Η ανταπόκριση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στα δύο αυτά νευραλγικά ζητήματα, που αντιπροσωπεύουν και τις πλέον ακραίες μορφές της πενταετούς μνημονιακής πολιτικής (μαζική ανεργία και αναδιανομή εισοδήματος), είναι η μοναδική δυνατότητα για να αλλάξουν οι ταξικοί συσχετισμοί και να αρχίσει να αντιμετωπίζεται μεταβατικά το κοινωνικό ζήτημα.
Από πολλές πλευρές γίνεται στη σημερινή συγκυρία αναφορά στην αναγκαιότητα ενεργού παρέμβασης του λαϊκού και εργατικού κινήματος, ως απαραίτητου παράγοντα για την εξέλιξη των πραγμάτων. Αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει από την κυβερνητική εξουσία της «κοινωνικής σωτηρίας» η οποία κινείται αυτοτελώς σε αποσύνδεση με την οποιαδήποτε δραστηριοποίηση του κοινωνικού κινήματος. Μια τέτοια επίκληση γίνεται από αριστερές ριζοσπαστικές δυνάμεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ, στο μέτρο που διαπιστώνουν σοβαρές υπαναχωρήσεις από την εφαρμογή των κυβερνητικών προγραμματικών κατευθύνσεων. Παράλληλα γίνεται από αριστερές δυνάμεις πέραν του ΣΥΡΙΖΑ, που επιδιώκουν την διεκδίκηση ριζοσπαστικών λαϊκών στόχων κατά τρόπο αυτοτελή, είτε από αυτόνομες κοινωνικές δυνάμεις, περιβαλλοντικές ή εργατικές (π.χ. Σκουριές, εμποροϋπάλληλοι κλπ.), στη βάση των άμεσων ζητημάτων που αντιμετωπίζουν. Από μια γενική άποψη εκτιμάται ότι στις σημερινές συνθήκες του εγκλωβισμού της ελληνικής οικονομίας στον σφικτό εναγκαλισμό του δημόσιου χρέους και των εκβιασμών των «θεσμών» των υπερεθνικών καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, οποιαδήποτε προοδευτική αλλαγή, η όποια προωθητική πορεία του ριζοσπαστικού κυβερνητικού εγχειρήματος, δεν μπορούν να πραγματωθούν παρά με την παρέμβαση και την ενεργό κεντρική παρουσία του λαϊκού παράγοντα, που μπορεί και να εγγυηθεί μια τέτοια πορεία.
Αντιμνημονιακό κίνημα και πολιτικές εκπροσωπήσεις
Με ποιους όρους συνεπώς τίθεται η πραγμάτωση αυτής της κινηματικής αναγκαιότητας, στη βάση της εξέλιξης και της εμπειρίας της ταξικής διαπάλης στην τελευταία μνημονιακή πενταετία ; Στην περίοδο από τον Μάιο του 2010 μέχρι τον Μάιο 2012, αναπτύχθηκε ένα επίμονο πανεργατικό απεργιακό κίνημα που επεδίωκε την απόκρουση της εφαρμογής των μνημονίων του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Παράλληλα ήρθε στην επιφάνεια το κίνημα των πλατειών (καλοκαίρι 2011), με μια πρωτοφανή συμμετοχή και βαθειά αντιμνημονιακούς προσανατολισμούς. Βέβαια αυτό το πανελλαδικό απεργιακό κίνημα δεν κατόρθωσε να αναχαιτίσει τον μνημονιακό Αρμαγεδώνα, εξ αιτίας πολλαπλών παραγόντων, μεταξύ των οποίων : Απουσία υπολογισμού πολιτικού κόστος από την πλευρά του κυβερνητικού σοσιαλφιλελευθερισμού, υπονομευτικός ρόλος της πλειοψηφίας των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών, έλλειψη συμπαράταξης των αγωνιστικών εργατικών δυνάμεων, κατασταλτικός ρόλος των αστυνομικών μηχανισμών κλπ.
Το αποτέλεσμα ήταν συνολικά η απονομιμοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, η απαρχή της ιστορικής του καταβαράθρωσης, και η μετατόπιση των λαϊκών δυνάμεων της πολυετούς επιρροής του προς τα αριστερά, εν προκειμένω προς τον ΣΥΡΙΖΑ που επικαλούνταν την ανάδειξη κυβέρνησης της Αριστεράς, την ενότητα του συνόλου των προοδευτικών και αριστερών δυνάμεων, την ανατροπή των εφαρμοζόμενων μνημονιακών πολιτικών. Μ’ άλλες λέξεις το εξουθενωμένο αγωνιστικά κοινωνικό εργατικό κίνημα, διαπιστώνοντας την αναποτελεσματικότητα, στράφηκε εκλογικά στη Ριζοσπαστική Αριστερά εξαπλασιάζοντας τις δυνάμεις της. Προέκυψε έτσι στην περίοδο που ακολούθησε (Μάιος 2012 – Ιανουάριος 2015) μια ορισμένη αντιφατική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα.
