Η τοποθέτηση του Π. Λαφαζάνη στην εκδήλωση της ΔΕΑ "40 χρόνια από τη Μεταπολίτευση-Η εργατική αντίσταση και η Αριστερά", στην ΕΣΗΕΑ (10/7/14).

Συζητάμε τη Μεταπολίτευση 40 χρόνια μετά, όχι από μια καθαρά ιστορική σκοπιά, που έχει μεγάλη σημασία βέβαια, αλλά έχοντας στραμμένο το βλέμμα στο παρόν και το μέλλον. Σήμερα έχουμε μια ισχυρή πολιτικά Αριστερά, με ανύπαρκτο σχεδόν το κίνημα και με κοινωνικές κατακτήσεις που σαρώνονται. Στη Μεταπολίτευση, είχαμε μια σχετικά, πολιτικά αδύναμη Αριστερά, αλλά με μεγάλες κοινωνικές κατακτήσεις, ένα ισχυρό μεταπολιτευτικό κίνημα και έναν ισχυρό ριζοσπαστισμό, ιδιαίτερα στη νεολαία. Για να πάμε μπροστά πρέπει να καλύψουμε αυτό το κενό. Η πρόκληση να μιλάμε για κυβέρνηση της Αριστεράς με κίνημα και με κατακτήσεις, οι οποίες θα διεκδικούνται και θα κερδίζονται με αγώνες. Αν δεν γεφυρώσουμε αυτή την πολιτική με την κοινωνική πρόκληση, νομίζω, ότι δεν θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στις σημερινές ανάγκες. Αυτό είναι το μέγα στοίχημα για τη σύγχρονη ριζοσπαστική αριστερά.

Η Μεταπολίτευση γεννήθηκε από το Πολυτεχνείο. Το Πολυτεχνείο ήταν μια μεγάλη νεολαιίστικη, αλλά και λαϊκή εξέγερση, μέσα σε σκληρά, σιδερόφρακτα χρόνια. Το Πολυτεχνείο είναι από μια άποψη-τηρουμένων των αναλογιών-μια συνέχεια της μεγάλης εποποιίας της εθνικής μας αντίστασης. Το Πολυτεχνείο ήταν μια αντιιμπεριαλιστική, προοδευτική εξέγερση με σοσιαλιστικό ορίζοντα και προσανατολισμό. Το Πολυτεχνείο ήταν το αίτημα για μια διαφορετική Ελλάδα, προοδευτική, δημοκρατική και σε τελευταία ανάλυση σοσιαλιστική. Το Πολυτεχνείο έγινε δυνατό γιατί βγήκαν στο προσκήνιο νέες δυνάμεις στο χώρο της Αριστεράς, συχνά σε σύγκρουση με τις παλιές ηγεσίες της και νέες δυνάμεις που παρά τις διαφορές τους, μπόρεσαν να βρουν κοινό βηματισμό, κοινή πορεία  και κοινούς τόπους. Για παράδειγμα, εγώ με τον Αντώνη (σ.σ. Νταβανέλλο), δεν ήμασταν στον ίδιο χώρο της Αριστεράς, αλλά είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία, κοινή δράση και αλληλεγγύη. Ένα νέο πλαίσιο είχε διαμορφωθεί σε μια νέα πρωτοπορία που διαμορφωνόταν μέσα στην Αριστερά, εκείνα τα χρόνια. Και αυτή έκανε την τομή του Πολυτεχνείο. Την εξεγερσιακή τομή του Πολυτεχνείου, κόντρα στις επίσημες ηγεσίες της τότε Αριστεράς.

Η κυπριακή τραγωδία ανέκοψε αυτή τη δυναμική και έδωσε τη δυνατότητα να γίνει ένας συμβιβασμός, ανάμεσα στις χουντικές δυνάμεις και το αστικό κατεστημένο, που πήρε τη σκυτάλη μεταπολιτευτικά. Δηλαδή, η κυπριακή τραγωδία δεν έφερε τη Μεταπολίτευση. Η κυπριακή τραγωδία έδωσε έναν τόνο στη Μεταπολίτευση, ίσως σε διάσταση με το ριζοσπαστικό πνεύμα του Πολυτεχνείου. Το οποίο, αν δεν ερχόταν η κυπριακή τραγωδία και όσα ακολούθησαν, ίσως να έδινε μια άλλη δυναμική στην ανατροπή της χούντας, η οποία ήταν βέβαιη πλέον, και μια άλλη τροπή στις μεταπολιτευτικές εξελίξεις.

