Τα διδάγματα από τη μεγάλη «σκοτεινή στιγμή» του κομμουνιστικού κινήματος και της Αριστεράς και οι «προειδοποιήσεις» της για το σήμερα.

Σε συνθήκες μιας μεγάλης πολιτικής νίκης και ευφορίας του λαϊκού παράγοντα, είναι κάπως άχαρο να μιλάς για τις σκοτεινές στιγμές του κινήματος και της παγκόσμιας ιστορίας. Ίσως, όμως, παρά την ανάγκη για γενναιόδωρη απόλαυση της νίκης, να είναι σε κάποιο βαθμό και αναγκαίο. Μια από τις σκοτεινότερες στιγμές σε βάρος του εργατικού κινήματος υπήρξε η 30ή Ιανουαρίου 1933, η μέρα όπου σε συνθήκες βαθιάς πολιτικής κρίσης και μεγάλης ανασφάλειας της γερμανικής αστικής τάξης λόγω της κοινωνικής κατάρρευσης της Γερμανίας μέσα από την οικονομική κρίση του 1929 και του κινδύνου επιστροφής των «ερυθρών», το κεφάλαιο και οι πολιτικοί/οικονομικοί του εκπρόσωποι παρέδωσαν την κυβερνητική εξουσία και τον έλεγχο πάνω στον κρατικό μηχανισμό στο ναζιστικό κόμμα και προσωπικά στον Αδόλφο Χίτλερ.

Σε αντίθεση με όλα τα μυθεύματα ότι ο φασισμός είναι ένα στιγμιαίο πραξικόπημα, ακριβώς όπως κάθε στρατιωτική δικτατορία, η παράδοση αυτή της εξουσίας ήταν κοινοβουλευτικά και συνταγματικά απολύτως νόμιμη, αφού ο Χίτλερ συμμαχώντας με το Εθνικό Λαϊκό Γερμανικό κόμμα του Χούγκενμπεργκ και άλλα αστικά κόμματα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας υπό την προστασία του Προέδρου της Δημοκρατίας Πάουλ  φον Χίντενμπουργκ. Λίγο αργότερα, στις 28 Φεβρουαρίου 1933 και με αφορμή τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ -κάτι που ανακριβώς αποδόθηκε ιστορικά σε προβοκάτσια των ναζί και ήταν αυθόρμητη ενέργεια ενός διαταραγμένου αλλά τίμιου Ολλανδού κομμουνιστή, του Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε- το Κ.Κ. τέθηκε σε παρανομία, οι βουλευτές του παύθηκαν και τα στελέχη του οδηγήθηκαν στο Νταχάου σε συνθήκες «προληπτικής προστασίας».

