Είναι προφανές πως εδώ πλέον υπάρχουν δύο ασύμβατα πολιτικά σχέδια. Δυνατότητα σύνθεσης πάνω στο έδαφος της μνημονιακής διαχείρισης απλά δεν υπάρχει. Το πολιτικό σχέδιο του «Όχι» οφείλει να διεκδικήσει το κόμμα, ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται.
Δεν πρέπει να υπάρχει ιστορικό προηγούμενο τέτοιας πλήρους αναστροφής, σαν αυτή που συντελέστηκε εντός ελάχιστων ημερών, με την υπογραφή της κατάπτυστης συμφωνίας από την κυβέρνηση, σε βάρος της λαϊκής βούλησης που εκφράστηκε με το όχι της 5ης Ιουλίου. Υπό το πρόσχημα του –υπαρκτού– εκβιασμού, τον οποίο, όμως, υποτίθεται ότι εκλήθη να αποκρούσει ο λαός με το δημοψήφισμα –και το έπραξε με τρόπο αδιαμφισβήτητο και γενναιόδωρο. Ούτε και προηγούμενο τέτοιας διαστροφής, να επιχειρείται, είτε με δημοσκοπήσεις είτε με επικοινωνιακή προπαγάνδα των ίδιων απατεώνων τους οποίους ο λαός έστειλε στα αζήτητα, να παραχαραχθεί το αποτέλεσμα, μέχρι του σημείου να γίνονται οι νικητές αντικείμενο χλεύης των ηττημένων.
Δεν πρέπει να υπάρχει, επίσης, προηγούμενο κυβέρνησης η οποία, σε χρονικό διάστημα ελάχιστων μηνών, να «αυτονομείται» τόσο κραυγαλέα από το πρόγραμμα και τους στόχους της. Και ασφαλώς δεν υπάρχει προηγούμενο μια τόσο περιφανής νίκη του λαού να μετατρέπεται μέσα σε πέντε μέρες σε μια τόσο συντριπτική ήττα, με διαστάσεις εθνικής καταστροφής. Ήττα που οδηγεί στη συντριβή των υποτελών τάξεων, που εν προκειμένω οδηγήθηκαν, παρά τη βούλησή τους, σε υποταγή από την ίδια την πολιτική τους ηγεσία. Ήττα, όμως, που συνεπάγεται και τη στρατηγική υποβάθμιση του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού, με τη συνέργεια των ηγετικών ελίτ της εγχώριας αστικής τάξης, όπως συνέβη σε όλες ανεξαιρέτως τις μείζονες εθνικές κρίσεις της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Η συμφωνία
Η συμφωνία που συνομολογήθηκε με τους «θεσμούς» είναι οικονομικά καταστροφική, γιατί διαιωνίζει το σπιράλ λιτότητα-ύφεση-υπερχρέωση, και μη βιώσιμη, γιατί προβλέπει υπερμεγέθη, εμπροσθοβαρή και ανέφικτα δημοσιονομικά μέτρα σε μια καθημαγμένη και ανήμπορη οικονομία. Η μη βιωσιμότητα της συμφωνίας ομολογείται άλλωστε από τους ίδιους τους «θεσμούς» (σωρευτική ύφεση πάνω από 30%, χρέος 200% με απορρόφηση του 15% του ΑΕΠ για την ετήσια εξυπηρέτησή του κ.λπ.).
Κοινωνικά φρικαλέα, γιατί εμπεδώνει και μεγιστοποιεί το μνημονιακό άχθος με ένα νέο, το τρίτο, πάνω στα δύο παλιά, τούρμπο μνημόνιο (και έπονται νέα υπομνημόνια, σε κάθε φάση της αξιολόγησης). Γιατί υπαγορεύει μια βαθιά αντιμεταρρύθμιση στο καθεστώς των εργασιακών σχέσεων, των απολύσεων και τον εργατικό συνδικαλισμό. Γιατί προβλέπει αλλαγές στη δικαιοσύνη και τη διοίκηση που θα αξιοποιηθούν για την επιβολή fast track διαδικασιών κατασχέσεων, εξώσεων, πλειστηριασμών, και θα οδηγήσουν σε απαλλοτρίωση περιουσίας από τις τράπεζες και τους μεγάλους ομίλους.