Βεβαίως το Πολυτεχνείο δεν σφράγισε τη Μεταπολίτευση με την έννοια των ιδανικών, των στόχων του, αλλά δεν ήταν αμελητέα η επίδρασή του. Καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τον συμβιβασμό που έγινε, την κατεύθυνση και τον προσανατολισμό του. Έδωσε ένα ριζοσπαστισμό στην ίδια τη Μεταπολίτευση. Άνοιξε το δρόμο για να εμφανιστούν μεγάλα κινήματα, εργατικά και νεολαιίστικα, τα οποία πίεσαν και απέσπασαν αρκετά μεγάλες κατακτήσεις, σε μια περίοδο που ο καπιταλισμός δεν ήταν στην άνθηση που γνώρισε στο σοσιαλδημοκρατικό συμβιβασμό μεταπολεμικά. Από τη δεκαετία του ’70 και μετά, ο καπιταλισμός φυτοζωεί με πολύ μικρούς αριθμούς ανάπτυξης. Και στην Ελλάδα, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και πολύ περισσότερο στις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι αναπτυξιακές επιδόσεις ήταν πάρα πολύ μικρές και έτσι άρχισαν από ένα σημείο και ύστερα να στηρίζονται πολύ στο δανεισμό. Και βεβαίως η κρίση του κεϋνσιανού καπιταλισμού, ήρθε πιο αργά στη χώρα, καθώς και το μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού που ξεκίνησε από τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, επιταχύνθηκε από τον ίδιο στη νέα διακυβέρνησή του, την περίοδο 1993-96 και έγινε σημαία με την εκσυγχρονιστική μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ, με την ηγεσία του Σημίτη. Στην ουσία, τη σοσιαλδημοκρατική συναίνεση, το σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο, η Ελλάδα το έζησε ελάχιστα χρόνια. Η σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα, γρήγορα μεταλλάχθηκε και έγινε νεοφιλελεύθερη, στη συνέχεια ακραία νεοφιλελεύθερη και τώρα τροϊκομνημονιακή. Δηλαδή μια σοσιαλδημοκρατία αντιδραστικού τύπου και ίσως το κύριο όχημα του αστικού κατεστημένου, για τις βαθύτατα αντιδραστικές και οπισθοδρομικές αλλαγές.

Η Μεταπολίτευση, λόγω του ριζοσπαστισμού και του εξεγερσιακού πνεύματος του αντιδικτατορικού αγώνα και ειδικότερα του Πολυτεχνείου, επέφερε μεγάλες και ουσιώδεις δημοκρατικές και κοινωνικές αλλαγές, μέσα στα πλαίσια βεβαίως του καπιταλιστικού συστήματος, εξασφαλίζοντας την ομαλή διαδοχή δύο αστικών κομμάτων στην κυβέρνηση, δηλαδή μια ομαλή αστική δημοκρατία. Το γεγονός όμως ότι δεν παντρεύτηκαν αυτές οι κατακτήσεις-κοινωνικές πολιτικές, δημοκρατικές-με ένα νέο προοδευτικό περιεχόμενο, με ένα νέο σοσιαλιστικό περιεχόμενο, έδειξε τα όρια αυτών των κατακτήσεων. Αυτά αποδείχτηκαν πολύ νωρίς στη Δ. Ευρώπη, λίγο αργότερα, στον μεταπολιτευτικό ορίζοντας μιας 15ετίας και στη χώρα μας. Η έλλειψη μιας νέας ριζοσπαστικής Αριστεράς που θα μπορούσε να δώσει νέα τροπή σε αυτές τις κατακτήσεις, οδήγησε γρήγορα σε οπισθοδρόμηση, ο νεοφιλελεύθερος χειμώνας «πλάκωσε» τη χώρα, οι κατακτήσεις άρχισαν να παίρνονται πίσω, ώστε φτάσαμε στη σημερινή τροϊκανή, μνημονιακή λεηλασία και την πλήρη παράδοση του αστικού κατεστημένου σε πολιτικές ακραία αντιδραστικές, οι οποίες ταυτόχρονα πνίγουν την ίδια την αστική δημοκρατία.