Όταν η σοσιαλδημοκρατία αποτυγχάνει: οι συνέπειες

Αυτό που αξίζει να κρατήσουμε στο μυαλό μας -σε μια συγκυρία ενθουσιασμού και κατ’ ελπίδα αρχής του ξηλώματος του νεοφιλελεύθερου πολιτικού πλαισίου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη- είναι το βασικό γεγονός ότι η επιβολή και εγκατάσταση του ναζισμού, που ολοκλήρωσε ένα κοινοβουλευτικό κράτος έκτακτης ανάγκης, υφιστάμενο ήδη από την άνοιξη του 1930 στη Γερμανία, υπήρξε συνέπεια της ήττας της επανάστασης και συνολικότερα της ήττας της αριστερής ηγεμονικής προσπάθειας στη Βαϊμάρη. Ήττας του ένοπλου επαναστατικού κύματος  από το 1918 ως το 1923. Αλλά και βαθιάς ήττας του ρεφορμιστικού κύματος και ρεύματος, αφού η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, αφού δολοφόνησε τους Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ, απέτυχε είτε ως προεδρική εξουσία (Φρ. Έμπερτ από το 1919  ως το 1925) είτε ως κυβερνητική εξουσία συνεργαζόμενη με αστούς πολιτικούς (κυβέρνηση του Χέρμαν Μίλερ από το 1928 ως το 1930) να επιβάλει ένα πραγματικό κοινωνικό συμβόλαιο και ένα κεϊνσιανό ή προκεϊνσιανό μεταρρυθμιστικό μοντέλο κοινωνικού κράτους. Τα πρώτα μικρά ψήγματα κοινωνικού κράτους συνοδεύθηκαν, όπως μας έχει μάθει ο Σέρτζιο Μπολόνια, από την πειθάρχηση και έλεγχο πάνω στους φτωχούς, από την καταστολή και απόλυση των μαχητικών κομμουνιστών εργατών στα μεγάλα εργοστάσια και από την επιδεικτική «προνομοποίηση» κάποιων σοσιαλδημοκρατών συνδικαλιστών ηγετών. Αυτή η «δεξιού»  τύπου σοσιαλδημοκρατική πολιτική αποξένωσε την άνεργη και τη μαχητική εργατική τάξη από τη σοσιαλδημοκρατία και την οδήγησε είτε στις αβέβαιες προσπάθειες του ΚΚ είτε στο ναζιστικό στρατόπεδο - παρά το γεγονός ότι οι ναζί δεν ήταν ούτε εκλογικά καν κόμμα της εργατικής τάξης, ενισχύθηκαν σημαντικά στις εργατικές γειτονιές από άνεργα και περιθωριοποιημένα εργατικά στρώματα. Αυτό, ίσως, μας θυμίζει και εικόνες της Ελλάδας μετά το 2010. Συνεπώς, μια λανθασμένη «μεταρρυθμιστική» πολιτική μπορεί, αν αποτύχει και αν δεν εφαρμοστεί ακόμη και ως «μεταρρυθμιστική», να ενισχύσει την Ακροδεξιά και το φασισμό. Ο φασισμός, ό,τι αντίθετο και αν ειπωθεί, είναι κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό φαινόμενο και όχι γονιδιακή αρρώστια κάποιου λαού. 

Οι ευθύνες του γερμανικού ΚΚ

Όμως, είναι εξίσου σημαντικό να θυμηθούμε και τις ευθύνες του γερμανικού Κ.Κ. Ευθύνες λιγότερο σημαντικές από εκείνες της σοσιαλδημοκρατίας ως κυβερνητικού κόμματος, αλλά πάντως ιστορικά τεράστιες. Όπως έχει επισημάνει εκείνη την εποχή ο Τρότσκι («Ο φασισμός και το εργατικό κίνημα στη Γερμανία») και αργότερα ο Νίκος Πουλαντζάς στο κλασσικό έργο του «Φασισμός και δικτατορία», η τακτική του Κ.Κ. να απορρίψει το Ενιαίο Μέτωπο και από τα πάνω με το Σ.Κ., δυνατότητα, πάντως, δύσκολη και αβέβαιη κοινωνικά λόγω του αιματηρού σχίσματος ανάμεσα σε κομμουνιστές και σοσιαλιστές εργάτες, ήταν μια απολύτως καταστροφική τακτική.

Ας θυμηθούμε εδώ δύο βασικά μυθεύματα της ηγεσίας του γερμανικού Κ.Κ. α) το μύθευμα ότι η εξουσία των ναζί ήταν πρόσκαιρη και ότι σύντομα «θα έλθουμε εμείς μετά τον Χίτλερ» και β) τα μύθευμα ότι η καταστροφή της αστικής δημοκρατίας ήταν ασήμαντη, ότι όλες οι μορφές αστικής εξουσίας είναι ισοδύναμες μορφές «δικτατορίας του κεφαλαίου», ότι όσο η κατάσταση χειροτερεύει τόσο η προοπτική της επανάστασης έρχεται πιο κοντά («θεωρία της εξαθλίωσης»). Και τα δύο αυτά μυθεύματα διαψεύσθηκαν οικτρά. Όσοι τα πίστεψαν, μοιράσθηκαν, δυστυχώς, όχι μόνο την τραγική ιστορική ήττα αλλά και τους θαλάμους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες.

