Μετά τη νέα εισβολή στη Λωρίδα της Γάζας
Το Ισραήλ επέλεξε τη ραγδαία κλιμάκωση της επίθεσής του στη Γάζα, με τις εκτεταμένες χερσαίες επιχειρήσεις να εξελίσσονται σε μια εκστρατεία αντίστοιχης βαρβαρότητας με αυτήν του 2008-2009.
Αυτό που ισχυρίζονταν αρκετοί Παλαιστίνιοι ακτιβιστές και αναλυτές αποδείχθηκε γρήγορα αληθές: η αιγυπτιακή πρόταση εκεχειρίας δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια «πάσα» στο Ισραήλ. Το καθεστώς του Σίσι επικοινώνησε μόνο με το Ισραήλ (όχι με τη Χαμάς) και κατέθεσε μια πρόταση που ισοδυναμούσε με άνευ όρων συνθηκολόγηση της οργάνωσης αντίστασης. Η Χαμάς -φυσιολογικά- απέρριψε την ντροπιαστική συμφωνία και το κράτος-τρομοκράτης εξαπέλυσε τη φονική του μηχανή, ισχυριζόμενο πως «οι Παλαιστίνιοι απέρριψαν την ειρήνη». Παράλληλα, μια μιντιακή καμπάνια του ισραηλινού στρατού έχει αναλάβει να «αποκαλύψει» πως νοσοκομεία, σχολεία και σπίτια είναι «εν δυνάμει αποθήκες όπλων», κάνοντας σαφές αυτό που ισχυρίζεται το κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη: όταν το Ισραήλ λέει «θα συντρίψει τη Χαμάς», εννοεί πως θα συντρίψει όλη τη Γάζα.
Το Ισραήλ επέλεξε τον πόλεμο και η Δύση με τη στάση της το ενθάρρυνε. Είχε προηγηθεί η κατάρρευση της ειρηνευτικής διαδικασίας, μιας διαδικασίας που συμφέρει το Ισραήλ να διαιωνίζεται εσαεί. Στη διακοπή της απαντά με πόλεμο.
Είχε προηγηθεί επίσης η συμφωνία Φατάχ - Χαμάς. Αν και οι «ρεαλιστές» του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου την έβλεπαν ως ευκαιρία να «ρυμουλκηθεί» η αποδυναμωμένη Χαμάς στο στρατόπεδο της μετριοπάθειας, η γραμμή που επικράτησε ήταν η συνέχεια του πολέμου κατά της οργάνωσης αντίστασης. Ο πρόεδρος Σίσι έκλεισε όλα τα περάσματα της Ράφα, ενώ με συμπαιγνία Ισραήλ - ΗΠΑ -Αμπάς επιβλήθηκε ουσιαστική «στάση πληρωμών» στην πολύπαθη Λωρίδα. Ο πόλεμος ήταν το φυσιολογικό επόμενο βήμα μιας γραμμής που έχει ως στόχο τη συντριβή κάθε αντίστασης.
Ο ηγέτης της Χαμάς, Μεσάαλ, λέει την αλήθεια όταν δηλώνει πως «αυτοί οι κύκλοι βίας είναι αναμενόμενοι όσο το Ισραήλ συνεχίζει την κατοχή», αλλά και ότι «μετά την κατάρρευση των συνομιλιών, η ένοπλη πάλη είναι αναγκαστική επιλογή». Η Χαμάς έχει επίσης δίκιο στους όρους που βάζει για την εκεχειρία: Βασικό ζήτημα είναι η απελευθέρωση των κρατουμένων (πολλούς από αυτούς τους είχαν ανταλλάξει με τον Ισραηλινό λοχία Σαλίτ και, κατά παράβαση της συμφωνίας ανταλλαγής, ξανασυνελήφθησαν από τον ισραηλινό στρατό τις τελευταίες βδομάδες). Όπως και η άρση της πολιορκίας της Γάζας είναι ένα διαχρονικό, δίκαιο αίτημα, που όχι μόνο αγνοείται συστηματικά από το Ισραήλ (ούτε οι δεσμεύσεις της εκεχειρίας του 2012 για «χαλάρωση» υλοποιήθηκαν). Όμως πλέον η κατάσταση επιδεινώθηκε λόγω των επιλογών του Σίσι, που πλέον «πολιορκεί» και αυτός τη Γάζα, στο πλευρό του Ισραήλ.