Από τη μια πλευρά η Ριζοσπαστική Αριστερά αναδείχθηκε σε ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση, δηλαδή στην θέση μιας εν-δυνάμει κυβέρνησης, αναδεικνύοντας από εκεί και πέρα έντονα τα χαρακτηριστικά του κοινοβουλευτισμού – εκλογικισμού – κυβερνητισμού.
Από την άλλη πλευρά, το λαϊκό εργατικό κίνημα περιήλθε στην επόμενη διετία σε μια κατάσταση «υποχώρησης – καθίζησης», τόσο εξ αιτίας της αναποτελεσματικότητας της προηγούμενης περιόδου (Μάιος 2010 – Ιούνιος 2012), όσο και εξαιτίας της καλπάζουσας πλέον ανεργίας που λειτουργούσε ακυρωτικά για τις λαϊκές κινητοποιήσεις, όσο και τέλος εξ αιτίας του γεγονότος ότι είχε επενδύσει εκλογικά πλέον στον ΣΥΡΙΖΑ και ανέμενε μια ορισμένη αντιμνημονιακή πολιτική διέξοδο.
Βέβαια στην τελευταία περίοδο (Ιούνιος 2012 – Ιανουάριος 2015) πραγματοποιήθηκαν κοινωνικές κινητοποιήσεις, οι οποίες εντούτοις δεν χαρακτηρίζονταν πλέον από πανεθνικά και πανεργατικά χαρακτηριστικά, αλλά περιορίζονταν σε επιμέρους τομείς και κλάδους : Σε ορισμένες περιπτώσεις αφορούσαν το κλείσιμο εργοστασίων (π.χ. Χαλυβουργεία, Κόκα Κόλα κλπ.), ενώ σε άλλες περιπτώσεις, και κυρίως, αφορούσαν στον δημόσιο τομέα της οικονομίας. Επρόκειτο έτσι για τα κύματα των απολύσεων σε δημόσιες υπηρεσίες (τεχνική εκπαίδευση, σχολικοί φύλακες, δημόσια ραδιοτηλεόραση κλπ.), που παρόλη την έντασή τους, δεν μπορούσαν να παράξουν συνολικότερα αποτελέσματα.
Αλλά και από την άλλη πλευρά, η πολιτική υποκειμενικότητα του ΣΥΡΙΖΑ, που είχε εντωμεταξύ καταλάβει την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν λειτούργησε στην κατεύθυνση ανατροφοδότησης της ανάταξης του κοινωνικού αντιμνημομνιακού κινήματος, αλλά κυρίως στράφηκε στην ενασχόληση με τον εαυτό της (λ.χ. οργάνωση ως «κανονικό» κόμμα έναντι της δημιουργικής και συνθετικής πολυμορφίας και αγωνιστικότητας του προηγούμενου διαστήματος Δεκέμβριος 2008 – Ιούνιος 2012). Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου στάθηκε ότι ο λαϊκός εργατικός κόσμος της κοινωνικής επιρροής της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, που απομακρύνονταν πλέον από τις πολιτικές εκπροσωπήσεις του ΠΑΣΟΚ, εντάσσονταν μεν στη σφαίρα του εκλογικού ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ, δεν πλαισίωνε όμως κατά κανέναν τρόπο την οργανωτική του υπόσταση.
Απεναντίας εκείνο που αντιθέτως συνέβη με αφετηρία την εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου 2012 και τον εξαπλασιασμό της εκλογικής εμβέλειας της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ήταν η μαζική είσοδος στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ όλου του κόσμου του προηγούμενου ΣΥΝ που διέπονταν από χαρακτηριστικά μικροαστικού ριζοσπαστισμού, εκσυγχρονισμού και ανανέωσης, που μέχρι τότε αδιαφορούσε ή ήταν αντίθετος με την υπόσταση του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι στις τάξεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που μέχρι τον Ιούνιο 2012 ηγεμόνευε η πολιτική ενός λαϊκού αντιμνημονιακού ριζοσπαστισμού με αντισυστημικά χαρακτηριστικά, με ανοιχτό τον ορίζοντα της σοσιαλιστικής στρατηγικής, επικάθησε η κυριαρχία ενός αντινεοφιλελευθερισμού, από τη σκοπιά όμως του μικροαστικού ριζοσπαστισμού και εκσυγχρονισμού. Το αποτέλεσμα ήταν και συνεχίζει να παραμένει, ο ΣΥΡΙΖΑ να εκφράζει εκλογικά τις λαϊκές τάξεις των «από κάτω», ο ίδιος όμως να ηγεμονεύεται από τις δυνάμεις του μικροαστικού ριζοσπαστισμού, εκσυγχρονισμού και ανανέωσης (τμήματα παλιάς και νέας μικροαστικής τάξης της διανοητικής εργασίας).
