Με την αποχώρηση των Ναζί από την Αθήνα, ο πληθυσμός της έζησε για λίγες μέρες μια ατμόσφαιρα απίστευτης ανάτασης. Οι εργάτες και οι εργάτριες σε μεγάλες μάζες έβγαιναν στους δρόμους και διαδήλωναν την ευφορία τους για το διώξιμο του ναζισμού αλλά και την προσδοκία για έναν καινούργιο κόσμο χωρίς αδικία και εκμετάλλευση.

Η λέξη που συμπύκνωνε τους πόθους των μαζών ήταν η «Λαοκρατία» και τα συνθήματα που έδειχναν πως οι «από τα κάτω» δεν θέλουν καμιά επιστροφή στο καθεστώς πριν τον πόλεμο ήταν τα «Λαοκρατία και όχι Βασιλιά» και το βροντερό και διαρκές «Κάπα – Κάπα – Έψιλον!». Αυτό σημειώνει με σαφήνεια ο Θεοτοκάς.       

«Δεν υ­πάρ­χει αμ­φι­βο­λί­α πως τού­τος ο λα­ός που βλέ­που­με αυ­τές τις μέ­ρες εί­ναι άλ­λος α­πό κεί­νον που ξέ­ρα­με» σημειώνει ο συγγραφέας. Δεν είναι μόνο «πιο γενναίος» και «πιο περήφανος» όπως τον περιγράφει με ειλικρινή θαυμασμό ο αστός συγγραφέας, αλλά και, πάνω από όλα, είναι ένας λαός που έχει κατακτήσει όπλα και έχει μάθει να πολεμά, ένας λαός που έχει οργανωθεί στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Και όσο και αν η πολιτική του ηγεσία έψαχνε δρόμο συμβιβασμού με τους Άγγλους και την αστική τάξη της Ελλάδας, από την άλλη ο λαός του ΕΑΜ με το «Λαοκρατία» απαιτούσε, επί της ουσίας, την εξουσία και όχι τον κατευνασμό και την κοινωνική ειρήνη. «Ο λαός ν’ ανέβει, ο λαός να γίνει αφέντης, να πάψουν οι κακοί ν’ αδικούν το λαό –αυτό είναι το γενικό αίτημα», συμπυκνώνει ο Θεοτοκάς.

Απέναντι στον καινούργιο επαναστατικό λαό ορθώθηκε το αντίπαλο δέος: η αστική τάξη της χώρας και οι συνασπισμένες οργανώσεις των εθνικιστών από τον ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα μέχρι την οργάνωση Χ του Γρίβα. Όλος ο παλιός πολιτικός κόσμος, βασιλικοί και φιλελεύθεροι, συνεργάτες των Ναζί και οπαδοί των Συμμάχων. Μόλις ελάχιστα χρόνια πριν το αστικό στρατόπεδο είχε μοιραστεί ανάμεσα σε δοσίλογους από τη μια και πιστούς του Συμμαχικού στρατοπέδου και του Βασιλιά από την άλλη.

Μπροστά όμως στον οπλισμένο και ενθουσιώδη λαό, οι παλιές διαφορές ξεχάστηκαν και όλη η τάξη των κρατούντων βρέθηκε ενωμένη στο συλλαλητήριο της 15 Οκτώβρη, «μέσα σε μια νύχτα», όπως τονίζει ο Θεοτοκάς. Εδώ το στρατόπεδο της Δεξιάς έδειξε πως έχει σαφώς μικρότερη δύναμη από το πλήθος της «Λαοκρατίας», αλλά είναι ενωμένο  και ηλεκτρισμένο σε μια κοινή θέληση: να πατήσουν επί των πτωμάτων των ταπεινών, παρά να χάσουν οι ίδιοι τα προνόμιά τους.

Μπροστά στην αναπόφευκτα ανελέητη σύγκρουση των τάξεων, η ηγεσία των «από τα κάτω», το ΚΚΕ, είχε ολοκληρωτικά παραδοθεί στις αυταπάτες. Η «εθνική συμφιλίωση» που κήρυττε η ηγεσία αυτού του κόμματος, σήμαινε να σταματήσει ο χρόνος πριν την ταξική σύγκρουση, να μη χάσουν την εξουσία και τα πλούτη τους οι αστοί αλλά ούτε και το κουράγιο του ο λαός που «παραδίδεται μ’ εμπιστοσύνη τυφλή» στην ηγεσία του ΚΚΕ.

