Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη. Η λαϊκή αυτή ρήση βρίσκει στη σημερινή συγκυρία στην Ελλάδα μια σχεδόν απόλυτη εφαρμογή. Με όρους κοινωνικής και πολιτικής ψυχολογίας, αυτό που συμβαίνει σε όλη την ελληνική κοινωνία, τόσο στα συντηρητικά κοινωνικά και πολιτικά τμήματα αυτής όσο και στα σχετικά πιο ριζοσπαστικά, δεν είναι κυρίως η κυκλοφορία της ελπίδας και της θετικής προοπτικής, όπως συνέβαινε το 2012, αλλά η σοβούσα και γενικευμένη κυκλοφορία της απαισιοδοξίας και του φόβου. Ο βασιλιάς απέθανε, ζήτω ο βασιλιάς, η ελπίδα γεννιέται και πεθαίνει την ίδια στιγμή.

Με δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους εκ­φρά­ζε­ται αυτό το συ­ναί­σθη­μα στο μνη­μο­νια­κό και αστι­κό στρα­τό­πε­δο και με δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους στο ρι­ζο­σπα­στι­κό και αρι­στε­ρά αντι­μνη­μο­νια­κό στρα­τό­πε­δο. Και όμως, υπάρ­χει πα­ντού. Βε­βαί­ως, το συ­ναί­σθη­μα του φόβου φαί­νε­ται να είναι, συ­νή­θως, ένα συ­ναί­σθη­μα αδυ­να­μί­ας. Σε μια με­τα­νε­ο­τε­ρι­κή εποχή, όπου ο ναρ­κισ­σι­σμός και η δήθεν επί­δει­ξη δύ­να­μης θε­ω­ρού­νται ανα­γκα­στι­κές θε­τι­κές ποιό­τη­τες, όπου η λο­γι­κή απαι­σιο­δο­ξία, η πε­ρί­σκε­ψη ή η αδυ­να­μία δεν γί­νο­νται ανε­κτές και κα­τα­διώ­κο­νται, όπως ακρι­βώς ο διά­βο­λος με το λι­βά­νι, όπου το τε­χνη­τό γέλιο  της δήθεν οί­η­σης απω­θεί το κλάμα, τον πόνο και την κραυ­γή, η πα­ρα­δο­χή του φόβου και της πι­θα­νής ήττας δεν είναι αυ­το­νό­η­τη ούτε απο­δε­κτή. Αντι­θέ­τως, αυτή η πα­ρα­δο­χή πρέ­πει να αντι­σταθ­μι­στεί και να απο­κρυ­βεί, και ο φόβος ή το συ­ναί­σθη­μα δυ­νη­τι­κής απο­τυ­χί­ας να με­ταμ­φιε­σθούν σε θριαμ­βο­λο­γία και σε επί­δει­ξη μιας μη πραγ­μα­τι­κά δια­τι­θέ­με­νης ωμής και βέ­βαι­ης για τον εαυτό της δύ­να­μης. Όσο μά­λι­στα ο φόβος είναι εντο­νό­τε­ρος, τόσο πα­ρα­πά­νω πρέ­πει να το­νι­σθεί η προ­ο­πτι­κή επι­τυ­χί­ας και θριάμ­βου και να απο­κρυ­βούν ο φόβος και η απο­γο­ή­τευ­ση, τόσο πα­ρα­πά­νω πρέ­πει να ανέ­βουν οι κλί­μα­κες της δύ­να­μης , ακόμη και σε βα­γκνε­ρι­κά ή νι­τσεϊ­κά επί­πε­δα. Όμως, αυτός ο πα­ρο­ξυ­σμός και η τε­χνη­τή διό­γκω­ση της θε­τι­κής σκέ­ψης είναι τε­λι­κά επί­πλα­στα στοι­χεία και εκτε­θει­μέ­να πι­θα­νόν στην από­λυ­τη διά­ψευ­ση. Έχουν, με τους όρους του Γκράμ­σι, «τε­χνη­τό» και όχι ορ­γα­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα.

