Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Κυριακής, 14/6, στον χώρο της ΕΡΤ3 η εκδήλωση του Τμήματος Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ, με ομιλητές την Έφη Τελλή, δικηγόρο και μέλος του Τμήματος, τον Νίκο Γκλαρνέτατζη, εκπαιδευτικό και μέλος του αντιρατσιστικού κινήματος και την Ιωάννα Γαϊτάνη, βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Α’ Θεσσαλονίκης.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε με αφορμή τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης να τροποποιήσει τον κώδικα ιθαγένειας για τα παιδιά των μεταναστών, προσπαθώντας να αποκαταστήσει μία χρόνια αδικία γι’ αυτά τα παιδιά, που παρότι γεννιούνται ή/και φοιτούν σε ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, η ελληνική πολιτεία δεν τους αναγνωρίζει το αυτονόητο δικαίωμα να θεωρούνται ισότιμοι πολίτες.
Κοινός τόπος όλων των ομιλητών ήταν η άποψη ότι το νομοσχέδιο αποκαθιστά τη δημοκρατία και το αυτονόητο δικαίωμα για τα παιδιά να ενταχθούν ομαλά στην ελληνική πραγματικότητα, χωρίς διακρίσεις και στιγματισμό, αφού η Ελλάδα είναι και η μόνη χώρα που αναγνωρίζουν ως πατρίδα τους στις περισσότερες περιπτώσεις.
Η κριτική και των τριών ομιλητών συνέκλινε στο γεγονός ότι οι προϋποθέσεις απόκτησης της ιθαγένειας (νομιμότητα του ενός γονέα για 5 χρόνια με συγκεκριμένου τύπου άδεια διαμονής) είναι εξαιρετικά προβληματική για τον μεγαλύτερο αριθμό των μεταναστών, καθώς από το 2005 δεν έχει υπάρξει καμία νομοθετική ρύθμιση για τη νομιμοποίηση τους, καθώς και στο γεγονός ότι το πνεύμα του νομοσχεδίου προσπαθεί να εναρμονιστεί με την απόφαση του ΣτΕ του 2013, που ακύρωσε τον πολύ πιο προωθητικό Νόμο Ραγκούση του 2010, ώστε να μην μπορεί ακόμη και μια επόμενη συντηρητική κυβέρνηση να τον αναιρέσει.
Η Ιωάννα Γαϊτάνη ανέφερε ότι το νομοσχέδιο βρίσκεται στο έδαφος των προεκλογικών εξαγγελιών της κυβέρνησης και αποκαθιστά το δικαίωμα αυτών των παιδιών να πολιτογραφούνται Έλληνες πολίτες. Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι βρίσκεται κατά τι πίσω από τον νόμο Ραγκούση και τα αιτήματα του κινήματος, σε μια συγκυρία όμως πολύ δύσκολη για την κυβέρνηση, η οποία προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην κοινωνική αναγκαιότητα ισότιμης ενσωμάτωσης αυτών των παιδιών και την πιθανή επανάληψη παρέμβασης του ΣτΕ στην κατεύθυνση ακύρωσης του νόμου.
Τόνισε ότι οι προϋποθέσεις απόκτησης ιθαγένειας είναι πράγματι σε πολλές περιπτώσεις απαγορευτικές (5ετής νόμιμη διαμονή του ενός γονέα πριν τη γέννηση και π.χ. απόκτηση της ιθάγενειας στην α’ δημοτικού, δηλ. συνολικά μετά από 11 χρόνια νόμιμης διαμονής), όπως και το στοιχείο της «επιτυχούς φοίτησης» σε ελληνικό σχολείο για παιδιά που αναγκάζονται να διακόψουν για βιοποριστικούς λόγους. Η αριστερή κριτική, συνεπώς, που γίνεται είναι καλοδεχούμενη και επισήμανε ότι οι βελτιώσεις που πρέπει να γίνουν θα ήταν καλύτερο να εισαγάγουν το στοιχείο της μονιμότητας αντί της νομιμότητας των γονέων. Παρόμοιο είναι και το πρόβλημα με τα ένσημα που πρέπει να έχουν οι γονείς σε περίοδο κρίσης και, βέβαια, το θέμα της επιτυχούς φοίτησης σε ελληνικό σχολείο.
Επισήμανε ότι η απόκτηση ιθαγένειας συνεπάγεται μια σειρά αυτονόητων για όλους εμάς δικαιωμάτων που διευκολύνουν τη σχέση των ανθρώπων με το κράτος, όπως είναι η έκδοση πιστοποιητικού γέννησης, η δυνατότητα να ταξιδεύουν, να σπουδάζουν και να εργάζονται σε χώρες της ΕΕ, να διορίζονται στο Δημόσιο και, τέλος, να έχουν πολιτικά δικαιώματα. Αναφέρθηκε, επίσης, και στα ανιθαγενή παιδιά, αυτά δηλ. που δεν έχουν κανένα επίσημο έγγραφο από κανένα κράτος, είναι ανύπαρκτα για όλους και άρα δεν μπορούν κάνουν τίποτα!
