Πόσο διαφορετικό ξεπροβάλλει το πολιτικό τοπίο μετά τις ευρωπαϊκές και αυτοδιοικητικές εκλογές; Έχουν αλλάξει καθόλου τα βασικά χαρακτηριστικά της προηγούμενης περιόδου; Αντανακλάστηκε κάτι τέτοιο στον τρόπο διακυβέρνησης που ασκείται από το ΠΑΣΟΚ και τη Ν. Δημοκρατία; Το εργατικό και κοινωνικό κίνημα μπήκε σε διαφορετική, αγωνιστική και περισσότερο διεκδικητική τροχιά και αν όχι γιατί; Προς τα που βαδίζει ο αδιαμφισβήτητος νικητής των εκλογών, ο ΣΥΡΙΖΑ;
Να μερικά από τα βασικά ερωτήματα που απασχολούν σήμερα χιλιάδες καλούς αγωνιστές της Αριστεράς αλλά και πολλά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ.
ΟΙ ΜΕΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΟΥΝ ΟΠΩΣ ΠΡΙΝ, ΟΙ ΔΕ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΗΘΟΥΝ ΟΠΩΣ ΠΡΙΝ
Η φράση αυτή δεν έχει χάσει μέχρι σήμερα τίποτε από το νόημα που της αποδόθηκε την προηγούμενη περίοδο, εκφράζοντας επακριβώς το αδιέξοδο της περιόδου εκείνης και τους μεγάλους αγώνες που δόθηκαν, καθώς και το χαρακτήρα της ως μιας μακρόσυρτης προεπαναστατικής περιόδου σκληρής αντιπαράθεσης και επί μέρους συγκρούσεων, που θα ολοκληρωθεί με την απόλυτη επικράτηση είτε των αντιδραστικών δυνάμεων του κεφαλαίου είτε των δυνάμεων της εργασίας. Στη σημερινή βαθειά, δομική κρίση του συστήματος, δεν υπάρχει μέσος όρος.
Το σημερινό μετεκλογικό σκηνικό δεν έχει αλλάξει σε κανένα από τα χαρακτηριστικά εκείνης της περιόδου, απλώς το εργατικό κίνημα, αντιλαμβανόμενο ότι οι συγκρούσεις στο δρόμο από μόνες τους δεν μπορούν να οδηγήσουν σε νίκη, βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε ύφεση και αναδίπλωση, προσανατολιζόμενο προς μια πολιτική λύση και επιδιώκοντας με την ψήφο του να φέρει στη διακυβέρνηση της χώρας το κόμμα που θεωρεί ότι το εκφράζει και το αντιπροσωπεύει, τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο παραδοσιακός τρόπος λειτουργίας με τον οποίο οι αστικές κυβερνήσεις επί χρόνια πορεύονταν, έχει τελειώσει εδώ και πολύ καιρό. Σχήματα και πρόσωπα εναλλάσονται συνεχώς στην εξουσία στην προσπάθεια να εφαρμόσουν τις εντολές της τρόικα και τα συνεχή μνημόνια, καίγοντας τη μία μετά την άλλη όλες τις εναλλακτικές λύσεις και τις εφεδρείες που το σύστημα διαθέτει και αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο σημαντικά τις πιθανότητες για μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στην επερχόμενες εθνικές εκλογές.
Το αστικό κοινοβούλιο στην πραγματικότητα έχει σχεδόν καταργήσει τον δημοκρατικό, έστω και κατ’ επίφαση, χαρακτήρα που είχε και η διακυβέρνηση γίνεται πλέον με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, θυμίζοντας την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης όταν ο τότε πρόεδρος της Γερμανίας Χίντεμπουργκ κυβερνούσε με διατάγματα, προετοιμάζοντας με αυτόν τον τρόπο την εισδοχή στο προσκήνιο των ναζί και του Χίτλερ.
