«Μήπως το φάντασμα δεν επιστρέφει από την πιο βαθιά λήθη που κατανικά στιγμιαία, μήπως το φάντασμα δεν είναι άλλο από μια φευγαλέα εκδίκηση ενάντια σε αυτό που πιστεύαμε ότι είχε εξαφανιστεί για πάντα;» George Banu

Λίγες μέρες πριν «σο­κα­ρι­στή­κα­με»  με  το γι­γά­ντιο γκρά­φι­τι που εν μια νυκτί κα­τέ­λα­βε τους τοί­χους του ιστο­ρι­κού κτι­ρί­ου του Πο­λυ­τε­χνεί­ου, Πα­τη­σί­ων και Στουρ­νά­ρη γωνία. Για άλ­λους η τέχνη και για άλ­λους η «μουν­τζού­ρα» στά­θη­κε η αφορ­μή για να ξα­να­θυ­μη­θού­με το πο­λυ­τε­χνείο και την ιστο­ρία του, για να θυ­μώ­σου­με,  όχι τε­λι­κά για το ίδιο το γκρά­φι­τι αλλά για την ιστο­ρι­κή και συλ­λο­γι­κή μνήμη που ξε­θω­ριά­ζει. Αυτό επι­τε­λέ­στη­κε ανε­ξάρ­τη­τα από την πρό­θε­ση των ίδιων των καλ­λι­τε­χνών. Η πράξη έγινε και προ­κά­λε­σε αντι­δρά­σεις που οι καλ­λι­τέ­χνες δεν μπο­ρού­σαν πια να ελέγ­ξουν. 

Η street art και τα όρια της είναι ένα  ση­μα­ντι­κό ζή­τη­μα. Αυτές τις μέρες ανα­ρω­τή­θη­καν πολ­λοί  ποιος θα μπο­ρού­σε να στα­μα­τή­σει τους καλ­λι­τέ­χνες από το να ζω­γρα­φί­σουν ακόμα και τον ίδιο τον παρ­θε­νώ­να.  Ας μη μπού­με στον πει­ρα­σμό να τους θυ­μή­σου­με ότι κά­πο­τε όλα τα λευκά αρ­χαία μνη­μεία και αγάλ­μα­τα ήταν χρω­μα­τι­στά και ζω­γρα­φι­σμέ­να και ότι το λευκό τους χρώμα είναι απλά το ση­μά­δι του χρό­νου που τα άλ­λα­ξε. 

Ας μεί­νου­με στο πο­λυ­τε­χνείο και στην μο­να­δι­κή του αξία. Γιατί το πο­λυ­τε­χνείο αντί­θε­τα με τον παρ­θε­νώ­να, είναι ένα «μνη­μείο», ένα σύμ­βο­λο της αρι­στε­ράς. Ένα κτί­ριο μέσα στην πόλη, που δεν είναι του­ρι­στι­κή ατρα­ξιόν και που δεν πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στη λίστα με τα εφτά θαύ­μα­τα του κό­σμου. «Το πο­λυ­τε­χνείο ζει» φω­νά­ζουν οι άν­θρω­ποι κάθε χρόνο δια­δη­λώ­νο­ντας στην επέ­τειο της εξέ­γερ­σης. 

Πολ­λοί από αυ­τούς που σο­κά­ρο­νται τώρα, είναι οι πρώην κυ­βερ­νώ­ντες και οι υπο­στη­ρι­χτές τους που φω­νά­ζουν με πάθος εδώ και χρό­νια ότι τέ­λειω­σε η με­τα­πο­λί­τευ­ση, που ζη­τούν την κα­τάρ­γη­ση του ασύ­λου, που απα­ξί­ω­σαν το πο­λυ­τε­χνείο και όλα τα πα­νε­πι­στή­μια της χώρας, που άφη­σαν το κτί­ριο να ρη­μά­ξει, που υπο­βάθ­μι­σαν την πε­ριο­χή γύρω από αυτό και άφη­σαν  ολό­κλη­ρο το κέ­ντρο της Αθή­νας, να βυ­θι­στεί στην φτώ­χεια και την πα­ρακ­μή, που επέ­λε­ξαν συ­νει­δη­τά να συ­νη­θί­σει η κοι­νω­νία την αργή πα­ρακ­μή, την ασχή­μια που συμ­βαί­νει αργά, μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, δε­κα­ε­τία τη δε­κα­ε­τία. 

