Οι εξελίξεις από τις αρχές Φλεβάρη μέχρι και σήμερα είναι σαρωτικές. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια και οξύνοια για να γίνουν κατανοητές οι εξελίξεις, και κυρίως συναισθηματική απόσταση. Συναισθηματική αποστασιοποίηση, ώστε να μη χαθεί το αναγκαίο κριτικό πνεύμα και στάση. Η ύπαρξη μιας κυβέρνησης με κορμό την κομμουνιστογενή Αριστερά δημιουργεί εύλογη και απολύτως κατανοητή ευφορία στην παλαιότερη στελέχωση της Αριστεράς: «Οι αγώνες τώρα δικαιώνονται». Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη πια ενός ευρέος κοινωνικού φάσματος που υπάρχει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και το οποίο είτε δεν ψηφίζει καν είτε ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ με πολύ χαμηλές προσδοκίες, ωθεί στην αποδοχή και του πιο ελάχιστου συμβιβασμού, που θα αφήνει, όμως, περιθώρια για μια πολιτική «διχτυού ασφαλείας».
Η ύπαρξη αυτής της μεγάλης πίεσης από το πιο κάτω και ιδίως το πιο «αποκλεισμένο» τμήμα των λαϊκών στρωμάτων μπορεί να έχει μια διπλή διαλεκτική: από την μια πλευρά, μπορεί να δημιουργήσει μια εκρηκτική κατάσταση, αν δεν ικανοποιηθεί ούτε καν το δίχτυ κοινωνικής ασφαλείας - και αυτό είναι μια «σκληρή» ώθηση προς την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για να πάρει έστω και μικρές παραχωρήσεις από την Μέρκελ και την ηγεσία της Ευρωζώνης. Από την άλλη πλευρά, η λογική αυτών των στρωμάτων μπορεί να δημιουργήσει και ένα δίχτυ πολιτικής ασφαλείας και στέρεης κοινωνικής αντιπροσώπευσης γύρω από την κυβέρνηση για ένα πρώτο διάστημα - με τη διαφορά ότι αυτή η ταξική στρωμάτωση, φοβούμενη ότι μια ρήξη μπορεί να διακυβεύσει τις μικρές παραχωρήσεις προς αυτήν και να οδηγήσει στην «τρομακτική χρεοκοπία», μπορεί να λειτουργήσει και πολύ αντιδραστικά κατά της τάσης κλιμάκωσης της σύγκρουσης με την έννοια ότι το μείζον θα καταστρέψει το έλασσον, ιδίως στην περίπτωση της εξόδου από το ευρώ. Μια τέτοιου τύπου στήριξη θα μπορούσε να αντιστοιχηθεί σε λατινοαμερικάνικα δεδομένα και κυρίως όχι υπό την εκδοχή της Βενεζουέλας αλλά υπό την εκδοχή της Βραζιλίας του Λούλα και της Ρούσεφ. Ένα τέτοιο μοντέλο συνδέει το κράτος και τμήματα του κεφαλαίου -και μάλιστα ίσως τα πιο δυναμικά- με τα πιο πληβειοποιημένα λαϊκά-εργατικά στρώματα και με τα ισχυρά τμήματα των μεσαίων στρωμάτων. Θεωρητικά, αλλά πολύ θεωρητικά, υπάρχει ακόμη και το ενδεχόμενο μιας συνολικότερης σύγκρουσης με την Ε.Ε. με απρόβλεπτες διαστάσεις, με την εφαρμογή ενός φιλεργατικού μεταρρυθμιστικού προγράμματος, μη εξαντλούμενου στην ανθρωπιστική κρίση. Αυτή η εκδοχή θα οδηγούσε, όντως, σε αλλαγή κοινωνικού και πολιτικού παραδείγματος. Ας γίνουμε, όμως, πιο ειδικοί στις διαπιστώσεις μας.
