Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη. Η λαϊκή αυτή ρήση βρίσκει στη σημερινή συγκυρία στην Ελλάδα μια σχεδόν απόλυτη εφαρμογή. Με όρους κοινωνικής και πολιτικής ψυχολογίας, αυτό που συμβαίνει σε όλη την ελληνική κοινωνία, τόσο στα συντηρητικά κοινωνικά και πολιτικά τμήματα αυτής όσο και στα σχετικά πιο ριζοσπαστικά, δεν είναι κυρίως η κυκλοφορία της ελπίδας και της θετικής προοπτικής, όπως συνέβαινε το 2012, αλλά η σοβούσα και γενικευμένη κυκλοφορία της απαισιοδοξίας και του φόβου. Ο βασιλιάς απέθανε, ζήτω ο βασιλιάς, η ελπίδα γεννιέται και πεθαίνει την ίδια στιγμή.
Με διαφορετικούς τρόπους εκφράζεται αυτό το συναίσθημα στο μνημονιακό και αστικό στρατόπεδο και με διαφορετικούς τρόπους στο ριζοσπαστικό και αριστερά αντιμνημονιακό στρατόπεδο. Και όμως, υπάρχει παντού. Βεβαίως, το συναίσθημα του φόβου φαίνεται να είναι, συνήθως, ένα συναίσθημα αδυναμίας. Σε μια μετανεοτερική εποχή, όπου ο ναρκισσισμός και η δήθεν επίδειξη δύναμης θεωρούνται αναγκαστικές θετικές ποιότητες, όπου η λογική απαισιοδοξία, η περίσκεψη ή η αδυναμία δεν γίνονται ανεκτές και καταδιώκονται, όπως ακριβώς ο διάβολος με το λιβάνι, όπου το τεχνητό γέλιο της δήθεν οίησης απωθεί το κλάμα, τον πόνο και την κραυγή, η παραδοχή του φόβου και της πιθανής ήττας δεν είναι αυτονόητη ούτε αποδεκτή. Αντιθέτως, αυτή η παραδοχή πρέπει να αντισταθμιστεί και να αποκρυβεί, και ο φόβος ή το συναίσθημα δυνητικής αποτυχίας να μεταμφιεσθούν σε θριαμβολογία και σε επίδειξη μιας μη πραγματικά διατιθέμενης ωμής και βέβαιης για τον εαυτό της δύναμης. Όσο μάλιστα ο φόβος είναι εντονότερος, τόσο παραπάνω πρέπει να τονισθεί η προοπτική επιτυχίας και θριάμβου και να αποκρυβούν ο φόβος και η απογοήτευση, τόσο παραπάνω πρέπει να ανέβουν οι κλίμακες της δύναμης , ακόμη και σε βαγκνερικά ή νιτσεϊκά επίπεδα. Όμως, αυτός ο παροξυσμός και η τεχνητή διόγκωση της θετικής σκέψης είναι τελικά επίπλαστα στοιχεία και εκτεθειμένα πιθανόν στην απόλυτη διάψευση. Έχουν, με τους όρους του Γκράμσι, «τεχνητό» και όχι οργανικό χαρακτήρα.