Αντί­θε­τα η  ασπρό­μαυ­ρη ζω­γρα­φιά πάνω στο κτί­ριο του πο­λυ­τε­χνεί­ου ουρ­λιά­ζει «εδώ πο­λυ­τε­χνείο, εδώ πο­λυ­τε­χνείο». Συ­νή­θως τα ουρ­λια­χτά δεν είναι όμορ­φα, είναι τρο­μα­χτι­κά γιατί αυτός είναι ο ρόλος τους. Να ζη­τούν βο­ή­θεια. Αυτό κα­τά­φε­ρε το εν λόγω γκρά­φι­τι. Να μας θυ­μί­σει να θυ­μό­μα­στε το πο­λυ­τε­χνείο. Η βίαιη πα­ρέμ­βα­ση στους τοί­χους του, προ­σπά­θη­σε να ανα­κό­ψει τη φθορά που έχου­με συ­νη­θί­σει και που δεν είναι λι­γό­τε­ρο βίαιη. Προ­σπά­θη­σε να ανα­σύ­ρει το κτί­ριο όχι ως ύλη αλλά ως σύμ­βο­λο από τη λήθη. Οι καλ­λι­τέ­χνες, οι δρά­στες, οι άν­θρω­ποι που το ζω­γρά­φι­σαν επέ­λε­ξαν μια οποια­δή­πο­τε ημε­ρο­μη­νία και όχι  τη 17η Νο­έμ­βρη. Την επέ­τειο την πε­ρι­μέ­νου­με, την τα­ξι­νο­μού­με. Η συ­νε­χής μνήμη όμως έρ­χε­ται απρό­σκλη­τη, επι­βάλ­λει την πα­ρου­σία της. Και πόσο ευ­τυ­χι­σμέ­νοι θα πρέ­πει να εί­μα­στε που η μνήμη αυτή επέ­στρε­ψε σε μια ιστο­ρι­κή εποχή, στην εποχή της νέας κυ­βέρ­νη­σης. Θυ­μί­ζο­ντας ίσως και σε αυτήν τις ρή­ξεις που πρέ­πει να κάνει, τα όρια που πρέ­πει να σπά­σει, το πο­λυ­τε­χνείο που έχει να δι­καιώ­σει, το ψω­μί-παι­δεία-ελευ­θε­ρί­α­για το οποίο πρέ­πει να πα­λέ­ψει. 

Κοι­τώ­ντας το κτί­ριο δεν μπο­ρού­με παρά να θυ­μη­θού­με τους φοι­τη­τές και τις φοι­τή­τριες, τους μα­θη­τές, τους νέους ερ­γα­ζό­με­νους-ες που το 1973 έγρα­φαν στους τοί­χους του,  «επα­νά­στα­ση λαέ» και «κάτω η χού­ντα», σε αυ­τούς που έγρα­φαν συν­θή­μα­τα στα τρό­λει που περ­νού­σαν από την πα­τη­σί­ων, σε αυ­τούς που χρη­σι­μο­ποι­ή­σαν το κτί­ριο ως μέσο και ως κα­τα­φύ­γιο για  να ανα­τρέ­ψουν τη χού­ντα, σε αυ­τούς που το άλ­λα­ξαν και του  ξα­να­έ­δω­σαν ζωή. 

Σή­με­ρα, χρό­νια μετά ξυ­πνώ­ντας η πόλη και αντι­κρύ­ζο­ντας το μουν­τζου­ρω­μέ­νο, πλη­γω­μέ­νο  κτί­ριο, κα­λεί­ται να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει ότι τα σύμ­βο­λα χρειά­ζο­νται επα­να­νοη­μα­το­δό­τη­ση για να ξα­να­πο­κτή­σουν ζωή. Το κτί­ριο χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε ως καμ­βάς, απο­κα­λύ­πτω­ντας μας  ότι μπο­ρού­με να γρά­ψου­με και­νού­ρια συν­θή­μα­τα πάνω του, ότι είναι ζω­ντα­νό,  ότι το πο­λυ­τε­χνείο είναι εδώ. 

Η ανα­κοί­νω­ση του υπουρ­γεί­ου παι­δεί­ας, πο­λι­τι­σμού και θρη­σκευ­μά­των ανα­φέ­ρει  στην ανα­κοί­νω­ση του με­τα­ξύ άλλων  ότι «οι εκ­φρά­σεις αυ­θόρ­μη­της τέ­χνης της νέας γε­νιάς -όσο σε­βα­στές και αν εί­ναι- απαι­τούν όρια και μέτρο.» Αυτά τα όρια και το μέτρο, μας καλεί το φά­ντα­σμα του πο­λυ­τε­χνεί­ου να ξε­πε­ρά­σου­με, για να δώ­σου­με νόημα σε αυτό το «οι εξε­γέρ­σεις δεν μπαί­νουν στα μου­σεία». 

Έχο­ντας πει, αυτά, γί­νε­ται πια σαφές, ότι η συ­ζή­τη­ση δεν γί­νε­ται για το αν μας αρέ­σει το γκρά­φι­τι. Δεν ζω­γρα­φί­στη­κε για να είναι ωραίο άλ­λω­στε.  Στά­θη­κε όμως η αφορ­μή να γίνει ορατό το ίδιο το πο­λυ­τε­χνείο.  Χρειά­στη­κε αυτό το γκρά­φι­τι για να να δια­βά­σει την ιστο­ρία του πο­λυ­τε­χνεί­ου και κυ­ρί­ως να ομο­λο­γή­σει ότι δεν ήξερε πολλά,   ο 17 χρο­νος Πέ­τρος , μα­θη­τής της τρί­της λυ­κεί­ου και ας είχε πα­ρα­στεί όπως όλοι οι μα­θη­τές και οι μα­θή­τριες σε δε­κά­δες επε­τεια­κές εκ­δη­λώ­σεις για το πο­λυ­τε­χνείο στο σχο­λείο του. 

«Η πάλη του αν­θρώ­που ενα­ντί­ον της εξου­σί­ας είναι η πάλη της μνή­μης ενα­ντί­ον της λήθης» γρά­φει ο Κού­ντε­ρα. Οι σκα­λω­σιές επι­διόρ­θω­σης έχουν στη­θεί και αυτές τις ώρες σβή­νε­ται το γρά­φι­τι από το κτί­ριο. Ας αρ­χί­σου­με να σκε­φτό­μα­στε τι και­νού­ριο θα γρά­ψου­με πάνω του, πριν η λήθη ξα­να­νι­κή­σει την μνήμη.

Ετικέτες