- Η διαπάλη εντός του μισθωτού και άνεργου κοινωνικού στρατοπέδου
Η μεγάλη στροφή προς τον ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 και ιδίως κατά τις τελευταίες εκλογές και κυρίως στα λαϊκά στρώματα και στις λαϊκές-εργατικές-μικροαστικές περιοχές της Αθήνας και των μεγάλων πόλεων συμβαίνει παράλληλα προς μια περίοδο μεγάλης κινηματικής κάμψης και υποχώρησης και ύφεσης του κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Από το 2012 ως το 2015 οι μηχανισμοί του «κράτους έκτακτης ανάγκης» και των καπιταλιστών κατέστησαν σαφές ότι καμία διεκδίκηση δεν μπορεί να νικήσει και ότι το κράτος θα είναι όλο και πιο στεγανό και πιο κατασταλτικό απέναντι στους κοινωνικούς αγώνες (Σκουριές, καθαρίστριες , απολυμένοι του Δημοσίου, νεολαία κλπ). Ήταν λοιπόν λογικό οι εκλογές να θεωρηθούν από τον λαϊκό και τον εργατικό κόσμο ως η μόνη πολιτική διέξοδος, πράγμα που πολιτικοποίησε και πόλωσε έντονα τα δύο διαφορετικά στρατόπεδα. Όμως, η λαϊκή- εργατική στάση, όπως εκφράσθηκε κοινοβουλευτικά και όπως είναι πρακτικά, δεν είναι μια και μοναδική. Αυτή η διχοστασία εκφράζεται και στην αυθόρμητη κατάσταση της τάξης και στην πολιτική της έκφραση μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ.
Κατά τη γνώμη μας, υπάρχουν τρεις διαφορετικές ταξικές τάσεις και στάσεις, οι οποίες άλλοτε συμμαχούν και άλλοτε αποκλίνουν μεταξύ τους:
- Η πρώτη είναι η τάση των εργαζομένων στο Δημόσιο και στο κράτος με την ευρύτερη έννοια: αυτοί οι εργαζόμενοι, οι οποίοι έχουν και ένα υψηλό ποσοστό συνδικαλιστικής οργάνωσης και εμπειρίας, επιζητούν το σταμάτημα των «μεταρρυθμίσεων», με την καθεστωτική έννοια του όρου. Να μην απολυθούν, να επιστρέψουν όσοι απολύθηκαν, να μην περικοπούν περαιτέρω οι αποδοχές τους, να διασφαλιστούν οι συντάξεις τους. Το ότι οι αποδοχές τους είναι βασικά ανώτερες από τον ιδιωτικό τομέα και το ότι μάλλον διατηρούν μια εύπλαστη και ευάλωτη πια μονιμότητα και, άρα, έχουν μικρότερο ρίσκο, τους καθιστά ασφαλέστερους, στο βαθμό που θα σταματήσει η διαδικασία των διαθεσιμοτήτων-απολύσεων, αλλά και αντικείμενο φθόνου από τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό, λοιπόν, το τμήμα μπορεί να είναι ευεπίφορο στο να υπάρξουν αλλαγές και πέρα από το «δίχτυ ασφαλείας». Όμως, αξίζει να εξηγηθεί ποιες θα είναι οι περίφημες «προοδευτικές μεταρρυθμίσεις» της νέας κυβέρνησης στο Δημόσιο – θα είναι όντως αντιφιλελεύθερες; Και τι σύνδεση μπορεί να έχει αυτό με τον ΟΟΣΑ και τις λογικές του Doing Business, με τους θατσερικούς τεχνοκράτες; Θα υπάρξει στο όνομα της «πραγματικής αξιολόγησης» μια «κατηγοριοποίηση» αυτού του τμήματος και ποια θα είναι αυτή;
- Η δεύτερη είναι εκείνη η τάση των εργαζομένων/μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα, η οποία βασικά διατηρεί ακόμη τη δουλειά της και ένα βασικό αν και πολύ συρρικνωμένο εισόδημα - με όλες τις διαφορές και τις ιεραρχήσεις που υπάρχουν. Αυτή η τάση μπορεί να θεωρεί εαυτήν ευτυχή που δεν προωθούνται πια οι ομαδικές απολύσεις και που μπορεί να προσβλέπει πιθανόν στην ανάκτηση μέρους των συρρικνωμένων αποδοχών και των συλλογικών συμβάσεων. Αυτή η τάση γλυτώνει τα χειρότερα, και αυτό λειτουργεί υπέρ της κυβερνητικής υποστήριξης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, υφίσταται κίνδυνος ματαίωσης των πιο «ταξικών» προσδοκιών του πακέτου της ΔΕΘ: τα 751 ευρώ, το αφορολόγητο των 12.000 ευρώ, η 13η σύνταξη για τους χαμηλοσυνταξιούχους πάει περίπου 10 μήνες ως έναν χρόνο μετά για να εφαρμοσθεί και μάλιστα υπό τη δαμόκλειο σπάθη της διαπραγμάτευσης με το ιερατείο της Μέρκελ και της Ε.Ε. Ο κίνδυνος των ματαιωμένων προσδοκιών, και μάλιστα προσδοκιών που έχουν συλλογικό-ταξικό και όχι ατομικοποιητικό χαρακτήρα (όπως η περίθαλψη των «φτωχών»), μπορεί, λοιπόν, στην πορεία να συγκρουσθεί και να αντιπαρατεθεί στο βασικό αμυντικό αντανακλαστικό να αρκεστούμε στη μη απώλεια και να μη διεκδικήσουμε την εργατική και ταξική αναδιανομή.