Στην Ελλάδα βεβαίως ο φασισμός, εκφραζόμενος από τη Χρυσή Αυγή, αποτελεί ακόμη ένα εν εξελίξει ρεύμα με μια ευρεία εκλογική απήχηση μεν, χωρίς να έχει κατορθώσει δε να μετατραπεί σε μαζικό κοινωνικό κίνημα ακόμη. Το αν θα προχωρήσει όμως προς αυτή την κατεύθυνση θα εξαρτηθεί απόλυτα από τη στάση, το πρόγραμμα και την πολιτική πρόταση της Αριστεράς.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Η χλιαρή και μετριοπαθής αντιμετώπιση της κυβερνητικής επίθεσης εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ και η σεχταριστική έως εχθρική αντιμετώπιση του φαινομένου της πλειοψηφικής εκλογικής στροφής της κοινωνίας προς αυτόν από τη μεριά των άλλων σοβαρών δυνάμεων του αριστερού χώρου, του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι κυρίως οι αιτίες που απογοητεύουν τον κόσμο και που βεβαίως με κανένα τρόπο δεν προωθούν την ενότητα της Αριστεράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό την πολιτική του «ώριμου φρούτου», δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί μεγάλες κινητοποιήσεις του εργατικού κινήματος (ΜΕΤΡΟ, ΕΡΤ, ΟΛΜΕ), οι οποίες έφεραν σε δύσκολη θέση και κατατρόμαξαν την κυβέρνηση, για να τη στείλει σπίτι της «μια ώρα αρχύτερα». Η ανεπιτυχής έκβαση αυτών των κινητοποιήσεων μούδιασε και δημιούργησε απογοήτευση στους εργαζόμενους και αυτό είναι μια από τις κύριες αιτίες αναστολής των αγώνων και μια απάντηση σε αυτούς που αναρωτιούνται γιατί «δεν κινείται το εργατικό κίνημα» και γιατί περνάνε «αβρόχοις ποσί» το ένα αντεργατικό νομοσχέδιο μετά το άλλο.
Κάποιοι «κομματικοί ειδήμονες» μάλιστα καταφέρονται κριτικά απέναντι στους εργαζόμενους, αποδίδοντας σε αυτούς την απόλυτη ευθύνη της στασιμότητας των κοινωνικών αγώνων, παραβλέπουν σκόπιμα ωστόσο τη δική τους ελλειπή πολιτική πρόταση, τον προβληματικό έως ανύπαρκτο τρόπο καθοδήγησης των αγώνων, τα λάθη και τις παραλείψεις τους που έχουν απογοητεύσει τους πρωτοπόρους αγωνιστές και τους έχουν στείλει σπίτια τους. Όταν για παράδειγμα οι τοπικές ΕΛΜΕ αποφάσιζαν με συντριπτική πλειοψηφία τη συνέχιση της απεργίας των καθηγητών, η ηγεσία που την εκπροσωπούσε στην ομοσπονδία τους, την ΟΛΜΕ, αποφάσιζε για τα αντίθετα, στέλνοντας τους καθηγητές αντί για τις επάλξεις του αγώνα, στους «καναπέδες» τους.
Η επιφυλακτική και μετριοπαθής στάση δεν ταιριάζει στη σημερινή περίοδο βαθιάς δομικής κρίσης του συστήματος με τους 1,5 εκατομμύρια ανέργους, τις επαναλαμβανόμενες περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις που οδηγούν σε απόγνωση τους εργαζόμενους, τη εξωφρενικά βαρειά φορολογία, τις άδικες κατασχέσεις ακινήτων από τις τράπεζες, τη σκληρή αντιμετώπιση των αγώνων από ένα ακραίο αστυνομικό κράτος, την κατάργηση των κοινωνικών δομών και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας.
Ο πολιτικός λόγος στις υπάρχουσες συνθήκες, στις οποίες η μεσαία τάξη εξαφανίζεται με απίστευτα γρήγορους ρυθμούς και μαζί της και οι πολιτικές ψευδαισθήσεις που έτρεφε για τα κόμματα του λεγόμενου «κεντρώου» χώρου, πρέπει πλέον να έχει απόλυτα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά για να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές των στρωμάτων αυτών. Ο ΣΥΡΙΖΑ αν πραγματικά επιθυμεί να κερδίσει αυτά τα στρώματα, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να υποπέσει στο λάθος της μετριοπαθούς πολιτικής φιλοσοφίας και της σοσιαλδημοκρατικής διαχειριστικής πρότασης, χάνοντας έτσι τον κινηματικό και ριζοσπαστικό χαρακτήρα που τον ανέδειξε σε βασικό κόμμα της εργατικής τάξης και τον κατέστησε πλειοψηφία στη συνείδηση της κοινωνίας.