Η πορεία προσαρμογής της Χαμάς, όπως συνέβη στο παρελθόν με την PLO, αποδεικνύεται ένας μακρύς, περιπετειώδης δρόμος που δεν θα είναι απλός, κυρίως γιατί το Ισραήλ απαιτεί πλήρη υποταγή προκειμένου να αποδεχθεί κάποιον ως «συνομιλητή». Το Ισραήλ προσδοκά μια μεγάλη στρατιωτική επιτυχία που θα τονώσει το γόητρό του (όπως σημειώνουν αρκετοί αναλυτές, η ισραηλινή κοινή γνώμη βρίσκεται στα δεξιά του Νετανιάχου αυτή την περίοδο), θα εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή συγκυρία (άνοδος του Σίσι και καλλιέργεια αντι-Χαμάς κλίματος στην Αίγυπτο), θα τιμωρήσει τον παλαιστινιακό λαό που αντιστέκεται, θα ενισχύσει τους μετριοπαθείς.
Αλλά αυτά είναι σχέδια επί χάρτου ή και ευσεβείς πόθοι. Οι εικόνες φρίκης από τη Γάζα πλήττουν ακόμα περισσότερο το διεθνές γόητρο του Ισραήλ. Ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Βρετανίας και ηγέτης των Φιλελεύθερων, κυβερνητικός εταίρος του Κάμερον, Νικ Κλεγκ, έφτασε να μιλήσει για «συλλογική τιμωρία ενός λαού». Σύμφωνα με ρεπορτάζ, ήδη πριν από την επιχείρηση, ευρωπαϊκοί διπλωματικοί κύκλοι δήλωναν στον Κέρι πως «χάνουν την υπομονή τους με τις πράξεις του Ισραήλ», ενώ ο Κέρι μετέφερε στον Νετανιάχου την ανησυχία και της ίδιας της Ουάσινγκτον. Δεν άλλαξαν πλευρά οι ιμπεριαλιστές (όπως φαίνεται από τα ψελλίσματά τους μπροστά στα σημερινά σιωνιστικά εγκλήματα), απλώς γίνεται σαφές πως το πολιτικό τίμημα γίνεται όλο και μεγαλύτερο και η συνέχεια της στήριξης του Ισραήλ όλο και πιο δύσκολη υπόθεση.
Στην ίδια την Παλαιστίνη, όπως έχει δείξει η ιστορία, η επίθεση θα δυναμώσει πολιτικά τη Χαμάς και θα εκθέσει ακόμα περισσότερο τον Αμπάς. Ακόμα και μέσα στην ενδοτική ηγεσία της Φατάχ, εμφανίζονται επικρίσεις για το πόσο ακραία είναι η ενδοτικότητα του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής.
Πέρα από μια νέα τεράστια καταστροφή στη Γάζα, είναι αμφίβολο αν και αυτή η επιχείρηση θα ωφελήσει σε οτιδήποτε το Ισραήλ. Όταν το διόλου ύποπτο για φιλοπαλαιστινιακές διαθέσεις Foreign Policy δημοσιεύει άρθρα με εύγλωττους τίτλους όπως «Δεν μπορείς να καταστρέψεις τη Χαμάς, το πολύ να την ενισχύσεις πολιτικά» ή «Πώς το Ισραήλ έχασε την ικανότητα στρατηγικής σκέψης», στα οποία αναδεικνύονται όλα τα αδιέξοδα της σιωνιστικής πολιτικής, καταλαβαίνει κανείς τις αλλαγές που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια και το κλίμα που επικρατεί στους ιμπεριαλιστικούς κύκλους.
Εν τω μεταξύ η Γάζα αντιστέκεται. Και η αντίστασή της μπορεί να παίξει τον δικό της ρόλο στην επιδείνωση της κατάστασης για τους κατακτητές. Το ίδιο ισχύει και για διεθνές κίνημα αλληλεγγύης που βρίσκεται στους δρόμους.
