Σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις προσεχείς εκλογές και σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, θα κληθεί ν’ αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας μέσα σ’ ένα ιδιαίτερα εχθρικό (ελληνικό και διεθνές) περιβάλλον, σε σχέση με το κυρίαρχο ζήτημα της πολιτικής συγκυρίας, το δημόσιο χρέος.
Επιγραμματικά, σημειώνω ορισμένες (φαινομενικά αυτονόητες) πλευρές αυτού του ζητήματος.
1.Το δημόσιο χρέος δεν είναι αμιγώς οικονομικό ζήτημα (όπως συμπυκνώνεται στο παραπλανητικό ερώτημα : «και πού θα βρείτε τα 22 δις ευρώ για το επόμενο έτος;») αλλά, κυρίως, ζήτημα πολιτικό και ιδεολογικό, όπως θα επιχειρήσω να υποστηρίξω στη συνέχεια.
2.Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η διαφορά του εγχώριου πολιτικο-μιντιακού κατεστημένου με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ότι δηλ. θεωρούν τη «γεωγραφία» των πολιτικών του θέσεων πολύ μακριά από τις δικές του και, κυρίως, μη προβλέψιμες σε πιθανή φάση υλοποίησής τους. Οι θέσεις αυτές μπορεί να θέσουν υπό αμφισβήτηση την «ορθοδοξία των αγορών» να μπορούν να υπαγορεύουν την οικονομική και, κυρίως, την κοινωνική πολιτική κάθε χώρας, ανεξάρτητα από την πολιτική βούληση και εντολή των πολιτών του.
3.Όταν, λοιπόν, «διαρρέεται» από τα εγχώρια πολιτικά και δημοσιογραφικά «παπαγαλάκια» ότι πιθανή υλοποίηση του οικονομικού προγράμματος που εξήγγειλε ο ΣΥΡΙΖΑ στη Θεσσαλονίκη (από τον ίδιο ως κυβερνητική εξουσία) θα ισοδυναμεί με «μονομερή ενέργεια», αντιλαμβάνεται ο καθένας το απύθμενο θράσος που εκδηλώνεται από τους κυρίαρχους κύκλους. Ο «καημός» αυτών των κύκλων δεν είναι ούτε η χώρα ούτε, φυσικά, οι πολίτες της που εξαθλιώνονται αλλά οι ανακεφαλαιωτικές ανάγκες των τραπεζιτών. Γι’ αυτό και το εναγώνιο ερώτημά τους προς τους πολιτικούς φορείς του ΣΥΡΙΖΑ είναι : «και με τα ομόλογα που λήγουν το Μάρτιο τι θα κάνετε; Πώς θα τα πληρώσετε;». Άλλωστε, μέχρι σήμερα για το μόνο που «έβαλαν πλάτη», ώστε να μη «γρατζουνιστεί», είναι το τραπεζικό σύστημα. Για τα αποθεματικά ασφαλιστικών ταμείων, δημόσιων ιδρυμάτων ή την παροχή ρευστότητας σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις ποιος νοιάζεται; Εκεί τα «κουρέματα» και τα «ξυρίσματα» πήγαν θεσπέσια (…)
4.Ωστόσο, το άμεσο διακύβευμα των προσεχών εκλογών δεν είναι η οικονομική διαχείριση του ζητήματος του χρέους. Κι αυτό γιατί οι κυρίαρχες κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις (τόσο οι εγχώριες όσο και οι ξένες, τα συμφέροντα των οποίων, άλλωστε, επικαλύπτονται) ενδιαφέρονται για την επιβολή της ίδιας πολιτικής λιτότητας (αδιάφορο αν αυτή θα λέγεται «Μνημόνιο» ή όπως αλλιώς). Η υπαγόρευση μιας τέτοιας πολιτικής σε κάθε μελλοντική κυβέρνηση δεν έχει μόνο οικονομικές αλλά κυρίως κοινωνικο-πολιτικές στοχεύσεις.