Κεντρόφυγες δυνάμεις στη σύνθεση της μισθωτής εργασίας
Στη σημερινή μετεκλογική συγκυρία η συνολική κατάσταση του λαϊκού εργατικού κινήματος εμφανίζει χαρακτηριστικά αδρανοποίησης και υποτονικότητας, και παρουσιάζεται ως άκρως αντιφατική:
α) Στο δημόσιο τομέα της οικονομίας, όπου είχαν πραγματοποιηθεί κύματα απολύσεων και διαθεσιμοτήτων από τη μνημονιακή συγκυβέρνηση, και προγραμματίζονταν η ακόμη παραπέρα αποψίλωση των δημόσιων υπηρεσιών, η προώθηση της επαναπρόσληψης αυτών των εργαζομένων, αλλά και τα σχέδια σχετικών προσλήψεων δημοσίων υπαλλήλων, που έχουν δρομολογηθεί από την κυβέρνηση της «κοινωνικής σωτηρίας», έχει επιφέρει πλέον τη σταθεροποίηση της απασχόλησης και άρα τη θεραπεία της ανοιχτής πληγής των απολύσεων που είχαν προκαλέσει επιμέρους κινητοποιήσεις. Έτσι ο δημοσιοϋπαλληλικός κόσμος, παρόλα τα εισοδηματικά πλήγματα που έχει δεχθεί στη μνημονιακή πενταετία (2010 – 15), όπως και τα υπόλοιπα τμήματα της μισθωτής εργασίας, επειδή ακριβώς έχει διασφαλίσει τη σταθερότητα της απασχόλησής του με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, παράλληλα με τη λειτουργία των συνδικαλιστικών ελευθεριών που απολαμβάνει, τα κανονικά ωράρια εργασίας, τακτική πληρωμή των αποδοχών κ.ά., και επειδή πέρα από αυτόν ο υπόλοιπος κόσμος της εργατικής τάξης βρίσκεται σε συνθήκες καταστολής και εξαθλίωσης, δεν εμφανίζει καμία κοινωνική κινητικότητα στη σημερινή συγκυρία.
β) Σχετική αντιστοιχία με την σταθεροποιημένη κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων εμφανίζει ένα σημαντικό μέρος των συνταξιούχων, που βέβαια έχει εξίσου δει τις συνταξιοδοτικές του παροχές να μειώνονται δραστικά την τελευταία πενταετία. Ωστόσο ο τερματισμός του κατήφορου που είχε δρομολογηθεί από την μνημονιακή συγκυβέρνηση (κατάργηση ασφαλιστικού νόμου Κουτρουμάνη – Λοβέρδου, νέες μειώσεις κυρίων και επικουρικών συντάξεων, επιδείνωση των όρων συνταξιοδότησης, δέσμευση για την χορήγηση της 13ης σύνταξης στους χαμηλοσυνταξιούχους) και η μέχρι σήμερα τουλάχιστον τακτική καταβολή των συντάξεων, διαμορφώνουν συνθήκες κοινωνικής σταθεροποίησης και συνδικαλιστικής νηνεμίας.
γ) Εντούτοις, ριζικά διαφορετική είναι η εικόνα στην πλειοψηφική εργατική τάξη της καπιταλιστικής παραγωγής. Στον κόσμο της ενεργού εργασίας του ιδιωτικού τομέα (βιομηχανία, εμπόριο, υπηρεσίες) έχει επέλθει η ριζική μείωση των εργατικών μισθών (μέσου όρου και κατώτατου μισθού), η πλήρης απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, οι ατελεύτητες καθυστερήσεις στην καταβολή των μισθών, και η πλήρης αποψίλωση του συνδικαλιστικού ιστού, λόγω της παραλυτικής επίδρασης της υπερμεγέθους ανεργίας. Έτσι σ’ αυτό τον τομέα της μισθωτής εργασίας καταγράφεται μεν μια ορισμένη κινηματική αδρανοποίηση, η οποία όμως έχει ριζικά διαφορετικές αφετηρίες από ό,τι στην περίπτωση των δημοσίων υπαλλήλων. Στην προκειμένη περίπτωση τα ποσοστά συνδικαλιστικής πυκνότητας είναι απελπιστικά χαμηλά, αφού η ανεργία διατηρείται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, και οι δυνατότητες κινηματικής ενεργοποίησης είναι εξαιρετικά περιορισμένες.
