν μια μικρή κα­θυ­στε­ρη­μέ­νη χώρα, σε σχέση με την υπό­λοι­πη Ευ­ρώ­πη, που ζούσε σε φα­σι­στι­κή δι­κτα­το­ρία σχε­δόν μισό αιώνα (46 χρό­νια). Ταυ­τό­χρο­να, ήταν η τε­λευ­ταία με­γά­λη αποι­κια­κή δυ­να­μη στην Αφρι­κή. Η Αν­γκό­λα, η Μο­ζαμ­βί­κη, η Γουι­νέα-Μπι­σά­ου, το Πρά­σι­νο Ακρω­τή­ρι και τα νησιά Σάο Τομέ και Πριν­σί­πε πα­ρέ­με­ναν πορ­το­γα­λι­κές αποι­κί­ες και ήταν οι τε­λευ­ταί­ες αφρι­κα­νι­κές χώρες που πά­λευαν για να κερ­δί­σουν την ανε­ξαρ­τη­σία τους. Απ’ τη δε­κα­ε­τία του ’60 μα­ζι­κά ένο­πλα αντάρ­τι­κα, σαν τον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, συ­γκρού­ο­νταν σε άγριες μάχες με τον πορ­το­γα­λι­κό στρα­τό στις τρεις με­γα­λύ­τε­ρες αποι­κί­ες. Η οι­κο­νο­μι­κή αφαί­μα­ξη κι οι αν­θρώ­πι­νες απώ­λειες του πο­λέ­μου έκα­ναν με­γά­λα κομ­μά­τια του πλη­θυ­σμού στη μη­τρό­πο­λη, ακόμα και κομ­μά­τια της αστι­κής τάξης, να σκε­φτούν πως η λύση για την Πορ­το­γα­λία είναι το στα­μά­τη­μα του πο­λέ­μου, η κοι­νο­βου­λευ­τι­κή δη­μο­κρα­τία και η εί­σο­δος στην τότε ΕΟΚ. Ο σκλη­ρός κρα­τι­κός μη­χα­νι­σμός και η PIDE(2) αντι­δρού­σαν. Γι’ αυτό η με­τά­βα­ση στην «ομα­λό­τη­τα» μπο­ρού­σε να γίνει μόνο με στρα­τιω­τι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα (25 Απρί­λη 1974).

Πα­ρό­λο που δεν ήταν κα­θό­λου πρό­θε­ση των αξιω­μα­τι­κών που ορ­γά­νω­σαν το πρα­ξι­κό­πη­μα να με­τα­τρα­πεί η πο­λι­τι­κή αλ­λα­γή σε πο­λι­τι­κό πα­νη­γύ­ρι των από κάτω, αυτό ακρι­βώς ήταν που έγινε. Οι ερ­γα­ζό­με­νοι και η νε­ο­λαία της Πορ­το­γα­λί­ας με τρελή έξαψη βγή­καν στους δρό­μους, αγκά­λια­σαν τους απλούς στρα­τιώ­τες κι άρ­χι­σαν να παίρ­νουν την κα­τά­στα­ση στα χέρια τους. Πα­ρα­κά­τω λίγες γραμ­μές απ’ την αφή­γη­ση του Φιλ Μέι­λερ για την πο­ρεία της Πρω­το­μα­γιάς 1974: «Δεν έχου­με ξα­να­δεί κάτι τέ­τοιο. Όλη η Λι­σα­βό­να είναι στο δρόμο. Το συ­ναί­σθη­μα είναι απί­στευ­το. Τούτη είναι η μέρα των ερ­γα­τών. “Κα­νέ­νας δεν μας πλή­ρω­σε για να δια­δη­λώ­σου­με” γρά­φει ένα πανό που ανα­φέ­ρε­ται στις πρα­κτι­κές του πα­λιού κα­θε­στώ­τος. Θα μπο­ρού­σα να βάλω τα κλά­μα­τα. Άλλοι έχουν κιό­λας δα­κρύ­σει (…) Οι ου­σια­στι­κές κου­βέ­ντες διε­ξά­γο­νται εκεί έξω, στους δρό­μους. Οι ερ­γά­τες εξη­γούν ο ένας στον άλλο τι ση­μαί­νει ή τι θα μπο­ρού­σε να ση­μαί­νει το “auto-gestao” (αυ­το­δια­χεί­ρι­ση) (…) Στρι­μω­χνό­μα­στε σαν πορ­το­γα­λέ­ζι­κες σαρ­δέ­λες. Φτά­νου­με στην πλα­τεία κι οι σκη­νές είναι απε­ρί­γρα­πτες. Η μπά­ντα του Ναυ­τι­κού είναι εκεί, μπλεγ­μέ­νη με μα­οϊ­κούς και τρο­τσκι­στές δια­δη­λω­τές (…) Νε­α­ροί ερ­γά­τες χο­ρεύ­ουν στο ρυθμό της μου­σι­κής. Περ­νά­νε αστυ­νο­μι­κά οχή­μα­τα με δια­δη­λω­τές σκαρ­φα­λω­μέ­νους στην οροφή τους (…) Αρ­χί­ζουν να χο­ρεύ­ουν κι άλλοι. Μια διερ­χό­με­νη ομάδα φοι­τη­τών φω­νά­ζει: “O Povo Armado, Jamais Sera Vencido” (Λαός οπλι­σμέ­νος ποτέ νι­κη­μέ­νος)».