5.Στο όνομα δηλ. της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, ζητούν να επιβάλλουν στο διηνεκές πολιτικές εξόντωσης των κοινωνικών, εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων του πολύμορφου κόσμου της εργασίας (χειρωνακτικού, επιστημονικού, τεχνικού), έτσι ώστε να «παίζει» προνομιακά στις σχέσεις εκμετάλλευσης ο έτερος πόλος των κυρίαρχων κοινωνικών-παραγωγικών σχέσεων, το Κεφάλαιο. Γι’ αυτό και η «βιομηχανία» των νομοθετημάτων του μνημονιακού υπηρετικού πολιτικού προσωπικού (τα 4 τελευταία χρόνια), το οποίο σαν «καμαριέρα» έστρωσε πειθήνια το έδαφος για την (προοπτική) εξασφάλιση της κερδοφορίας του Κεφαλαίου στη χώρα μας. Τον «κρυφό» αυτόν «καημό» εξέφραζε αυτό το υπηρετικό πολιτικό προσωπικό (της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ), ακόμη και σε περιόδους (φαινομενικής) οικονομικής ανάπτυξης. Απλώς, με διαφορετικό τρόπο. Άλλοτε μιλώντας για «την ανάγκη δημιουργίας ελκυστικών όρων για επενδύσεις» (τώρα τον λέει «αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», εννοώντας την πλήρη διάλυση όλου του εναπομείναντος εργατικού και κοινωνικο-παρεμβατικού νομοθετικού πλαισίου). Κι άλλοτε κραυγάζοντας «ότι θα φύγουν οι επενδύσεις από τη χώρα!», κάθε φορά π.χ. που πιέζονταν οι κεφαλαιοκράτες-επενδυτές να κάνουν δεκτές τις διεκδικήσεις των εργαζομένων. Λες και οι επενδύσεις (δηλ. το κεφάλαιο) δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα άθροισμα χρηματικών πόρων και μόνον! Φετιχοποιώντας δηλ. τις «επενδύσεις» και παρασιωπώντας την ύπαρξη του Κεφαλαίου στο πλαίσιο μίας και ενιαίας κοινωνικής σχέσης. Που για να υπάρξει δηλ. ως τέτοιο, απαιτούνται δύο πόλοι : από τη μια, ο εργάτης-εργαζόμενος που έχει χάσει τον έλεγχο των μέσων παραγωγής και, από την άλλη, οι κεφαλαιοκράτες που είναι οι ιδιοκτήτες αυτών των μέσων παραγωγής. Καθώς, λοιπόν, οι δυο συγκεκριμένοι πολιτικοί φορείς παρασιωπούν αυτή τη σχέση, ασκώντας διαχρονική τρομοκρατία και εκβιασμό στον έναν πόλο (αυτόν της εργασίας), μέσα από διαρκείς πολιτικές λιτότητας και αντικοινωνικές και αντεργατικές ρυθμίσεις, προφανώς δεν είναι κοινωνικά «ουδέτεροι», αλλά έχουν μια σαφή ταξική τοποθέτηση υπέρ των ιδιοτελών συμφερόντων του Κεφαλαίου, με όποιο ιδεολογικό μανδύα κι αν μεταμφιέζουν (κάθε φορά) την πολιτική τους και με όποια ετικέτα (ολίγον «σοσιάλ» ή με κάποιες δόσεις «κοινωνικού φιλελευθερισμού») κι αν επιχειρούν να «θολώσουν τα νερά» των πολιτικών τους επιλογών. Άλλωστε, η φιλελεύθερη οπτική της κοινωνίας, ως «άθροισμα ατόμων», έχει προ πολλού αποδειχτεί επιστημονικά «της πλάκας» και κοινωνικά παραπλανητική (για όσους κοινωνικούς φορείς του πόλου της εργασίας εξακολουθούν να την ασπάζονται).
