Η διαπραγμάτευση ως διαδικασία ορθού λόγου (Κέινς), η διαπραγμάτευση ως στοιχείο της ταξικής πάλης (Μαρξ) και πώς εξηγείται η σκληρή, «παράλογη» στάση των ηγετών της Ευρωζώνης

Πώς να καταλάβουμε τη διαπραγμάτευση και τα μονοπάτια που ακολουθεί; Αυτή η ερώτηση δεν είναι μόνο επίκαιρη τώρα που παρακολουθούμε τις εξελίξεις εν θερμώ, αλλά θα παραμένει κρίσιμη καις τη συνέχεια, όταν όλα θα έχουν παιχτεί και θα πρέπει να καταλάβουμε τι συνέβη, τι μας συνέβη. 

Ο τρόπος του Κέινς

Ο τρόπος με τον οποίο κατανοεί η ελληνική πλευρά τη φύση της διαπραγμάτευσης, είναι ο τρόπος του Κέινς, που θεωρούσε ότι το σημαντικό στην οικονομική πολιτική δεν είναι οι κοινωνικές αντιθέσεις, η ταξική πάλη, αλλά οι παλιές, οι σκουριασμένες ιδέες που εμποδίζουν τη λογική και οδηγούν σε αποφάσεις καταστροφικές, όχι μόνον για τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις αλλά και για τις κυρίαρχες. Αυτή η πίστη των αριστερών κεϊνσιανών, που βρίσκεται διατυπωμένη όχι μόνο στις πρώτες αλλά και στις τελευταίες σελίδες του μεγάλου βιβλίου του δασκάλου τους, εξηγεί την πίστη τους στη διαπραγματευτική δύναμη του ορθού λόγου, την επιθυμία τους να καθήσουν στην ίδια πλευρά του διαπραγματευτικού τραπεζιού και όχι απέναντι, να διατυπώσουν προτάσεις που τελικά συμφέρουν όλες τις πλευρές (που όπως λένε τώρα είναι καταστάσεις win-win). Είναι η ίδια θεώρηση των πραγμάτων που εξηγεί την αθώα στάση ενός μεγάλου προοδευτικού οικονομολόγου όπως ο Πολ Κρούγκμαν που, όποτε γράφει για την Ελλάδα, βρίσκεται σε διαρκή απορία γιατί οι ηγετικές δυνάμεις της Ευρώπης φέρονται τόσο παράλογα ώστε να θέτουν σε δοκιμασία το ίδιο το ευάλωτο παιδί τους που είναι η Ευρωζώνη, γιατί βυθίζουν την οικονομία στην ύφεση και φλερτάρουν με τον αποπληθωρισμό.

Οι αριστεροί κεϊνσιανοί –οικονομολόγοι ή πολιτικοί– εγκαλούν λοιπόν την καθεστωτική οικονομία και την εξουσία στο δρόμο της λογικής, που είναι ο δρόμος της οικονομικής μεγέθυνσης, των επενδύσεων, της πλήρους απασχόλησης και της αξιοπρεπούς διαβίωσης των υποτελών κοινωνικών τάξεων, και προτείνουν λύσεις βασισμένες στον ορθό λόγο, λύσεις «συμφέρουσες σε όλους». Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η ελληνική πλευρά κατανοεί τη φύση της διαπραγμάτευσης.