«Ποτέ δεν θα ξε­χά­σω την Πρω­το­μα­γιά (…) Εκεί­νη τη μέρα άλ­λα­ξε η σειρά όλων των πραγ­μά­των. Οι άν­θρω­ποι μπό­ρε­σαν να αντι­κρί­σουν τη δυ­στυ­χία και τα προ­βλή­μα­τά τους μέσα σε ένα ιστο­ρι­κό πλαί­σιο. Πώς μπο­ρούν οι λέ­ξεις να πε­ρι­γρά­ψουν 600.000 αν­θρώ­πους που δια­δή­λω­ναν σε μια πόλη ενός εκα­τομ­μυ­ρί­ου; Ή την ει­κό­να με τα γα­ρί­φα­λα, που τα ’βλε­πες πα­ντού, στις κάνες των όπλων, σε κάθε άρμα και σε κάθε αυτί, στα χέρια των φα­ντά­ρων, όπως και των δια­δη­λω­τών; (…) Ο ερ­γα­ζό­με­νος λαός άφησε ανε­ξί­τη­λη τη σφρα­γί­δα του πάνω σ’ αυτή την κα­τά­στα­ση. Το κά­λε­σμα (της δια­δή­λω­σης) αφο­ρού­σε το σο­σια­λι­σμό κι οι μάζες των συ­νη­θι­σμέ­νων αν­θρώ­πων είχαν μπει στην υπό­θε­ση για να το κά­νουν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αυτό που ξε­κί­νη­σε ως στρα­τιω­τι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα, προ­σλαμ­βά­νει νέες δια­στά­σεις. Η στρα­τιω­τι­κή επι­τρο­πή δια­τη­ρεί ακόμα την εξου­σία, αλλά είναι ο λαός που έχει το πάνω χέρι κι ιδιαί­τε­ρα η ερ­γα­τι­κή τάξη».

Στη συ­νέ­χεια του βι­βλί­ου πα­ρου­σιά­ζο­νται, με ντο­κου­μέ­ντα, οι πρω­το­βου­λί­ες των μαζών που κα­τέ­λα­βαν χω­ρά­φια και ερ­γο­στά­σια, σπί­τια αλλά και τους στρα­τώ­νες, αρ­χί­ζο­ντας να παίρ­νουν συλ­λο­γι­κά την ευ­θύ­νη για τη ζωή τους. Ταυ­τό­χρο­να, κυ­λού­σαν τα γε­γο­νό­τα, όπου η αστι­κή τάξη με τη βο­ή­θεια των ρε­φορ­μι­στών (Σο­σια­λι­στι­κό αλλά και Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα) που συμ­με­τεί­χαν στις κυ­βερ­νή­σεις συ­νερ­γα­σί­ας που ακο­λού­θη­σαν, προ­σπα­θού­σαν να πά­ρουν πίσω τον έλεγ­χο από την ερ­γα­τι­κή τάξη που είχε ανα­θαρ­ρή­σει.

Έφται­ξε ο λε­νι­νι­σμός;

Το βι­βλίο πε­ρι­γρά­φει με πολ­λές λε­πτο­μέ­ρειες πώς η επα­νά­στα­ση χά­θη­κε, όταν επέ­στρε­ψε η «ομα­λό­τη­τα» με τη στρα­τιω­τι­κή κί­νη­ση υπέρ της κυ­βέρ­νη­σης, στις 25 Νο­έμ­βρη 1975. Ο συγ­γρα­φέ­ας δεν χα­ρί­ζε­ται στις ανε­πάρ­κειες των ορ­γα­νώ­σε­ων της άκρας αρι­στε­ράς, στην αδυ­να­μία της να ορ­γα­νώ­σει την ερ­γα­τι­κή αυ­το­ά­μυ­να απέ­να­ντι στον τα­ξι­κό εχθρό. Το συ­μπέ­ρα­σμά του, ωστό­σο, είναι του­λά­χι­στον πρό­χει­ρο και τρα­βηγ­μέ­νο από τα μαλ­λιά: «Εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες ερ­γα­ζό­με­νοι μπή­καν στον αγώνα: ο εχθρός όμως εμ­φα­νί­ζο­νταν διαρ­κώς μπρο­στά τους με απροσ­δό­κη­τη μορφή, αυτή των ίδιων τους των ορ­γα­νώ­σε­ων. Κάθε φορά που δη­μιουρ­γού­σαν μια ορ­γά­νω­ση, την έβλε­παν να χει­ρα­γω­γεί­ται από τις απο­κα­λού­με­νες πρω­το­πο­ρί­ες των ηγε­τών που δεν ανή­καν στην τάξη τους και που κα­τα­νο­ού­σαν ελά­χι­στα από τα πράγ­μα­τα για τα οποία αυτοί αγω­νί­ζο­νταν…Οι επα­να­στά­τες σε μα­ζι­κή κλί­μα­κα βρέ­θη­καν να απο­τε­λούν μέρος του προ­βλή­μα­τος, όχι της λύσης…».