Υπονομευτική της προσπάθειας για παραγωγική ανασυγκρότηση, καθώς στοχοποιεί κρίσιμους κλάδους και τομείς, όπως τον αγροτικό τομέα, τη νησιωτική οικονομία κ.ά. και προωθεί διαρθρωτικές απορρυθμίσεις που θα επιφέρουν καίριο πλήγμα στη μικρομεσαία ραχοκοκαλιά της οικονομικής δραστηριότητας και στην απασχόληση. Γιατί αποστερεί από το Δημόσιο όλα τα εργαλεία εμπλοκής του στη διαδικασία της παραγωγικής επανεκκίνησης, τα στρατηγικά δίκτυα και την ενέργεια. Γιατί στις τράπεζες, που αποτελούν το εργαλείο για την αιμοδοσία της οικονομίας και τον βασικό μοχλό για την αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου, θα γίνει το μεγάλο πάρτι, η μεγάλη λεηλασία Με φρέσκα δανεικά στις πλάτες του ελληνικού λαού και με την ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της οδηγίας BRRD.
Ταπεινωτική για τη χώρα, γιατί εμβαθύνει στο έπακρο το καθεστώς της αποικίας χρέους και της επιτροπείας. Γιατί εγκαθιστά μηχανισμό αρπαγής της δημόσιας περιουσίας. Γιατί αφαιρεί από την κυβέρνηση της χώρας και το κοινοβούλιο τη νομοθετική εξουσία και μάλιστα με αναδρομική ισχύ. Γιατί φαλκιδεύει την ίδια την εκτελεστική εξουσία με τον «αυτόματο κόφτη» δημοσίων δαπανών και εγκαθιδρύει τον άμεσο έλεγχο από τους δανειστές της δημόσιας διοίκησης και των «ανεξάρτητων αρχών».
Επικίνδυνη για τη δημοκρατία, γιατί η προσπάθεια εφαρμογής της απέναντι στις αυτονόητες λαϊκές αντιδράσεις θα απαιτήσει ένταση της καταστολής (το ζήσαμε ήδη στις 15/7), γιατί θα ευτελίσει περαιτέρω τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και διαδικασίες, γιατί θα οδηγήσει σε μόνιμο καθεστώς «έκτακτης ανάγκης».
Πολιτικά ολέθρια, γιατί, φέροντας την υπογραφή μιας κυβέρνησης αριστερής προέλευσης, εμπεδώνει τον πολιτικό αμοραλισμό και το δόγμα Τ.Ι.Ν.Α., παραλύει ένα ολόκληρο δυναμικό κοινωνικής αντίστασης, ακυρώνει εν τη γενέσει του τον νεολαιίστικο ριζοσπαστισμό που εκδηλώθηκε στη μάχη του δημοψηφίσματος, ανοίγει δρόμους στην ακροδεξιά και υπονομεύει την προοπτική προοδευτικών ανατροπών στην υπόλοιπη Ευρώπη. Διαμορφώνει συνθήκες απαξίωσης της Αριστεράς εν συνόλω και θέτει σε υπαρξιακή δοκιμασία το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ.
Θα αποδειχτεί, τέλος, ανεφάρμοστη στην πράξη, επαναφέροντας, ίσως και πολύ σύντομα, ακόμη πιο πιεστικά και πιο εκβιαστικά το δίλημμα του απροετοίμαστου και χαοτικού Grexit, που υποτίθεται αποσόβησε.