6.Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, θα βρεθεί αντιμέτωπος με απόπειρες απειλών και εκβιασμών από ένα οργανωμένο κύκλωμα τυχοδιωκτικών (πολιτικών και οικονομικών) κύκλων και μηχανισμών (σε Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση), προκειμένου να μην αλλάξει τίποτε. Η διατήρηση της κατάστασης χρέους ως έχει στη χώρα μας, πέρα από ένα εκβιαστικό εργαλείο για τη διατήρηση πολιτικών λιτότητας και εντατικής εκμετάλλευσης του κόσμου της εργασίας στο διηνεκές, επιτελεί και μια ακόμη λειτουργία. Αποτελεί ένα μοχλό για τη διαιώνιση του ίδιου του αστικού πολιτικού συστήματος εξουσίας. Άλλωστε, από τη σύσταση ακόμη του νεοελληνικού κράτους ήταν γνωστή και στους εγχώριους υποστηρικτές του εξωτερικού δανεισμού της χώρας μας η καθαρά πολιτική λειτουργία των δανείων (και, βέβαια, η σκοπιμότητα για αδιάλειπτη εξυπηρέτησή τους). Συνεπώς, τα περί «κινδύνου πτώχευσης» και «καταστροφής της χώρας» (από πιθανή στάση πληρωμών προς τους δανειστές τον προσεχή Μάρτιο ή οποτεδήποτε) συνιστούν μια ανιστόρητη κινδυνολογία για όποιον τα υποστηρίζει και μια απλοϊκή θέαση του ζητήματος για όποιον τα αποδέχεται άκριτα. Όποιος έχει μια στοιχειώδη γνώση της νεοελληνικής ιστορίας, ξέρει ότι πάντοτε για τους «ξένους εταίρους» η ομαλή διαδοχή των πολιτικών εκπροσώπων του αστικού συστήματος εξουσίας στη χώρα μας ήταν σημαντικότερη από την αποπληρωμή των δανείων! Από μια τέτοια άποψη, οι εκπρόσωποι του σημερινού δικομματικού πολιτικού συστήματος (Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ) που μοστράρουν ως «εθνοσωτήρες», σε περίπτωση ανατροπής της υπάρχουσας «κατάστασης χρέους» της χώρας μας, απλούστατα, δε θα έχουν λόγο πολιτικής ύπαρξης.
7.Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι η διατήρηση του σημερινού «δανειακού καθεστώτος» αποτελεί και μια «ασπίδα προστασίας» αυτού του πολιτικού προσωπικού απέναντι στο ενδεχόμενο να ανοιχθούν (από μια νέα κυβέρνηση) οι «δημόσιοι λογαριασμοί» του χρέους και να διερευνηθούν πιθανές ποινικές ευθύνες του ιδίου, γύρω από τη δημιουργία, τη διόγκωση και τον τρόπο διαχείρισής του. Η εμπειρία δεκάδων χωρών, που έχουν προβεί σε έναν τέτοιο δημόσιο λογιστικό έλεγχο του χρέους τους (τεχνικο-οικονομικό και νομικό) και έχουν επιχειρήσει μια ανάλογη διερεύνηση, μας έχει διδάξει πολλά για πρακτικές «ριφιφί» και παράνομης υπερχρέωσης, οι οποίες, φυσικά, οδήγησαν στη στοιχειοθέτηση απεχθούς χρέους και άνοιξαν το δρόμο στις οφειλέτες χώρες για τη μονομερή διαγραφή του και την απόδοση σχετικών ευθυνών.
8.Το «άνοιγμα», επομένως, του ΣΥΡΙΖΑ «στην κοινωνία» οφείλει να έχει συγκεκριμένη στόχευση, κοινωνική απεύθυνση και περιεχόμενο και να θέτει το δίλημμα των εκλογών στη σωστή του διάσταση. Και, κατά τη γνώμη μου, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει ν’ απευθυνθεί στη μεγάλη πλειονότητα των εργατικών και μικροαστικών κοινωνικών στρωμάτων, ζητώντας ενεργή κοινωνική στήριξη και αντιστρέφοντας το δίλημμα που, φυσικά, δεν είναι «πού θα βρεθούν τα 22 δις για τα ομόλογα που λήγουν το 2015» (γιατί, απλά, τα κοινωνικά στρώματα που ζητά να προασπίσει δεν κατέχουν ομόλογα για να θιγούν), αλλά αν η Ελλάδα θα καταφέρει ν’ αποτελέσει την αρχή γενικότερων πολιτικών ανατροπών στον ευρωπαϊκό χώρο. Γι’ αυτό και θ’ απαιτηθεί χαλύβδινη επιμονή στην εφαρμογή των συνεδριακών του θέσεων, που επιβάλλεται ν’ αποτελέσουν και την προεκλογική-προγραμματική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ. Αν η απαρέγκλιτη υλοποίηση αυτών των θέσεων και δεσμεύσεών του απέναντι στον ελληνικό λαό συνιστά «μονομερή ενέργεια», τότε ο ΣΥΡΙΖΑ υποχρεούνται να προβεί σε μονομερή ενέργεια. Κάποια στιγμή πρέπει να σπάσει ο «φαύλος κύκλος των λαθεμένων επιλογών για τη χώρα μας» (για να θυμηθούμε την όχι και τόσο παλιά ρητορική των Ζαππείων!) και να δούμε τα πράγματα και αλλιώς.