Ο φόβος εγκαθίσταται μόνιμα στο μνημονιακό στρατόπεδο
Τόσο οι πολιτικοί και τα κόμματα όσο και οι άρχουσες τάξεις που συγκεντρώνονται στο μνημονιακό στρατόπεδο και στην κοινωνική έρημο κρύβουν πίσω από τα επίπλαστα χαμόγελά τους και τις δηλώσεις αισιοδοξίας ένα βαθύ δικό τους φόβο. Κυριαρχούν με βάση το φόβο και την πιθανότητα της ακόμη εντονότερης χρεοκοπίας, αλλά αδυνατούν να ηγεμονεύσουν μακροχρόνια με έναν θετικό τρόπο. Τον ίδιο το φόβο που διασπείρουν τρομοκρατικά, τον ενδοβάλλουν και στο δικό τους ψυχισμό. Δεν παρέχουν καμία θετική προοπτική στα λαϊκά στρώματα, στους μικροαστούς και πιθανόν ακόμη και σε σημαντικά τμήματα της ίδιας της αστικής τάξης. Και πώς να ηγεμονεύσουν δηλαδή; Με το χρέος να έχει γίνει η βαριά προοπτική της χώρας για δεκαετίες και το άχθος της κοινωνίας, με τις δυνάμεις των δανειστών και της ελίτ της Ε.Ε. να αρνούνται έστω και μικρές παραχωρήσεις προς την Ελλάδα και τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, με την αδιαλλαξία της γερμανικής άρχουσας τάξης, με την απόλυτη άρνηση ακόμη και στοιχειωδών φιλολαϊκών ελαφρύνσεων ή και με την απόρριψη από τη Μέρκελ ακόμη και αιτημάτων ισχυρών καπιταλιστικών χωρών, όπως η Γαλλία ή η Ιταλία, πώς να κερδίσουν κάτι οι μνημονιακές δυνάμεις σε λαϊκή υποστήριξη, πώς να πετύχουν ακόμη και το μίνιμουμ που αναζητούν σε προοπτική και σε ανάκτηση των κοινωνικών τους συμμαχιών;
Συνεπώς, αυτό που κυριαρχεί είναι η ιδεολογική και κατασταλτική τρομοκρατία, η ανάδειξη του αντιπάλου ως ακόμη καταστροφικότερης και χαοτικότερης επιλογής, τα αντιαριστερά και αντικομμουνιστικά αντανακλαστικά (όπως φάνηκε και με την υπόθεση της παρέλασης του Χαλανδρίου ή με την καταστολή των φοιτητών στην Νομική). Πόσο, όμως, μπορεί να αντέξει αυτό το σκηνικό και να αναπαραχθεί με απλό ή με διευρυμένο τρόπο; Οι ίδιες οι μνημονιακές δυνάμεις γνωρίζουν ότι είναι πολιτικά αναλώσιμες και ότι η φθορά τους θα φτάσει κάποια στιγμή σε ένα μοιραίο και καταληκτικό όριο. Απλώς, παρατείνουν κατά το δυνατόν το προσδόκιμο της κυβερνητικής τους ζωής και αγοράζουν χρόνο. Είναι, όμως, αυτό ένδειξη κάποιας δύναμης ή μόνον ένδειξη του δομικού και παρατεταμένου χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης;
Ο φόβος μεταφέρεται στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο και στην Αριστερά
Είμαστε, όμως, εμείς, οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, οι συνεχιστές και φορείς της ελπίδας και μόνο ή μετέχουμε και εμείς με κάποιον τρόπο στην κυκλοφορία του φόβου; Συμβαίνουν και τα δυο, όμως όλο και περισσότερο κατά τη διετία 2012-2014 έχει συρρικνωθεί η πρώτη διάσταση και έχει ενισχυθεί η δεύτερη. Η προοπτική της κυβερνητικής εξουσίας μοιάζει λιγότερο ως λύτρωση και περισσότερο ως συναισθηματικό βάρος και κίνδυνος για εμάς. Η ασθενής ηγεμονία των αντιπάλων δεν αντικαθίσταται πειστικά από τη δική μας αντιηγεμονία ή εκκολαπτόμενη ηγεμονία αλλά από ένα συνολικά διαφαινόμενο κενό ηγεμονίας στον εθνικό κοινωνικό σχηματισμό, που, όμως, αν επιβεβαιωθεί, θα οδηγήσει σε ασταθείς και κοινωνικά επικίνδυνες αστικές ηγεμονικές μορφές και θα ενδυναμώσει τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό. Ο δισταγμός της κυβερνητικής ανάληψης ισχύει ακόμη και για όσους/ες φανατικά υποστηρίζουν ότι είμαστε «πανέτοιμοι» να τη διαχειρισθούμε και να βοηθήσουμε το λαό μέσω αυτής.