Ο τρόπος του Μαρξ

Ένας άλλος τρόπος να κατανοήσουμε τη φύση της διαπραγμάτευσης, είναι ο τρόπος του Μαρξ: η κρίση είναι το περιβάλλον που επιτρέπει στην τάξη των κεφαλαιοκρατών να επιβάλει τις απαιτήσεις της. Εκατόν πενήντα χρόνια μετά το «Κεφάλαιο» γνωρίζουμε ότι το επίπεδο συνείδησης της αστικής τάξης τής επιτρέπει να οργανώνει συνειδητά πλέον την κρίση ως μέσο για την πειθάρχηση των εργαζόμενων τάξεων, για να δεχθούν λιγότερες προστατευτικές ρυθμίσεις, χαμηλότερους μισθούς, σκληρές εργασιακές σχέσεις και ταπεινώσεις υπό την πίεση της ανεργίας και του διογκούμενου εφεδρικού εργατικού δυναμικού. Έτσι και στην Ελλάδα, η όλη διαδικασία της ύφεσης και της πολιτικής τής εξαθλίωσης, της αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους, της ανεργίας και της απαξίωσης της εργασίας, απέκτησε τη λογική του οικονομικού δαρβινισμού, τη λογική της εκκαθάρισης των μη ανταγωνιστικών, ή των λιγότερο ανταγωνιστικών, κεφαλαίων και των πιο αδύναμων ανθρώπων ώστε η ελληνική οικονομία, αν και συρρικνωμένη, να βρει, τελικά ένα νέο μοντέλο συσσώρευσης κεφαλαίου μέσω μιας διαδικασίας «δημιουργικής» καταστροφής και ιστορικής ήττας των δυνάμεων της εργασίας και της Αριστεράς. Οι καθεστωτικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις πλησίασαν αρκετά στην καμπή εκείνη του δρόμου όπου η άρχουσα τάξη, οι σύμμαχοί της στην Ευρώπη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι, μπορούσαν να ελπίζουν σε μια παγίωση των κατακτήσεών τους στην Ελλάδα, καθώς είχαν ήδη αρχίσει να διακρίνουν το περίγραμμα ενός νέου ολοκληρωμένου καθεστώτος συσσώρευσης κεφαλαίου που ενσωμάτωνε ως οργανικά στοιχεία του όλες τις βαρβαρότητες που γνωρίσαμε μετά το 2009.

Το «σάπιο μήλο»

Ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, που δεν είναι καν επαναστατική αλλά κινείται στον πρωτότυπο χώρο της ριζοσπαστικής κεντροαριστεράς, έχει ακυρώσει το πείραμα της προγραμματισμένης και άνωθεν οργανωμένης ανασυγκρότησης μιας αναπτυγμένης καπιταλιστικής χώρας με δημοκρατικούς θεσμούς, ώστε να μεταβεί ταχύτατα σε νέο καθεστώς εκμετάλλευσης της εργασίας που δεν θα έφερε πλέον στους κόλπους του ούτε τα παλιά εργασιακά δικαιώματα ούτε καν τη μνήμη τους.

Οι κυρίαρχες δυνάμεις του ευρωπαϊκού καπιταλισμού καλούνται τώρα να διαχειριστούν την ήττα τους και να ελέγξουν τις επιπτώσεις της πριν αυτές αποκτήσουν εκρηκτικό, μεταδιδόμενο, άρα ανεξέλεγκτο χαρακτήρα. Διότι η ήττα τους στις ελληνικές εκλογές δεν διέψευσε μόνον την ικανότητά τους να γκρεμίζουν μιαν ολόκληρη χώρα χωρίς πόλεμο και να την ξαναχτίζουν για να τη φέρουν στα μέτρα τους. Η ήττα τους μπορεί να γίνει ντόμινο, και η μόλυνση από το «σάπιο μήλο» να απειλήσει τη συνέχιση της λιτότητας, που είναι ένα κρίσιμο στοιχείο της στρατηγικής τους για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ενώ παλιότερα η λιτότητα ήταν συγκριτικά περιορισμένη και συνήθως αφορούσε τη μεσοπρόθεσμη διάρκεια χωρίς να διαταράσσονται οι μακροχρόνιες ισορροπίες του συστήματος, σήμερα έχει αποκτήσει κεντρική σημασία: Όταν το κεφάλαιο είναι υπερσυσσωρευμένο, όταν είναι πέντε έως επτά φορές μεγαλύτερο από το ΑΕΠ, όπως συμβαίνει σήμερα σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να μην καταρρεύσει η κερδοφορία απαιτείται ακραία ένταση της εκμετάλλευσης της εργασίας, και αυτό επιτυγχάνεται με την υψηλή ανεργία. Η λιτότητα, η εκρηκτική αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας και η ανεργία αποτελούν λοιπόν σήμερα τη στρατηγική καρδιά του συστήματος. Ό,τι λοιπόν την απειλεί πρέπει να εκμηδενιστεί. Αυτά εξηγούν τη σκληρή, αποφασιστική στάση των ηγετικών δυνάμεων της Ευρωζώνης έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Το στρατηγικό συμφέρον των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων της Ευρώπης να διατηρηθεί το καθεστώς της υψηλής ανεργίας και της λιτότητας είναι αυτό που ενορχηστρώνει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, πειθαρχεί τις πρόσκαιρες και σχεδόν ανεπαίσθητες εθνικές παρεκκλίσεις και τις ενοποιεί πολιτικά απέναντι στον κοινό, επικίνδυνο εχθρό, δηλαδή την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Ετικέτες