Ο φόβος εγκα­θί­στα­ται μό­νι­μα στο μνη­μο­νια­κό στρα­τό­πε­δο

Τόσο οι πο­λι­τι­κοί και τα κόμ­μα­τα όσο και οι άρ­χου­σες τά­ξεις που συ­γκε­ντρώ­νο­νται στο μνη­μο­νια­κό στρα­τό­πε­δο και στην κοι­νω­νι­κή έρημο  κρύ­βουν πίσω από τα επί­πλα­στα χα­μό­γε­λά τους και τις δη­λώ­σεις αι­σιο­δο­ξί­ας  ένα βαθύ δικό τους φόβο. Κυ­ριαρ­χούν με βάση το φόβο και την πι­θα­νό­τη­τα της ακόμη εντο­νό­τε­ρης χρε­ο­κο­πί­ας, αλλά αδυ­να­τούν να ηγε­μο­νεύ­σουν μα­κρο­χρό­νια με έναν θε­τι­κό τρόπο. Τον ίδιο το φόβο που δια­σπεί­ρουν τρο­μο­κρα­τι­κά, τον εν­δο­βάλ­λουν και στο δικό τους ψυ­χι­σμό. Δεν πα­ρέ­χουν καμία θε­τι­κή προ­ο­πτι­κή στα λαϊκά στρώ­μα­τα, στους μι­κρο­α­στούς και πι­θα­νόν ακόμη και σε ση­μα­ντι­κά τμή­μα­τα της ίδιας της αστι­κής τάξης. Και πώς να ηγε­μο­νεύ­σουν δη­λα­δή; Με το χρέος να έχει γίνει η βαριά προ­ο­πτι­κή της χώρας για δε­κα­ε­τί­ες και το άχθος της κοι­νω­νί­ας, με τις δυ­νά­μεις των δα­νει­στών και της ελίτ της Ε.Ε. να αρ­νού­νται έστω και μι­κρές πα­ρα­χω­ρή­σεις προς την Ελ­λά­δα και τις χώρες του ευ­ρω­παϊ­κού Νότου, με την αδιαλ­λα­ξία της γερ­μα­νι­κής άρ­χου­σας τάξης, με την από­λυ­τη άρ­νη­ση ακόμη και στοι­χειω­δών φι­λο­λαϊ­κών ελα­φρύν­σε­ων ή και με την απόρ­ρι­ψη από τη Μέρ­κελ ακόμη και αι­τη­μά­των ισχυ­ρών κα­πι­τα­λι­στι­κών χωρών, όπως η Γαλ­λία ή η Ιτα­λία, πώς να κερ­δί­σουν κάτι οι μνη­μο­νια­κές δυ­νά­μεις σε λαϊκή υπο­στή­ρι­ξη, πώς να πε­τύ­χουν ακόμη και το μί­νι­μουμ που ανα­ζη­τούν σε προ­ο­πτι­κή και σε ανά­κτη­ση των κοι­νω­νι­κών τους συμ­μα­χιών;

Συ­νε­πώς, αυτό που κυ­ριαρ­χεί είναι η ιδε­ο­λο­γι­κή και κα­τα­σταλ­τι­κή τρο­μο­κρα­τία, η ανά­δει­ξη του αντι­πά­λου ως ακόμη κα­τα­στρο­φι­κό­τε­ρης  και χα­ο­τι­κό­τε­ρης επι­λο­γής, τα αντια­ρι­στε­ρά και αντι­κομ­μου­νι­στι­κά αντα­να­κλα­στι­κά (όπως φά­νη­κε και με την υπό­θε­ση της πα­ρέ­λα­σης του Χα­λαν­δρί­ου ή με την κα­τα­στο­λή των φοι­τη­τών στην Νο­μι­κή). Πόσο, όμως, μπο­ρεί να αντέ­ξει αυτό το σκη­νι­κό και να ανα­πα­ρα­χθεί με απλό ή με διευ­ρυ­μέ­νο τρόπο; Οι ίδιες οι μνη­μο­νια­κές δυ­νά­μεις γνω­ρί­ζουν ότι είναι πο­λι­τι­κά ανα­λώ­σι­μες και ότι η φθορά τους θα φτά­σει κά­ποια στιγ­μή σε ένα μοι­ραίο και κα­τα­λη­κτι­κό όριο. Απλώς, πα­ρα­τεί­νουν κατά το δυ­να­τόν το προσ­δό­κι­μο της κυ­βερ­νη­τι­κής τους ζωής και αγο­ρά­ζουν χρόνο. Είναι, όμως, αυτό έν­δει­ξη κά­ποιας δύ­να­μης ή μόνον έν­δει­ξη του δο­μι­κού και πα­ρα­τε­τα­μέ­νου χα­ρα­κτή­ρα της κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης;