Απομόνωση του κράτους-τρομοκράτη
Το 2005, έπειτα από έκκληση δεκάδων παλαιστινιακών πολιτικών, συνδικαλιστικών και κοινωνικών οργανώσεων, ξεκίνησε η διεθνής καμπάνια BDS (μποϋκοτάζ-απομόνωση-κυρώσεις) ενάντια στο κράτος του Ισραήλ. Την πρωτοβουλία αγκάλιασαν και έκαναν πράξη σε μεγάλο βαθμό οι Παλαιστίνιοι ακτιβιστές της διασποράς, βρίσκοντας σταδιακά στήριξη από διάφορες δυνάμεις της κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς, αλλά και ευρύτερα.
Τα χρόνια που μεσολάβησαν, το κίνημα BDS έχει επεκταθεί σημαντικά, μετρά επιτυχίες και εξελίσσεται σε σοβαρό πρόβλημα για το Ισραήλ (το σιωνιστικό κατεστημένο συζητά σοβαρά την κρίσιμη ανάγκη να «αναχαιτιστεί» το BDS).
Πράγματι, αν κατορθώσει και γίνει ισχυρή δύναμη διεθνώς, μπορεί να αποδειχθεί καταλυτικός παράγοντας για το Παλαιστινιακό και πολύτιμος σύμμαχος στον αγώνα των Παλαιστινίων για ανεξαρτησία, δικαιοσύνη και δημοκρατικά δικαιώματα. Από τα αντιπολεμικά κινήματα στο «κέντρο» του καπιταλισμού (Αλγερία, Βιετνμάμ) μέχρι -πιο ορθή σύγκριση- τη διεθνή πάλη ενάντια στο Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική η οποία πήρε το χαρακτήρα του μποϋκοτάζ και της απομόνωσης του ρατσιστικού κράτους, έχει αποδειχθεί η χρησιμότητα μιας τέτοιας μάχης.
Το αίτημα για απομόνωση-απονομιμοποίηση του Ισραήλ στρέφεται σε πανεπιστήμια, εταιρείες, οργανώσεις, θεσμούς και κράτη. Όλα είναι πολύτιμα, αλλά είναι σαφές ότι η πιθανότητα να υποχρεωθούν κράτη να κόψουν τους δεσμούς τους με το Ισραήλ είναι το πιο κρίσιμο από όλα τα μέτωπα. Είναι επίσης σαφές ότι αυτή η πάλη αφορά κυρίως τις μεγάλες δυνάμεις και κατά βάση τις ΗΠΑ, δηλαδή τους απολύτως κρίσιμους υποστηρικτές του κράτους-τρομοκράτη, γι’ αυτό και εκεί έχει αναπτυχθεί περισσότερο το BDS.
Αυτή η πάλη πρέπει πλέον να απασχολήσει σοβαρά την Αριστερά και το κίνημα στην Ελλάδα, για τα δύο χαρακτηριστικά που αναφέραμε παραπάνω, για τη σημασία που έχει στα κράτη που στηρίζουν ενεργά το Ισραήλ και για τη σημασία που έχει να γίνει εφικτή μια BDS πολιτική σε κρατικό επίπεδο.
Τα τελευταία χρόνια, ξεκινώντας από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ και στη συνέχεια με ταχείς ρυθμούς από τις συγκυβερνήσεις Παπαδήμου και Σαμαρά, το ελληνικό κράτος έχει αναδειχθεί σε «στρατηγικό σύμμαχο» του Ισραήλ. Έτσι η Ελλάδα μπαίνει πλέον στο «κλαμπ» των κρατών όπου η πάλη για απομόνωση του Ισραήλ αποκτά ιδιαίτερο νόημα.
Πέρα από την ηθική εξέγερση που προκαλεί η, στην ουσία, συνενοχή της Ελλάδας στα εγκλήματα του Ισραήλ, η πάλη για διακοπή των σχέσεων με τους μακελάρηδες αποκτά και άμεση πρακτική σημασία στον παλαιστινιακό αγώνα, καθώς το Ισραήλ έχει «επενδύσει» στον αντιδραστικό άξονα με την Ελλάδα και την Κύπρο και θα είναι σπουδαία συνεισφορά στον παλαιστινιακό λαό να τσακίσουμε αυτόν τον άξονα.