Όμως το πρό­βλη­μα δεν ήταν άλλο απ’ την αντι­πα­ρά­θε­ση της εξου­σί­ας των ερ­γα­τών με την εξου­σία των αφε­ντι­κών και του κρά­τους τους. Όπως πολύ γλα­φυ­ρά ανα­φέ­ρει ο Μόρις Μπρί­ντον στον πρό­λο­γο του βι­βλί­ου του Φιλ Μέι­λερ: «Η στιγ­μή της αλή­θειας είχε φτά­σει. Στις 25 Νο­έμ­βρη, λι­γό­τε­ροι από 200 κο­μά­ντος εξου­δε­τέ­ρω­σαν αρ­κε­τά “κόκ­κι­να” συ­ντάγ­μα­τα που ήταν πά­νο­πλα (…) Απο­μο­νω­μέ­νοι, διαι­ρε­μέ­νοι, ασύν­δε­τοι με­τα­ξύ τους, απλη­ρο­φό­ρη­τοι και πάνω απ’ όλα, χωρίς πρω­το­βου­λία, οι απλοί στρα­τιώ­τες βρί­σκο­νταν σ’ από­λυ­τη εξάρ­τη­ση απ’ τη στρα­τιω­τι­κή ιε­ραρ­χία των “προ­ο­δευ­τι­κών” αξιω­μα­τι­κών».

Στη μάχη, λοι­πόν, με την εξου­σία των αστών και το κρά­τος τους δεν αρκεί μόνο η αυ­το­δια­χεί­ρι­ση, χρειά­ζε­ται κι ο κε­ντρι­κός σχε­δια­σμός του αγώνα. Δεν έλ­λει­ψαν οι εν­θου­σιώ­δεις ερ­γά­τες, φοι­τη­τές και φα­ντά­ροι, έλ­λει­ψε αυτό που μέμ­φε­ται ο συγ­γρα­φέ­ας, η ορ­γα­νω­μέ­νη πρω­το­πο­ρία, έλ­λει­ψε ακρι­βώς ο λε­νι­νι­σμός. Είναι παλιό το δί­δαγ­μα του Σεν Ζυστ, συ­ντρό­φου του Ρο­βε­σπιέ­ρου, απ’ τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση «Όποιος κάνει τη μισή επα­νά­στα­ση, σκά­βει τον ίδιο του το λάκκο». Δεν μπο­ρείς να πο­λε­μάς και να αρ­νεί­σαι τη νίκη. Δεν μπο­ρείς να υπο­στη­ρί­ζεις την εξου­σία των ερ­γα­τών και να αρ­νεί­σαι να αντι­με­τω­πί­σουν κε­ντρι­κά και να ανα­τρέ­ψουν την εξου­σία των αστών. Δίπλα από την Πορ­το­γα­λία, στην Ισπα­νία το 1936, οι «λε­νι­νι­στές», δη­λα­δή όσοι θέ­λα­νε την ένο­πλη εξου­σία των ερ­γα­τι­κών πο­λι­το­φυ­λα­κών, ήτανε ελά­χι­στη μειο­ψη­φία ορ­γα­νω­τι­κά. Εκεί, οι αναρ­χι­κοί προ­τί­μη­σαν να μπουν υπουρ­γοί στην αστι­κή κυ­βέρ­νη­ση, παρά να στη­ρί­ξουν την εξου­σία των ερ­γα­τι­κών συμ­βου­λί­ων. Την ισπα­νι­κή εμπει­ρία με το ένα εκα­τομ­μύ­ριο ορ­γα­νω­μέ­νους ερ­γά­τες που ακο­λου­θού­σαν τους αναρ­χι­κούς και έμει­ναν στα μισά του δρό­μου, με τρα­γι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα, θα πρέ­πει να τη σκε­φτεί πολ­λές φορές κά­ποιος πριν ξα­να­κα­τα­ρα­στεί το λε­νι­νι­σμό.

Είναι υπό­θε­ση ζωής και θα­νά­του, κι όχι το φι­λο­λο­γι­κό μας εν­δια­φέ­ρον, που μας σπρώ­χνει να με­λε­τά­με την πείρα των προη­γού­με­νων επα­να­στά­σε­ων. Το βι­βλίο του Φιλ Μέι­λερ πε­ρι­γρά­φει την πιο πρό­σφα­τη ερ­γα­τι­κή επα­νά­στα­ση στην ευ­ρω­παϊ­κή ήπει­ρο. Αυτό, μέχρι να γρά­ψου­με εμείς τις σε­λί­δες της δι­κιάς μας επα­νά­στα­σης, στο πολύ κο­ντι­νό μέλ­λον…

(1) Στην Αθήνα δια­κι­νεί­ται από το Εναλ­λα­κτι­κό Βι­βλιο­πω­λείο.

(2) Η μυ­στι­κή αστυ­νο­μία του φα­σι­στι­κού κα­θε­στώ­τος, δια­βό­η­τη για τα βα­σα­νι­στή­ριά της.