Στις 12 με 15 Οκτώβρη 1944 φαινόταν ήδη το αναπόδραστο της ρήξης του Δεκέμβρη, που έδωσε το πιο θλιβερό τέλος των λαϊκών ελπίδων με την παράδοση των όπλων στη Βάρκιζα.

Ένας συγγραφέας της μπουρζουαζίας, ο Γιώργος Θεοτοκάς, αποτύπωσε στο ημερολόγιό του, και αργότερα στο μυθιστόρημά του «Αργώ», μια εξαιρετική τοιχογραφία των αντίπαλων στρατοπέδων πριν τη σύγκρουση. Και, παρόλο που οι συμπάθειές του ήταν ξεκάθαρα με τον παλιό, αστικό κόσμο, ο Θεοτοκάς αποδίδει πολύ πιο γκρίζα τη διαδήλωση των αστών, αφήνοντας μια αίσθηση παγερότητας, ανησυχίας και απειλής. Αντίθετα, ο συγγραφέας βάζει όλα τα χρώματα και το πάθος, όλες τις μεγαλόπνοες περιγραφές και τη συγκίνηση, στις εικόνες από τις διαδηλώσεις των ταπεινών. 

Γιατί δεν υπάρχει πιο μαγευτικό πράγμα στον κόσμο από τους σκλάβους που συντρίβουν τα δεσμά τους! Και παρά την ταπείνωση της Βάρκιζας και την ήττα, οι σελίδες του Θεοτοκά θα είναι μέσα στις αποδείξεις και τα πειστήρια για το ότι ο κόσμος ποθεί και προσδοκά να ζήσει χωρίς εκμεταλλευτές και όταν πάρει φωτιά είναι ικανός για τα πάντα…

Αρκεί η πρωτοπορία του να μπορεί να ξεχωρίζει τον φίλο από τον αντίπαλο, να στηρίζεται μονάχα στις ικανότητες και προσδοκίες των από κάτω και να είναι αποφασισμένη να βάλει τέλος στην εξουσία των αφεντικών κι όχι να αποδράσει από τη σύγκρουση…

Η Επανάσταση ανοίγει το βήμα της μέσα στους δρόμους της Αθήνας

Πολλές φορές μια πένα που σαφώς ανήκει στο ταξικό στρατόπεδο του εχθρού καταφέρνει να αποδώσει με ζωντάνια, ενάργεια και βαθύτητα και τους αντίπαλους στρατούς και τους πόθους τους και το συσχετισμό δυνάμεων και το αναπόφευκτο της σύγκρουσης.

 

Ο πίνακας των εξεγερμένων μαζών λίγο πριν τα Δεκεμβριανά από την παλέτα ενός αστού συγγραφέα, του Γιώργου Θεοτοκά, που περιγράφει στα Τετράδια Ημερολογίου του τρεις διαδηλώσεις στην Αθήνα, από τις 12 Οκτώβρη που απελευθερώνεται η πόλη από τα ναζιστικά στρατεύματα ως τις 15 Οκτώβρη, που προεικονίζεται η αιματοχυσία που θα ακολουθήσει το Δεκέμβρη…

12 Οκτώβρη: η Απελευθέρωση της Αθήνας

“Ήταν ένα κάρο φορτωμένο νέους και νέες που φώναζαν. Στο άλογο που τραβούσε το κάρο καθότανε καβάλα μια γυναίκα μελαχρινή σα γύφτισσα που είχε στο κεφάλι και στους ώμους ένα σάλι επαναστατικά κατακόκκινο. Φορούσε κίτρινο φουστάνι κι είχε διάφορα χαϊμαλιά στο στήθος, κρατούσε μια ελληνική σημαιούλα και ξεφώνιζε τραγουδώντας: «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη…». Μια παρέα μάγκες γυρίζανε με ένα χαρτονένιο Χίτλερ κρεμασμένο σε ένα κοντάρι και φωνάζανε ρυθμικά «Εμπατίρησε»… Πολλά τραμ και καμιόνια ανεβοκατέβαιναν τους κεντρικούς δρόμους φορτωμένα παιδιά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που φωνάζανε συνθήματα των οργανώσεών τους. Είδα και μια παρέλαση πιτσιρίκων με ξύλινα τουφέκια, του «παιδικού μετώπου» του ΕΑΜ…»

14 Οκτώβρη: Η διαδήλωση του ΕΑΜ 

“Η κραυ­γή που δέ­σπο­ζε σ’ ό­λη αυ­τήν την αν­θρω­πο­θά­λασ­σα, ή­τα­νε: ‘Κά­πα-Κά­πα-Έ­ψι­λον’. Εί­δα πά­λι μες στη δια­δή­λω­ση πα­πά­δες και γριές και παι­δά­κια σε με­γά­λο α­ριθ­μό. Την τά­ξη κρα­τού­σε ο Ε­ΛΑΣ και την κρα­τού­σε κα­λά (…)