- Η τρίτη είναι η πιο «πληβειοποιημένη» και χτυπημένη από το κεφάλαιο τάση της μισθωτής εργασίας και της ανεργίας. Μιλάμε για τους μακροχρόνια άνεργους, καταγεγραμμένους ή μη, τους επισφαλείς εργαζόμενους, την άνεργη και περιστασιακά εργαζόμενη νεολαία των 200 και 300 ευρώ. Αυτό το κομμάτι δεν έχει ασφαλή σημεία κοινωνικής αναφοράς. Ούτε είναι απόλυτα υποταγμένο ούτε είναι και ενεργό κοινωνικά και πολιτικά - ας αφήσουμε κατά μέρος τις ιδεοληψίες ότι αυτό θα λειτουργήσει με βάση την «άρνηση της εργασίας». Το κομμάτι αυτό μπορεί να αποδώσει για το μαζικό κίνημα και την ανατρεπτική προοπτική τα καλύτερα αποτελέσματα -αν η εκδοχή του «διχτυού ασφαλείας» αποτύχει και αυτή ή εκφυλισθεί σε προγράμματα υπερεκμετάλλευσης των φτωχών- έως και τα χειρότερα αν το «δίχτυ ασφαλείας» γίνει βρόχος μνημονιακής υποταγής και στη συνέχεια οδηγήσει και σε αντιδραστικού χαρακτήρα κατακερματισμούς και αντιδράσεις εντός του κομματιού.
- Τάσεις και αποκλίσεις στα μεσαία στρώματα
Τα μικροαστικά στρώματα έχουν και αυτά διαφοροποιηθεί έντονα στο εσωτερικό τους. Ένα σημαντικό τμήμα τόσο των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων (επαγγελματίες, μικρέμποροι, βιοτέχνες) όσο και των νέων (ανώτεροι υπάλληλοι, επιστημονικά επαγγέλματα, μεσαία κρατική γραφειοκρατία) έχει γνωρίσει μια απίστευτη υποβάθμιση και κοινωνική τρώση και έχει οδηγηθεί σε μαζικά κλεισίματα επιχειρήσεων, σε έλλειψη επαγγελματικής ύλης, σε κοινωνική υποβάθμιση και στον πιο έντονο κοινωνικό αποκλεισμό και περιθωριοποίηση. Χιλιάδες άνθρωποι έκλεισαν τα βιβλία τους στην Εφορία και εγκατέλειψαν τα επαγγέλματά τους. Η φορολογική και ασφαλιστική πολιτική καθώς και η διακύβευση της πρώτης κατοικίας έχει οδηγήσει αυτό το τμήμα σε απόγνωση. Η επαγγελλόμενη προστασία της ιδιοκτησίας (κατάργηση ΕΝΦΙΑ) και η υπόσχεση μιας πιο ήπιας φορολογικής και ασφαλιστικής πολιτικής υπήρξαν κρίσιμα στοιχεία για τη συμμαχία αυτών των μικροαστικών στρωμάτων με τα παραπάνω τμήματα της μισθωτής εργασίας υπό την αιγίδα του ΣΥΡΙΖΑ. Πιθανόν, ένα τμήμα αυτών των στρωμάτων να στηρίζει και σχηματισμούς όπως το ΚΚΕ ή οι ΑΝΕΛ ή ακόμη και η Χρυσή Αυγή. Η προοπτική αυτού του τμήματος είναι, παρά την πιθανότητα μιας ήπιας φορολογικής ελάφρυνσης, μάλλον ζοφερή -αν παραδεχθεί κανείς ότι η κυβέρνηση δεν θα αμφισβητήσει το ευρωενωσιακό δημοσιονομικό πλαίσιο, και δεν θα το αμφισβητήσει- και, άρα, η πιθανότητα ανάκαμψης θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Αλλιώς θα