Μετά την πολιτική και την κοινωνική αντίδραση, τώρα έχουμε και μια βαθύτατη αντιδημοκρατική εκτροπή. Στην ουσία η δημοκρατία δεν υπάρχει, δεν υφίσταται. Αυτό που ζούμε και βλέπουμε γύρω μας είναι οτιδήποτε άλλο από δημοκρατία. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένας ιδιόμορφος, νέος, μεγαλοαστικός ολοκληρωτισμός, ο οποίος πνίγει κάθε δημοκρατική έκφραση. Η Βουλή για παράδειγμα έχει πάψει να λειτουργεί κατά τον κανονισμό και το Σύνταγμα. Σήμερα απέρριψαν την πρόταση των 120 και πλέον βουλευτών για να τηρηθεί το Σύνταγμα και ο κανονισμός και να διεξαχθεί συζήτηση για ενδεχόμενο δημοψήφισμα. Την απέρριψαν πανηγυρικά, λέγοντας ότι δεν μπορούν να αθροιστούν οι προτάσεις και αύριο (σ.σ. σήμερα) κάνουν συνεδρίαση, στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να μη συμμετέχει και να την καταγγείλει. Για να αποφασίσουν ότι δεν είναι επιτρεπτό και θεμιτό να γίνει καν συζήτηση για δημοψήφισμα. Η Βουλή έχει ακυρωθεί. Ο κανονισμός της έχει πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων, το Σύνταγμα-το οποίο δεν είναι και το δημοκρατικότερο που έχουμε-έχει γίνει κουρελόχαρτο. Τα εργασιακά δικαιώματα έχουν αποδιαρθρωθεί, το δικαίωμα της απεργίας δεν υφίσταται, δεν έχουμε απεργιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα πλέον. Όταν δεν υπάρχουν ελεύθερες συλλογικές συμβάσεις, δεν υπάρχει συνδικαλισμός. Και όταν η απεργία, είτε βγαίνει παράνομη και καταχρηστική από τα δικαστήρια, και αν τα δικαστήρια δεν μπορούν να τη διακόψουν αυταρχικά, έρχεται η επιστράτευση, δεν υπάρχει δικαίωμα απεργίας. Αυτό έγινε προχθές με τη ΔΕΗ. Επιστρατεύτηκαν οι εργαζόμενοι. Είναι η επιστρατευμένη, καταναγκαστική εργασία. Αυτό που κατηγορούσαν παλαιότερα τον υπαρκτό σοσιαλισμό με τα Γκουλάγκ. Και δε γίνεται σε τόπους εξορίας, αλλά γίνεται μέσα στην καρδιά των καπιταλιστικών σχέσεων. Σε λίγο όλη εργαζόμενη Ελλάδα θα δουλεύει υπό αναγκαστική επιστρατευμένη εργασία. Όποιος απεργεί τελειώνει.

Και ταυτόχρονα ζούμε έναν ανοιχτό πόλεμο του αστικού κράτους απέναντι στους πολίτες και ιδιαίτερα τους εργαζόμενους. Είμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση. Αντιμετωπίζεται ένοπλα και η μικρότερη ομάδα που θα επιχειρήσει να διαμαρτυρηθεί. Αν όπως είμαστε εδώ και βγούμε έξω να κάνουμε μια πορεία προς τη βουλή, θα δείτε ότι θα μας συνοδεύουν διμοιρίες ένοπλων ΜΑΤ.  Οπλισμένες σαν αστακοί. Φοράνε τα πάντα πάνω τους. Και αν βεβαίως κάνεις μια κίνηση, την οποία αυτοί τη θεωρούν παρεκτροπής, ασφαλώς θα δεχτείς άμεσο χημικό πόλεμο. Και αν επιχειρήσεις να αντισταθείς, που δεν μπορείς βέβαια όταν σου ρίχνουν χημικά και δεν έχεις αντίστοιχο εξοπλισμό, αν συνεχίσεις, κινδυνεύεις να χάσεις μέχρι και τη ζωή σου. Είναι ένοπλος αγώνας του κατεστημένου, ενάντια σε άοπλους πολίτες, ιδιαίτερα τους εργαζόμενους. Δεν τα συνειδητοποιούμε όσο πρέπει αυτά ή τα έχουμε συνηθίσει και τα θεωρούμε φυσιολογικό φαινόμενο. Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ίδια πράγματα, τα θεωρούσαμε πολύ αποκρουστικά και προκαλούσαν μεγάλες αντιδράσεις, ιδιαίτερα της νεολαίας. Σήμερα, παρόλο που έχουμε μια πολιτική Αριστερά που διεκδικεί την κυβέρνηση, κινδυνεύουμε να συνυπάρξουμε ειρηνικά με το αντιδημοκρατικό τέρας, το αυταρχικό τέρας, τη βαθιά αντιδημοκρατική εκτροπή.