Δεν είναι, πάντως, αλήθεια ότι αυτή η γραμμή πέρασε χωρίς αντιπολίτευση μέσα στο Κ.Κ. Γερμανίας, το σημαντικότερο τότε ευρωπαϊκό Κ.Κ. μετά το κόμμα των Μπολσεβίκων, την καρδιά της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Οι Χάιντς Νόιμαν και Χέρμαν Ρέμελε, στελέχη του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος, υπέβαλαν πρόταση Ενιαίου Μετώπου και από τα πάνω στο Σ.Κ. και τα συνδικάτα το Νοέμβριο του 1932 μετά τη σημαντική εκλογική ήττα των ναζί και όταν το γερμανικό Κ.Κ. είχε περίπου το 17% του εκλογικού σώματος. Η πλειοψηφία γύρω από τον Τέλμαν απέρριψε αυτήν την πρόταση, την ίδια στιγμή που υποστήριξε κοινή απεργία με τους ναζί στην Πρωσία στον κλάδο των σιδηροδρόμων! Η μνήμη αυτής της σωτήριας ενωτικής πρότασης εξαφανίσθηκε μαζί με τους ίδιους τους Ρέμελε και Νόιμαν στις σταλινικές εκκαθαρίσεις του 1937. Η ήττα δεν αποδόθηκε στους πραγματικούς πρωταγωνιστές της. Το ΚΚ θα προτείνει στο Σ.Κ. γενική απεργία την 30-1-1933. Τότε, όμως, θα είναι πολύ αργά. Βεβαίως, δεν είναι ιστορικά απίθανο μια έγκαιρη πρόταση του γερμανικού Κ.Κ. να συναντούσε την άρνηση της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία τότε πίστευε ότι συμμαχώντας με τους «δεξιούς» εναντίον των «ακροδεξιών» και σεβόμενη την αντιδραστική νομιμότητα και εξέλιξη, θα απέτρεπε το μοιραίο. Καμία Γενική Απεργία κατά των ναζί - και «με τα δύο πόδια στο έδαφος της νομιμότητας». Απρόσφορη συμμαχία με την κοινοβουλευτική Δεξιά και το καθολικό κόμμα του Κέντρου, η οποία δεν απέτρεψε το μεγάλο γιουρούσι του ναζισμού στο αστικό γερμανικό κράτος. Ίσως, αυτό να λέει κάτι και για το σήμερα… 

Τι μας διδάσκει η Γερμανία του Μεσοπολέμου

Η παραβολή της Βαϊμάρης του ’33 -παρά τις τεράστιες κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές διαφορές με το σήμερα- είναι σημαντική και χρήσιμη  για την Αριστερά στην σύγχρονη Ελλάδα της πρόσφατης αντιμνημονιακής διακυβέρνησης με κορμό την Αριστερά. Με τη διευκρίνιση, θα ήθελα να ελπίζω, ότι ούτε εμείς είμαστε κάτι σαν την τότε διεφθαρμένη και ουσιαστικά ούτε καν μεταρρυθμιστική γερμανική σοσιαλδημοκρατία, ούτε το ΚΚΕ και η Ανταρσύα είναι κάτι σαν το τότε σταλινικό αλλά και ηρωικό στην αντίστασή του κατά των ναζί Κ.Κ. Γερμανίας (με τη διευκρίνιση, επίσης, ότι, όπως μας έχει μάθει ο Πουλαντζάς, το Κ.Κ. Γερμανίας δεν ήταν στο σεχταρισμό του κάτι το γνήσια επαναστατικό ούτε και επανέφερε πραγματικά στο προσκήνιο τον «τρόμο των αστών» για επιστροφή στην επαναστατική περίοδο 1918-1923).

Η ενότητα της Αριστεράς στο δρόμο, αλλά και μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και οργανώσεών της, είναι κρίσιμη στη σύγχρονη συγκυρία και δεν είναι απλώς ένα κόλπο του ΣΥΡΙΖΑ για να μαντρώσει στην «ενσωμάτωση» τις παραπάνω πολιτικές δυνάμεις, όπως θα ήθελε η αφήγηση του «Ριζοσπάστη». Αντίθετα, μόνο η υποχώρηση του ενδοαριστερού εμφυλίου και η ύπαρξη μιας πραγματικής γέφυρας ενότητας ανάμεσα στις δυνάμεις της Αριστεράς μπορεί να εγγυηθεί την εφαρμογή και αυτού ακόμη του πιο άμεσου αντιμνημονιακού προγράμματος και να ανοίξει το δρόμο περαιτέρω σε ένα γνήσιο αριστερό μεταβατικό πρόγραμμα. Αν όλα αυτά αποτύχουν, μπορεί να μην μας περιμένει το Νταχάου του 1933, αλλά πιθανόν ένα σύγχρονο (άγνωστης μορφής και χαρτογράφησης) ιστορικό του ανάλογο.

Δεν το αξίζουμε!   

Ετικέτες