Επίσης, στην Ελλάδα υπάρχει η προοπτική μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Αυτή η ιστορική πιθανότητα φέρνει πιο κοντά από ποτέ τη δυνατότητα να εμφανιστεί το πρώτο κράτος στη Δύση που θα διαρρήξει τους δεσμούς του με το κράτος-τρομοκράτη, θα το απονομιμοποιήσει σε κορυφαίο επίπεδο. Αν η προσχώρηση στο μποϋκοτάζ από έναν καλλιτέχνη, μια εκκλησία ή μια προσωπικότητα προκαλεί τέτοιο τρόμο στο Ισραήλ και τέτοια ρίγη συγκίνησης στους Παλαιστίνιους, μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα σημάνει η προσχώρηση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς σε αυτή τη διεθνή προσπάθεια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δηλώσει επανειλημμένα την αλληλεγγύη του στον παλαιστινιακό λαό, ενώ δηλώνει πως θα σταματήσει τη στρατιωτική συνεργασία με το Ισραήλ. Ωστόσο θα χρειαστούν περισσότερα, πιο «μονομερή» βήματα: η επέκταση της διακοπής των σχέσεων και σε πολιτικό, διπλωματικό, οικονομικό επίπεδο. Συνενοχή δεν είναι μόνο η στρατιωτική συνεργασία. Κάθε είδους συνεργασία με το ρατσιστικό κράτος είναι αναγνώριση και στήριξή του. Στη Λατινική Αμερική, οι διαδηλωτές απαιτούν να ολοκληρωθεί η «ρήξη» με το Ισραήλ, σε κάθε επίπεδο, πέρα από το διπλωματικό πεδίο - βλέπε απελάσεις Ισραηλινών πρεσβευτών από την κυβέρνηση της Βενεζουέλας. Ήδη η κυβέρνηση της Χιλής σκέφτεται να ακυρώσει τις πρόσφατες εμπορικές της συμφωνίες με το Ισραήλ.
Η πάλη αυτή δεν μπορεί να περιμένει φυσικά το ενδεχόμενο μιας εκλογικής νίκης της Αριστεράς. Πρέπει να είναι διαρκής, από οποιαδήποτε θέση. Το αίτημα για διακοπή κάθε σχέσης με το κράτος-τρομοκράτη πρέπει να μπει από τώρα στο οπλοστάσιο όλης της Αριστεράς.
Αλλά λόγω όσων προαναφέρθηκαν, θα έχει ξεχωριστή αξία να γίνει κομμάτι των δεσμεύσεων μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, το ότι όλες οι συμφωνίες που υπέγραψε ο Σαμαράς και οι προκάτοχοί του με τους φονιάδες των Παλαιστινίων θα καταργηθούν. Οι υποστηρικτές της «ρεάλ-πολιτίκ» και οι «γεωστρατηγικοί αναλυτές» μπορεί να έχουν ενστάσεις. Αλλά η ουσία είναι πως -όπως λένε και οι ακτιβιστές του BDS- το κίνημα αυτό είναι «η μεγαλύτερη απεργιακή φρουρά του πλανήτη», και κανείς στην Αριστερά δεν δικαιούται να την περάσει.
Ισραήλ: Ρατσιστικό κράτος εποίκων - χωροφύλακας του ιμπεριαλισμού
Το Παλαιστινιακό δεν είναι η ιστορία ενός πολέμου ανάμεσα σε δύο κράτη ή απλώς σε δύο λαούς. Είναι μια ιστορία κλεμμένης γης, εθνοκάθαρσης, καταπίεσης και κατοχής εις βάρος ενός λαού. Είναι ταυτόχρονα η επική ιστορία της διαχρονικής αντίστασης ενός λαού σε όλα αυτά.
Ο κεντρικός λόγος που κάνει το Παλαιστινιακό ξεχωριστή περίπτωση είναι η φύση του κράτους του Ισραήλ, που δεν είναι ένα «φυσιολογικό» κράτος, και γι’ αυτό -σε πείσμα της επίσημης προπαγάνδας- η ίδια του η ύπαρξη με τη σημερινή του μορφή είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην επίλυση της σύγκρουσης στην περιοχή της ιστορικής Παλαιστίνης.
