Τη Δευτέρα 20/4 ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, σε επίσκεψή του στο Υπουργείο Προ.Πο. έδωσε πλήρη κάλυψη στις πολιτικές επιλογές Πανούση, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα το «νέο» δόγμα για την Αστυνομία, το οποίο βρίσκεται αρκετά μακριά από τις αξίες της Αριστεράς αλλά και τις ίδιες τις συνεδριακές αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Πόσο μπορεί ένας μηχανισμός κατεξοχήν -αν όχι εξ' ολοκλήρου- κατασταλτικός να διασφαλίζει την ασφάλεια (ποιών απέναντι σε ποιούς;) και τις δημοκρατικές ελευθερίες;
1. Το βασικό σκεπτικό είναι η συμφιλίωση της αστυνομίας με τον πολίτη, όπου η πρώτη με δημοκρατικές ευαισθησίες θα φροντίζει για τη δημόσια τάξη και τις δημοκρατικές ελευθερίες και την ασφάλεια του δεύτερου. Τι σημαίνει όμως η δημόσια τάξη; Όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις -και εδικά των πέντε τελευταίων χρόνων- στο όνομα της δημόσιας τάξης ενορχήστρωσαν την πιο άγρια καταστολή των κοινωνικών και εργατικών κινητοποιήσεων. Η δημόσια τάξη δεν είναι μια έννοια κενή πολιτικού περιεχομένου ή τελοσπάντων έχει αποκτήσει (λιγότερο ή περισσότερο) συγκεκριμένο νόημα και αυτό είναι η «κανονική» λειτουργία γενικώς της οικονομίας.
Συνεπώς μία διαδήλωση που καταλαμβάνει μια οδική αρτηρία διεκδικώντας την αύξηση του κατώτατου μισθού (κάτι που προεκλογικά ήταν προς άμεση εφαρμογή) διαταράσσει τη δημόσια τάξη αφού παρεμποδίζεται η ομαλή λειτουργία πχ καταστημάτων. Σύμφωνα με το παραπάνω σκεπτικό αυτή θα πρέπει με κάποιον τρόπο να κατασταλεί. Αυτό όμως έρχεται σε σύγκρουση με την προάσπιση των δημοκρατικών ελευθερίων αυτών που διαμαρτύρονται για ένα αδιαμφισβήτητα δίκαιο αίτημα, εκτός και αν η ομαλή λειτουργία κάποιων εμπορικών καταστημάτων (και συνεπώς η ασφαλής κερδοφορία των εργοδοτών) ιεραρχείται πολιτικά πιο ψηλά από το δημοκρατικό δικαίωμα των εργαζομένων στη συλλογική διεκδίκηση.
Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η εισβολή της Αστυνομίας στην Πρυτανεία του ΕΚΠΑ πριν λίγες μέρες για τον τερματισμό της κατάληψης λίγων αντιεξουσιαστών, σε ένδειξη αλληλεγγύης στην απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων. Ποια πτυχή της δημόσιας τάξης παραβιάστηκε; Αυτή που θέλει τα πανεπιστήμια στείρα εκπαιδευτήρια, απογυμνωμένα από πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες. Μια αντίληψη που δεν είναι της Αριστεράς που υπερασπίζεται το άσυλο ως χώρο όχι μόνο ελεύθερης διακίνησης ιδεών αλλά ως χώρο οργάνωσης συλλογικών αγώνων.
Αλήθεια, τι ακριβώς προστατεύουν οι κλούβες των ΜΑΤ που έχουν (επαν)εγκατασταθεί στο κέντρο και ειδικά έξω από το Πολυτεχνείο και τη Νομική και σε ποια πολιτική προάσπισης δημοκρατικών ελευθεριών υπόκεινται;
2. Ο Α. Τσίπρας δήλωσε χαρακτηριστικά: «ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν εκβιάζεται […] και προς τα έξω και προς τα μέσα», κάτι που επανειλημμένα ακούγαμε από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Το πραγματικό νόημα αυτής της φράσης δεν μπορεί παρά να είναι «ότι η Κυβέρνηση δεν εκβιάζεται» και μένει να απαντήσουμε στο ποια είναι αυτά τα υποκείμενα που μπορούν δυνητικά να εκβιάσουν την κυβέρνηση.