Μήπως, όμως, όλα αυτά είναι γκρίνιες και ψυχολογικές αρνήσεις μιας Αριστεράς που αρνείται να αναλάβει κρατικές ευθύνες, μήπως είναι τα απομεινάρια της Αριστεράς του 4% και η καθυστέρηση της «βίαιης ωρίμανσης»; Δυστυχώς, όχι. Είναι οι υπαρκτές αρνήσεις της Αριστεράς του 30%. Τόσο η σημαντική υποχώρηση του εργατικού και των κοινωνικών κινημάτων μετά το 2012 όσο και η εκλογική χιονοστιβάδα (ακόμη με δημοσκοπικούς όρους) της Αριστεράς δεν είναι απολύτως αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα φαινόμενα, αφού η χιονοστιβάδα είναι περισσότερο ένα κύμα συσσώρευσης οργής και απελπισίας πια και λιγότερο ένα κύμα ριζοσπαστισμού και ανατροπής και γι’ αυτό, άλλωστε, ενισχύονται και επιστρατεύονται τακτικά τα «ισχυρά» σημεία της Αριστεράς, δηλαδή το «κοινοβουλευτικό επίπεδο ενόψει και των 180/121» και όχι το αδύναμο κινηματικό/κοινωνικό επίπεδο. Υπό αυτήν την έννοια, το «αδύναμο κοινωνικό» δεν επιχειρείται να αναταχθεί από την Αριστερά -και σε αυτό συμβάλλουν και οι δικές της γονιδιακές αδυναμίες- αλλά η πίεση μεταφέρεται στο φαινομενικά «ισχυρό κοινοβουλευτικό πολιτικό». Ο Μπερνστάιν στηρίζεται όχι στην αισιοδοξία -όπως στην εποχή του πραγματικά συνέβαινε- αλλά στην αίσθηση της αδυναμίας. Συνεπώς, η «δεξιά μετατόπιση» της Αριστεράς δεν είναι βασικά προϊόν μιας συνωμοσίας της ηγεσίας ή ενός «ξεπουλήματος», αλλά της -όχι λιγότερο αξιοκατάκριτης- προσαρμογής του πολιτικού στο αδύναμο κοινωνικό και της «ηττοπαθούς» και φοβικής στρατηγικής θεώρησης.
Βεβαίως, το πολιτικό υποκείμενο απορροφά στο εσωτερικό του και το μακροχρόνιο -εδώ αρνητικό- ταξικό συσχετισμό, αλλά όχι αναγκαστικά με τρόπο παθητικό και αναμονητικό. Αντιθέτως, οφείλει πέρα από ανόητες θριαμβολογίες να τον «αποδεχθεί» γνωσιακά και να παρέμβει για να τον ανατάξει και να τον ανατρέψει. Αλλιώς, μοιράζεται ως πολιτικό υποκείμενο και εσωτερικεύει την αδυναμία ή και παθολογία του κοινωνικού επιπέδου και την αναπαράγει διευρυμένα, έστω και ασυνείδητα. Εξ ου και η λογική ότι η στήριξη του κοινωνικά μεσαίου χώρου στην Αριστερά θα επιτευχθεί με τη συμμαχία με τον κλινικά νεκρό πολιτικά μεσαίο χώρο (ΔΗΜΑΡ, Πασοκογενείς, Ποτάμι).