Ο φόβος με­τα­φέ­ρε­ται στο αντι­μνη­μο­νια­κό στρα­τό­πε­δο και στην Αρι­στε­ρά

Εί­μα­στε, όμως, εμείς, οι δυ­νά­μεις της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς, οι συ­νε­χι­στές και φο­ρείς της ελ­πί­δας και μόνο ή με­τέ­χου­με και εμείς με κά­ποιον τρόπο στην κυ­κλο­φο­ρία του φόβου; Συμ­βαί­νουν και τα δυο, όμως όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο κατά τη διε­τία 2012-2014 έχει συρ­ρι­κνω­θεί η πρώτη διά­στα­ση και έχει ενι­σχυ­θεί η δεύ­τε­ρη. Η προ­ο­πτι­κή της κυ­βερ­νη­τι­κής εξου­σί­ας μοιά­ζει λι­γό­τε­ρο ως λύ­τρω­ση και πε­ρισ­σό­τε­ρο ως συ­ναι­σθη­μα­τι­κό βάρος και κίν­δυ­νος για εμάς. Η ασθε­νής ηγε­μο­νία των αντι­πά­λων δεν αντι­κα­θί­στα­ται πει­στι­κά από τη δική μας αντι­η­γε­μο­νία ή εκ­κο­λα­πτό­με­νη ηγε­μο­νία αλλά από ένα συ­νο­λι­κά δια­φαι­νό­με­νο κενό ηγε­μο­νί­ας στον εθνι­κό κοι­νω­νι­κό σχη­μα­τι­σμό, που, όμως, αν επι­βε­βαιω­θεί, θα οδη­γή­σει σε αστα­θείς και κοι­νω­νι­κά επι­κίν­δυ­νες αστι­κές ηγε­μο­νι­κές μορ­φές και θα εν­δυ­να­μώ­σει τον κοι­νο­βου­λευ­τι­κό ολο­κλη­ρω­τι­σμό. Ο δι­σταγ­μός της κυ­βερ­νη­τι­κής ανά­λη­ψης ισχύ­ει ακόμη και για όσους/ες  φα­να­τι­κά υπο­στη­ρί­ζουν ότι εί­μα­στε «πα­νέ­τοι­μοι» να τη δια­χει­ρι­σθού­με και να βοη­θή­σου­με το λαό μέσω αυτής.  