9.Αν οι λεγόμενες «αγορές» απειλούν ότι «θα μας χρεοκοπήσουν», στο ενδεχόμενο που η νέα κυβέρνηση αρνηθεί να δεχτεί νέα δανεικά, προκειμένου να τα «τσεπώνουν» οι διάφοροι «οικονομικοί κύκλοι» που κατέχουν ομόλογα (τους οποίους υπερασπίζονται αταλάντευτα Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, ως διαχρονικοί πόλοι του ίδιου συστήματος συμφερόντων), καιρός να δοκιμάσουμε τις «αντοχές» τους. Πάντως, τα νούμερα που λέγονται από κυβερνητικά στελέχη δεν επιβεβαιώνουν το ενδεχόμενο να υπάρξει «κοσμοχαλασιά». Το γεγονός ότι τα δάνεια των τελευταίων μνημονιακών ετών ανέρχονται σε 285 δις ευρώ περίπου, απ’ τα οποία μόνο τα 8,5 δις αφορούσαν την κάλυψη αναγκών του κρατικού προϋπολογισμού, τα λέει όλα. Μια απλή διαίρεση να κάνει κανείς των 8,5 δις δια των 4 μνημονιακών ετών, θα διαπιστώσει πώς η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας που επιλέχθηκε ως λύση από το εγχώριο πολιτικό προσωπικό είναι, τουλάχιστον, εγκληματική. Αντίθετα, αν είχε επιλεγεί, απλώς, μια ήπια οικονομική προσαρμογή κατ’ έτος της τάξης των 2 δις (και, φυσικά, είχε προχωρήσει η χώρα μας σε στάση πληρωμών των ομολόγων, το Μάιο του 2010), οι επιπτώσεις θα ήταν σχεδόν ανεπαίσθητες. Άλλη όμως ήταν η στόχευση των Μνημονίων, όπως προείπα.
10.Επιβάλλεται, λοιπόν, από τη συγκυρία η σύγκρουση με το εγχώριο και ξένο οικονομικο-πολιτικό κατεστημένο. Ένα «ιστορικό πείραμα» γύρω από τις «αντοχές» των «αγορών» αλλά και την «αξιοπιστία» των εγχώριων («πατριωτικών») πολιτικών τους πατρόνων είναι και για το ΣΥΡΙΖΑ και για τη συντριπτική πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας μπροστά μας. Γι’ αυτό και επιβάλλεται η επικράτηση μιας αμιγώς πολιτικής λογικής για το χρέος κι όχι μιας στενά διαχειριστικής, η οποία θα οδηγήσει σε «μια απ’ τα ίδια». Το πραγματικό πολιτικό δίλημμα των εκλογών (για τον καθένα μας) είναι αν θα επιλέξουμε την πρόταση της συγκυβέρνησης για «σιγουριά και σταθερότητα», μέσα από την ευλαβική συνέχιση των πολιτικών λιτότητας (για δεκαετίες) και τη συνεπή αποπληρωμή ενός χρέους που δεν γνωρίζουμε καν την υφή και την προέλευσή του (τι λεφτά είναι αυτά που χρωστάμε, από ποιους τα πήραμε, με ποιους δανειακούς όρους, πώς αξιοποιήθηκαν αυτά, τι έχουμε αποπληρώσει μέχρι τώρα;) ή θα απαιτήσουμε την ανατροπή της σημερινής (θλιβερής) πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας, σε μια κατεύθυνση που επιχείρησα να σκιαγραφήσω. Πάντως, σε περίπτωση που αποφασίσουμε να γείρει η «εκλογική παλάντζα» υπέρ της δεύτερης εκδοχής, ας έχουμε κατά νου πως «το πρόβλημα» δε θα το έχει μόνο η νέα κυβέρνηση, που θα επιχειρήσει να υπερασπίσει μια κοινωνία που διαλύεται (έχοντας, μάλιστα, λάβει «νωπή» λαϊκή εντολή να κάνει κάτι τέτοιο) αλλά και οι λεγόμενοι «Ευρωπαίοι εταίροι», αφού θα κληθούν ν’ αποφασίσουν τι θα πράξουν στην κρίσιμη στιγμή και πόσο, τελικά, «εταίροι» είναι. Γιατί κάποια στιγμή πρέπει ν’ αποκαλυφθούν ποιοι νοιάζονται για ανθρώπινες ζωές και ποιοι για τραπεζικές ζημιές. Καλή χρονιά!
*μέλος του Συλλόγου Διδασκόντων Αγρινίου -Θέρμου