Το Ισραήλ ιδρύθηκε ως κράτος εποίκων, και αυτή του η φύση, σε συνδυασμό με την επίσημη ιδεολογία του, το καταδίκασε να βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση με τους Άραβες.
Για τη δημιουργία του απαιτήθηκε ένας αιματηρός πόλεμος, στη διάρκεια του οποίου οι σιωνιστικές δυνάμεις, στηριγμένες σε εποίκους που μετανάστευαν στην περιοχή, με την υπόσχεση των μεγάλων δυνάμεων να δημιουργηθεί εκεί εβραϊκό κράτος, εκτόπισαν από τις εστίες και τη γη τους εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους και κατέλαβαν το 75% της ιστορικής Παλαιστίνης. Η επίσημη κρατική ιδεολογία του είχε εξαρχής ως στόχο τον εκτοπισμό ή την εξαφάνιση των Αράβων από τη γη που πρέπει να καλύψει ένα αμιγώς «εβραϊκό κράτος». Το 1967, με νέο πόλεμο, κατέλαβε ακόμα περισσότερα εδάφη, ενώ με τη διαρκή επέκταση των εποικισμών, έφτασε σήμερα να ελέγχει το 90% της καλλιεργήσιμης γης. Περιόρισε τον παλαιστινιακό πληθυσμό στη Λωρίδα της Γάζας, μια μικρή λωρίδα γης (360 τ.χλμ.) όπου έχουν στοιβαχτεί 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι, και την κατακερματισμένη από εποικισμούς Δυτική Όχθη.
Αυτή η αρπαγή γης δεν έχει σταματήσει μέχρι σήμερα. Τα εποικιστικά προγράμματα του ισραηλινού κράτους συνεχίζονται αδιάκοπα. Εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι ζουν σε στρατόπεδα προσφύγων, είτε στα ίδια τα «παλαιστινιακά εδάφη» (Γάζα και Δυτική Όχθη) είτε στο εξωτερικό, ξεριζωμένοι από τις εστίες τους.
Η πολιτική του κράτους του Ισραήλ είναι αντίστοιχη με το Απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής. Ως «εβραϊκό κράτος», καταδικάζει τους Παλαιστίνιους που ζουν στην επικράτειά του σε συνθήκες πολιτών δεύτερης κατηγορίας.
Και βέβαια, ο ισραηλινός στρατός παραμένει μια δύναμη κατοχής, ακόμα και με τα μέτρα του «διεθνούς δικαίου», καθώς το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν αναγνώρισε τα «τετελεσμένα» του πολέμου του 1967 (κατοχή της Δυτικής Όχθης, της Γάζας, των Υψιπέδων του Γκολάν) και με ψήφισμά του, από το 1967 ακόμα, προτείνει την επιστροφή τους.
Το «τείχος του Απαρτχάιντ» και τα εκατοντάδες «σημεία ελέγχου» του ισραηλινού στρατού δείχνουν πόσο κωμικοτραγικό είναι το «κράτος» το οποίο υποτίθεται πως οικοδομείται-διοικείται από την Παλαιστινιακή Αρχή στα λεγόμενα «παλαιστινιακά εδάφη». Ακόμα και η αποχώρηση από τη Γάζα, το 2005, συνοδεύτηκε γρήγορα από την ασφυκτική πολιορκία της από το 2006 μέχρι σήμερα, που την έχει μετατρέψει στη «μεγαλύτερη υπαίθρια φυλακή στον πλανήτη».
Για το σιωνιστικό κράτος, στρατηγικός και ιδρυτικός στόχος είναι οι Παλαιστίνιοι να πάψουν να υπάρχουν ως λαός, για να μπορέσει να οικοδομηθεί το Ισραήλ στη γη που «δικαιωματικά» (κατά την κυρίαρχη ιδεολογία) του ανήκει. Είναι αυτή η φύση του κράτους του Ισραήλ πάνω στην οποία σκοντάφτουν διαχρονικά όλες οι στρατηγικές «διαπραγμάτευσης».