Η Ι. Γαϊτάνη έκλεισε λέγοντας: «το νομοσχέδιο κάνει την αρχή, θα συνεχίσουμε τη μάχη, κινηματικά και κοινοβουλευτικά, για να αποκτήσουν ιθαγένεια σε μεγαλύτερο ποσοστό τα παιδιά των μεταναστών. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα αυτό συνδέεται με τη συνολική αντιμετώπιση του μεταναστευτικού, καθώς σύντομα θα βρεθούμε στην ίδια θέση, αφού οι μεταναστευτικές ροές έχουν αυξηθεί κατακόρυφα λόγω του πολέμου στη Συρία».
Η Έφη Τελλή τόνισε τη βούληση της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει το ζήτημα μέσω και της αναβάθμισης της Δ/νσης Μετανάστευσης σε Υπουργείο και έκανε μία σύντομη ιστορική αναδρομή, λέγοντας ότι το τεράστιο κενό μέχρι το 2004, όπου δεν υπήρχε καν Κώδικας Ιθαγένειας και το δικαίωμα αίτησης το είχαν αυτά τα παιδιά στα 18 τους χρόνια, ήρθε να καλύψει ο Νόμος Ραγκούση το 2010, ο οποίος συνιστά τομή, γιατί αποσύνδεσε το ζήτημα της ιθαγένειας από το δίκαιο του αίματος και της καταγωγής και, αντίθετα, το συνέδεσε με το δίκαιο του εδάφους, όπως συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Η απόφαση του ΣτΕ, η οποία μάλιστα προέκυψε από μια προσφυγή ενός απλού πολίτη εναντίον ενός γείτονα του, κρίνεται όχι μόνο ως υπερβολική αλλά έγινε και καθ’ υπέρβασιν καθήκοντος, αφού το ΣτΕ δεν είναι συνταγματικό δικαστήριο, για να αποφαίνεται για τη συνταγματικότητα των νόμων. Έκτοτε δεν υπήρξε καμία νομοθετική πρωτοβουλία για την εναρμόνιση με την απόφαση αυτή και το 2014 η τότε συγκυβέρνηση με τον Μεταναστευτικό Κώδικα που ψήφισε, δήλωνε ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν θέλουν ιθαγένεια, αλλά απλώς άδεια παραμονής!
Η Ε. Τελλή κατέληξε λέγοντας ότι ο νόμος δεν είναι ο καλύτερος που θα θέλαμε, ότι η συνύπαρξη με τους ΑΝΕΛ, ιδιαίτερα στα δικαιωματικά ζητήματα, επιβεβαιώνει τους φόβους μας, αφού ενώ στην α’ συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής ήταν θετικοί, στη β’ όμως δεν ψήφισαν το νομοσχέδιο και, βέβαια, ότι οι προϋποθέσεις που τίθενται είναι πολύ δύσκολες για τους περισσότερους πρόσφυγες-μετανάστες. Ωστόσο, είναι πολύ θετικό ότι αντιμετωπίζεται ένα πρόβλημα ηθικής τάξης, δικαιοσύνης και ισονομίας.
Ο Νίκος Γκλαρνέτατζης ανέφερε και αυτός με τη σειρά του ότι είναι πολύ σημαντική η πολιτική βούληση της κυβέρνησης, αλλά το δυσκολότερο είναι το στοίχημα της άμεσης και ουσιαστικής ένταξης αυτών των παιδιών στην ελληνική κοινωνία, φέρνοντας ως χαρακτηριστικά τα παραδείγματα των Ρομά και των ομογενών από την πρώην ΕΣΣΔ.
Ο ρόλος του κόμματος κρίνεται αναντικατάστατος, αφού δεν αρκεί η απόφαση μιας κυβέρνησης για να αλλάξει η κοινωνία. Γι’ αυτό το λόγο είναι ανάγκη να παλέψουμε για την ένταξη των μεταναστών στα συνδικάτα, καθώς και για την αναβάθμιση της αντισταθμιστικής εκπαίδευσης στο σχολείο. Τέλος, να παρέμβουμε μέχρι και σε επίπεδο γειτονιάς, στη βάση της κοινωνίας και στην καθημερινότητα συνύπαρξης ντόπιων και μεταναστών, εκεί όπου μπορούν να χτιστούν ουσιαστικά οι όροι αντιμετώπισης του ρατσισμού-φασισμού.
Τα βίντεο των ομιλητών-τριών: