Οι δανειστές εκβιάζουν χωρίς να αφήνουν χώρο για «έντιμο συμβιβασμό»

Η κα­τά­λη­ξη του Eurogroup της Δευ­τέ­ρας είναι απο­λύ­τως ερ­μη­νεύ­σι­μη αλλά και ανα­με­νό­με­νη. Σε αντί­θε­ση με μια διά­χυ­τη πε­ποί­θη­ση, δεν είναι το απο­τέ­λε­σμα ενός «προ­τε­στα­ντι­κού» ανορ­θο­λο­γι­κού στοι­χεί­ου προ­σφι­λούς στην πο­λι­τι­κή ηγε­σία και τους ιδε­ο­λό­γους του γερ­μα­νι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού, αλλά προ­ϊ­όν ακραί­ου κα­πι­τα­λι­στι­κού ορ­θο­λο­γι­σμού. Ο οποί­ος απορ­ρέ­ει άμεσα από κα­τε­ξο­χήν πο­λι­τι­κούς υπο­λο­γι­σμούς –και φό­βους– και μόνο σε τε­λευ­ταία ανά­λυ­ση από οι­κο­νο­μι­κούς αντί­στοι­χους. Η σκλη­ρή στάση των ηγε­τών της Ευ­ρω­ζώ­νης προς την ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση δεν είναι από­δει­ξη ατρά­ντα­χτης αυ­το­πε­ποί­θη­σης, αλλά κλι­μα­κού­με­νου φόβου μπρο­στά στο ορατό εν­δε­χό­με­νο ενός δια­λυ­τι­κού για το ευ­ρω­παϊ­κό οι­κο­δό­μη­μα της ακραί­ας λι­τό­τη­τας πο­λι­τι­κού ντό­μι­νο. 

Από την πο­λι­τι­κή νίκη στο πο­λι­τι­κό «ντό­μι­νο»

Η νίκη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στις εκλο­γές της 25ης Ια­νουα­ρί­ου ήταν μια πρώτη με­γά­λη πο­λι­τι­κή νίκη ενά­ντια στις συ­να­σπι­σμέ­νες δυ­νά­μεις του εγ­χώ­ριου και διε­θνούς συ­στή­μα­τος. Το πε­ριε­χό­με­νό της ήταν σαφές: για πρώτη φορά μια κυ­βέρ­νη­ση με κορμό ένα αρι­στε­ρό κόμμα έθετε ζή­τη­μα αλ­λα­γής προ­σα­να­το­λι­σμού στην ακο­λου­θού­με­νη πο­λι­τι­κή, αμ­φι­σβη­τού­σε το θέ­σφα­το –και όχι με θε­ω­ρη­τι­κό τρόπο– ότι δεν υπάρ­χει άλλος δρό­μος απέ­να­ντι στο μο­νό­δρο­μο της ακραί­ας λι­τό­τη­τας. Πρό­κει­ται λοι­πόν για μια κα­τε­ξο­χήν πο­λι­τι­κή νίκη, που θέτει ένα κα­τε­ξο­χήν πο­λι­τι­κό ερώ­τη­μα. Έτσι, ο άξο­νας με­τα­το­πί­ζε­ται από τους οι­κο­νο­μι­κούς «κα­τα­να­γκα­σμούς» και τις «έξυ­πνες μη­χα­νι­κές» για τη δια­χεί­ρι­ση οι­κο­νο­μι­κών με­γε­θών στο πο­λι­τι­κό στοι­χείο: ποιον δρόμο δια­λέ­γουν οι ευ­ρω­παϊ­κές κοι­νω­νί­ες ως απά­ντη­ση στην κρίση, αυτόν της λι­τό­τη­τας ή αυτόν της αντι-λι­τό­τη­τας; Σε όλη την έκτα­ση του ευ­ρω­παϊ­κού πο­λι­τι­κού φά­σμα­τος αυτό ακρι­βώς το πο­λι­τι­κό μή­νυ­μα προ­σέ­λα­βαν. Στη βάση αυτού του κα­θα­ρά πο­λι­τι­κού μη­νύ­μα­τος δη­μιουρ­γή­θη­κε και το ανα­πά­ντε­χο –ως προς την τα­χύ­τη­τα εξά­πλω­σης και την έκτα­σή του– πο­λι­τι­κό «ντό­μι­νο» σε όλη την Ευ­ρώ­πη, αλλά και στο εσω­τε­ρι­κό με τις ποι­κί­λες μορ­φές διεύ­ρυν­σης της στή­ρι­ξης προς την κυ­βέρ­νη­ση (πλα­τεί­ες, πο­σο­στά απο­δο­χής της «σκλη­ρής δια­πραγ­μά­τευ­σης»). 

Σε αυτό το πλαί­σιο, πίσω από τη δυ­σκο­λία με τις λέ­ξεις των ανα­κοι­νω­θέ­ντων, βρί­σκο­νται δύο στρα­τό­πε­δα που εκ­προ­σω­πούν δύο δια­φο­ρε­τι­κούς δρό­μους οι οποί­οι δεν μπο­ρούν να χω­ρέ­σουν σε έναν «έντι­μο συμ­βι­βα­σμό»: Από τη μία των ηγε­τών της Ευ­ρω­ζώ­νης που είναι υπο­χρε­ω­μέ­νοι να επι­χει­ρή­σουν κα­τα­στο­λή της ελ­λη­νι­κής «ανταρ­σί­ας» και από την άλλη της ελ­λη­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης που είναι υπο­χρε­ω­μέ­νη να υπε­ρα­σπι­στεί το ζω­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο της πο­λι­τι­κής νίκης της 25ης Ια­νουα­ρί­ου αλλά και του πο­λι­τι­κού ντό­μι­νο που ξε­δι­πλώ­θη­κε στο εσω­τε­ρι­κό και στο εξω­τε­ρι­κό.

 
Για τη νέα πο­λι­τι­κή νίκη: ενά­ντια στη μνη­μο­νια­κή «γέ­φυ­ρα»

Στο Eurogroup της 16/2 απλώς επι­βε­βαιώ­θη­κε ότι σε αυτή την αντι­πα­ρά­θε­ση δεν υπάρ­χει win-win: είτε μια συμ­φω­νία θα συ­ντη­ρεί έστω τη δυ­να­μι­κή της πο­λι­τι­κής νίκης της 25ης Ια­νουα­ρί­ου και του με­τέ­πει­τα δι­πλού πο­λι­τι­κού ντό­μι­νο στο εσω­τε­ρι­κό και το εξω­τε­ρι­κό, είτε θα την κα­τα­στέλ­λει. Είτε θα συ­ντη­ρεί το μνη­μο­νια­κό πλαί­σιο είτε θα απο­τε­λεί την απαρ­χή του ξη­λώ­μα­τός του. Λύση που να τα επι­τυγ­χά­νει και τα δύο, απλού­στα­τα δεν υπάρ­χει! Αυτή κα­θαυ­τή η «γέ­φυ­ρα» δεν θα είναι ου­δέ­τε­ρη: είτε θα είναι γέ­φυ­ρα προς ένα νέο μνη­μο­νια­κό πλαί­σιο είτε γέ­φυ­ρα προς το ξή­λω­μα της λι­τό­τη­τας. 
Αυτός ήταν ο λόγος που ο Σόι­μπλε δεν απο­δέ­χτη­κε ούτε καν το πε­ρι­βό­η­το «ντραφτ» Μο­σκο­βι­σί, πα­ρό­λο που κι­νού­νταν στο πλαί­σιο ενός συμ­βι­βα­σμού κα­θό­λου «έντι­μου», αφού απο­δε­χό­ταν τα εξής:

«Επι­κρο­τή­σα­με το γε­γο­νός ότι σε ορι­σμέ­νους το­μείς οι ελ­λη­νι­κές πο­λι­τι­κές προ­τε­ραιό­τη­τες μπο­ρούν να συ­νει­σφέ­ρουν στην εν­δυ­νά­μω­ση και στην κα­λύ­τε­ρη εφαρ­μο­γή του πα­ρό­ντος προ­γράμ­μα­τος (...) Οι ελ­λη­νι­κές αρχές έχουν συμ­φω­νή­σει να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν με τον κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό τρόπο την ευ­ε­λι­ξία που έχει οι­κο­δο­μη­θεί στο τρέ­χον πρό­γραμ­μα, καθώς θα αρ­χί­σουν οι συ­νο­μι­λί­ες για μια νέα συμ­φω­νία. Θα συ­νερ­γα­στούν στενά με τους Ευ­ρω­παί­ους και τους διε­θνείς εταί­ρους για να δια­σφα­λί­σουν τις συμ­φω­νη­θεί­σες πα­ρα­μέ­τρους για διαρ­θρω­τι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις». 

Ακόμη λοι­πόν και στην εκ­δο­χή του «καλού κει­μέ­νου» του Μο­σκο­βι­σί, η «ευ­ε­λι­ξία στο πλαί­σιο του τρέ­χο­ντος προ­γράμ­μα­τος» και η δια­σφά­λι­ση των «συμ­φω­νη­θει­σών πα­ρα­μέ­τρων για διαρ­θρω­τι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις» τί­θε­νται ως όροι για τη συμ­φω­νία-γέ­φυ­ρα αλλά και για τη συ­νο­λι­κή συμ­φω­νία που θα ακο­λου­θή­σει. 

Όμως, σε μια δια­πραγ­μά­τευ­ση που βρί­σκε­ται μόλις στο ξε­κί­νη­μά της, αν η ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση απο­δε­χτεί μια συμ­φω­νία στα όρια με­τα­ξύ «έντι­μου» και «ανέ­ντι­μου» συμ­βι­βα­σμού, αντι­με­τω­πί­ζου­με τον θα­νά­σι­μο κίν­δυ­νο του εγκλω­βι­σμού σε μια πα­γί­δα ορια­κών και «μη ανι­χνεύ­σι­μων» κερ­δών, που στην πο­ρεία της αντι­πα­ρά­θε­σης θα εξα­φα­νι­στούν εντε­λώς μέσα από τους οι­κο­νο­μι­κούς κα­τα­να­γκα­σμούς της «πα­γί­δας ρευ­στό­τη­τας» για τις τρά­πε­ζες και το Δη­μό­σιο. Και αν στο ξε­κί­νη­μα απο­δε­χτού­με να θυ­σια­στούν σαν Ιφι­γέ­νεια οι δε­σμεύ­σεις της ΔΕΘ για να απο­πλεύ­σει το σκά­φος της δια­πραγ­μά­τευ­σης για τη νέα συμ­φω­νία, τότε η συ­νέ­χεια μπο­ρεί να είναι μόνο χει­ρό­τε­ρη ή και πολύ χει­ρό­τε­ρη. 

Δεν πρό­κει­ται για το αν θα πε­τύ­χου­με το 100% των στό­χων στη δια­δι­κα­σία της δια­πραγ­μά­τευ­σης, αλλά για το αν η πυ­ξί­δα θα πα­ρα­μεί­νει στην κα­τεύ­θυν­ση της αντι-λι­τό­τη­τας ή θα στρα­φεί ξανά στην κα­τεύ­θυν­ση της λι­τό­τη­τας –έστω και πιο ήπιας ή ρε­του­σα­ρι­σμέ­νης. Αυτό θέλει να πει το σύν­θη­μα «100% ανα­τρο­πή της λι­τό­τη­τας»: ότι η όποια «γέ­φυ­ρα» πρέ­πει να μας οδη­γεί από την πρώτη πο­λι­τι­κή νίκη (των εκλο­γών) σε μια δεύ­τε­ρη, που θα είναι η κάμψη της αδιαλ­λα­ξί­ας των δα­νει­στών και το άνοιγ­μα του δρό­μου της αντι-λι­τό­τη­τας, κι όχι η επι­στρο­φή στον τόπο της λι­τό­τη­τας με αλ­λαγ­μέ­να το­πω­νύ­μια... 

Οι «άσπον­δοι φίλοι» Ομπά­μα, Λα­γκάρντ και Ολάντ

Όταν οι ίδιοι οι δα­νει­στές απο­δει­κνύ­ουν εκ­βιά­ζο­ντας ότι δεν υπάρ­χει «έντι­μος συμ­βι­βα­σμός» που να αφή­νει το δρόμο της αντι-λι­τό­τη­τας έστω και μι­σά­νοι­χτο, είναι φα­νε­ρό ότι το σύν­θη­μα «Ούτε βήμα πίσω» πε­ρι­γρά­φει τα όρια της όποιας δια­πραγ­μα­τευ­τι­κής τα­κτι­κής, καθώς ήδη το «ντραφτ» Μο­σκο­βι­σί κι­νεί­ται στα όρια του «ανέ­ντι­μου συμ­βι­βα­σμού». 

Αυτό ακρι­βώς είναι και το νόημα των πα­λι­νω­διών των «άσπον­δων φίλων» της ελ­λη­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης όπως ο Ομπά­μα, ο Ολάντ, η Λα­γκάρντ κ.λπ.: μας στη­ρί­ζουν αλλά μόνο στο βαθμό που κι­νού­μα­στε στα όρια του «ανέ­ντι­μου συμ­βι­βα­σμού», διότι απλού­στα­τα υπο­στη­ρί­ζουν μια άλλη εκ­δο­χή των πο­λι­τι­κών λι­τό­τη­τας και όχι την ανα­τρο­πή της. Γι’ αυτό και όλοι τώρα συ­ντάσ­σο­νται με τον εκ­βια­σμό του Σόι­μπλε. Διότι αν για τον Ολάντ μοιά­ζει αλη­θο­φα­νής η κα­τη­γο­ρία ότι «υπο­τάσ­σε­ται» στη Μέρ­κελ, για τη Λα­γκάρντ και πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο τις ΗΠΑ δεν μπο­ρεί κα­νείς να ισχυ­ρι­στεί κάτι τέ­τοιο. 

Όμως για τη ρι­ζο­σπα­στι­κή Αρι­στε­ρά δεν μπο­ρεί να υπάρ­χει τέ­τοιο δί­λημ­μα: μας αφορά μόνο η κα­τεύ­θυν­ση ανα­τρο­πής της λι­τό­τη­τας και όχι η με­το­νο­μα­σία της και η τρο­πο­ποί­η­ση των όρων επι­βο­λής της. Μόνο έτσι θα δια­σω­θεί το πο­λύ­τι­μο πο­λι­τι­κό μας κε­φά­λαιο: το πο­λι­τι­κό «ντό­μι­νο» στο εξω­τε­ρι­κό αλλά και στο εσω­τε­ρι­κό, δη­λα­δή η λαϊκή κι­νη­το­ποί­η­ση και η λαϊκή στή­ρι­ξη, που απο­τε­λούν τους θε­με­λιώ­δεις όρους για ένα σχέ­διο νίκης. 

Ετικέτες