Στην περίπτωσή μας, η παθητική προσαρμογή της Αριστεράς στην αδυναμία του κοινωνικού διαμεσολαβείται από το φόβο και από τη διαμέσου του φόβου υπερτίμηση της δύναμης του ταξικού αντιπάλου: αν ο αντίπαλος «δεν έπαψε να νικά», κατά τη ρήση του Βάλτερ Μπένγιαμιν, αυτό συμβαίνει γιατί είναι μάλλον πολύ δυνατός και όχι γιατί οι δυνάμεις της κοινωνίας υπήρξαν -ή υποχρεώθηκαν να καταστούν- αδύναμες. Η οπτική αυτή, μέσα από την αποδοχή της ήττας, υποτιμά τις σοβαρές αντιφάσεις του αντιπάλου και την ίδια την ασθενή ηγεμονική του προοπτική στην Ελλάδα και στην Ε.Ε. αλλά και διεθνώς. Παρά τη διαφαινόμενη μεγάλη αισιοδοξία της Αριστεράς και ειδικότερα του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό που «ψιθυρίζεται» ή που εκφωνείται κάθε τόσο σαν «ευρεσιτεχνία» είναι η αίσθηση ότι οι εξωτερικές και εσωτερικές πιέσεις στην κυβέρνηση της Αριστεράς θα είναι εξαιρετικά ισχυρές και ότι δεν θα επιτραπεί η πραγματοποίηση μεγάλων και σημαντικών ρήξεων και ανατροπών. Αυτό χρεώνεται -με τρόπο που αποκρύπτει τις ευθύνες του πολιτικού υποκειμένου- στο αδύναμο κοινωνικό ή και στη δυσκολία των διεθνών συμμαχιών. Έτσι, παρά την επίπλαστη θριαμβική αίσθηση, αυτό που συμβαίνει ενόψει του φόβου είναι ο μεγάλος μετριασμός των προσδοκιών τόσο από τα «πάνω» όσο και από τα «κάτω». Η κοινωνία ζητεί μια «εφικτή βελτίωση», καθώς έχει ποδοπατηθεί, και η Αριστερά καλείται να της παράσχει ακριβώς αυτό -τίποτε παραπάνω- θέτοντας αυτό το καθήκον στον εαυτό της. Η κοινωνική ψυχολογία εμφανίζεται έτσι πολύ πιο ηττοπαθής ακόμη και σε σχέση με την αριστερή σοσιαλδημοκρατική στροφή του 1981 ή του 1993. Όσοι/ες ζήσαμε αυτές τις περιόδους, μπορούμε να το θυμηθούμε. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί -αντίθετα επιβεβαιώνει- τις σοβαρές πολιτικές ευθύνες της ίδιας της Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και των λοιπών εκδοχών της.
Ο φόβος φτάνει και στην «Αριστερά της Αριστεράς»
Αλλά και οι πιο ριζοσπαστικές (φραστικά ή πραγματικά) δυνάμεις μέσα στην Αριστερά φαίνονται να αγγίζονται ή και να επηρεάζονται σοβαρά από την κυκλοφορία του φόβου. Η σεχταριστική στάση του ΚΚΕ και της Ανταρσύα στο ύψιστο ζήτημα των ενδοαριστερών συμμαχιών και της «μετωπικής συμπόρευσης», το ανέβασμα του πήχη, ώστε οι κοινωνικές συμμαχίες να μην αντιστοιχηθούν και σε πολιτικές, και, έτσι, η αντικειμενική και σύμμετρη ενίσχυση από αυτές τις δυνάμεις της συντηρητικής μετατόπισης του ΣΥΡΙΖΑ, ελλείψει αριστερής πολιτικής/κοινωνικής ενωτικής πίεσης προς αυτόν, δεν εδράζεται σε έναν υπεραισιόδοξο συλλογισμό, όπως λ.χ. ίσχυε με τα Κ.Κ. το 1928-1934, όταν «ανέμεναν», υποτίθεται, τη διεθνή επανάσταση. Εδράζεται στην πραγματικότητα στην εκτίμηση ότι ο αρνητικός ταξικός συσχετισμός είναι μακροχρόνια στατικός και ότι άμεσα ή βραχυχρόνια τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο. Κατά το γνωστό φαινόμενο του «φαύλου κύκλου» και της «αυτοεπαληθευόμενης προφητείας», η στάση αυτή, η «σεχταριστική παράλυση», ενισχύει το πρόβλημα αντί να το αντιμετωπίζει και να προσπαθεί να το επιλύσει. Δεν χρειάζεται να έχει κανείς ντοκτορά πολιτικής επιστήμης για να «διαβάσει» στις δηλώσεις των στελεχών του ΚΚΕ για τα αναμενόμενα μεγάλα δεινά την πεποίθηση ότι αυτά είναι οριακά ή και αντικειμενικά αναπόφευκτα και ότι ο λαός και η εργατική τάξη θα χρειασθεί να «διδαχθούν» από αυτά που θα πάθουν, μέχρις ότου επιλέξουν τον πραγματικό τους εκπρόσωπο επί της Γης.