έχουν τα πράγματα στην περίπτωση μιας έστω κεϊνσιανής (και,άρα, εκτός του ευρωενωσιακού πλαισίου) διαδικασίας παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Ταυτόχρονα, αυτά τα στρώματα αντιπαρατίθενται πολύ καθαρά προς τα ανώτερα μεσαία στρώματα που είδαν τον εαυτό τους να αναβαθμίζεται κατά τη μνημονιακή περίοδο. Είναι απολύτως βέβαιο ότι αναπτύχθηκε γύρω από το ευέλικτο κράτος-επιτελείο της μνημονιακής περιόδου α) ένα τμήμα φιλελεύθερης οικονομικά και υψηλόμισθης κρατικής γραφειοκρατίας, η οποία στήριξε τις κρατικές πολιτικές με πάθος και ανήκει σε μια πολιτική γέφυρα που ξεκινά από τον Σημίτη και φτάνει στο Ποτάμι, β) ένα τμήμα δικηγόρων, γιατρών, στελεχών ιδιωτικών επιχειρήσεων, τραπεζών και χρηματιστηριακών εταιρειών, μικρομεσαίων καλά δικτυωμένων επιχειρηματιών, που είδαν την κρίση ως ευκαιρία και πλούτισαν ή έστω σταθεροποιήθηκαν σε πολύ υψηλά επίπεδα. Πρόκειται για στελέχη «αποεδαφικοποιημένα», που ταξιδεύουν διαρκώς, με έντονη πολιτική υποστήριξη της Ε.Ε. και του ευρωπαϊκού ιδεώδους, δηλαδή της διεθνοποιημένης οικονομίας που βοηθά την τσέπη τους και που τους ωθεί να λειτουργούν ως «εθνικοί» μισθοφόροι των μνημονιακών πολιτικών και με λατρεία προς τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Για τα στρώματα αυτά κάθε επιφύλαξη προς τη δομή του ευρώ και της Ε.Ε. λογίζεται ως απαράδεκτος «ευρωσκεπτικισμός» και «εθνικοαπομονωτισμός». Παρά την πίεση του ΕΝΦΙΑ σε αυτά τα στρώματα, είναι φανερό ότι πια νιώθουν μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια και ότι έχουν ανεβάσει και την καταναλωτική τους πρακτική. Αν το κράτος δεν στραφεί διά της φορολογικής πολιτικής και εναντίον τους (και κυρίως κατά του κεφαλαίου) και επιλέξει να «ξεζουμίσει» τους ήδη στυμμένους, πιθανόν αυτά τα στρώματα μαζί με τους «πολύ φτωχούς» (το γράφω κάπως περιγραφικά και όχι με θεωρητική αυστηρότητα) μπορούν να αποτελέσουν ισχυρή τάξη-στήριγμα του νέου συνασπισμού εξουσίας. Αλλά και σημείο κοινωνικής συνάντησης ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ, αν δεν προχωρήσει σε επιλογές ρήξης, και στο χώρο ΠΑΣΟΚ-Ποτάμι.
Κρίσιμο είναι και το ζήτημα αν η τόσο μεγάλη έμφαση της νέας κυβέρνησης στη φορολογική πολιτική θα στραφεί και κατά αυτών των πιο προνομιούχων στρωμάτων και της υπεραξίας που έχουν συσσωρεύσει ή, αντίθετα, θα κινηθεί προς την όλο και πιο «επιστημονική καταγραφή» των συνήθων υποζυγίων, ώστε να ελέγξει αποτελεσματικότερα την πορεία της κοινωνικής τους παρακμής.