Δεν υ­πάρ­χει αμ­φι­βο­λί­α πως τού­τος ο λα­ός που βλέ­που­με αυ­τές τις μέ­ρες εί­ναι άλ­λος α­πό κεί­νον που ξέ­ρα­με, πιο δυ­να­μι­κός, πιο γεν­ναί­ος και πιο πε­ρή­φα­νος, α­λη­θι­νά χει­ρα­φε­τη­μέ­νος και λεύ­τε­ρος (…)

Τώ­ρα νιώ­θου­με έ­να με­γά­λο και α­συ­γκρά­τη­το λα­ϊ­κό κύ­μα που μας ση­κώ­νει και μας παίρ­νει. Τι α­κρι­βώς θέ­λει αυ­τή η μά­ζα βέ­βαια κα­νείς δεν το ξέ­ρει, ού­τε τα πιο συ­νει­δη­τά μέ­λη της. Δεν εί­ναι το βιο­μη­χα­νι­κό προ­λε­τα­ριά­το των με­γά­λων ευ­ρω­πα­ϊ­κών κέ­ντρων με τις συ­γκε­κρι­μέ­νες οι­κο­νο­μι­κο­κοι­νω­νι­κές ε­πι­διώ­ξεις του ε­πι­στη­μο­νι­κού σο­σια­λι­σμού. Ε­δώ έ­χου­με να κά­νου­με με δυ­νά­μεις α­λό­γι­στες.

Στον α­έ­ρα υ­πάρ­χει Ρώ­σι­κη Ε­πα­νά­στα­ση, μα και Γαλ­λι­κή Ε­πα­νά­στα­ση και Κομ­μού­να του Πα­ρι­σιού και α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κός ε­θνι­κός πό­λε­μος και ποιος ξέ­ρει τι άλ­λα θο­λά στοι­χεί­α που δεν τα ξε­χω­ρί­ζου­με α­κό­μα (…) Ο λαός βρήκε μια λέξη και την πιπιλίζει ολοένα: «Λαοκρατία». […] Ο λαός ν’ ανέβει, ο λαός να γίνει αφέντης, να πάψουν οι κακοί ν’ αδικούν το λαό –αυτό είναι το γενικό αίτημα.

Μα συνάμα ο λαός βρίσκει και το Κ.Κ. που το εγκολπώνεται και το αγαπά, όχι για την κοσμοθεωρία του, που δεν την καταλαβαίνει, ούτε για το πρόγραμμά του, που είναι σήμερα ελαστικό και αμφίβολο σαν τα προγράμματα των αστικών κομμάτων, μα γιατί το νιώθει το Κ.Κ. δικό του, το βλέπει πάντα κοντά του, το ακούει να μιλά τη γλώσσα του, αισθάνεται μαζί του βαθιά ψυχική συγγένεια. Του παραδίδεται λοιπόν μ’ εμπιστοσύνη τυφλή, έτσι που μας ξεσκεπάζεται ξαφνικά, σε τούτη την απότομη στροφή της ιστορίας, μια πρωτεύουσα κόκκινη”

15 Οκτώβρη: Η απάντηση της Δεξιάς

Σήμερα αποκρίθηκε η αστική τάξη. Ο φόβος και το πείσμα των αντικομμουνιστικών στοιχείων θαυματούργησαν και κατάφεραν να οργανώσουν σε μια νύχτα μια μεγάλη διαδήλωση όλων των εθνικιστικών οργανώσεων, που δεν είχε βέβαια τον όγκο της χθεσινής διαδήλωσης, ήταν όμως και αυτή εξαιρετικά επιβλητική. Πρόκειται βέβαια για το κοινό του κέντρου της πόλης που είναι κατά πλειοψηφία αστικό. (…) Πραγματικά η σημερινή διαδήλωση ήταν πολύ αισθητά πιο καλοντυμένη και ευπαρουσίαστη από τη χτεσινή και περιείχε αρκετές κομψές γυναίκες.

Είναι η πρώτη φορά αυτές τις μέρες που ένιωσα στην Ελλάδα τόσο έντονα, τόσο ξεκάθαρα κι απόλυτα τον κοινωνικό διχασμό, την ατμόσφαιρα του ταξικού πολέμου”

Ετικέτες