Ο ισχυρισμός ότι η συμφωνία είναι πολιτικά διαχειρίσιμη με «αντιρροπιστικά» μέτρα (όπου ακούς νεολογισμούς, βράσ’ τα) και μάλιστα είναι προτιμότερο να τη διαχειριστεί η παρούσα κυβέρνηση, με «αριστερή» ευαισθησία, αν δεν αποτελεί φενάκη εκ μέρους αυτών που με κάθε τρόπο επιθυμούν να γαντζωθούν σε κυβερνητικούς θώκους και καρέκλες, είναι στην ηπιότερη εκδοχή βαριά αφέλεια. Αλήθεια, με τι να «αντιρροπίσεις» τη σφαγή;
Όσο για τους λεονταρισμούς κατά της διαπλοκής και τα τοιαύτα, εκείνο που είναι βέβαιο και έχει επαληθευτεί από τη μνημονιακή πενταετία είναι πως το βαθύ ταξικό ρήγμα που ανοίγει το μνημόνιο υποχρεώνει αυτούς που καλούνται να το εφαρμόσουν σε αναζήτηση συμμαχιών, πολιτικών, κοινωνικών, μιντιακών, στην απέναντι όχθη του Ρουβίκωνα. Και τούτο το 3ο μνημόνιο, που θα βαθύνει ακόμη περισσότερο την ταξική τάφρο, θα χρειαστεί επιχείρηση μαζικής λοβοτομής, οπότε ας προσέξουν οι κυνηγοί κεφαλών μη σκίσουν κανένα καλσόν. Άλλωστε, στη φάση που διανύουμε, οι ανάγκες της συγκυρίας επιβάλλουν τη στοχοποίηση των «διαφωνούντων», και οι «φίλοι μας οι καναλάρχες» κάνουν ό,τι μπορούν.
Πώς φτάσαμε ως εδώ
Η συμφωνία αυτή αποτελεί προϊόν πραξικοπηματικού και αποικιοκρατικού εκβιασμού του διευθυντηρίου της Ευρωζώνης. Αυτής της σύγχρονης, γερμανοκρατούμενης Ιεράς Συμμαχίας, στην οποία, ανεπίστροφα και με μη μεταρρυθμίσιμο τρόπο (για να θυμηθούμε κάποιες συνεδριακές επισημάνσεις προς βαρήκοους παραλήπτες), έχει εγκαθιδρυθεί θεσμικά ένα χαλύβδινο κλουβί που απαγορεύει την παρέκκλιση από τον άτεγκτο μονόδρομο της υπερλιτότητας. Ειδικά όμως στην περίπτωση της Ελλάδας, δείχνει να πειραματίζεται και με φόρμουλες μετανεοφιλελευθερισμού, που παραπέμπουν σε καθεστώς ημιδουλοπαροικίας και κοινωνικών ζωνών αφρικανοποίησης.
Είναι, όμως, και αποτέλεσμα της κυβερνητικής τακτικής που παρέμεινε επί πεντέμισι μήνες προσκολλημένη, εξαντλώντας και την τελευταία ικμάδα οικονομικών αποθεμάτων και κοινωνικών αντοχών, σε μια διαδικασία υπονομευμένης διαπραγμάτευσης, εμμένοντας στη συνταγή «πάση θυσία συμφωνία, πάση θυσία μέσα στο ευρώ». Σαν το υπνωτισμένο θήραμα που αναμένει, χωρίς την παραμικρή αντίδραση, το καίριο πλήγμα του θηρευτή.
Ήταν, άραγε, μοιραίο, πρόκειται απλώς για απίστευτο ερασιτεχνισμό, για σχέδιο βγαλμένο από τα εγχειρίδια των συνωμοσιολόγων; Τα ερωτήματα θα μας απασχολούν για καιρό, τα κομμάτια του παζλ θα πάρουν ίσως και αρκετό διάστημα για να συναρμολογηθούν. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα στοιχειώδη πράγματα που μπορούν να ειπωθούν από τώρα με απόλυτη βεβαιότητα.