«Από έξω» η απάντηση είναι μάλλον εύκολη. Οι δανειστές. Αλλά, μέχρι σήμερα, η Κυβέρνηση δεν έχει δώσει θετικά δείγματα γραφής, αφού συνεχώς υποχωρεί μπροστά στις πιέσεις τους. Άρα απομένουν οι «από μέσα». Δυστυχώς, αν κρίνουμε με τα έως τώρα πεπραγμένα της αστυνομίας, δεν πρόκειται ούτε για τη διαφθορά, ούτε για το ποινικό έγκλημα, αλλά για το ίδιο το κίνημα όταν αυτό θα προσπαθεί να ασκεί πιέσεις στην κυβέρνηση και να διεκδικεί, γιατί κάτι τέτοιο θα έρχεται σε αντίθεση με την «λαϊκή ενότητα» και την «εθνική συναίνεση» που σύμφωνα με τον Α. Τσίπρα η αστυνομία θα πρέπει να διαφυλάσσει.
Και για να αποφύγουμε να χαρακτηριστούμε κακεντρεχείς, καχύποπτοι, ανυπόμονοι, αριστεριστές ή οτιδήποτε παρόμοιο, αρκεί κανείς να ανατρέξει στο ιστορικό παράδειγμα της Χιλής του Αλιέντε και ειδικότερα το 1972, τηρουμένων πάντα των αναλογιών. Τότε, ενώ το κίνημα βρισκόταν σε εξαιρετική άνοδο, αντιμετωπίζοντας με πρωτοφανή μαχητικό τρόπο (και αποτελεσματικά) το σαμποτάζ της αστικής τάξης απέναντι στην κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας (σ.σ. ο συνασπισμός του Αλιέντε), η ίδια η κυβέρνηση στο όνομα της εθνικής ενότητας και των εγγυήσεων που είχε δώσει στην αστική τάξη, έστρεψε την αστυνομία και τον στρατό ενάντια στο κίνημα, ενάντια δηλαδή στη λαϊκή της βάση.
3. Ενδιαφέρον σημείο της συνέντευξης τύπου του πρωθυπουργού ήταν ένα, ομολογουμένως γενικό, κάλεσμα για διάλυση κάποιων αντιδημοκρατικών θυλάκων εντός της αστυνομίας. Αυτοί οι θύλακες δεν είναι, γενικώς, αντιδημοκρατικοί, αλλά είναι, ειδικώς, φασιστικοί και συγκεκριμένα έχουν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με τη Χρυσή Αυγή. Αυτό αποδεικνύεται καταρχήν με τα ποσοστά που απολαμβάνουν οι νεοναζί δολοφόνοι της Χ.Α. ανάμεσα στα σώματα ασφαλείας. Επιπλέον, τα πάμπολλα περιστατικά, τόσο κοινής δράσης αστυνομίας και χρυσαυγιτών όσο και κάλυψης (στο σημείο πολιτικής -και ποινικής- ασυλίας) από πλευράς αστυνομίας, ενισχύουν ακόμα περισσότερο το παραπάνω.
Εάν κάποιος ήθελε να διαλύσει αυτούς τους φασιστικούς θύλακες εντός της αστυνομίας, δεδομένης της στρατιωτικής οργανωτικής δομής των σωμάτων της αστυνομίας, θα μπορούσε να το κάνει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Αυτό που λείπει είναι η αποφασιστική πολιτική βούληση και η διαρκής προσχώρηση στο στρατόπεδο της νεοφιλελεύθερης τρομοϋστερίας, που δε διανοείται κοινωνία χωρίς αστυνομική καταστολή.