Το ΚΚΕ από τη μεριά του διαιωνίζει την περίφημη «τρίτη περίοδο» σεχταριστικών λαθών της σταλινικής ηγεσίας του μεσοπολέμου, όταν κατηγορούσε τους σοσιαλιστές, που τότε αποτελούσαν το πλειοψηφικό ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα της Γερμανίας, ως «σοσιαλφασίστες». Με τον ίδιο σχεδόν τρόπο σήμερα η ηγεσία του ΚΚΕ έχει θέσει ως κύριο στόχο τον ΣΥΡΙΖΑ, συγχίζοντας και απογοητεύοντας πλατειές μάζες εργαζομένων αλλά και καθηλώνοντας το ίδιο σε μονοψήφια ποσοστά που δεν αρμόζουν σε ένα κόμμα με τους αγώνες και την πολύχρονη ιστορία του ΚΚΕ .
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τη μεριά της κρατάει παρόμοια σεχταριστική στάση, προσβλέποντας σε οργανωτικά οφέλη από τη συντηρητική στροφή που εκτιμά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρήσει. Αυτό που δεν αντιλαμβάνονται οι σύντροφοι αυτοί είναι ότι μια ήττα του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ήττα για όλη της Αριστερά και κανένα όφελος δεν θα προκύψει για αυτούς. Ο κόσμος εάν απογοητευεί για μια ακόμη φορά, δεν θα αναζητήσει λύσεις προς τα αριστερά. Είναι φανερό πλέον προς τα που θα κινηθεί κι αυτό πρέπει να την καταστήσει πιο προσεκτική και πιο προσεγγιστική στις κινήσεις της!
ΤΟ ΜΑΖΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Μετά τους μεγάλους αγώνες της τελευταίας τριετίας, το κίνημα αντιλήφθηκε ότι ούτε η συνεχής παρουσία του στους δρόμους και τις πλατείες ήταν αρκετή για να διώξει τη σημερινή κυβέρνηση αλλά ούτε και η ηγεσία του το είχε εξοπλίσει με συγκεκριμένο σχέδιο, σωστή οργάνωση και κατάλληλα μέσα άμυνας για την αντιμετώπιση των επιθέσεων εναντίον του.
Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να βρίσκονται συνεχώς στους δρόμους, συγκρουόμενοι με την αστυνομία. Δεν έχουν πρώτα απ’ όλα τις φυσικές δυνάμεις, πολύ δε περισσότερο δεν είναι κάποιοι τυχοδιώκτες που επιζητούν τη σύγκρουση με κάθε τρόπο. Η μεγάλη πλειοψηφία τους έχει οικογένεια, παιδιά και πολλαπλές υποχρεώσεις.
Αυτό στο οποίο φυσιολογικά προσανατολίστηκαν λοιπόν ήταν η πολιτική λύση, δίνοντας στις εθνικές εκλογές το εκπληκτικό ποσοστό του 27% στον ΣΥΡΙΖΑ και καθιστώντας τον στη συνέχεια πρώτο κόμμα στις ευρωεκλογές, καταποντίζοντας τις μνημονιακές δυνάμεις που έχασαν περίπου 1 εκατομμύριο ψήφους.
Η προσωρινή ανάπαυλα όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι το εργατικό κίνημα δεν θα επανέλθει ενεργά στο προσκήνιο, διεκδικώντας ότι έχασε το προηγούμενο διάστημα. Οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο αυξάνονται εντυπωσιακά, αν στις επερχόμενες εκλογές επικρατήσει μια οποιασδήποτε μορφής κυβέρνηση της Αριστεράς με πυρήνα τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι εργαζόμενοι θα απαιτήσουν δυναμικά από τη δική τους κυβέρνηση ότι έχασαν από τις άλλες, θα επιδιώξουν επιτέλους κάποια νίκη μετά από μια μακρά σειρά ηττών, υποχωρήσεων και σημαντικών απωλειών.
ΠΟΥ ΒΑΔΙΖΕΙ Ο ΣΥΡΙΖΑ;
Έχουν πλέον αρχίσει και γίνονται εμφανείς οι πιέσεις που ασκούνται από πολλές πλευρές για μια κεντροδεξιά, «πατριωτική», σοσιαλδημοκρατική στροφή του κόμματος.
Καταιγισμός δημοσιευμάτων, προτροπών και δημόσιων δηλώσεων από διάφορες πλευρές του αστικού κατεστημένου που συνιστούν ευθεία παρέμβαση στα εσωτερικά του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και προσωπικές επιθέσεις σε καταξιωμένους αγωνιστές του κόμματος που αντιδρούν σε μια τέτοια προοπτική, συνθέτουν το παζλ του σκηνικού που έχει στηθεί.