δ) Τέλος στην περίπτωση των εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων, που μάλιστα η συντριπτική τους πλειοψηφία δεν παίρνει κανενός είδους επίδομα ανεργίας, εφόσον είναι μακροχρόνια άνεργοι, καθώς και της νεολαίας της ανεργίας – υποαπασχόλησης – ετεροαπασχόλησης, επικρατεί κυριολεκτικά μια ακραία μορφή κοινωνικής εξαθλίωσης. Η μεγάλη απαξίωση, η ηθική παραφθορά, η παραγωγική αδράνεια, η κοινωνική απόρριψη κυριαρχούν και λόγω του παραγωγικού εξοβελισμού των ανέργων, δεν οδηγούν κατά κανέναν τρόπο στην όποια κοινωνική κινητοποίηση.
Συμπερασματικά, στις σημερινές συνθήκες, το τμήμα της μισθωτής εργασίας του δημόσιου τομέα, έχει τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθεί κινηματικά, αλλά δεν το κάνει λόγω της εργασιακής και κοινωνικής σταθερότητας και ασφάλειας (πάντοτε βέβαια με υποτιμημένους όρους σε σχέση με τα επίπεδα πριν την έκρηξη της καπιταλιστικής κρίσης), ενώ από ην άλλη πλευρά ο πλειοψηφικός τομέας της εργατικής τάξης των ιδιωτικών επιχειρήσεων, επιθυμεί και έχει ανάγκη να κινητοποιηθεί συνδικαλιστικά αλλά αντικειμενικά δεν μπορεί, και πολύ περισσότερο βέβαια ο κόσμος των ανέργων.
Μια σύνθετη λαϊκή κινηματική διαδικασία στο προσκήνιο
Επειδή η λαϊκή αντιμνημονιακή δυναμική εκφράστηκε και επενδύθηκε πολιτικά στον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογικές αναμετρήσεις του Ιουνίου 2012 και Ιανουαρίου 2015, επόμενο είναι η ανταπόκριση της σημερινής κυβερνητικής πολιτικής στις ζωτικές αναγκαιότητες των λαϊκών τάξεων να αποτελεί την προϋπόθεση για την κοινωνική και συνδικαλιστική ανάταξη του κόσμου της μισθωτής εργασίας, από την κατάσταση παράλυσης και εξαθλίωσης που βρίσκεται το μεγαλύτερο τμήμα της. Και βέβαια στο τρίμηνο της πολιτικής διαχείρισης της κυβέρνησης «κοινωνικής σωτηρίας» τέθηκε φραγμός στον μνημονιακό κατήφορο (αποτροπή παραπέρα μείωσης μισθών και συντάξεων, επαναπροσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων, μινιμαλιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, επαναλειτουργία ΕΡΤ κλπ.), εντούτοις όμως δεν δρομολογήθηκαν οι διαδικασίες εκείνες για την κοινωνική σωτηρία του εργαζόμενου κόσμου στην καπιταλιστική παραγωγή και κυρίως στους ανέργους.
Τα δύο θεμελιώδη μέτρα της αριστερής κυβερνητικής πολιτικής συμπυκνώνονταν, με βάσεις τις ιστορικές προγραμματικές δεσμεύσεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, μεταξύ πολλών άλλων άλλωστε, από τη μια πλευρά στην αντιμετώπιση της υπερμεγέθους ανεργίας και της κατάστασης κοινωνικής εξαθλίωσης των ανέργων, και από την άλλη πλευρά στην άμεση αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος της αστικής τάξης και προς όφελος των λαϊκών εργατικών στρωμάτων. Εντούτοις δεν φαίνεται στον πολιτικό ορίζοντα της κυβερνητικής πολιτικής ούτε η δημιουργία των 300 χιλιάδων θέσεων έστω προσωρινής εργασίας διετούς διάρκειας, ούτε η χορήγηση επιδόματος ανεργίας στο σύνολο των μακροχρόνια ανέργων (προφανώς στο 70% τουλάχιστον του κατώτατου μισθού των 750 ευρώ), που θα αντιμετώπιζε στα σοβαρά την ανθρωπιστική κρίση, ούτε η λήψη μέτρων (λ.χ. άμεση έκτακτη γενναία εισφορά στην κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων) που να οδηγούν στο «να πληρώσουν οι πλούσιοι». Άλλωστε αυτοί οι δύο στόχοι λειτουργούν συμπληρωματικά μεταξύ τους στο βαθμό που η άμεση δραστική φορολόγηση των καπιταλιστικών κερδών μπορεί να διασφαλίσει τους αναγκαίους πόρους για την αντιμετώπιση της ανεργίας.