Όμως, και η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει προβλήματα που σχετίζονται με την κυκλοφορία του φόβου και τον ηθικό κίνδυνο της αποτυχίας της Αριστεράς. Όσο η πραγματικότητα της αριστερής διακυβέρνησης πλησιάζει, ο κίνδυνος αυτή να υπονομευθεί από μια εσωτερική ενδοαριστερή κριτική και αντιπολίτευση, ο κίνδυνος να «διαρραγούν τα ιμάτιά μας» προς χαράν των αντιπάλων μας, μεγαλώνει και αυτός - πόσο μάλλον εντός μιας «επικοινωνιακής» παράστασης για την πολιτική. Δεν είναι η κριτική προς αυτήν τη τάση ένα ηθικό αμιγώς ζήτημα, η αντίφαση είναι πραγματική και πραγματικά πρέπει να απαντηθεί. Η πίεση προς την ηγεσία της Αριστεράς από το σύστημα να προσαρμοσθεί στην αρνητική «πραγματική κοινωνική κατάσταση» (την έτσι δηλαδή φετιχοποιημένη εύθραυστη υποκειμενική κατάσταση της κοινωνίας, την οποία το ίδιο το σύστημα προκαλεί) μεταφέρεται στην «Αριστερά της Αριστεράς» ως πίεση να μην «μποϊκοτάρει» τις αναγκαίες κοινωνικές αλλαγές, μικρές ή μεγάλες, να μη συγκρουστεί μετωπικά με τη γραμμή της υποταγής και του ταξικού συμβιβασμού. Έτσι, κάθε δύναμη εσωτερικεύει περαιτέρω τον αρνητικό κοινωνικό και ψυχολογικό συσχετισμό. Πρόκειται για ένα ντόμινο του φόβου, ένα κλειστό κύκλωμα κυκλοφορίας του, που οδηγεί σε ένα πλήρες αδιέξοδο.
Η απάντηση σε αυτό το ντόμινο δεν μπορεί να είναι ούτε η ηθελημένη «σμίκρυνση» του προγράμματος της Αριστεράς και η μετατροπή του σε ένα πρόγραμμα ήπιας νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της δυστυχίας -αλλά και του φόβου- ούτε η μετατροπή της «Αριστεράς της Αριστεράς» σε μια δύναμη ήσυχης ηθικής συνείδησης και συνενοχής στην κοινωνική εξειρήνευση, σε μια δύναμη γραφειοκρατικής ακινησίας και παράλυσης. Οι ριζοσπαστικές δυνάμεις της Αριστεράς πρέπει να βγουν από το δίκτυο του φόβου, να σπάσουν την «ησυχία του νεκροταφείου» εντός της κοινωνίας και της Αριστεράς, να ανακτήσουν την οξυδέρκεια και την ηθική τους φερεγγυότητα και να αναχθούν στην πηγή του προβλήματος, ακόμη και με «αιρετικές» μεθόδους και μέσα: στην ανατροπή του μακροχρόνιου αρνητικού ταξικού και κοινωνικού συσχετισμού δύναμης εθνικά και διεθνώς, στην ανατροπή των κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών οριζουσών που έφεραν όλους μας ως εδώ, στην επαναφορά στην προτεραιότητα του κινηματικού. Σε αυτό το παιχνίδι πρέπει να ξαναεπιλέξουμε τους φίλους και τους εχθρούς μας.
Χωρίς την επιστροφή στο «αδύναμο κοινωνικό», θα παραμείνουμε στην επικράτεια του φόβου. Και τότε τίποτε δεν θα είναι μακροχρόνια δυνατό. Αν, πάλι, ξαναβρούμε το χαμένο νήμα με την κοινωνική αντίσταση, τίποτε δεν θα είναι αδύνατο.
Υ.Γ. Οι κινητοποιήσεις των μαθητών αλλά και οι γενναίες διαμαρτυρίες των φοιτητών στο αστυνομικό κράτος της ανώνυμης εταιρείας Πρυτανεία- κυβέρνηση στα ΑΕΙ και στο κέντρο της Αθήνας είναι μια ρωγμή που δείχνει έξω από το κράτος του φόβου. Μήπως η μαθητική και η φοιτητική νεολαία ανοίγει ένα νέο κύκλο αγώνων και αντιστάσεων, όπως τόσες φορές στο παρελθόν; Ως Αριστερά και ως ΣΥΡΙΖΑ ας μην το ελπίσουμε απλώς. Ας επενδύσουμε σε αυτό!