Η στρατηγική αφήγηση της ηγετικής πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή του «αριστερού ευρωπαϊσμού» –ευφημισμός του καταναγκαστικού ευρωπαϊσμού, μια αρκετά παλιά ιστορία–, η μονοκαλλιέργεια του Plan Α, αφήγηση που έλαβε, παρά τις επανειλημμένες και έντονες προειδοποιήσεις (π.χ. με την περίπτωση της Κύπρου τον Μάρτη του ’13), εμμονικό χαρακτήρα, αποτέλεσε το «στρατηγικό» υπόβαθρο της ήττας. Αυτή η πολιτική γραμμή έγινε κομμάτια και θρύψαλα –κι όμως, ουδείς από τους πρωταγωνιστές της προτίθεται να την ενταφιάσει. Αντίθετα, ζητούν και τα ρέστα.
Η γραμμή αυτή «καθοδηγούσε» και τις κινήσεις στο εσωτερικό πεδίο: συνεχής διολίσθηση και άμβλυνση των θέσεων για τις τράπεζες και τους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, για το χρέος, για τις πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες. Κινήσεις που, κατά την κυβερνητική περίοδο, έλαβαν τη μορφή της χιονοστιβάδας. Κι επισφραγίστηκαν με όσα ακολούθησαν –κι όσα ακόμη θα ακολουθήσουν– τη συνθηκολόγηση. Σε βαθμό κατά τον οποίο η κυβέρνηση να τροχοδρομεί στις ράγες της αστικής μνημονιακής διαχείρισης και το κόμμα, με ευθύνη της ηγετικής του ομάδας, να απειλείται από «βίαιη μεταμόρφωση» σε σοσιαλφιλελεύθερο κεντροαριστερό μόρφωμα.
Και τώρα;
Είναι παραπάνω από προφανές πως δημιουργείται όχι απλά πολιτικό κενό, αλλά χάσμα εκπροσώπησης του κόσμου, των θυμάτων του μνημονίου, που κινδυνεύει να μείνει χωρίς φωνή. Και ταυτόχρονα ο κίνδυνος απορφανισμού του «όχι», έστω του πιο ριζοσπαστικού του τμήματος.
Είναι, επίσης, προφανές πως οι μάχες που μέλλει να δοθούν οφείλουν να δοθούν με το βλέμμα στραμμένο στην κοινωνία, να αποκτήσουν, επειγόντως, μετωπική συγκρότηση από τα κάτω, με τολμηρή απεύθυνση ειδικά στη νεολαία, που έδωσε συγκινητική κι ελπιδοφόρα μάχη για το «όχι», για το ίδιο της το μέλλον.
Το «όχι» των βουλευτών της Αριστεράς μέσα στη Βουλή, που αποτελεί ένα πρώτο βήμα για να βρει φωνή και αντιστοίχιση αυτό το κομμάτι της κοινωνίας, χρειάζεται να έχει και συνέχεια.
Και με το κόμμα;
Είναι προφανές πως εδώ πλέον υπάρχουν δύο ασύμβατα πολιτικά σχέδια. Δυνατότητα σύνθεσης πάνω στο έδαφος της μνημονιακής διαχείρισης απλά δεν υπάρχει. Το πολιτικό σχέδιο του «όχι» οφείλει να διεκδικήσει το κόμμα, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται. Είναι μια μάχη που πρέπει να δοθεί και θα δοθεί από την αριστερή πτέρυγα του κόμματος πάση δυνάμει, απέναντι και στο συστημικό μέτωπο που εσχάτως έχει επιστρατευτεί σε μια άνευ προηγουμένου ενορχηστρωμένη στοχοποίησή της ως του υπ’ αριθμ. 1 «εσωτερικού εχθρού». Και η μάχη αυτή θα δοθεί όχι απλά για την τιμή των όπλων.
Ούτως ή άλλως όλα θα κριθούν στο πεδίο της ταξικής πάλης.
* Μέλος του Συντονιστικού Νομαρχιακής Α’ Αθήνας