Η ανταπόκριση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στα δύο αυτά νευραλγικά ζητήματα, που αντιπροσωπεύουν και τις πλέον ακραίες μορφές της πενταετούς μνημονιακής πολιτικής (μαζική ανεργία και αναδιανομή εισοδήματος), είναι η μοναδική δυνατότητα για να αλλάξουν οι ταξικοί συσχετισμοί και να αρχίσει να αντιμετωπίζεται μεταβατικά το κοινωνικό ζήτημα. Η κάλυψη των ανέργων που είναι και το πλέον εξαθλιωμένο τμήμα της εργατικής τάξης (θέσεις εργασίας, γενικευμένο επίδομα ανεργίας), μέσα από την ισχυρή φορολόγηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας, είναι σε θέση να έχει πολυσήμαντα κοινωνικά αποτελέσματα : Να προσπορίσει πόρους στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, να αυξήσει την κατανάλωση των λαϊκών νοικοκυριών (που με τη σειρά της να ωθήσει στην ανάκαμψη της παραγωγής), να διαμορφώσει όρους ανάταξης και κοινωνικής ενεργοποίησης των ανέργων, να σταματήσει την παραλυτική επίδραση της ανεργίας στους ενεργούς εργαζόμενους (άρα να οδηγηθούν σε μια συνδικαλιστική ανασυγκρότηση και διεκδίκηση).
Αυτοί είναι οι όροι σήμερα για την ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα σε μια κατεύθυνση αντιμετώπισης του κοινωνικού ολέθρου και της παραγωγικής καταστροφής, αυτά είναι τα δύο αλληλοτροφοδοτούμενα μέτρα άσκησης μιας ριζοσπαστικής κυβερνητικής πολιτικής. Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση «κοινωνικής σωτηρίας» προβάλλει μια ισχυρή αντίσταση στην προάσπιση του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος, στην παραπέρα αύξηση της φορολογίας, στην υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων, στην αποτροπή των αποκρατικοποιήσεων δημόσιων επιχειρήσεων. Μ’ αυτή την έννοια διαμορφώνεται μια κοινωνική κατάσταση εντελώς αντιφατικού χαρακτήρα : Από το ένα μέρος, είναι αναγκαία η κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα για την στήριξη της κυβερνητικής πολιτικής σ’ ό,τι αφορά τον τερματισμό του μνημονιακού κατήφορου που επιδιώκουν να επαναφέρουν τα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά και θεσμικά κέντρα της καπιταλιστικής υπερεθνικής ολοκλήρωσης. Από το άλλο μέρος, η κοινωνική κατάσταση της εργατικής τάξης της καπιταλιστικής παραγωγής (ενεργός και άνεργη) λειτουργεί παραλυτικά και αποτρεπτικά για την λαϊκή της κινητοποίηση, ενώ δεν μπαίνουν σε κίνηση οι δύο θεμελιακές διαστάσεις της ριζοσπαστικής οικονομικής πολιτικής (αναδιανομή εισοδήματος, γενικευμένα επιδόματα ανεργίας, 300 χιλιάδες θέσεις διετούς διάρκειαςεργασίας). Κατά συνέπεια το μείζον πολιτικό ζητούμενο στην σημερινή συγκυρία είναι η ριζοσπαστική κοινωνική επάρκεια τροφοδότησης της κίνησης του λαϊκού παράγοντα με τον αναγκαίο διπλό και αντιφατικό προσανατολισμό: Τήρηση με κάθε τρόπο των κόκκινων γραμμών έναντι της λιτότητας, των ιδιωτικοποιήσεων, της υπερφορολόγησης, σε σχέση με τους εξαναγκασμούς των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, της Ευρωζώνης, του ΔΝΤ, και ταυτόχρονη απαίτηση και προαγωγή των ριζοσπαστικών μέτρων για την άμεση αντιμετώπιση της ανεργίας και την αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών τάξεων και σε βάρος της καπιταλιστικής κερδοφορίας.