Μήπως, όμως, όλα αυτά είναι γκρί­νιες και ψυ­χο­λο­γι­κές αρ­νή­σεις μιας Αρι­στε­ράς που αρ­νεί­ται να ανα­λά­βει κρα­τι­κές ευ­θύ­νες, μήπως είναι τα απο­μει­νά­ρια της Αρι­στε­ράς του 4% και η κα­θυ­στέ­ρη­ση της «βί­αι­ης ωρί­μαν­σης»; Δυ­στυ­χώς, όχι. Είναι οι υπαρ­κτές  αρ­νή­σεις της Αρι­στε­ράς του 30%. Τόσο η ση­μα­ντι­κή υπο­χώ­ρη­ση του ερ­γα­τι­κού και των κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των μετά το 2012 όσο και η εκλο­γι­κή χιο­νο­στι­βά­δα (ακόμη με δη­μο­σκο­πι­κούς όρους) της Αρι­στε­ράς δεν είναι απο­λύ­τως αντι­φα­τι­κά και αλ­λη­λο­συ­γκρουό­με­να φαι­νό­με­να, αφού η χιο­νο­στι­βά­δα είναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ένα κύμα συσ­σώ­ρευ­σης οργής και απελ­πι­σί­ας πια και λι­γό­τε­ρο ένα κύμα ρι­ζο­σπα­στι­σμού και ανα­τρο­πής και γι’ αυτό, άλ­λω­στε, ενι­σχύ­ο­νται και επι­στρα­τεύ­ο­νται τα­κτι­κά τα «ισχυ­ρά» ση­μεία της Αρι­στε­ράς, δη­λα­δή το «κοι­νο­βου­λευ­τι­κό επί­πε­δο ενό­ψει και των 180/121» και όχι το αδύ­να­μο κι­νη­μα­τι­κό/κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο. Υπό αυτήν την έν­νοια, το «αδύ­να­μο κοι­νω­νι­κό» δεν επι­χει­ρεί­ται να ανα­τα­χθεί από την Αρι­στε­ρά -και σε αυτό συμ­βάλ­λουν και οι δικές της γο­νι­δια­κές αδυ­να­μί­ες- αλλά η πίεση με­τα­φέ­ρε­ται στο φαι­νο­με­νι­κά «ισχυ­ρό κοι­νο­βου­λευ­τι­κό πο­λι­τι­κό». Ο Μπερν­στάιν στη­ρί­ζε­ται όχι στην αι­σιο­δο­ξία -όπως στην εποχή του πραγ­μα­τι­κά συ­νέ­βαι­νε- αλλά στην αί­σθη­ση της αδυ­να­μί­ας. Συ­νε­πώς, η «δεξιά με­τα­τό­πι­ση» της Αρι­στε­ράς δεν είναι βα­σι­κά προ­ϊ­όν μιας συ­νω­μο­σί­ας της ηγε­σί­ας ή ενός «ξε­που­λή­μα­τος», αλλά της -όχι λι­γό­τε­ρο αξιο­κα­τά­κρι­της- προ­σαρ­μο­γής του πο­λι­τι­κού στο αδύ­να­μο κοι­νω­νι­κό και της «ητ­το­πα­θούς» και φο­βι­κής στρα­τη­γι­κής θε­ώ­ρη­σης.

Βε­βαί­ως, το πο­λι­τι­κό υπο­κεί­με­νο απορ­ρο­φά στο εσω­τε­ρι­κό του και το μα­κρο­χρό­νιο -εδώ αρ­νη­τι­κό- τα­ξι­κό συ­σχε­τι­σμό, αλλά όχι ανα­γκα­στι­κά με τρόπο πα­θη­τι­κό και ανα­μο­νη­τι­κό. Αντι­θέ­τως, οφεί­λει πέρα από ανό­η­τες θριαμ­βο­λο­γί­ες να τον «απο­δε­χθεί» γνω­σια­κά και να πα­ρέμ­βει για να τον ανα­τά­ξει και να τον ανα­τρέ­ψει. Αλ­λιώς, μοι­ρά­ζε­ται ως πο­λι­τι­κό υπο­κεί­με­νο και εσω­τε­ρι­κεύ­ει την αδυ­να­μία ή και πα­θο­λο­γία του κοι­νω­νι­κού επι­πέ­δου και την ανα­πα­ρά­γει διευ­ρυ­μέ­να, έστω και ασυ­νεί­δη­τα. Εξ ου και η λο­γι­κή ότι η στή­ρι­ξη  του κοι­νω­νι­κά με­σαί­ου χώρου στην Αρι­στε­ρά  θα επι­τευ­χθεί με τη συμ­μα­χία με τον κλι­νι­κά νεκρό πο­λι­τι­κά με­σαίο χώρο (ΔΗΜΑΡ, Πα­σο­κο­γε­νείς, Πο­τά­μι).