- Συγκρούσεις και κοινότητες συμφερόντων εντός της αστικής τάξης
Δεν διαθέτουμε όλα τα στοιχεία στα χέρια μας, αλλά διαβλέπουμε μια τάση «προοδευτικής» διαφοροποίησης και στο εσωτερικό της ελληνικής αστικής τάξης μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Διαμορφώνεται μέσα από το ενιαίο μνημονιακό μπλοκ της αστικής τάξης της περιόδου 2010-2015, όπου όλη η αστική τάξη ωφελήθηκε στο πεδίο της απόσπασης υπεραξίας, υπήρξαν όμως και απαξιώσεις των λιγότερο παραγωγικών και ανταγωνιστικών επιμέρους κεφαλαίων, μια τάση η οποία θα ήθελε ενδεχομένως μια πιο ήπια και κοινωνικά συναινετική διαχείριση, πάντοτε στο πλαίσιο του βασικού νεοφιλελεύθερου παραδείγματος. Οι τοποθετήσεις της κ. Αγγελοπούλου το τελευταίο διάστημα είναι πολύ χαρακτηριστικές για αυτήν την τάση. Βεβαίως, και με δεδομένη την προϋπάρξασα ριζοσπαστικότητα του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή η τάση υπάρχει δυνάμει και όχι ολοκληρωμένη και θα ανασυνταχθεί οριστικά με βάση το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης ΣΥΡΙΖΑ - ηγεσίας της Ευρωζώνης - βλέπουμε ποιος επέζησε και σε αυτόν τείνουμε το χέρι... Πιθανότατα, αυτή η τάση μπορεί να δημιουργήσει και γέφυρες με τα πιο φιλοαμερικανικά τμήματα της αστικής τάξης, τα οποία φλερτάρουν τουλάχιστον με τους ΑΝΕΛΛ και τον κ. Καμμένο, αλλά, ενδεχομένως, βρίσκουν κοινά σημεία και με τους νέους εξωτερικούς προσανατολισμούς της νέας κυβέρνησης.
Παρ’ όλα αυτά, ο πυρήνας της αστικής τάξης στην Ελλάδα θα ήθελε να συρρικνωθεί όσο το δυνατό περισσότερο η εφαρμογή της ΔΕΘ και να περιοριστεί η πρακτέα πολιτική στο πεδίο της κοινωνικής αλληλεγγύης. Σε αυτήν την προσπάθειά τους, τόσο τα «φιλογερμανικά» όσο και τα «φιλοαμερικανικά» τμήματα του κεφαλαίου θα έχουν ανοιχτά και τα δύο χαρτιά: και αυτό της μνημονιακής αντιπολίτευσης διά των Σαμαρά -Βενιζέλου - Θεοδωράκη αλλά και εκείνο του μετριοπαθούς εναγκαλισμού του «υγιούς» πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ. Παρά τις αντιθέσεις τους, τα τμήματα της αστικής τάξης στην Ελλάδα έχουν μια κοινή στρατηγική: τη διατήρηση της υψηλής τους κερδοφορίας με καθόλου ή με μικρές παραχωρήσεις και την αποτροπή της μαζικής κινητοποίησης και οργάνωσης των υποτελών τάξεων - σε αυτά θα είναι όλοι σταθερά στο ίδιο χαράκωμα.
- Η σημειολογία γύρω από την έννοια των «μνημονίων» ως πεδίο ταξικής πάλης
Η αντιπαράθεση για την πολιτική που πρέπει να ασκηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ έχει ως κεντρικό σημείο την έννοια των «μνημονίων», έννοια που έχει ταλαιπωρηθεί πολύ ήδη από το 2012, όταν ο Σαμαράς και ο Κουβέλης ξεκίνησαν να «απαγκιστρώνουν» την Ελλάδα από τα Μνημόνια. Ας ξεκινήσουμε με μερικές βασικές παραδοχές που θα μπορούσαν να βρίσκουν σύμφωνους τους πάντες αν δεν υπήρχαν ανταγωνιστικές ταξικές αντιθέσεις στην Ελλάδα και την Ευρώπη:
- Τα Μνημόνια (δεν υπάρχει Το Μνημόνιο, αφού έχουν υπογραφεί περισσότερα από ένα) είναι συμφωνίες πάνω σε προγράμματα χρηματοδότησης της χώρας από την Ε.Ε., την ΕΚΤ και το ΔΝΤ καθώς και τα ίδια τα προγράμματα χρηματοδότησης. Έχουν υπάρξει ήδη δύο βασικά και μπορεί να υπάρξουν και άλλα στο μέλλον.