Είμαστε σε μια κατάσταση που κάνει παρελθόν τη Μεταπολίτευση και η κατάσταση αυτή έχει ένα σκληρό, απίστευτο δίλημμα: είτε η Αριστερά θα μπορέσει να απαντήσει στην κρίση και να δώσει και μια προοδευτική, σοσιαλιστική διέξοδο, πράγμα που σημαίνει χίλια δύο πράγματα, για τα οποία πολλές φορές δεν θέλουμε να ανοίξουμε σοβαρά και ουσιαστικά τη συζήτηση, ή, δε θα γυρίσουμε σε μια πιο αντιδραστική μορφή δημοκρατίας με αφαίρεση ουσιωδών κατακτήσεων, θα πάμε σε ακροδεξιά, ημιφασιστική εκτροπή.  Για να μην μιλήσουμε για ακραίες φασιστικές εκτροπές, τύπου 21ου αιώνα, που τις βλέπουμε να αχνοφαίνονται στον ορίζοντα. Αυτό είναι το ουσιαστικό δίλημμα και μαζί η μεγάλη πρόκληση που έχουμε απέναντί μας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει ένα μεγάλο βήμα μπροστά, είναι η δύναμη που προσβλέπουν όλοι οι αριστεροί, στην περιοχή μας, στη Μεσόγειο, για να μη λέμε πάντα μόνο η Ευρώπη, τη Μ. Ανατολή, τη Β. Αφρική και φυσικά την Ευρώπη, προσβλέπουν στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια ελπίδα για την παγκόσμια Αριστερά και ιδιαίτερα την εδώ Αριστερά, στην ευρύτερη περιοχή μας με την πλατιά έννοια. Προσβλέπουν στο ΣΥΡΙΖΑ γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτός που εκ των πραγμάτων μπορεί να σπάσει το «αυγό του φιδιού» και να ανοίξει ένα δρόμο. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως, για να το πετύχει αυτό, μέσα σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση,  χρειάζεται να προχωρήσει σε αυτό που έχουμε πει πάρα πολλές φορές κάποιοι μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ: ένα δεύτερο κύμα ριζοσπαστικοποίησής του. Με ότι αυτό συνεπάγεται, στο ιδεολογικό, το πολιτικό, το πολιτιστικό, το κινηματικό, το προγραμματικό, το οργανωτικό επίπεδο. Κάναμε ένα πολύ μεγάλο βήμα μπροστά ώστε να μπορούμε να βλέπουμε με πολύ διαφορετικό μάτι τα καθήκοντα που έχουμε. Δεν συζητάμε ακαδημαϊκά πλέον, μια Αριστερά που φτιάχνει προγράμματα για το απώτερο μέλλον, συζητάει και αντιπαρατίθεται μεταξύ της για το «φύλο των αγγέλων». Εδώ μιλάμε για πράγματα χειροπιαστά. Η πρόκληση είναι μπροστά και μπορεί να μετουσιωθεί γρήγορα σε πράξη. Η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν είναι όνειρο. Είναι μια πραγματικότητα που μπορεί να γίνει το επόμενο διάστημα. Και το θέμα, πρώτα από όλα, είναι πως αυτή θα υλοποιηθεί, θα είναι βιώσιμη και θα έχει προοπτική. Δεν θα είναι μια παρένθεση, δε θα γίνει μια δύναμη η οποία θα ενσωματωθεί στο σύστημα, αλλά θα είναι μια δύναμη που θα μπορέσει να αντισταθεί, να προβάλει κάτι το εναλλακτικό, να το παλέψει και να προσπαθήσει να το φέρει σε πέρας, με αποτελεσματικότητα και προοπτική. Αυτή είναι η μεγάλη μας αγωνία. Και βεβαίως δεν υπάρχει καμία συνταγή σίγουρης επιτυχίας και νίκης, αλλά αυτό που έχουμε μπροστά μας είναι να δώσουμε τη μάχη αποτελεσματικά και ριζοσπαστικά. Να δώσουμε μια μάχη που θα αναμετρηθούμε με τον πραγματικό αντίπαλο, πάνω σε ουσιαστικούς όρους. Και αν υπάρξει οπισθοχώρηση ή ήττα, τουλάχιστον η ήττα να είναι περήφανη. Να μην είναι μια ήττα όπου θα έχουμε χτυπηθεί πισώπλατα, επειδή οπισθοχωρούμε με ταχύτητα.

Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας και το οποίο δεν είναι απαντημένο. Όχι γιατί υπάρχουν κάποιοι που υποτίθεται θέλουν να πουλήσουν, να προδώσουν τα πράγματα ή θέλουν, εκ των πραγμάτων, να κάνουν αθέμιτους συμβιβασμούς με το κατεστημένο. Δεν είναι αυτό το θέμα. Είναι το κατά πόσο υπάρχει βαθύτερη και ουσιαστική κατανόηση του τι μπορούσε να γίνει στις μεγάλες ιστορικές ευκαιρίες του κινήματός μας, τι δεν πήγε καλά, πού κάναμε λάθη, πού αστοχήσαμε και να βγάλουμε συμπεράσματα για την μεγάλη πρόκληση του σήμερα, ώστε να την καταστήσουμε αποτελεσματική και νικηφόρα. Σας ευχαριστώ. 

Ετικέτες