Στην πε­ρί­πτω­σή μας, η πα­θη­τι­κή προ­σαρ­μο­γή της Αρι­στε­ράς στην αδυ­να­μία του κοι­νω­νι­κού δια­με­σο­λα­βεί­ται από το φόβο και από τη δια­μέ­σου του φόβου υπερ­τί­μη­ση της δύ­να­μης του τα­ξι­κού αντι­πά­λου: αν ο αντί­πα­λος «δεν έπαψε να νικά», κατά τη ρήση του Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν, αυτό συμ­βαί­νει γιατί είναι μάλ­λον πολύ δυ­να­τός και όχι γιατί οι δυ­νά­μεις της κοι­νω­νί­ας υπήρ­ξαν -ή υπο­χρε­ώ­θη­καν να κα­τα­στούν- αδύ­να­μες. Η οπτι­κή αυτή, μέσα από την απο­δο­χή της ήττας, υπο­τι­μά τις σο­βα­ρές αντι­φά­σεις του αντι­πά­λου και την ίδια την ασθε­νή ηγε­μο­νι­κή του προ­ο­πτι­κή στην Ελ­λά­δα και στην Ε.Ε. αλλά και διε­θνώς. Παρά τη δια­φαι­νό­με­νη με­γά­λη αι­σιο­δο­ξία της Αρι­στε­ράς και ει­δι­κό­τε­ρα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, αυτό που «ψι­θυ­ρί­ζε­ται» ή που εκ­φω­νεί­ται κάθε τόσο σαν «ευ­ρε­σι­τε­χνία» είναι η αί­σθη­ση ότι οι εξω­τε­ρι­κές και εσω­τε­ρι­κές πιέ­σεις στην κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς θα είναι εξαι­ρε­τι­κά ισχυ­ρές και ότι δεν θα επι­τρα­πεί η πραγ­μα­το­ποί­η­ση με­γά­λων και ση­μα­ντι­κών ρή­ξε­ων και ανα­τρο­πών. Αυτό χρε­ώ­νε­ται -με τρόπο που απο­κρύ­πτει τις ευ­θύ­νες του πο­λι­τι­κού υπο­κει­μέ­νου- στο αδύ­να­μο κοι­νω­νι­κό ή και στη δυ­σκο­λία των διε­θνών συμ­μα­χιών. Έτσι, παρά την επί­πλα­στη θριαμ­βι­κή αί­σθη­ση, αυτό που συμ­βαί­νει ενό­ψει του φόβου είναι ο με­γά­λος με­τρια­σμός των προσ­δο­κιών τόσο από τα «πάνω» όσο και από τα «κάτω». Η κοι­νω­νία ζητεί μια «εφι­κτή βελ­τί­ω­ση», καθώς έχει πο­δο­πα­τη­θεί, και η Αρι­στε­ρά κα­λεί­ται να της πα­ρά­σχει ακρι­βώς αυτό -τί­πο­τε πα­ρα­πά­νω- θέ­το­ντας αυτό το κα­θή­κον στον εαυτό της. Η κοι­νω­νι­κή ψυ­χο­λο­γία εμ­φα­νί­ζε­ται έτσι πολύ πιο ητ­το­πα­θής ακόμη και σε σχέση με την αρι­στε­ρή σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή στρο­φή του 1981 ή του 1993.  Όσοι/ες ζή­σα­με αυτές τις πε­ριό­δους, μπο­ρού­με να το θυ­μη­θού­με. Αυτό, όμως, δεν αναι­ρεί -αντί­θε­τα επι­βε­βαιώ­νει- τις σο­βα­ρές πο­λι­τι­κές ευ­θύ­νες της ίδιας της Αρι­στε­ράς, του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ αλλά και των λοι­πών εκ­δο­χών της.

Ο φόβος φτά­νει και στην «Αρι­στε­ρά της Αρι­στε­ράς»