Η λύση είναι πολιτική. Διάλυση των ΜΑΤ, ΔΕΛΤΑ, ΔΙΑΣ κτλ. Διάλυση δηλαδή, των σωμάτων εκείνων όπου κατεξοχήν υπάρχει διαρκής (και αυταρχική-φασίζουσα) αυτονόμηση, η οποία ευνοεί την ύπαρξη και ανάπτυξη ομαδοποιήσεων και πυρήνων που δρουν ανεξάρτητα από τις εντολές της πολιτικής και διοικητικής ηγεσίας και σε συνεργασία με τους φασίστες. Οποιαδήποτε άλλη έκκληση είναι για το θεαθήναι.
Κομμάτι αυτής της πολιτικής λύσης είναι και η άμεση παραίτηση Πανούση. Αν ο κ. Υπουργός δεν καταλαβαίνει ότι δε βρίσκεται σε συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, τόσο το κακό για αυτόν.
Δεν υποστηρίζουμε ότι το πολιτικό πρόβλημα της κρατικής καταστολής θα λυθεί με μια υπουργική εναλλαγή, κάτι τέτοιο θα συνιστούσε αυταπάτη. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί ένας υπουργός που δίνει πολιτική εντολή στην αστυνομία να εισβάλει στο πανεπιστημιακό άσυλο -κάτι που δεν έκανε ούτε ο Σαμαράς- να συνεχίζει να διατηρεί τη θέση του, σε μια κυβέρνηση που έχει κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή τη ριζοσπαστική Αριστερά.
4. Ο μόνος τρόπος να «λυθεί« το ζήτημα των δημοκρατικών δικαιωμάτων δεν είναι άλλος από τη λύση των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η πλειοψηφία της κοινωνίας. Να το πούμε και διαφορετικά: αν το πρόβλημα είναι η μικρή και μεσαία εγκληματικότητα -που πηγάζει από τη φτωχοποίηση- η λύση δεν μπορεί να είναι παρά η αντιμετώπιση της φτωχοποίησης. Κανείς και καμία δεν κλέβει από ευχαρίστηση, αλλά από οικονομική και -ενδεχομένως- κοινωνική ανάγκη.
Συνεπώς, η άμεση αντιστροφή των συνεπειών των πολιτικών λιτότητας και η ίδια η ανατροπή τους είναι επιβεβλημένη, αν θέλουμε να μιλάμε για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατικές ελευθερίες, αλλά και για ασφάλεια. Αν δεν υπάρχουν φτωχοί που επιδίδονται σε ποινικά κολάσιμες δραστηριότητες για την επιβίωσή τους, κανείς και καμία δε θα φοβόταν μην πέσει θύμα κλοπής. Δεν υπάρχει κοινωνία με φτώχεια και εξαθλίωση που να μην υπάρχει εγκληματικότητα. Δεν υπάρχει λοιπόν άλλος δρόμος.
Όταν αυτό αποσιωπάται, μάλλον υποβόσκει η μη πρόθεση αντιμετώπισης των πραγματικών αιτιών που οδηγούν φτωχούς ανθρώπους να δρουν έξω από τα όρια της αστικής νομιμότητας και η πρόθεση καταστολής όσων δρουν εκτός των παραπάνω ορίων, σε μια κατεύθυνση μαχητικής κοινωνικής διεκδίκησης.
5. Αντί υστερόγραφου, οφείλουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα που θέσαμε στον τίτλο: ασφάλεια ή ελευθερία; Θα παραφράσουμε μια ρήση του Κορνήλιου Καστοριάδη αλλάζοντας τη λέξη «ασφάλεια» με τη λέξη «ησυχία».
Όπου ελευθερία, η πολιτική αμφισβήτηση, οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες ενάντια στις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού (που εξαθλίωσαν μαζικά τμήματα της κοινωνίας) αλλά και ενάντια στο φασισμό. Όπου ησυχία, η κοινωνική τάση κοινωνικής και πολιτικής αποστασιοποίησης ώστε να μη θιχτεί η κανονικότητα της καθημερινότητας.
«Είτε θα είσαστε ελεύθεροι, είτε θα είστε ήσυχοι. Και τα δύο μαζί δε γίνονται.»