Το επιπλέον -αλλά καθοριστικό- στοιχείο που καθορίζει το χαρακτήρα του Παλαιστινιακού είναι ο χαρακτήρας του κράτους του Ισραήλ ως «κράτους-χωροφύλακα» του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή. Αυτόν το ρόλο δεν τον αποδίδει η Αριστερά στο σιωνιστικό κράτος, τον έχουν περιγράψει με κείμενά τους όλοι οι ιστορικοί ηγέτες του.
Η στήριξη του σιωνιστικού ρεύματος (μειοψηφικού για δεκαετίες) μέσα στους κόλπους της διεθνούς εβραϊκής κοινότητας και η υποστήριξη των εποίκων ήταν κομμάτι της απάντησης του βρετανικού ιμπεριαλισμού στην αραβική αντίσταση στην περιοχή της Παλαιστίνης. Μεταπολεμικά, και ενώ οι ΗΠΑ αναδεικνύονται κυρίαρχη δύναμη στη Μέση Ανατολή, η Ουάσινςγκτον και όχι το Λονδίνο ανέλαβε το ρόλο του «προστάτη» του Ισραήλ, με ανταπόδοση το κράτος του Ισραήλ να είναι το «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, ενάντια στις αραβικές μάζες.
Τα δισεκατομμύρια οικονομικής στρατιωτικής βοήθειας εδώ και δεκαετίες, τα «στραβά μάτια» της «διεθνούς κοινότητας» σε απανωτές, διαχρονικές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου από το κράτος-τρομοκράτη, δεν οφείλονται στην ισχύ του «εβραϊκού λόμπι» όπως ισχυρίζονται οι συνωμοσιολόγοι και οι ακροδεξιοί. Οφείλονται στη χρησιμότητα του Ισραήλ ως «μπάτσου» των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Αυτή η ιδιαιτερότητα έχει δύο επιπτώσεις.
Η μία είναι πως οι πολίτες του Ισραήλ οφείλουν το επίπεδο διαβίωσής τους και την ασφάλειά τους στη γενναία στήριξη από τις ΗΠΑ και συνεπώς στο ρόλο που το κράτος του Ισραήλ παίζει ενάντια στις αραβικές μάζες. Αυτό κάνει την κοινωνία του Ισραήλ διαφορετική από τις κλασικές ταξικές καπιταλιστικές κοινωνίες, κάνει πολύ πιο δύσκολο για τους Ισραηλινούς να αμφισβητήσουν το σιωνιστικό σχέδιο και το κράτος.
Η άλλη επίπτωση είναι πως η πάλη ενάντια στο κράτος του Ισραήλ, ο παλαιστινιακός αγώνας, ξεπερνά τα όρια ενός απλού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και γίνεται υπόθεση συνολικότερα της πάλης για την ήττα του δυτικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή. Θέλοντας και μη, οι Παλαιστίνιοι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της διεθνούς πάλης ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Καθώς το Παλαιστινιακό είναι ζήτημα που αφορά όλο τον αραβικό κόσμο, και άρα τροφοδοτεί και εντάσεις ανάμεσα στους αραβικούς λαούς και στα καθεστώτα της περιοχής (που τις τελευταίες δεκαετίες στηρίζουν το Ισραήλ ή σιωπούν απέναντι στο δράμα των Παλαιστινίων), οι Παλαιστίνιοι επίσης βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της πάλης για το μέλλον της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.
Γι’ αυτούς τους λόγους η παλαιστινιακή αντίσταση αγκαλιάστηκε ιστορικά από τη διεθνή Αριστερά. Γι’ αυτούς τους λόγους μια πολιτική γραμμή που απλώς εύχεται «ειρήνη» δεν αρμόζει στο Παλαιστινιακό. Γι’ αυτούς τους λόγους μέχρι σήμερα στις διαδηλώσεις κυριαρχεί το σύνθημα «Δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη».
Γι’ αυτούς τους λόγους, η απάντηση περνάει μέσα από τη διάλυση του ρατσιστικού κράτους-απαρτχάιντ, προκειμένου να προκύψει η μοναδική δίκαιη λύση: Η δημιουργία ενός κράτους σε όλη την ιστορική Παλαιστίνη, με ίσα δικαιώματα για όλους τους πολίτες του, Άραβες και Εβραίους.