Οι συγκεκριμένες μεθοδεύσεις βεβαίως δεν θα μπορούσαν να έχουν αντίκρυσμα στα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ αν δεν έβρισκαν στήριξη και πρόσφορο έδαφος από συγκεκριμένους κύκλους εντός του κόμματος, που ακόμη δυστυχώς εμφορούνται από την ιστορικά αποτυχημένη αντίληψη της πολιτικής μετριοπάθειας και του ταξικού συμβιβασμού με τα αστικά κόμματα.
Η Αριστερά στο παρελθόν πλήρωσε πολύ ακριβά τέτοιες πολιτικές, όπως συνέβη στην Ελλάδα με την κυβέρνηση Τζανετάκη και στην Ιταλία με τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Αντρεότι.
Ο τότε ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ επί χρόνια παρέπαιε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, διάλυσης και μη διάλυσης, μεταξύ του 2,5% και του 3% και του μπαίνουμε ή δεν μπαίνουμε στη Βουλή.
Στη γειτονική χώρα, όπου η Αριστερά ήταν για μεγάλο διάστημα παντοδύναμη φτάνοντας σε ποσοστά το 35% περίπου, το βασικό κόμμα της, το ΙΚΚ, αντί να επηρρεάσει και να απορροφήσει τα υπόλοιπα κόμματα με τα οποία συνεργάσθηκε, απορροφήθηκε το ίδιο αλλάζοντας επωνυμία και μετατρεπόμενο σε μια κεντρώα σοσιαλδημοκρατική καρικατούρα.
Όλες αυτές οι εξελίξεις δεν άφησαν ασυγκίνητο ένα μεγάλο κομμάτι επώνυμων στελεχών, προσκείμενο μάλιστα στην προεδρική πλειοψηφία, που κατέθεσαν κείμενο προβληματισμού στην τελευταία συνεδρίαση της ΚΕ, γνωστό και ως «Κείμενο των 53». Σε αυτό αναφέρονται κύρια σε λανθασμένους εκλογικούς χειρισμούς αλλά και σε αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις μέσα από τις οποίες επιδιώκεται σταδιακά να καταργηθεί ο συλλογικός χαρακτήρας λειτουργίας του κόμματος.
Για κάποιους που καταφέρονται ενάντια σε τέτοιου είδους πρακτικές και ενοχλούνται από την κριτική προς την ηγεσία, οφείλουμε να πούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι από την ίδρυση του ένας ζωντανός πολιτικός οργανισμός με εσωτερική ελευθερία έκφρασης και δημοκρατία και αυτό τον χαρακτήρα πρέπει να κρατήσει αν επιθυμεί να έχει μέλλον και προοπτική. Η εσωκομματική δημοκρατία είναι το ίδιο το οξυγόνο του αλλιώς θα πάψει να υφίσταται, με τη μορφή τουλάχιστον που τον ξέρουμε.
ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
Η νεοφιλελελεύθερη ακραία αντίληψη που ο σύγχρονος καπιταλισμός ακολουθεί, πολύ σύντομα θα τον οδηγήσει σε τραγικά αδιέξοδα. Ο βασικός στόχος των παγκόσμιων οικονομικών επιτελείων και των επιστημονικών ινστιτούτων τους δεν είναι καθόλου να αμβλύνουν ή να βρουν λύσεις στη σημερινή βαθιά οικονομική κρίση που κυρίως πλήττει τους εργαζόμενους, αλλά να αυξήσουν ακόμη περισσότερο τα κέρδη των εταιρειών που αντιπροσωπεύουν, εκμεταλλευόμενοι μάλιστα την ίδια την κρίση.
Η συγκεκριμένη λογική οδηγεί σε χειρότερα αδιέξοδα την ήδη βεβαρυμένη παγκόσμια οικονομία. Είναι σίγουρο ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο ανταγωνισμών, πολέμων, επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων που είτε θα σηματοδοτήσουν σημαντικές αλλαγές είτε θα οδηγήσουν σε νέα αιματοκυλίσματα την ανθρωπότητα.
Σε αυτές τις συνθήκες η Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κρατήσουν ψηλά τη σημαία της αντίστασης και να μην απογοητεύσουν την εργατική τάξη και την κοινωνία που μετά από μια μεγάλη περίοδο υποχωρήσεων και παραχωρήσεων, πρέπει να επανέλθουν στις νίκες και τις κατακτήσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επωμισθεί με το χρέος να είναι αυτός που θα δώσει το έναυσμα για την αλλαγή πορείας στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Και δεν έχει περιθώρια να παρεκλίνει από αυτό!