- Τα Μνημόνια αποτελούν, επίσης, προγράμματα οικονομικών και δημοσιονομικών στόχων και κρατικών οικονομικών πολιτικών και δράσεων, τα οποία εκτείνονται σε μια ορισμένη περίοδο (π.χ. το Δεύτερο από το 2012-2015). Οι στόχοι-δράσεις είναι αναγκαίοι για να συνεχίζεται η χρηματοδότηση. Βασική όψη αυτών των στόχων είναι οι περικοπές αποδοχών, οι ιδιωτικοποιήσεις, η κατάργηση κοινωνικών δομών κ.ά. Μέχρις στιγμής (2015) δεν έχει επινοηθεί ένα πράγμα όπως το «Μη Νεοφιλελεύθερο Μνημόνιο (Μ.Ν.Μ.)».
- Τα Μνημόνια, όπως και τα Μεσοπρόθεσμα Προγράμματα, εφαρμόζονται στο εσωτερικό δίκαιο μέσω των εφαρμοστικών νόμων. Οι βασικότεροι μνημονιακοί εφαρμοστικοί νόμοι υπήρξαν ο ν. 3845/2010 (ο οποίος εισήγαγε το Πρώτο Μνημονιο), ο ν. 4046/2012 (ο οποίος εισήγαγε το Δεύτερο Μνημόνιο), ο ν. 3986/2011 ο οποίος εφήρμοσε το λεγόμενο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, ο ν. 4093/2012 (Δεύτερο Μεσοπρόθεσμο) κ.ά.
- Τα Μνημόνια ακολουθούν τις δημοσιονομικές σταθερές της Ε.Ε., όπως το Σύμφωνο Σταθερότητας, το Δημοσιονομικό Σύμφωνο κ.ά, έτσι ώστε μεγέθη όπως το δημόσιο χρέος, το δημόσιο έλλειμμα, τα πρωτογενή πλεονάσματα κ.ά. να υπακούουν σε συγκεκριμένα όρια ή να τείνουν αναγκαστικά να συμμορφωθούν σε αυτά. Οι πολιτικές δημοσίων επενδύσεων, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, σφαγιάζονται στο όνομα αυτών των περιορισμών.
- Τα Μνημόνια παρουσιάζουν μια συνέχεια μεταξύ τους έτσι ώστε το επόμενο να μη συνοδεύεται από την πλήρη ή τη ριζική ανατροπή του προηγούμενου. Είναι αυτό που αποκαλούν «συνέχεια του προγράμματος». Προφανώς, η συνέχεια δεν είναι χρονική αλλά είναι πολιτική. Αν κάποιος υποστηρίζει ότι το 70% του ως τώρα Μνημονίου ήταν καλό, γιατί να αρνηθεί να μπει σε ένα καινούριο, αν όντως παρέχεται μια τέτοια ευκαιρία;
- Τα Μνημόνια διαθέτουν μηχανισμό αξιολόγησης και επιτήρησης. Αυτός μπορεί να είναι η τρόικα ή να είναι ένας νέος μηχανισμός.
Αν ένα χρηματοδοτικό πρόγραμμα διαθέτει στο μέλλον τα παραπάνω χαρακτηριστικά, κατά πάσα πιθανότητα θα είναι Μνημόνιο. Από εκεί και πέρα, μπορεί να χαρακτηρισθεί για εσωτερικούς λόγους και για ιδεολογική κατανάλωση Πρόγραμμα, Χρηματοδοτική Ενίσχυση, Συμφωνία Ρευστότητας, Συμφωνία Εθνικής Σωτηρίας ή οτιδήποτε άλλο. Σημασία έχει και θα έχει η ταξική ουσία του και όχι η ονοματοδοσία.
Επίλογος
Υπάρχει ένας πολύ ενδιαφέρων διάλογος στο βιβλίο «Ζωή του Γαλιλαίου» του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Ενώ ο μαθητής του Γαλιλαίου ισχυρίζεται ότι «είναι ευτυχισμένη η χώρα που έχει ήρωες», υπονοώντας τον διωκόμενο δάσκαλό του, ο Γαλιλαίος του απαντά ότι «Δυστυχισμένη είναι η χώρα που χρειάζεται ήρωες». Το ότι ζούμε όλοι και όλες έναν μεγάλο ενθουσιασμό το τελευταίο 20ήμερο, δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι ζούμε -ακόμη- σε μια δυστυχισμένη χώρα. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, αυτή η κοινωνία χρειάζεται τόσο σε επίπεδο κοινωνικής βάσης όσο και σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας μια «ηρωική» στάση. Η οποία, παραδόξως, είναι και η μόνη πραγματικά ρεαλιστική και υπεύθυνη.