Αλλά και οι πιο ρι­ζο­σπα­στι­κές (φρα­στι­κά ή πραγ­μα­τι­κά) δυ­νά­μεις μέσα στην Αρι­στε­ρά φαί­νο­νται να αγ­γί­ζο­νται ή και να επη­ρε­ά­ζο­νται σο­βα­ρά από την κυ­κλο­φο­ρία του φόβου. Η σε­χτα­ρι­στι­κή στάση του ΚΚΕ και της Ανταρ­σύα στο ύψι­στο ζή­τη­μα των εν­δο­α­ρι­στε­ρών συμ­μα­χιών και της «με­τω­πι­κής συ­μπό­ρευ­σης», το ανέ­βα­σμα του πήχη, ώστε οι κοι­νω­νι­κές συμ­μα­χί­ες να μην αντι­στοι­χη­θούν και σε πο­λι­τι­κές, και, έτσι, η αντι­κει­με­νι­κή και σύμ­με­τρη  ενί­σχυ­ση από αυτές τις δυ­νά­μεις της συ­ντη­ρη­τι­κής με­τα­τό­πι­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ελ­λεί­ψει αρι­στε­ρής πο­λι­τι­κής/κοι­νω­νι­κής ενω­τι­κής πί­ε­σης προς αυτόν, δεν εδρά­ζε­ται σε έναν υπε­ραι­σιό­δο­ξο συλ­λο­γι­σμό, όπως λ.χ. ίσχυε με τα Κ.Κ. το 1928-1934, όταν «ανέ­με­ναν», υπο­τί­θε­ται, τη διε­θνή επα­νά­στα­ση. Εδρά­ζε­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στην εκτί­μη­ση ότι ο αρ­νη­τι­κός τα­ξι­κός συ­σχε­τι­σμός είναι μα­κρο­χρό­νια στα­τι­κός και ότι άμεσα ή βρα­χυ­χρό­νια τί­πο­τε δεν μπο­ρεί να αλ­λά­ξει προς το κα­λύ­τε­ρο. Κατά το γνω­στό φαι­νό­με­νο του «φαύ­λου κύ­κλου» και της «αυ­το­ε­πα­λη­θευό­με­νης προ­φη­τεί­ας», η στάση αυτή, η «σε­χτα­ρι­στι­κή πα­ρά­λυ­ση», ενι­σχύ­ει το πρό­βλη­μα αντί να το αντι­με­τω­πί­ζει και να προ­σπα­θεί να το επι­λύ­σει. Δεν χρειά­ζε­ται να έχει κα­νείς ντο­κτο­ρά πο­λι­τι­κής επι­στή­μης για να «δια­βά­σει» στις δη­λώ­σεις των στε­λε­χών του ΚΚΕ για τα ανα­με­νό­με­να με­γά­λα δεινά την πε­ποί­θη­ση ότι αυτά είναι ορια­κά ή και αντι­κει­με­νι­κά ανα­πό­φευ­κτα και ότι ο λαός και η ερ­γα­τι­κή τάξη θα χρεια­σθεί να «δι­δα­χθούν» από αυτά που θα πά­θουν, μέ­χρις ότου επι­λέ­ξουν τον πραγ­μα­τι­κό τους εκ­πρό­σω­πο επί της Γης.

Όμως, και η Αρι­στε­ρά του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ αντι­με­τω­πί­ζει προ­βλή­μα­τα που σχε­τί­ζο­νται με την κυ­κλο­φο­ρία του φόβου και τον ηθικό κίν­δυ­νο της απο­τυ­χί­ας της Αρι­στε­ράς. Όσο η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της αρι­στε­ρής δια­κυ­βέρ­νη­σης πλη­σιά­ζει, ο κίν­δυ­νος αυτή να υπο­νο­μευ­θεί από μια εσω­τε­ρι­κή εν­δο­α­ρι­στε­ρή κρι­τι­κή και αντι­πο­λί­τευ­ση, ο κίν­δυ­νος να «διαρ­ρα­γούν τα ιμά­τιά μας» προς χαράν των αντι­πά­λων μας, με­γα­λώ­νει και αυτός - πόσο μάλ­λον εντός μιας «επι­κοι­νω­νια­κής» πα­ρά­στα­σης για την πο­λι­τι­κή. Δεν είναι η κρι­τι­κή προς αυτήν τη τάση ένα ηθικό αμι­γώς ζή­τη­μα, η αντί­φα­ση είναι πραγ­μα­τι­κή και πραγ­μα­τι­κά πρέ­πει να απα­ντη­θεί. Η πίεση προς την ηγε­σία της Αρι­στε­ράς  από το σύ­στη­μα να προ­σαρ­μο­σθεί στην αρ­νη­τι­κή «πραγ­μα­τι­κή κοι­νω­νι­κή κα­τά­στα­ση» (την έτσι δη­λα­δή φε­τι­χο­ποι­η­μέ­νη εύ­θραυ­στη υπο­κει­με­νι­κή κα­τά­στα­ση της κοι­νω­νί­ας, την οποία το ίδιο το σύ­στη­μα προ­κα­λεί) με­τα­φέ­ρε­ται στην «Αρι­στε­ρά της Αρι­στε­ράς» ως πίεση να μην «μποϊ­κο­τά­ρει» τις ανα­γκαί­ες κοι­νω­νι­κές αλ­λα­γές, μι­κρές ή με­γά­λες, να μη συ­γκρου­στεί με­τω­πι­κά με τη γραμ­μή της υπο­τα­γής και του τα­ξι­κού συμ­βι­βα­σμού. Έτσι, κάθε δύ­να­μη εσω­τε­ρι­κεύ­ει πε­ραι­τέ­ρω τον αρ­νη­τι­κό κοι­νω­νι­κό και ψυ­χο­λο­γι­κό συ­σχε­τι­σμό. Πρό­κει­ται για ένα ντό­μι­νο του φόβου, ένα κλει­στό κύ­κλω­μα κυ­κλο­φο­ρί­ας του, που οδη­γεί σε ένα πλή­ρες αδιέ­ξο­δο.

Η απά­ντη­ση σε αυτό το ντό­μι­νο δεν μπο­ρεί να είναι ούτε η ηθε­λη­μέ­νη «σμί­κρυν­ση» του προ­γράμ­μα­τος της Αρι­στε­ράς και η με­τα­τρο­πή του σε ένα πρό­γραμ­μα ήπιας νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης δια­χεί­ρι­σης της δυ­στυ­χί­ας -αλλά και του φό­βου- ούτε η με­τα­τρο­πή της «Αρι­στε­ράς της Αρι­στε­ράς» σε μια δύ­να­μη ήσυ­χης ηθι­κής συ­νεί­δη­σης και συ­νε­νο­χής στην κοι­νω­νι­κή εξει­ρή­νευ­ση, σε μια δύ­να­μη γρα­φειο­κρα­τι­κής ακι­νη­σί­ας και πα­ρά­λυ­σης. Οι ρι­ζο­σπα­στι­κές δυ­νά­μεις της Αρι­στε­ράς πρέ­πει να βγουν από το δί­κτυο του φόβου, να σπά­σουν την «ησυ­χία του νε­κρο­τα­φεί­ου» εντός της κοι­νω­νί­ας και της Αρι­στε­ράς, να ανα­κτή­σουν την οξυ­δέρ­κεια και την ηθική τους φε­ρεγ­γυό­τη­τα και να ανα­χθούν στην πηγή του προ­βλή­μα­τος, ακόμη και με «αι­ρε­τι­κές» με­θό­δους και μέσα: στην ανα­τρο­πή του μα­κρο­χρό­νιου αρ­νη­τι­κού τα­ξι­κού και κοι­νω­νι­κού συ­σχε­τι­σμού δύ­να­μης εθνι­κά και διε­θνώς, στην ανα­τρο­πή των κοι­νω­νι­κών, πο­λι­τι­κών και πο­λι­τι­στι­κών ορι­ζου­σών που έφε­ραν όλους μας ως εδώ, στην επα­να­φο­ρά στην προ­τε­ραιό­τη­τα του κι­νη­μα­τι­κού. Σε αυτό το παι­χνί­δι πρέ­πει να ξα­να­ε­πι­λέ­ξου­με τους φί­λους και τους εχθρούς μας.

Χωρίς την επι­στρο­φή στο «αδύ­να­μο κοι­νω­νι­κό», θα πα­ρα­μεί­νου­με στην επι­κρά­τεια του φόβου. Και τότε τί­πο­τε δεν θα είναι μα­κρο­χρό­νια δυ­να­τό. Αν, πάλι, ξα­να­βρού­με το χα­μέ­νο νήμα με την κοι­νω­νι­κή αντί­στα­ση, τί­πο­τε δεν θα είναι αδύ­να­το.   

Υ.Γ. Οι κι­νη­το­ποι­ή­σεις των μα­θη­τών αλλά και οι γεν­ναί­ες δια­μαρ­τυ­ρί­ες των φοι­τη­τών στο αστυ­νο­μι­κό κρά­τος της ανώ­νυ­μης εται­ρεί­ας Πρυ­τα­νεία- κυ­βέρ­νη­ση στα ΑΕΙ και στο κέ­ντρο της Αθή­νας είναι μια ρωγμή που δεί­χνει έξω από το κρά­τος του φόβου. Μήπως η μα­θη­τι­κή και η φοι­τη­τι­κή νε­ο­λαία ανοί­γει ένα νέο κύκλο αγώ­νων και αντι­στά­σε­ων, όπως τόσες φορές στο πα­ρελ­θόν; Ως Αρι­στε­ρά και ως ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ας μην το ελ­πί­σου­με απλώς. Ας επεν­δύ­σου­με σε αυτό!

Ετικέτες